Το ζευγάρι κειμένων που ακολουθεί, σαν φανταστική αντιπαράθεση απόψεων, έχει άμεση σχέση με δύο εισηγήσεις / συζητήσεις που οργανώθηκαν απ’ την συνέλευση του game over τον χειμώνα και στις αρχές καλοκαιριού του ‘14: η φυσική σαν ιδεολογία (29 Γενάρη ‘14, στο Φυσικό) και επιστήμη και μεταφυσική (7 Ιούλη ‘14, στο ΜΙΘΕ).
Το πρώτο κείμενο είναι επιλεγμένα αποσπάσματα απ’ το βιβλίο Το Φάντασμα της Όπερας, του Στέφανου Τροχανά, (πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης – 2014).
Όπως συμβαίνει γενικά με τέτοιου είδους φανταστικές αντιπαραθέσεις στο περιβάλλον spirit έτσι κι εδώ, ο σκοπός δεν είναι να μειωθεί η αξία εκείνου στις απόψεις του οποίου γίνεται η αντιπαράθεση. Ούτε να διαστρεβλωθεί το νόημα της γνώμης του (η επιλογή αποσπασμάτων ενέχει πάντα έναν τέτοιο κίνδυνο). Κυρίως “παίρνουμε αφορμή”. Παίρνουμε αφορμή για αντιλόγους, που πια θεωρούνται demode.
η μία πλευρά
… Ας έρθουμε στο σήμερα για να διερωτηθούμε … ποια είναι η θέση της επιστήμης στις κοινωνίες που προέκυψαν ως αποτέλεσμα … της επιστημονικής επανάστασης που ξεκίνησε με τον Γαλιλαίο και ολοκληρώθηκε με τον Δαρβίνο. Σε ποιό βαθμό το κοσμοείδωλο του σύγχρονου ανθρώπου είναι διαμορφωμένο από την επιστημονική προσέγγιση της φύσης και, ακόμα, σε ποιο βαθμό η επιστημονική νοοτροπία – αυτή που δίνει το προβάδισμα στα γεγονότα έναντι των γνωμών και των πεποιθήσεών μας (πολιτικών, θρησκευτικών, ιδεολογικών ή άλλων) – είναι οργανικό μέρος της γενικής κουλτούρας των πολιτών. Τα εμπειρικά δεδομένα δεν αφήνουν δυστυχώς περιθώρια για αυταπάτες: ο ανορθολογισμός και η πίστη σε παραφυσικά φαινόμενα αποτελούν “πλειοψηφικό ρεύμα” στον γενικό πληθυσμό. Μια από τις πολλές δημοσκοπήσεις που διεξάγονται κατά καιρούς στις ΗΠΑ δίνει ανατριχιαστικά αποτελέσματα γι’ αυτό το θέμα. Τα ποσοστά του πληθυσμού που πιστεύουν στα πιο αλλόκοτα πράγματα είναι – για λίγες ενδεικτικές περιπτώσεις – τα εξής: προσωπική παραψυχική εμπειρία 71%, πίστη σε φαντάσματα 34%, τα φαντάσματα είναι ψυχές πεθαμένων 56%, στοιχειωμένα σπίτια 37%, τηλεπάθεια 31%, επίδραση των άστρων στη ζωή μας 32%, εξωαισθητηριακή αντίληψη 41%, επικοινωνία με τους νεκρούς 35% κλπ κλπ. Και για να μη βαυκαλιζόμαστε με την ιδέα ότι όλα αυτά συμβαίνουν μόνο κάπου αλλού, πρόσφατη πανευρωπαϊκή έρευνα γνώμης με αφορμή το έτος Δαρβίνου, έδειξε ότι βρισκόμαστε πίσω μόνο από τις Ηνωμένες Πολιτείες ως προς την άρνηση της εξελικτικής καταγωγής μας. Ο Δαρβίνος δεν έχει αισθητά περισσότερους φίλους στην Ελλάδα απ’ ό,τι στις ΗΠΑ!
Η κυριαρχία του ανορθολογισμού και της παραεπιστήμης στο δημόσιο χώρο είναι επίσης αναμφισβήτητη, όπως προκύπτει από τη μαζική απήχηση σχετικών τηλεοπτικών εκπομπών αλλά και πληθώρας ομοειδών εντύπων πάσης φύσεως που συγκροτούν από μόνα τους έναν παράλληλο κόσμο τον οποίο η “επίσημη κοινωνία” απλώς αρνείται να αντικρίσει. Είναι μια από τις σκοτεινές πλευρές της.
Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε μια μαζική αποτυχία του εκπαιδευτικού μας συστήματος να εκπληρώσει την παιδευτική αποστολή του. Σε μια εποχή υποτιθέμενου θριάμβου της επιστήμης – ή μήπως μόνο της τεχνολογίας; – ένας διαρκώς αυξανόμενος αριθμός πολιτών βγαίνουν από το εκπαιδευτικό σύστημα έτοιμοι να παραδοθούν χωρίς αντίσταση στις πιο ακραίες μορφές ανορθολογισμού…
… Το να υπερασπίζεται κανείς την επιστήμη σήμερα – όχι απλώς τα επιτεύγματά της αλλά και τον μεθοδολογικό της πυρήνα – δεν είναι ιδιαίτερα της “μόδας”. Κινδυνεύει να χαρακτηριστεί στρατιώτης του περασμένου πολέμου. Απομεινάρι μιας άλλης εποχής. Οπαδός του Διαφωτισμού, παραδείγματος χάριν: φωταδιστής! Δεν είμαι ιστορικός της επιστήμης ή των ιδεών για να επιχειρήσω μια τεκμηριωμένη ερμηνεία αυτού του φαινομένου. Πώς, δηλαδή, συνέβη να αλλάξει τόσο πολύ και τόσο γρήγορα – κυρίως μέσα στα τελευταία πενήντα χρόνια – το αξιακό πρόσημο της επιστήμης. Από θετικό να γίνει αρνητικό, ή έστω ουδέτερο. Από απελευθερωτική δύναμη και θεμελιώδης συνιστώσα του πολιτισμού μας να αντιμετωπίζεται πλέον από τους περισσότερους ως απλή προωθητική δύναμη μιας τεχνολογικής εξέλιξης που – όπως πιστεύουν πολλοί – δεν υπηρετεί πλέον γνήσιες ανθρώπινες ανάγκες αλλά την ανεξέλεγκτη επέκταση ενός παγκοσμιοποιημένου οικονομικού συστήματος που ναρκοθετεί το ίδιο το μέλλον του πλανήτη ως λίκνου της ζωής.
Σ’ αυτές τις νέες συνθήκες, δεν είναι περίεργο ότι στους παραδοσιακούς πολέμιους της επιστήμης – τη θρησκεία και τον ακραίο συντηρητισμό – προστέθηκαν και κάποιοι από τους παλιούς συμμάχους της. Μεταξύ αυτών και ένα τμήμα της πανεπιστημιακής διανόησης. Και δεν αναφέρομαι βέβαια σε κριτικές στάσεις ή ριζική αμφισβήτηση τεχνολογικών καινοτομιών και των τρόπων ζωής και κοινωνικής οργάνωσης που αυτές προωθούν και τελικά επιβάλλουν. Εννοώ την αμφισβήτηση της ίδιας της επιστήμης στον επιστημολογικό της πυρήνα: στη βασική παραδοχή ότι η επιστημονική μέθοδος – αυτή που αναγνωρίζει την προτεραιότητα των εμπειρικών και πειραματικών δεδομένων έναντι των θεωρητικών κατασκευών μας – είναι μια έγκυρη πηγή γνώσης για τον κόσμο μας. Ότι προσφέρει μια αντικειμενική γνώση με συσσωρευτικό χαρακτήρα. Η νέα γνώση δεν αχρηστεύει την παλιά αλλά επεκτείνει τα όριά της και επανακαθορίζει τις προϋποθέσεις ισχύος της.
Στο όνομα μιας αυστηρής επιστημολογικής προσέγγισης του προβλήματος της έγκυρης γνώσης, η κριτική αυτού του τύπου αμφισβητεί ευθέως τον καθοριστικό ρόλο του πειράματος ως εξωτερικού κριτή της θεωρίας και ως οδηγού για τη διατύπωση ολοένα και καλύτερων θεωρητικών μοντέλων για την περιγραφή του φυσικού κόσμου. Το πείραμα – ισχυρίζεται μια τέτοια κριτική – είναι διαποστισμένο από τους όρους της προς επαλήθευση θεωρίας, κι επομένως δεν συνιστά έναν παραγματικά ανεξάρτητο έλεγχό της. Στην πιο ακραία εκδοχή της, αυτή η κριτική πρακτικά ισχυρίζεται ότι το παιχνίδι της επαλήθευσης είναι “στημένο”. Το πείραμα “βλέπει” μόνο ό,τι η θεωρία του επιτρέπει να “δει”. Η αξίωση της “δυτικής επιστήμης” να θεωρείται αντικειμενική, και συνεπώς ανώτερη από άλλες μορφές επιστήμης, δεν έχει βάση. Η επιστήμη μας – η δυτική επιστήμη – είναι απλώς μία από τις πολλές ισοδύναμες επιστήμες που δημιουργούν οι ανθρώπινοι πολιτισμοί για να “οικειωθούν” τον κόσμο γύρω τους. Τελικά “όλα παίζουν”.
Το έργο είναι γνωστό και χιλιοπαιγμένο. Άλλη μια “αποδόμηση” εκ τους ασφαλούς. Διότι, βεβαίως, κανείς από τους αποδομητές δεν προσφεύγει στον “μάγο της φυλής” για ιατρική βοήθεια, αλλά σε γιατρούς και ιατρικές τεχνολογίες που μάλλον σ’ αυτή την “καταραμένη” δυτική επιστήμη βασίζονται!
…
Δεν υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, αμφιβολία ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια μαζική υποχώρηση της επιστήμης και της επιστημονικής νοοτροπίας ως βασικού στοιχείου της γενικής παιδείας των πολιτών…. Σε μια εποχή υποτιθέμενου θριάμβου της επιστήμης, ένας διαρκώς αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων “βγαίνουν” από το εκπαιδευτικό σύστημα έτοιμοι να παραδοθούν χωρίς αντίσταση στις πιο ακραίες μορφές ανορθολογισμού και παραεπιστήμης. Εύκολη λεία σχετικών τηλεοπτικών εκπομπών αλλά και πληθώρας ομοειδών εντύπων πάσης φύσεως που συγκροτούν από μόνα τους ένα παράλληλο “σύμπαν” μυστηρίου και τρέλας. Το οποίο η “επίσημη κοινωνία” απλώς αρνείται να αντικρίσει. Ή προσποιείται ότι δεν βλέπει. Είναι μια από τις απωθημένες της πλευρές.
Όμως γι’ αυτό σίγουρα δεν φταίνε μόνο οι… αποδομητές ή οι παραδοσιακοί πολέμιοι της επιστήμης. Ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης φέρει επίσης μια σημαντική “μετάλλαξη” που έχει εμφανιστεί στην επιστημονική κοινότητα – κυρίως των θετικών επιστημών – τα τελευταία πενήντα χρόνια. Ανεπαισθήτως αρχικά, αλλά με ραγδαία επιταχυνόμενο ρυθμό αργότερα. Πρόκειται για την εμφάνιση – και τελικά την επικράτηση – ενός νέου είδους επιστήμονα, απόλυτα εξειδικευμένου και αποτελεσματικού στην εκτέλεση συγκεκριμένων “καθηκόντων” αλλά, συχνότατα, στερημένου κάθε γενικότερης παιδείας ακόμα και στον άμεσο περίγυρο του αντικειμένου του. Ο μη διανοούμενος επιστήμονας. Ο τεχνικός της επιστήμης. Αυτό είναι σήμερα το πλειοψηφικό είδος ανθρώπου που αντιπροσωπεύει το επιστημονικό επάγγελμα και την κυρίαρχη ιδεολογία του. Η οποία ασφαλώς περιλαμβάνει πολλά καινούργια πράγματα – μεταξύ άλλων έννοιες όπως καινοτομία, επιχειρηματικότητα, τεχνοβλαστοί (spinoffs), πατέντες, ευρωπαϊκά προγράμματα, κλπ κλπ – αλλά μόνο μια θολή εικόνα από την επιστήμη ως θεμελιώδη αξία του πολιτισμού μας. Από την επιστήμη ως πνευματικό αγαθό και ως απελευθερωτική δύναμη του ανθρώπου, όπως την οραματίστηκε ο Διαφωτισμός και η μεγάλη πνευματική παράδοση που δημιούργησε. Σίγουρα φταίνε λίγο και οι πολέμιοί της – παλιοί και νέοι – ωστόσο, αν η επιστήμη βρίσκεται σήμερα σε υποχώρηση ως πνευματικό κίνημα, η ευθύνη βρίσκεται εξίσου μέσα της όσο και έξω της.
…
η άλλη πλευρά
Υπάρχει κάτι που μπορεί να οριστεί με ακρίβεια σαν επιστήμη ξεπερνώντας τους διαφορετικούς ιστορικούς (ή και κοινωνικούς) προσδιορισμούς των τελευταίων 5 ή 10 αιώνων της “δυτικής” ιστορίας; Οι ίδιοι οι ιστορικοί των επιστημών φαίνεται ότι απαντούν “ναι”, ορίζοντας την γραμμή της διάκρισης ανάμεσα σε “επιστήμη” και σε “μη επιστήμη” (ό,τι και νάναι αυτό το τελευταίο) σε σχέση με την μέθοδο μάλλον παρά σε σχέση με τα συμπεράσματα, τις εφαρμογές τους, τις επιτυχίες και τις αποτυχίες τους, τις ασυνέχειες, την διάρκεια ισχύος της “αλήθειας” εκείνου ή του άλλου επιστημονικού θεωρήματος. Ωστόσο ένας τέτοιος προσδιορισμός (του είδους “επιστήμη είναι πείραμα συν μαθηματικά”) είναι ιδιαίτερα συζητήσιμος. Ειδικά εάν συμβεί σε κάποιον, που δεν έχει αυτόν τον υποτιθέμενα άγιο τίτλο (του “επιστήμονα”), να παρακολουθήσει ισχυρές διαφωνίες και καυγάδες μεταξύ “επιστημόνων”. Εκεί, η κατηγορία του “αντι-επιστημονικού”, είναι η πιο ήπια που μπορεί να εκσφενδονηθεί μεταξύ αλλήλων· πράγμα που σημαίνει, το λιγότερο, ότι το τι είναι “επιστήμη” έχει σχετικοποιηθεί ακόμα και ανάμεσα σ’ αυτούς που την υπηρετούν.
Σα να μην έφταναν αυτά, και για να γίνουν τα πράγματα ακόμα χειρότερα, έχει σχεδόν εξαφανιστεί η όποια διάκριση ανάμεσα σε “επιστήμη” και “τεχνολογία”. Υπάρχουν οπωσδήποτε ισχυροί δεσμοί ανάμεσά τους, και πάντα υπήρχαν. Αλλά καθώς η “τεχνολογία” (ή, πιο σωστά, ορισμένοι τομείς της) παράγουν διαρκώς όλο και περισσότερες μηχανές / συσκευές καθημερινής χρήσης, διαμορφώνοντας αυτό που μερικοί έχουν ονομάσει τεχνικό οικοσύστημα, κατασκευάζει και τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις του “μεγάλου κοινού”· την ιδεολογία πιο σωστά.
Για την τεχνολογία η διέπουσα ιδέα είναι πρακτική. Το λειτουργεί: οι μηχανές “δουλεύουν” (ή χαλάνε). Για την επιστήμη η διέπουσα ιδέα είναι πολύ πιο φιλοσοφική. Το η αλήθεια. Η “αλήθεια του κόσμου”, σε έναν ικανό (αν και όχι ομολογημένο πάντα) βαθμό η “ακλόνητη αλήθεια του πως ‘είναι’ (δηλαδή: πως‘λειτουργεί’) ο κόσμος”. Παρότι πολλοί (και ο κύριος Τραχανάς ανάμεσά τους…) ισχυρίζονται ότι το ειδοποιό στοιχείο του οτιδήποτε μπορεί να ονομαστεί επιστήμη είναι το πείραμα (και μαζί του η επαλήθευση ή η διάψευση μιας ορισμένης υπόθεσης ή θεωρίας), κατά την γνώμη μας το κυρίως χαρακτηριστικό είναι άλλο. Είναι η εκκοσμίκευση των “νόμων (της φύσης”). Η δυνατότητα δηλαδή του ανθρώπινου πνεύματος να τους εννοήσει / καταλάβει / αναλύσει / μεταγράψει· κόντρα στη θρησκευτική αντίληψη ότι υπάρχουν μεν τέτοιοι “νόμοι” (και μάλιστα πολύ αυστηροί), αλλά αυτοί βρίσκονται σε γνώση μόνο κάποιου θεού, άρα είναι απρόσιτοι στην ανθρώπινη νόηση.
Η κοινότοπη ιδέα, λοιπόν, του φυσικού νόμου (απ’ το “νόμο της βαρύτητας” έως…) και άρα της εγγενούς Αλήθειας (με κεφαλαίο “α”) κάθε φυσικού νόμου, που είναι ή μπορεί να γίνει κατανοητή από ένα μικρό υποσύνολο αυτής της “φύσης” (το ανθρώπινο είδος…), ιδέα που αποτελεί εκκοσμίκευση μιας άλλης, της ιδέας του “θεού κατασκευαστή του κόσμου” και μοναδικού γνώστη των “νόμων”, είναι αυτή που εμπνέει αλλά και κυνηγάει τους επιστήμονες. Στο βάθος οποιασδήποτε επιστημονικής αναζήτησης, θεωρίας, μεθόδου στοιχειώνει το φάντασμα ενός μεγάλου ρολογιού με γρανάζια· αδιάφορο εάν τα γρανάζια έχουν αναζητηθεί στους “νόμους της κληρονομικότητας” του Μέντελ, στους “νόμους του Κέπλερ”, στους “νόμους της κβαντικής μηχανικής” της ερμηνείας της Κοπεγχάγης, ή τώρα στους “νόμους της κβαντικής σύζευξης”.
Δικαιούμαστε λοιπόν να έχουμε την εξής απορία: εάν οποιοδήποτε “σώμα γνώσης” ορίζει το ίδιο τους τρόπους του, τους “εσωτερικούς του κανόνες”, τις “εσωτερικές διαδικασίες επαλήθευσης ή/και διάψευσης,” δικαιούται αυτονόητα το να είναι στο απυρόβλητο οποιασδήποτε εξωτερικής κριτικής; Η χριστιανική θρησκευτική πίστη διατεινόταν, στα καλύτερά της, ότι αποτελεί την μόνη έγκυρη μορφή γνώσης, ας πούμε “γνώση δι’ αποκαλύψεως”. Είχε διαμορφώσει όχι μόνο τους “εσωτερικούς κανόνες” της “πορείας προς την θεϊκή φώτιση”, αλλά επίσης και θεσμούς / μηχανισμούς “επαλήθευσης ή/και διάψευσης”: ας πούμε τις επισκοπικές συνόδους (ένα είδος συνεδρίων…) όπου συχνά ανακυρύσσονταν και οι “αιρετικοί” – δηλαδή οι “ψευδοπιστοί”, οι “ξεγελασμένοι”, τα “όργανα του σατανά”. Ασφαλώς το πείραμα δεν περιλαμβανόταν, γενικά, στο ρεπερτόριο της αναζήτησης της θεϊκής φώτισης· αλλά αυτό δεν έκανε την ιεραρχία της εκκλησίας λιγότερο βέβαιη για το ότι γνωρίζει ή βρίσκεται κοντά στην “θεϊκή βούληση” ή στη θεϊκή τάξη του κόσμου.
Ωστόσο (και η ιστορία των επιστημών είναι μάρτυρας) ακόμα και οι πειραματικοί επιστήμονες (διάφοροι, μάλιστα, ιδιαίτερα φημισμένοι) έζησαν και πέθαναν με την βεβαιότητα ότι γνωρίζουν έναν τουλάχιστον απ’ τους βασικούς – νόμους – της – φύσης· μόνο για να έρθει αργότερα μια (αρχικά “αιρετική”) καινούργια επιστημονική αλήθεια να τους διαψεύσει. Έως ότου διαψευστεί κι αυτή από μια επόμενη.
Σαν συλλογική περιπέτεια της ανθρώπινης σκέψης αυτά τα διαδοχικά κύματα ανακάλυψης “νόμων της φύσης” και διάψευσής τους, που στοιχειώνουν ό,τι και να ονομαστεί επιστήμη, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέροντα έως διασκεδαστικά – ως ένα σημείο τουλάχιστον. Σε ό,τι αφορά όμως τον όρκο περί αποκάλυψης της Αλήθειας, της ακλόνητης και αδιαμφισβήτης Αλήθειας – του – Κόσμου, η επιστήμη είναι μια συλλογή αποτυχιών, όχι μικρότερη από διάφορες θρησκευτικές συλλογές. Κι εδώ ίσως βρίσκεται μια καθαρή (αν και ανομολόγητη) αιτία του γιατί, από ένα χρονικό σημείο και μετά (ας πούμε: στο πέρασμα του 20ου αιώνα), ακόμα και οι “σπουδαγμένοι επιστήμονες” γίνονται όλο και πιο ανοικτά μεταφυσικοί, συχνά του χειρότερου είδους. Πιθανότατα να υπάρχει ένα θεμελιώδες (διανοητικό) λάθος στην πίστη (γιατί περί πίστης πρόκειται) στην ύπαρξη μιας μοναδικής, ακλόνητης και αδιαμφισβήτητης Αλήθειας (με το “α” κεφαλαίο άρα) για τον Κόσμο. Κι αν συμβαίνει έτσι, το λάθος αυτό το μοιράζονται εξίσου οι επιστήμονες και οι θεολόγοι· πράγμα που σημαίνει ότι είναι πιθανά κοντινότεροι μεταξύ τους απ’ ότι οι ίδιοι αναγνωρίζουν. Εν τέλει, οι επιστήμονες δεν δικαιώνονται πια απ’ την χαρά της περιπέτειας των σκέψεων, αλλά απ’ τις εφαρμογές που παράγουν. Απ’ την τεχνολογία δηλαδή.
Ύστερα απ’ αυτά τα σύντομα και γενικά (θα υπάρξουν και στο τέλος μερικές σκέψεις γενικής σημασίας) στο ιδιαίτερο θέμα μας. Ο κύριος Τραχανάς στη σελίδα 22 του φαντάσματος της όπερας γράφει:
… Θα επιχειρήσω να υπερασπιστώ … μια θεμελιώδη επιστημονική ανακάλυψη που ανήκει στη δική μου επιστήμη, τη φυσική. Θα επιχειρήσω … να δείξω γιατί η ανακάλυψη αυτή αποτελεί ένα κορυφαίο επίτευγμα του πολιτισμού μας, άξιο να συμπεριληφθεί στη βραχεία λίστα των θεμάτων γενικής παιδείας για τα οποία ένας μορφωμένος πολίτης του καιρού μας θα έπρεπε να γνωρίζει κάτι. Πρόκειται για την περίφημη αρχή της αβεβαιότητας του Χάιζενμπεργκ, ή αρχή της απροσδιοριστίας, όπως επίσης λέγεται, η οποία ανακαλύφθηκε το 1927 και αποτελεί έκτοτε το θεμέλιο της φυσικής του μικρόκοσμου.
… Αν η αρχή της αβεβαιότητας δικαιούται να συμπεριληφθεί στη βραχεία λίστα που προανέφερα, είναι κυρίως για τούτο: χωρίς αυτόν τον παράξενο φυσικό νόμο – γιατί όντως είναι ένας παράξενος νόμος – καμία από τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις που κάνουν δυνατή την ανάδυση της ζωής στο σύμπαν δεν θα ήταν παρούσα. Ένα σύμπαν χωρίς την αρχή της αβεβαιότητας θα ήταν σίγουρα ένα νεκρό σύμπαν…
Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι το σύμπαν – άρχισε – να – ζει μόλις μετά το 1927, όταν ο γερμανός φυσικός Werner Heisenberg διατύπωσε αυτό που ονόμασε αρχή της αβεβαιότητας… Όχι βέβαια! Το σύμπαν φαίνεται πως τα κατάφερνε μια χαρά και χωρίς τον Heiseneberg, τον Bohr, τον Schrodinger, τον L. de Broglie, τον Plank και αρκετούς άλλους φυσικούς που απ’ τις αρχές του 20ου αιώνα άρχισαν να διατυπώνουν θεωρήματα, υποθέσεις και πιθανούς “νόμους” γύρω από μια εντελώς καινοφανή (για τα τότε δεδομένα) ιδέα για την κατάσταση της ύλης (και της ενέργειας): την ιδέα των κβάντα (quanta).
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Heisenberg η αρχή της αβεβαιότητας συνίσταται στην πεποίθηση ότι:
Είναι αδύνατο να μετρηθεί ταυτόχρονα και με ακρίβεια, ούτε πρακτικά, ούτε και θεωρητικά η θέση και η ταχύτητα, ή ορμή, ενός σωματιδίου.
[Eπιπλέον] Σε αντίθεση με την αρχή της αιτιοκρατίας, σύμφωνα με την αρχή της απροσδιοριστίας υπάρχουν γεγονότα των οποίων η εκδήλωση δεν υπαγορεύεται από κάποια αιτία.
Αν έχει μια ιδιαίτερη (κοινωνική γενικά αλλά και ειδικά επιστημονική) αξία η αρχή της αβεβαιότητας δεν είναι, λοιπόν, επειδή έδωσε πνοή στο σύμπαν. Αλλά επειδή (σε συνδυασμό με άλλες πλευρές της κβαντοφυσικής) ανέτρεψε (και ίσως κατέστρεψε για πάντα) το βασικό διανοητικό έδαφος πάνω στο οποίο είχε στηθεί ως τότε ο πύργος της επιστημονικής αναζήτησης της Αλήθειας. Κι αυτό το έδαφος συμπυκνώνεται αφενός στη βασική θέση πως είτε αυτό είναι αληθές, είτε είναι ψευδές – δεν υπάρχουν (για την επιστήμη) μεσοβέζικες καταστάσεις, “ολίγον σωστό / ολίγον λάθος”· και αφετέρου στο σκληρό ντετερμινισμό, στην άμεση συσχέτιση αποτελέσματος και αιτίου.
Να λοιπόν που τις παραμονές εκείνης της ιστορικής περιόδου που ο “πολύς κόσμος” έμελλε να θυμάται σαν την εποχή της Μεγάλης Κρίσης (και ύστερα του φασισμού και του β παγκόσμιου πολέμου), ιδού που η ανάδυση ενός καινούργιου επιστημονικού Παραδείγματος, της κβαντομηχανικής, ανέτρεπε σιωπηλά (και προς στιγμήν σε ένα σχετικά περιορισμένο πεδίο της φυσικής…) τις βασικές βεβαιότητες που πάνω τους είχε στηριχτεί το μέχρι τότε επιστημονικό έπος, στη γενικότητα και στο σύνολό του: τις βεβαιότητες περί μιας οριστικής (κοσμικής) Αλήθειας.
Να τι έλεγε ο ίδιος ο Heisenberg στο έργο του φυσική και φιλοσοφία (από εκδ. Αναγνωστίδη, 1971) κάπου στη δεκαετία του 1950. Ο τονισμός δικός μας:
…
Στη κλασσική θερμοδυναμική, η έννοια “θερμοκρασία” φαίνεται ότι περιγράφει ένα αντικειμενικό χαρακτηριστικό της πραγματικότητας, μια αντικειμενική ιδιότητα της ύλης. Στη καθημερινή ζωή, είναι πολύ εύκολο να ορίσουμε, με τη βοήθεια ενός θερμομέτρου, αυτό που θέλουμε να πούμε, όταν δηλώνουμε ότι ένα κομμάτι ύλης βρίσκεται σε μια ορισμένη θερμοκρασία. Αλλά, όταν δοκιμάζουμε να ορίσουμε αυτό που σημαίνει η θερμοκρασία ενός ατόμου, βρισκόμαστε σε μια πολύ πιο λεπτή κατάσταση, ακόμη και στη κλασσική φυσική. Πραγματικά, μας είναι αδύνατο να συνδέσουμε αυτή την έννοια “θερμοκρασία του ατόμου” με μια καλά καθορισμένη ιδιότητα του ατόμου… Μπορούμε να συνδέσουμε την τιμή της θερμοκρασίας με ορισμένες στατιστικές πιθανότητες πάνω στις ιδιότητες του ατόμου, αλλά φαίνεται αμφίβολο ότι μια τέτοια πιθανότητα πρέπει να χαρακτηριστεί αντικειμενική.
…
Στη κβαντική θεωρία, όλες οι κλασσικές έννοιες … συνδέονται με στατιστικές πιθανότητες· κι αυτή η πιθανότητα δεν μπορεί παρά σε σπάνιες περιπτώσεις να γίνει ένα ισοδύναμο της βεβαιότητας. Είναι δύσκολο να δηλώσουμε ότι μια πιθανότητα είναι αντικειμενική. Θα μπορούσαμε ίσως να τη χαρακτηρίσουμε σαν τάση ή αντικειμενική δυνατότητα, potentia, στο νόημα της Αριστοτελικής φιλοσοφίας. Πραγματικά, πιστεύω ότι η χρησιμοποιούμενη γλώσσα απ’ τους φυσικούς, όταν μιλούν για ατομικά φαινόμενα, υποδηλώνει στο πνεύμα τους έννοιες ανάλογες με εκείνες της έννοιας potentia. Έτσι οι φυσικοί συνηθίζουν βαθμιαία να θεωρούν τις ηλεκτρονικές τροχιές κλπ όχι σαν πραγματικότητα, αλλά σαν ένα είδος potentia. Η γλώσσα προσαρμόζεται πια (ως ένα ορισμένο σημείο τουλάχιστον) σ’ αυτή τη κατάσταση πραγματικά. Αλλ’ αυτή δεν είναι μια γλώσσα ακριβής με την οποία μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε λογικά σχήματα· είναι μια γλώσσα που δημιουργεί στο πνεύμα μας εικόνες και ταυτόχρονα την έννοια, ότι αυτές οι εικόνες δεν έχουν παρά μια αόριστη σχέση με την πραγματικότητα, ότι αυτές δεν παριστάνουν παρά μια τάση προς τη πραγματικότητα.Η αοριστία αυτής της γλώσσας, την οποία χρησιμοποιούν οι φυσικοί, οδήγησε λοιπόν σε προσπάθειες για να καθορίσουν μια άλλη ακριβή γλώσσα, σε πλήρη συμφωνία με το μαθηματικό σχήμα της κβαντικής θεωρίας.Το αποτέλεσμα σ’ αυτές τις προσπάθειες του Birkhoff και Neumann και πιο πρόσφατα του Weizsaker μπορεί να εκφραστεί όταν πούμε, ότι το μαθηματικό σχήμα της κβαντικής θεωρίας μπορεί να ερμηνευτεί σαν μια επέκταση ή τροποποίηση της κλασσικής λογικής. Υπάρχει ιδιαίτερα μια βασική αρχή της κλασσικής λογικής, η οποία φαίνεται ότι έχει ανάγκη να τροποποιηθεί: στη κλασσική λογική, όταν μια πρόταση έχει και το ελάχιστο νόημα, υποθέτουν ότι είτε αυτή είτε η άρνησή της πρέπει να είναι αληθινή. Ανάμεσα στις προτάσεις “υπάρχει εδώ ένα τραπέζι” ή “δεν υπάρχει τραπέζι εδώ”, είτε η μιά είτε η άλλη πρέπει να είναι αληθινή: δεν υφίσταται τρίτη δυνατότητα, αυτή είναι η λογική του “αποκλεισμού του τρίτου όρου ή συμπεράσματος”. Είναι δυνατόν να αγνοούμε ποια απ’ τις δύο είναι αληθινή, αλλά στην “πραγματικότητα” μόνο η μια απ’ τις δύο είναι τέτοια.
Στη κβαντική θεωρία πρέπει να τροποποιήσουμε αυτό το λογικό νόμο του “αποκλεισμού του τρίτου”.
…
Η δυνατή τροποποίηση του σχήματος της κλασσικής λογικής, θα εφαρμοζόταν τότε πρωταρχικά στο επίπεδο που αφορά τα αντικείμενα.
Ας παρατηρήσουμε ένα άτομο μετατεθειμένο μέσα σε ένα κλειστό κιβώτιο, που είναι διαιρεμένο από ένα χώρισμα σε δύο μέρη, ενώ το χώρισμα έχει μια μικρή οπή απ’ την οποία μπορεί να περάσει το άτομο. Σ’ αυτή την περίπτωση, σύμφωνα με την κλασσική λογική, το άτομο είναι είτε στο αριστερό ήμισυ, είτε στο δεξιό ήμισυ του κιβωτίου, δεν υπάρχει τρίτη δυνατότητα, υπάρχει “αποκεκλισμένο τρίτο”. Αλλα στη κβαντική θεωρία μας επιβάλλεται να παραδεχτούμε – όταν χρησιμοποιούμε τις λέξεις “άτομο” και “κιβώτιο” – ότι υφίστανται και άλλες δυνατότητες, οι οποίες είναι παράδοξες αναμίξεις απ’ τις δύο προηγούμενες δυνατότητες· αυτό μας είναι απαραίτητο για να αντιληφθούμε τα αποτελέσματα των πειραμάτων μας.
…
Για να αντιληφθούμε αυτή την κατάσταση, ο Weizsacker εισήγαγε την έννοια “βαθμός αλήθειας”… [Αυτός ο βαθμός, σαν “τιμή”, μπορεί να είναι 1 ή 0, αλλά μπορεί να έχει και τιμές ενδιάμεσες]… Όμως οι εφαρμογές μιας τέτοιας γλώσσας εγείρουν έναν ορισμένο αριθμό από δύσκολα προβλήματα, μεταξύ των οποίων τη σχέση ανάμεσα στα διάφορα “επίπεδα” γλώσσας [άλλο για την εμπειρική παρατήρηση, άλλο για την κβαντική μηχανική] και τις συνέπειες της υπονοούμενης οντολογίας…
Αλήθειες – κατά – συνθήκη στη θέση της Αλήθειας· πιθανολογήσεις στη θέση της βεβαιότητας· περισσότερες “ενδιάμεσες” (ή “συμπληρωματικές”) καταστάσεις της ύλης πέρα απ’ το είτε υπάρχει – είτε όχι: ασφαλώς οι φυσικοί των κβάντα μπόρεσαν να τα συνθέσουν αυτά σε μια καινούργια επιστημονική Αλήθεια… Όμως τι ανατροπή, ε; Η κατά τον Heisenberg υπονοούμενη οντολογία (αυτή που φωτίζεται απ’ την επιστήμη) ερχόταν τα πάνω κάτω, όχι ακόμα στα μάτια του κοινού, αλλά…
Και ο Heisenberg είχε την αποφασιστικότητα να δείξει ακόμα εντονότερα αυτή την ανατροπή. Στο τελευταίο κεφάλαιο του φυσική και φιλοσοφία, με τίτλο ο ρόλος της σύγχρονης φυσικής στη σημερινή εξέλιξη της ανθρώπινης σκέψης, γράφει ανάμεσα σε άλλα (ο τονισμός δικός μας):
…
Η γενική τάση της ανθρώπινης σκέψης του 19ου αιώνα υπήρξε η αυξανόμενη εμπιστοσύνη στην επιστημονική μέθοδο και στους ακριβείς λογικούς όρους και οδήγησε σε ένα γενικό σκεπτικισμό μπροστά σ’ αυτές τις έννοιες της συνηθισμένης γλώσσας, που δεν προσαρμόζονται στο κλειστό πλαίσιο της επιστημονικής σκέψης, λόγου χάρη στις έννοιες τις θρησκευτικές. Η σύγχρονη φυσική ενίσχυσε πολύ αυτόν τον σκεπτικισμό· αλλά ταυτόχρονα, αυτή εφάρμοσε αυτόν τον σκεπτικισμό υπερεκτιμώντας τις επιστημονικές έννοιες, ευκρινείς και σαφείς, με μια άποψη πολύ αισιόδοξη για την πρόοδο γενικά…
…
Αλλά … το πνευματικό άνοιγμα της σύγχρονης φυσικής μπορεί, σε ορισμένο σημείο, να βοηθήσει να συμφιλωθούν οι αρχαίες παραδόσεις και τα νέα ρεύματα της σκέψης. Λόγου χάρη, η μεγάλη συμβολή, που ήρθε απ’ την Ιαπωνία στη κβαντική θεωρία απ’ τον τελευταίο πόλεμο, μπορεί να είναι μια ένδειξη για μια ορισμένη συγγένεια ανάμεσα στις παραδοσιακές φιλοσοφικές ιδέες της Άπω Ανατολής και στο φιλοσοφικό περιεχόμενο της κβαντικής θεωρίας. Είναι δυνατό να είναι πιο εύκολο να προσαρμοστούν στη κβαντική έννοια της πραγματικότητας, όταν δεν έχουν περάσει απ’ το τρόπο σκέψης ενός αφελούς υλισμού, που βασίλευε ακόμη στην Ευρώπη κατά τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας. Δεν πρόκειται ασφαλώς να θεωρήσουμε αυτές τις παρατηρήσεις σαν μια υποτίμηση του κακού, που μπορεί να γίνεται ή έγινε στις αρχαίες πολιτιστικές παραδόσεις απ’ τα πυρά της τεχνικής προόδου. Αλλ’ αφού όλη αυτή η εξέλιξη ξέφυγε από πολύ καιρό απ’ τον έλεγχο των ανθρωπίνων δυνάμεων, οφείλουμε να τη δεχθούμε σαν ένα απ’ τα πιο ουσιώδη χαρακτηριστικά της εποχής μας και πρέπει να τη συνδέσουμε κατά το δυνατόν με τις ανθρώπινες αξίες, που υπήρξαν ο σκοπός στις αρχαίες πολιτιστικές και θρησκευτικές παραδόσεις.
…
Έχοντας πολύ πρόσφατη ακόμα την απίστευτα εγκληματική δοκιμή αυτού του όπλου που ονομάστηκε “ατομική βόμβα” (για την εξέλιξη του οποίου δούλεψε και ο ίδιος ο Heisenberg, στη διάρκεια του β παγκόσμιου, στη ερευνητικά κέντρα του γ ράιχ…), θα μπορούσαν όλοι οι κβαντο-φυσικοί να αναρωτιούνται, εκεί στα μέσα του 20ου αιώνα, για το αν υπάρχουν (και ποια είναι) τα ηθικά όρια της επιστήμης… Εξου και η επίκληση των “θρησκευτικών παραδόσεων”, μια κατά τα άλλα παράξενη έκκληση στο παλιό εχθρό του επιστημονικού ορθολογισμού.
Ωστόσο το αναποδογύρισμα της βεβαιότητας περί της ύπαρξης “αντικειμενικής Αλήθειας” και η (λίγο μεταγενέστερη) παραδοχή ότι ο παρατηρητής επηρεάζει αυτό που παρατηρεί (πράγμα που σημαίνε ότι το πείραμα έπεφτε πια πολύ χαμηλότερα απ’ την ένδοξη κορυφή της σκληρής αντικειμενικότητας), προϊόντα επιστημονικών θεωριών κι όχι κάποιας ανορθολογικής (ή αντι-ορθολογικής) παλινόρθωσης, υπονόμευαν εκ των έσω αυτά που ο Heisenberg μπορούσε μεν να χαρακτηρίσει εκ των υστέρων “αφελή υλισμό”, αλλά είχαν υπάρξει το ιστορικό θεμέλιο όχι μόνο της φυσικής αλλά της επιστημονικότητας γενικά.
Ο Δημοσθένης Δαγκλής, φυσικός, καθηγητής και φιλόσοφος της επιστήμης, σε συνέντευξή του στην “εφημερίδα των συντακτών” στις 13/14 Σεπτέμβρη του 2014, ρωτιέται και απαντάει επί του θέματος:
Ερώτηση: Έχει περάσει σχεδόν ένας αιώνας από τότε που στη Φυσική διατυπώθηκε η λεγόμενη “ορθόδοξη” ή “κυρίαρχη” κβαντική ερμηνεία του μικρόκοσμου. Έκτοτε έχουν χυθεί τόνοι μελάνης για να διατυπωθούν επιμέρους κριτικές αντιρρήσεις, ριζικές αντιθέσεις ή και “εναλλακτικές” θεωρήσεις. Κατά τη γνώμη σας, γιατί το χάσμα ανάμεσα στην κλασσική και την κβαντική ερμηνεία της φύσης παραμένει αγεφύρωτο;
Απάντηση: Είναι γνωστό ότι, όσον αφορά την έννοια της “αντικειμενικότητας”, η κβαντική θεωρία επέφερε πολύ μεγαλύτερη ρήξη με τον παρελθόν, δηλαδή την Κλασσική Φυσική, απ’ ό,τι η Σχετικότητα.
Εισήγαγε το τυχαίο ως δεσπόζον στοιχείο χαρακτηριστικό του φυσικού μικρόκοσμου. Υιοθέτησε πλήρως το θετικιστικό – εμπειριστικό κριτήριο της ύπαρξης, δηλαδή “υπάρχει μόνον ό,τι παρατηρείται”. Επίσης θεωρείται πλέον ότι οι πειραματικές συνθήκες αποτελούν συστατικό του “δεδομένου” και έτσι είναι αδύνατον να διαχωριστεί το αντικειμενικό με την παλιά του σημασία.
Με άλλα λόγια, το αντικειμενικό θεωρείται ότι “πραγματώνεται” με την παρατήρηση – πείραμα. Αρκετοί όμως αντέδρασαν και εξακολουθούν να αντιδρούν σε αυτές τις ρηξικέλευθες γνωσιολογικές αλλαγές…
Ωστόσο το μέγιστο πρόβλημα δεν είναι τόσο η οντολογική παραδοχή της κυριαρχίας του τυχαίου στον μικρόκοσμο ή το εμπειριστικό κριτήριο της ύπαρξης όσο οι άμεσες συνέπειες που προκύπτουν από τον συνδυασμό αυτών των δύο μέσα στον φορμαλισμό της κβαντικής θεωρίας.
Με περισσότερο “τεχνικά” λόγια, πρόκειται για την εμφανιζόμενη στις πειραματικές μετρήσεις “μη αναστρεψιμότητα” για την οποία χρειάζεται να αναζητηθεί “υπεύθυνος” (εφόσον η θεμελιακή εξίσωση της θεωρίας, δηλαδή η κυματοσυνάρτηση του Σρέντιγκερ, εκφράζει μια κλασική, δηλαδή αναστρέψιμη, αιτιοκρατική και συνεχή εξέλιξη).
Αν εξαιρέσουμε άλλες λύσεις που προτάθηκαν (π.χ. λανθάνουσες παράμετροι, οι πολλοί κόσμοι του Έβερετ, που όμως δεν είναι του παρόντος) ο υπεύθυνος που απομένει και προβάλλεται ως φαβορί είναι το ίδιο το γνωστικό υποκείμενο, δηλαδή ο παρατηρητής ως “νους” ή ως “συνείδηση”. Μερικοί, όπως ο διάσημος θεωρητικός φυσικός Γιουτζίν Γουίγκνερ (E. Wigner) θεώρησαν εξαρχής περισσότερο “έντιμη” αυτή την εκδοχή. Όμως από τη θέση αυτή μέχρη την …”αγκαλιά του επισκόπου Μπέρκλεϊ” το βήμα είναι σχεδόν μηδαμινό.
…
Η τελευταία ερώτηση και απάντηση της συνέντευξης είναι, επίσης, προκλητική. Ο τονισμός δικός μας:
Ερώτηση: Η δυναμική της σύγχρονης επιστήμης παρουσιάζει μια πρωτοφανή “ελευθεριότητα”: γεννά τα πιο ευφάνταστα και αντιδιαισθητικά αντικείμενα, επινοημένα επί τούτου για να ικανοποιούν αμιγώς θεωρητικές ανάγκες. Πόσο νόμιμη – φιλοσοφικά ή μεθοδολογικά – θεωρείτε αυτήν τη σύγχρονη επιστημονική ελευθεριότητα;
Απάντηση: Έχετε δίκιο, στην εποχή μας η έρευνα του μικρόκοσμου, σε συνδυασμό βέβαια πάντα με την αντίστοιχη στο χώρο της Κοσμολογίας, έχει δημιουργήσει μια εκρηκτική κατάσταση όσον αφορά την υπερπαραγωγή ευφάνταστων και ανοίκειων θεωρητικών επινοήσεων.
Όροι όπως “μη τοπικότητα και υπερφωτεινές ταχύτητες”, “τελεολογική κατασκευή του κόσμου”, “παράλληλα σύμπαντα”, “ολογραφικό σύμπαν”, “τηλεμεταφορά” και άλλοι πολλοί εξάπτουν συνεχώς τη φαντασία.
Ζούμε, θα λέγαμε, μια εποχή ενός επιστημονικοθεωρητικού “anything goes” (όλα επιτρέπονται) μέσα πάντα στο “βασίλειο του ισχυρά ανοίκειου”. Μια εποχή εντελώς αντίθετη απ’ αυτήν π.χ. του “συντηρητικού” Πουανκαρέ ο οποίος, όταν ανακάλυψε – πρώτος αυτός – τις ασυνεχείς συναρτήσεις, τις απέρριψε χαρακτηρίζοντάς τες “τέρατα”.
Δεν θα έπρεπε ωστόσο να παραγνωρίσουμε ένα κοινό χαρακτηριστικό που, όλο και συχνότερα, εμφανίζεται σήμερα με κλιμακούμενη τάση κυριαρχίας. Πρόκειται για την επίμονη παρουσία και ισχυροποίηση του”ιδεαλισμού” στις διάφορες εκδοχές του, ενάντια στον “υλισμό”. Το γνωστό αντιθετικό ζεύγος που για κάποιους θεωρείται πλέον … ξεπερασμένο.
Πρόθυμα βέβαια θα αποδεχθούμε ότι και αυτοί οι αντιθετικοί όροι δεν εξαιρούνται από τη γενικότερη ιστορική εξέλιξη των ανθρώπινων ιδεών. Όμως ακόμη και αν υιοθέτησουμε την προτροπή του Ένγκελς, ότι κάθε μεγάλη επιστημονική ανακάλυψη επιβάλλει και τροποποίηση της αντίληψής μας για τον “υλισμό”, αυτό βέβαια δεν συνεπάγεται την υποταγή του τελευταίου στον “ιδεαλισμό”, που συνήθως αποτελεί “μεταμφιεσμένη πνευματοκρατία”.
Ίσως πάλι, με αφορμή την κβαντική θεωρία, να κλείνει στον ιστορικό της κύκλο η νεωτερική διάκριση μεταξύ “αντικειμένου” και “υποκειμένου”. Η τεράστια σημασία μιας τέτοιας πιθανής εξέλιξης είναι προφανής και έχει διερευνηθεί από πολλούς φιλόσοφους (με πρώτο τον Νίτσε), αλλά δεν είναι του παρόντος να τη σχολιάσουμε, σίγουρα όμως ενισχύει τη σκεπτικιστική τάση των … “αντιρρησιών” της κυρίαρχης κβαντομηχανικής ερημηνείας.
Είναι βέβαιο λοιπόν και καθόλου ευφάνταστη κατασκευή ότι εδώ και κάμποσες δεκαετίες, με τρόπους μη ορατούς για την μεγάλη πλειονότητα των καπιταλιστικών κοινωνιών, αυτό που ιστορικά έχει ονομαστεί “επιστήμη” διατρέχεται από εξαιρετικά ισχυρούς κλονισμούς· για να το πούμε όσο πιο ουδέτερα γίνεται. Και παρότι είναι εύκολο να μπαίνουν στην άκρη οι “οντολόγικες” συνέπειες αυτών των κλονισμών, στο όνομα της αποσαφήνισης των τάδε ή δείνα επιστημονικών θεωριών (σ’ ένα είδος εσωτερικού διαλόγου ή και πολέμου μεταξύ επιστημόνων…), είναι αυτές οι “οντολογικές” συνέπειες που διαρρέουν υποχρεωτικά απ’ το “επιστημονικό σώμα” στο όποιο κοινωνικό περιβάλλον. Κι αυτό εφόσον το “επιστημονικό σώμα” τρέφεται απ’ το κοινωνικό περιβάλλον του. Συνεπώς αποβάλλει εκει ακόμα και τα “δυσάρεστα υπόλοιπα” των λειτουργιών του.
Η επιστήμη έριχνε επί αιώνες την απόμακρη θεϊκή σοφία απ’ τον θρόνο της υποσχόμενη όχι κάποια κοσμική αοριστία ούτε τον τζόγο της καθημερινής ζωής, αλλά βεβαιότητες – προσιτές στην ανθρώπινη παρατήρηση ή/και στην ανθρώπινη σκέψη. Η επιστήμη στρίμωξε την θρησκευτική πίστη υποσχόμενη όχι την σχετικότητα των αληθειών αλλά Αλήθειες (με “α” κεφαλαίο) αποδείξιμες ξανά και ξανά με πρακτικό, πειραματικό τρόπο. Τέτοιοι ήταν οι όροι με τους οποίους οι επιστήμονες της αστικής τάξης πήραν το τιμόνι των ιδεολογιών για κοινωνική χρήση· τέτοιοι ήταν οι όροι που επιχειρήθηκε όχι μόνο η απομάγευση του κόσμου αλλά και, κυρίως, η δημιουργική απελευθέρωση και η εκλογίκευση της ανθρώπινης σκέψης. Θα μπορούσε, κάποια στιγμή μέσα στον 20ο αιώνα, να έχει αλλάξει αυτή η κατάσταση επίσημα, καθαρά, πανηγυρικά, τίμια; Θα ήταν δυνατόν να βγουν οι επιστήμονες για να φωνάξουν και να ξαναφωνάξουν πως όσα θεωρούνται σίγουρα (από υλική άποψη) είναι εξαιρέσεις σε ένα άπειρο αβεβαιότητας και, ενδεχομένως, οφθαλμαπάτες· ότι ο κόσμος (και το είδος μας) συνίσταται από απειροελάχιστα σωματίδια που υπάρχουν στη μία ή την άλλη κατάσταση πιθανολογικά· και ότι η μόνη σίγουρη επιστημονική γνώση είναι η επίγνωση της επιστημονικής άγνοιας; Για να το πούμε σχηματικά: θα ήταν δυνατόν να ξανασυγκροτηθεί “η επιστήμη ως πνευματικό κίνημα” υποστηρίζοντας μια ζωή (ατομική και κοινωνική) με πιθανολογήσεις; Και, απ’ την άλλη μεριά, θα μπορούσαν οι καπιταλιστικές κοινωνίες (και ποια, άραγε, υποκείμενα στο εσωτερικό τους;) να υιοθετήσουν χαρούμενα, απελευθερωτικά (θα τολμούσαμε να πούμε: ποιητικά με την κυριολεκτική σημασία της λέξης) μια ισχυρή αρχή της αβεβαιότητας στην ατομική και συλλογική ζωή;
Φαίνεται ότι οι επιστήμονες προσπαθούν να κρατήσουν τους δαίμονές τους όσο πιο μακρυά γίνεται απ’ την δημόσια γνώση. Και τα κίνητρά τους είναι ιδιοτελή. Εάν οι γνωσιολογικοί δαίμονες αναγνωρίζονταν απ’ τους “μη – επιστήμονες”, τότε η περιβόητη “επιστημονική κοινότητα” θα κινδύνευε να χάσει, για μια άγνωστης διάρκειας μεταβατική περιόδο, το ειδικό στάτους, την σεβάσμια ιεραρχία της (και τις γενικά υψηλές αμοιβές της)· στάτους, ιεραρχίες και αμοιβές που διαμορφώθηκαν τις εποχές των ατσάλινων βεβαιοτήτων. Τα κλουβιά των δαιμόνων έχουν σκοπό να κρύψουν το (σχετικιστικό) όλα επιτρέπονται πίσω απ’ το (απόλυτο) όλα πάνε καλά. Ένα απ’ αυτά είναι η τεχνολογία και οι εφαρμογές της: εφόσον αυτές δουλεύουν (με ό,τι μυστηριώδες, ακόμα και μεταφυσικό, χαρακτηρίζει αυτό το “δουλεύουν”), τότε “όλα πάνε καλά”. Ένα άλλο κλουβί είναι το ακόμα ισχύον εκπαιδευτικό σύστημα. Αυτή η ιστορική (αστική / καπιταλιστική) γνωσιολογική διαδικασία, που υπήρξε η κατεξοχήν μέθοδος εξοικείωσης / υιοθέτησης του “επιστημονικού πνεύματος” (των βασικών προϋποθέσεών του στα πρώτα εκπαιδευτικά στάδια) κράτησε, με την μορφή “διδακτέας ύλης”, την αγέρωχη βεβαιότητα περί φυσικών (και μαθηματικών) Αληθειών κάνοντας απλά προπαγάνδα. Κι αφήνοντας (το εκπαιδευτικό σύστημα) τα θύματά του να καταλάβουν αργότερα, σε μεγαλύτερη ηλικία, αν δείξουν επιμονή, προσήλωση και αντοχή, πως έχουν εξαπατηθεί γνωσιολογικά: ένα κι ένα δεν κάνουν υποχρεωτικά δύο! (Ωστόσο ένα κι ένα κάνουν όντως δύο όταν πρόκειται για χιλιάρικα…)
Εάν, πράγματι, η κβαντική θεωρία (αποκτώντας, σαν κβαντομηχανική, κάποιο εκτεταμένο πεδίο εφαρμογών προσιτών στην καθημερινή ζωή) πρόκειται μελλοντικά να βάλει την ταφόπλακα στη νεωτερική διάκριση μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, τότε μια ορισμένη οντολογική (σε τελευταία ανάλυση κοινωνική) αναδιάρθρωση, που βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και κάποιες δεκαετίες, θα έχει ολοκληρωθεί, έχοντας στο πλευρό της μια ισχυρή θεωρία. Με συνέπειες που δεν μπορούμε αυτή τη στιγμή να υπολογίσουμε. Θα ολοκληρωθεί, κατ’ αρχήν, το “ξεπέρασμα της διάκρισης υποκειμένου και αντικειμένου” όπως αυτό δουλεύεται μέσα απ’ τον φετιχισμό του εμπορεύματος, σαν πραγμοποίηση των ανθρώπινων σχέσεων: σαν η κατάκτηση του “ανθρώπινου” απ’ τα αντικείμενα (συμπεριλαμβανόμενων των συσκευών / μηχανών). Θα ολοκληρωθεί, επίσης (για το ευρύ κοινό) η μυθοποίηση / επαναμάγευση των εργαλείων. Τότε, ο κοινωνικός ανορθολογισμός θα γίνει αόρατος, αφού θα υπερκεραστεί απ’ τον τεχνικό ορθολογισμό των (και κβαντικών) μηχανών. Με πολλούς τρόπους άλλωστε αυτό συμβαίνει ήδη, χωρίς τις κβαντικές εφαρμογές.
Ας ανακεφαλαιώσουμε. Ο υλισμός του κεφάλαιου έχει γίνει εξαιρετικά δυναμικός, καινοτόμος και ευέλικτος, με τρόπο ιστορικά πρωτοφανή εδώ και 4 ή 5 δεκαετίες. Τόσο ο δυναμισμός και η ευελιξία του όσο και η μεταφυσική του επένδυση έχουν προέλθει κατευθείαν απ’ τις επιστήμες, συμπεριλαμβανόμενων των λεγόμενων “κοινωνικών” επιστημών· και την διαρκή αναζήτηση εφαρμογών της μιας ή της άλλης θεωρίας. Η επιστήμη, μιλώντας γενικά, έχει πάψει προ πολλού να είναι κάτι σαν έπαλξη διανοητικής χειραφέτησης από προλήψεις και μισανθρωπισμούς. Και γι’ αυτήν την εξέλιξη δεν φταίνε οι “αποδομητές” (ακόμα και η χρήση αυτής της λέξης παραπέμπει σε ιδεολογική αξιολόγηση, πράγμα όχι συμβατό με την “επιστημοσύνη”…).
Το αντίθετο συμβαίνει μάλλον: υπάρχουν κάμποσοι που έχουν εντοπίσει όχι μόνο τις Αλλαγές Παραδείγματος μέσα στο σώμα (στα σώματα) των επιστημονικών αληθειών, αλλά και την γενική Αλλαγή Παραδείγματος της επιστήμης σαν τέτοιας: των επιστημών όχι μόνο ως παραγωγών “αληθειών” με σχετική αξία, αλλά και, κυρίως, των επιστημών ως σκοπιμοτήτων στην αφετηρία της παραγωγής των όποιων “αληθειών”. Μόνο που ένας τέτοιος εντοπισμός ανήκει πολύ λιγότερο στη σφαίρα της επιστήμης και πολύ περισσότερο σ’ εκείνην της πολιτικής κριτικής.
Φυσικά, είναι εξαιρετικά χειραγωγικό το ότι μεγάλα τμήματα των πρωτοκοσμικών κοινωνιών πιστεύουν στα φαντάσματα, στην επίδραση των άστρων στη ζωή τους ή στην παρθενία της θεομήτορος. Αλλά το δυναμικό στοιχείο των ίδιων κοινωνιών είναι εκείνοι που πιστεύουν στο “enter”, στο “delete” και στο “search”·στην παρθενογέννεση του πλούτου· στην “άυλη” εργασία και στον “άυλο” καπιταλισμό. Απέναντι σ’ αυτές τις εξελίξεις, η υπεράσπιση της επιστήμης (της φυσικής…) της εποχής του Γαλιλαίου και του ριζοσπαστικού, για κοινωνική χρήση, πνεύματος του Διαφωτισμού, γίνεται σκέτη νεκρολογία.
Ziggy Stardust
cyborg #01 – 10/2014