Οι λέξεις αλλαγή παραδείγματος χρησιμοποιούνται αραιά μεν αλλά σταθερά τις τελευταίες δεκαετίες στη διεθνή σχολιο-παραγωγή (ή φλυαρία) όταν πρόκειται να σχολιαστούν κάποιες απ’ τις αλλαγές (άλλοτε πραγματικές και άλλοτε υποθετικές) στη ζωή των κοινωνιών του post modern καπιταλισμού. Μια συνηθισμένη και συνάμα κωμικοτραγική χρήση αυτού του όρου αφορά διάφορους ισχυρισμούς ότι ο καπιταλισμός … δεν είναι πλέον καπιταλισμός αλλά κάτι άλλο (ομιχλώδες…). Άλλες χρήσεις του όρου αφορούν τα οικολογικά ζητήματα ή την ιδεολογική ηγεμονία του ατομισμού – ζητήματα όχι ασήμαντα μεν, αλλά που στην καλύτερη των περιπτώσεων θα μπορούσαν να θεωρηθούν επιμέρους πλευρές της εξελισσόμενης εδώ και 3 τουλάχιστον δεκαετίες καπιταλιστικής αλλαγής παραδείγματος· και όχι αυτή η αλλαγή στο σύνολό της.
Πριν προχωρήσουμε στις τωρινές σημειώσεις, οφείλουμε μια ματιά στην ιστορία. Τον όρο paradigm shift τον χρωστάμε στον αμερικάνο επιστημολόγο Thomas S. Kuhn, και στο έργο του η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων, δουλειά του 1962. Η “Δομή…” υπήρξε ένα ιδιαίτερα καινοτόμο έργο στην εποχή του, ένα είδος “αλλαγής παραδείγματος” στη θεωρία και στη φιλοσοφία των θετικών επιστημών, που επηρέασε πολλούς και πολλά τις επόμενες δεκαετίες. Μέσα στη γενικότερη θέση του για το πως τα επιστημονικά μοντέλα και οι αλήθειες των φυσικών επιστημών ανατρέπονται καθώς καινούργιες θεωρίες αντικαθιστούν παλιότερες, ο Kuhn κατέθεσε σε κεντρική θέση των αναλύσεών του την έννοια της αλλαγής παραδείγματος (paradigm shift). Με τον όρο Παράδειγμα – και μιλώντας πάντα για την εξέλιξη των φυσικών επιστημών – εννοούσε περισσότερα απ’ αυτό που θα ονομαζόταν “κυρίαρχη θεωρία”. Ασφαλώς κάποια τέτοια “επιστημονική θεωρία” είναι πάντα στο κέντρο του ανάλογου Παραδείγματος. Όμως σ’ αυτό περιλαμβάνονται κι όλα τα παράπλευρα της επιστημονικής καθημερινότητας, απ’ τις πεποιθήσεις και τις προκαταλήψεις των σχετικών επιστημόνων ως τις σχέσεις και τις ιεραρχήσεις μεταξύ τους ή με τους χρηματοδότες τους. Αυτή είναι η αιτία που, σύμφωνα με τον Kuhn και τους επιγόνους του, οι Αλλαγές Παραδείγματος στις θετικές επιστήμες ούτε προβλέπονται κι ούτε γίνονται εύκολα και αβίαστα. Παρότι κάθε καινούργιο επιστημονικό Παράδειγμα εμφανίζεται με ορισμένα πλεονεκτήματα σε σχέση με το παλιότερο που πιθανότατα να αντικαταστήσει / ανατρέψει, δεν είναι ποτέ τόσο πλήρες, ειδικά στις πρώτες φάσεις της διαμόρφωσής του, από θεωρητική ή/και παρατηρησιακή – ερμηνευτική άποψη ώστε να είναι ακαταμάχητο. Αναμετριέται άρα με τις πεποιθήσεις, τις ρουτίνες, τις συνήθειες και τα συμφέροντα των οπαδών του προηγούμενου Παραδείγματος.
Ο όρος, λοιπόν, αλλαγή παραδείγματος κατατέθηκε σε σχέση με ριζικές αλλαγές στις επιστημονικό / τεχνικές θεωρήσεις και όχι σε σχέση με τις ριζικές αλλαγές συνολικά στο καπιταλιστικό σύστημα. Αξίζουν όμως δυο λόγια παραπάνω για την αφετηρία του όρου και τις καταστάσεις στις οποίες αναφερόταν, επειδή υπάρχουν πράγματι μερικές αναλογίες μεταξύ των αλλαγών παραδείγματος ενός επιμέρους (αν και στρατηγικού) συστατικού του καπιταλισμού, όπως είναι οι επιστημονικές θεωρίες, και του καπιταλισμού σα σύνολο.
Να πως περιγράφεται συνοπτικά η θέση του Kuhn απ’ τον επιμελητή της ελληνικής έκδοσης της “Δομής…”, στην εισαγωγή του έργου:
…
Η συσσώρευση ανωμαλιών οδηγεί στην κατάσταση κρίσης. Η επιστημονική κοινότητα χάνει την εμπιστοσύνη της στο Παράδειγμα και αρχίζει πάλι η αμφισβήτηση των θεμελίων του κλάδου. Αρχίζει μια περίοδος διαμάχης όπου διάφορα Παραδείγματα, νέα και παλιά, συνυπάρχουν και αντίθενται. Είναι η – σύντομη συνήθως – περίοδος της ιδιόρρυθμης επιστήμης, που ο Kuhn περιγράφει με ένα καθαρά πολιτικό λεξιλόγιο. Το Παράδειγμα μοιάζει με την κοινωνία, που βρίσκεται σε επαναστατική περίοδο· οι θεωρίες του και οι μεθοδολογικές επιταγές του είναι οι θεσμοί που δεν καταφέρνουν να επιβάλλουν την τάξη· ακολουθεί μια περίοδος αναρχίας, όπου διάφορες κοινωνικές ομάδες διεκδικούν την εξουσία· η κριτική επιχειρηματολογία δίνει προοδευτικά τη θέση της στις μεθόδους πειθαναγκασμού των μαζών· η εξουσία τελικά κερδίζεται όχι απ’ το ορθότερο πρόγραμμα αλλά από το πειστικότερο. Παρόμοια, στο επίπεδο της Επιστήμης, η περίοδος της κρίσης λύνεται με την επικράτηση ενός νέου Παραδείγματος. Η επικράτηση όμως, κατά κανόνα, δεν οφείλεται αποκλειστικά στην εξηγητική πληρότητα του νέου Παραδείγματος· ο διάλογος των επιστημόνων φτάνει να μοιάζει με διάλογο κουφών και η τελική τους επιλογή μοιάζει περισσότερο με “θρησκευτική μεταστροφή” ή ξαφνική αλλαγή οπτικής εικόνας, όπως στα πειράματα της μορφολογικής ψυχολογίας (gestalt switches).
Η επικράτηση ενός νέου Παραδείγματος, σημειώνει την ολοκλήρωση μιας επιστημονικής επανάστασης. Για τον Kuhn, λοιπόν, οι επιστημονικές επαναστάσεις είναι εκείνα τα ασυνεχή αναπτυξιακά επεισόδια, στη διάρκεια των οποίων “οι πεποιθήσεις των ειδικών μεταβάλλονται ριζικά” … και ένα “παλιότερο Παράδειγμα αντικαθίσταται, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από ένα νέο και ασυμβίβαστο Παράδειγμα” . Η επιστημονική επανάσταση οδηγεί σε μια αναδιάταξη των επιστημονικών κοινοτήτων, στην εγκαθίδρυση μιας νέας φυσιολογικής ερευνητικής παράδοσης, σε μια νέα περίοδο “ηρεμίας” κ.ο.κ.
Εκείνο που θεωρήθηκε ιδιαίτερα ριζοσπαστικό ή “αιρετικό” στη θεώρηση του Kuhn, είναι ο τρόπος που λύνεται η περίοδος της κρίσης, η φύση της επιστημονικής επανάστασης. Η αλλαγή που συντελείται στη διάρκεια μιας επανάστασης δεν είναι δυνατό, για τον Kuhn, να αναχτεί σε μια απλή λογική συγκριτική αποτίμηση, μια “επανερμηνεία ορισμένων σταθερών και ατομικών δεδομένων”. Η ιστορική έρευνα δείχνει ότι η εισαγωγή ενός νέου Παραδείγματος προκαλεί τεράστια προβλήματα επικοινωνίας ανάμεσα στους επιστήμονες. Οι επιστήμονες διαφωνούν για την επιστημονική μέθοδο, για τα κυριότερα τρέχοντα επιστημονικά προβλήματα, για το νόημα των όρων που χρησιμοποιούν (μιλούν διαφορετική γλώσσα), φαίνονται να ζουν σε διαφορετικούς κόσμους. Τα Παραδείγματα που ασπάζονται είναι ασύμμετρα (incommensurable). Ο Kuhn δανείζεται αυτόν τον όρο απ’ τα μαθηματικά για να τονίσει ότι η προ-επαναστατική και μετ-επαναστατική επιστήμη δεν είναι απλώς ασυμβίβαστες, αλλά δεν έχουν ούτε καν κοινό μέτρο σύγκρισης. Δεν μπορούμε λοιπόν να συγκρίνουμε δύο διαφορετικά Παραδείγματα σε αντικειμενική βάση, ούτε να διατυπώσουμε αξιολογικές κρίσεις για την ορθότητα του καθενός. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να κατανοήσουμε το κάθε Παράδειγμα στο εννοιολογικό και κοινωνιολογικό του πλαίσιο και να εκτιμήσουμε κατά πόσο είναι συνεπές με τις αρχές του και αποτελεσματικό στα προβλήματα που αυτό θέτει προς λύση.
…
Έχει οπωσδήποτε ενδιαφέρον το πολιτικό λεξιλόγιο που χρησιμοποίησε ο Kuhn για να περιγράψει αυτό που θα λέγαμε μεταβατική περίοδο από ένα επιστημονικό παράδειγμα σ’ ένα καινούργιο, εντελώς διαφορετικό. Ο Γκράμσι θα έλεγε, μιλώντας όχι για τις επιστημονικές μεταβατικές περιόδους αλλά για εκείνες των ριζικών καπιταλιστικών κρίσεων / αναδιαρθρώσεων, ότι:
Η κρίση συνίσταται ακριβώς στο ότι το παλιό πεθαίνει και το νέο δεν μπορεί να γεννηθεί. Σ’ αυτό το μεσοδιάστημα εμφανίζονται πολλά διαφορετικά νοσηρά συμπτώματα.
Ωστόσο, το “εντελώς διαφορετικό” κάθε νέου παραδείγματος δεν πρέπει να εννοείται ως τα λογικά του όρια, είτε πρόκειται για αλλαγή παραδείγματος στις επιστήμες, είτε πρόκειται για αλλαγή παραδείγματος στην καπιταλιστική οργάνωση της εκμετάλλευσης. Η φυσική δεν έπαψε να είναι φυσική μετά τη γενική αποδοχή της θεωρίας της σχετικότητας ή της κβαντικής θεωρίας. Υπάρχουν ορισμένες σταθερές που ίσχυαν πριν, ισχύουν και μετά. Το πείραμα ή έννοια της απόδειξης είναι μερικές απ’ αυτές. Το ίδιο ισχύει και για την αλλαγή καπιταλιστικού παραδείγματος: υπάρχουν συγκεκριμένες σταθερές που ισχύουν τόσο πριν όσο και μετά. Κι αυτό είναι εύκολο να αποδειχθεί: η αλλαγή καπιταλιστικού παραδείγματος των τελευταίων 30 – 40 χρόνων (που σχετίζεται άμεσα με την κρίση της ίδιας περιόδου) δεν είναι η πρώτη που συμβαίνει. Είναι η δεύτερη. Η προηγούμενη ήταν το πέρασμα απ’ το “πρώτο κύμα” καπιταλιστικής συσσώρευσης στο “δεύτερο”: στο μαζικό εργοστάσιο, την μαζική κατανάλωση, το κράτος – σχέδιο, κλπ. Και τότε πάλι: …στο μεσοδιάστημα εμφανίστηκαν πολλά και διαφορετικά “νοσηρά συμπτώματα”.
Οπωσδήποτε θα ήταν αφελές να υποστήριζε κάποιος το 1950 ή το 1960 ότι “αυτό – δεν – είναι – καπιταλισμός” επειδή “αυτό” δεν του θύμιζε τα δεδομένα του 1850 ή του 1860. Οπότε η αναζήτηση και η επιβεβαίωση των “σταθερών” κι όχι κάποιος μεταμοντέρνος σχετικισμός – των – πάντων είναι το ασφαλές θεμέλιο ώστε να μπορούμε να αναλύουμε μια, πραγματικά ριζική, αλλαγή καπιταλιστικού παραδείγματος· αντί να φλυαρούμε για το “αυτοξεπέρασμα – του – καπιταλισμού”, όπως για παράδειγμα υπονοούν διάφορες ρηχές απόψεις περί “άυλης” παραγωγής, κλπ.
η μηχανή και το παράδειγμα
Αποδίδουμε ιδιαίτερη σημασία στο μηχανικό υπόβαθρο του καπιταλισμού, είτε σε περιόδους “ηρεμίας” στις λειτουργίες του, είτε, ακόμα περισσότερο, σε περιόδους αλλαγής παραδείγματος. Δεν υποστηρίζουμε κάποιου είδους τεχνολογικό ντετερμινισμό, σύμφωνα με τον οποίο οι μηχανές καθορίζουν τις κοινωνικές σχέσεις, κι αυτό είναι όλο. Στην πραγματικότητα και οι μηχανές είναι προϊόν κοινωνικών σχέσεων. Συνεπώς η σχέση μεταξύ του μηχανικού υπόβαθρου και των κοινωνικών σχέσεων σε οποιαδήποτε ιστορική περίοδο είναι διαλεκτική. Φυσικά υπάρχει πάντα σε ισχύ η ιδέα της μεγαλοφυίας του εφευρέτη, που μοιάζει να εκδηλώνεται άσχετα (και μερικές φορές κόντρα) στις κυρίαρχες ιδέες της εποχής του. Τέτοιες φυσιογνωμίες υπάρχουν πράγματι, και έχουν υπάρξει μέσα σε πολλά και διαφορετικά συστήματα κοινωνικής οργάνωσης στην ιστορία του είδους μας. Όμως δεν είναι καθόλου η πρωτοτυπία, η μεγαλοφυία μιας εφεύρεσης, μιας machina, σαν τέτοια, που γενικεύει και επιβάλλει την χρήση της Α ή Β τεχνικής κατασκευής τροποιώντας, κάποτε ριζικά, σε δεύτερο χρόνο, τις κοινωνικές σχέσεις. Υπάρχουν πάντα περιορισμοί, κριτήρια, ενδεχόμενα κοινωνικής προέλευσης. Ακόμα περισσότερο στην καπιταλιστική ιστορία, υπάρχουν περιορισμοί και κριτήρια χρησιμότητας· κριτήρια απ’ την μεριά εκείνων που πρόκειται να αξιοποιήσουν υπέρ τους την Α ή την Β τεχνική κατασκευή. Έτσι ώστε υπάρχει πάντα ένα πλέγμα κοινωνικών σχέσεων (μέσα στις οποίες οι σχέσεις εξουσίας, οι σχέσεις εκμετάλλευσης, έχουν πάντα τον πρώτο λόγο) που λειτουργεί σαν φίλτρο απέναντι στις μεγαλοφυείς εφευρέσεις. Κάποιες θα απορριφθούν, δεν θα γίνουν ποτέ γνωστές ευρύτερα, δεν θα πάρουν ποτέ θέση στην εποποιία της υποτιθέμενης προόδου – και τέτοιες περιπτώσεις είναι πολλές. Άλλες θα υιοθετηθούν και, με ή χωρίς γρήγορες τροποποιήσεις και προσαρμογές, θα καθιερωθούν – τροποποιώντας ύστερα, σε δεύτερο χρόνο, τις κοινωνικές σχέσεις.
Ας σκεφτεί όποιος αμφιβάλλει για την διαλεκτική σχέση μεταξύ μηχανικού υπόβαθρου και κοινωνικών σχέσεων στον καπιταλισμό (και στις αλλαγές παραδείγματος) την περίπτωση της ατμομηχανής και, ύστερα, της μηχανής εσωτερικής καύσης. Στις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα όταν ο James Watt κατάφερε να χρηματοδοτήσει την κατασκευή της εφεύρεσής του, μπορούσε να προβλέψει σε γενικές γραμμές την χρησιμότητά της (με βάση τα δεδομένα της εποχής του) όπως επίσης μπορούσε ενδεχομένως να φανταστεί ορισμένες ευρύτερες συνέπειες της χρήσης ατμομηχανών. Δεν θα μπορούσε όμως να προβλέψει ούτε την βιομηχανική επανάσταση που έφερε η γενίκευση της χρήσης των ατμομηχανών, ούτε την γέννηση του προλεταριάτου, ούτε μια εντελώς καινούργια εποχή οξυμένου ταξικού ανταγωνισμού (στον 19ο αιώνα) που ήταν τα αποτελέσματα της βιομηχανικής επανάστασης.
Κάτι ανάλογο ισχύει και για την μηχανή εσωτερικής καύσης. Προφανώς και εφευρέθηκε για να χρησιμοποιηθεί σε μικρά οχήματα (κι όχι μόνο σε τραίνα ή πλοία). Όμως ποιος απ’ τους κατασκευαστές της θα μπορούσε να προβλέψει τους τρόπους με τους οποίους η μηχανή εσωτερικής καύσης θα άλλαζε τον τρόπο διεξαγωγής των πολέμων, την παγκόσμια γεωπολιτική ή τις καθημερινές συνήθειες άπειρου αριθμού ιδιοκτητών ι.χ.; Κατά τη γνώμη μας είναι ασφαλές: αν έχει ιδιαίτερη σημασία το μηχανικό υπόβαθρο του καπιταλισμού είναι στη διαλεκτική σχέση του με τις κοινωνικές σχέσεις. Μορφοποιείται απ’ αυτές και τις μορφοποιεί 1.
Ριζικές αλλαγές παραδείγματος στην καπιταλιστική ιστορία έχουν γίνει ελάχιστες. Η μία ήταν η “πρώτη βιομηχανική επανάσταση”. Η επόμενη ήταν η “δεύτερη βιομηχανική επανάσταση”, τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Η τωρινή είναι η “βιοπληροφορική επανάσταση” και μπορούμε να τοποθετήσουμε χρονικά αν όχι την αφετηρία της σίγουρα την επιτάχυνσή της την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα.
Επειδή τέτοιες ριζικές αλλαγές δεν γίνονται απότομα, σε λίγες βδομάδες ή σε λίγους μήνες, αλλά διαρκούν πολλά χρόνια, μπορεί να παιρνούν απαρατήρητες σαν τέτοιες, ακόμα κι αν τα βασικά τους συστατικά είναι οφθαλμοφανή. Για παράδειγμα αυτό που έχει ονομαστεί κινητή τηλεφωνία ξεκίνησε από φορητές ασύρματες τηλεφωνικές συσκευές και έχει φτάσει ήδη στη φάση του γενικού τηλεχειριστηρίου της καθημερινής ζωής. Μιας συσκευής χειρός που πρόκειται να “ολοκληρωθεί” σύντομα με την χρήση της σε σχέση όχι μόνο με άλλα τηλεχειριστήρια μέσω internet αλλά και (μέσω του internet of things) με τις συσκευές / μηχανές της καθημερινής ζωής: ψυγεία, πλυντήρια, πόρτες, αυτοκίνητα, κλπ. Όλα αυτά έχουν συμβεί μέσα σε μια γενιά μόνο, και έχουν αλλάξει δραματικά τα καθημερινά ήθη και έθιμα. Τα smartphones είναι μόνο μία απ’ τις μηχανές της αλλαγής παραδείγματος· όμως ελάχιστοι απ’ τους χρήστες τους είναι διατεθειμένοι να αναλύσουν και να συνειδητοποιήσουν τι ακριβώς έχει πετύχει αλλά και προοιωνίζεται, στη γενικότητά της, αυτή η τεράστια αλλαγή παραδείγματος.
Αν όχι σήμερα ήδη, σίγουρα σε ελάχιστα χρόνια, η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού θα είναι σίγουρη ότι σχεδόν δεν υπήρχε ζωή πριν την κινητή τηλεφωνία. Ζωή πολιτισμένη. Και ότι σίγουρα είναι αδύνατο να υπάρξει πια. Δεν πρόκειται για κάποιο είδος εξάρτησης που θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με ψυχοθεραπεία. Αλλά για ριζική αναδιαμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων, ιδεών, συμπεριφορών. Απ’ την αντίληψη του χρόνου και της υπομονής μέχρι το πως μπορεί να ανταπεξέλθει κανείς στην Α ή Β δυσκολία “χωρίς κινητό”, και το πως μπορεί να βοηθήσει άλλους σε ξαφνικές δυσκολίες, “χωρίς”…
Πρέπει κανείς να αποστασιοποιηθεί απ’ την καθημερινότητα αυτής της ριζικής αναδιάρθωσης για να αντιληφθεί τα χαρακτηριστικά της. Καμιά φορά η αποστασιοποίηση μπορεί να είναι μέσα στο χρόνο· σαν να “λείπει” κάποιος για καιρό και να επιστρέφει βλέποντας τις αλλαγές συσσωρευμένες.
Στο πρώτο κεφάλαιο του θεμελιώδους για την κατανόηση της προηγούμενης αλλαγής παραδείγματος βιβλίου ο εργάτης και το χρονόμετρο, ο Μπένζαμεν Κοριά ξεκινάει κάπως έτσι:
Δέκα χρόνια αφότου το είχε παρατήσει, ένας άντρας ξαναπαίρνει το δρόμο του εργαστηρίου· το γιαπί και η γη με τους ρυθμούς της τον είχαν κρατήσει μακριά για πολύν καιρό. Ανασκουμπώνεται καθώς ετοιμάζεται ν’ αντιμετωπίσει και πάλι το γραφείο προσλήψεων. Ανήσυχος, αναρωτιέται τι να του απομένει άραγε, δέκα χρόνια μετά, από την “τέχνη”, από την υπομονετική εκείνη αναρρίχηση, σκαλοπάτι σκαλοπάτι, που άρχισε τη μέρα, που για καλή του τύχη τον είχαν προσλάβει σαν “βοηθό εφαρμοστή” σ’ ένα εργαστήρι της Λυών.
Οι σκέψεις του ήταν γεμάτες αυτοπεποίθηση: “Είχα εμπιστοσύνη στα χέρια μου… μια φανταστική λίμα βάραινε ανάμεσα στα δάκτυλά μου… Θα μ’ έβαζαν να κάνω μια δοκιμή… Είχα εμπιστοσύνη”. Παρά την έλλειψη πιστοποιητικών, με λίγη πονηριά, κατάφερε να προσληφθεί. Νάτος μπαίνει, γύρω στα 1920, στη Sitroen του Σαιντ Ουέν:
“Όλος ο χώρος, από το πάτωμα ίσαμε το ταβάνι του υπόστεγου, κομματιαζόταν, οργωνόταν από την κίνηση των μηχανών. Γερανογέφυρες έτρεχαν πάνω από τους πάγκους. Στο έδαφος ηλεκτροκίνητα καρότσια συνωστίζονταν μέσα σε στενούς διαδρόμους. Δεν περίσσευε χώρος για την καπνιά… Στο βάθος του υπόστεγου, κάτι πελώριες πρέσσες έκοβαν δοκάρια, καπό και φτερά αυτοκινήτων, αφήνοντας ήχους σαν εκρήξεις. Στο μεταξύ το γάζωμα των αυτόματων σφυριών του λεβητοποιίου σκέπαζε τον εκκωφαντικό θόρυβο των μηχανών”.Η ανακάλυψη είναι απροσδόκητη. Το εργοστάσιο διαμορφωμένο και κατευθυνόμενο με “αμερικάνικο” τρόπο, ανέτρεψε την παλιά τάξη πραγμάτων και αναστάτωσε τους ανθρώπους. Η υπομονετική απόκτηση της “τέχνης”, το ζύγιασμα της χούφτας, η κίνηση των δαχτύλων, αυτή η “αίσθηση της λίμας”, που μέχρι τις αρχές ακόμα και του αιώνα έκανε έναν εργάτη ν’ αναγνωρίζει τους ομοίους του, είναι πια απαρχαιωμένα. Ο χρόνος δεν αποτελείται πια από τις φάσεις κατασκευής του έργου. Τώρα πρέπει να κερδίζεται ασταμάτητα. “Δουλεύαμε σαν εκείνα τα τρελά φιλμ, με τις εικόνες που διαδέχονται σε μια καταπληκτική ταχύτητα η μία την άλλη. Κερδίζαμε χρόνο. Τον ξαναχάναμε περιμένοντας τον τροχό, τη φρέζα, τη γερανογέφυρα”. Το δευτερόλεπτο, το κλάσμα του δευτερολέπτου, ρυθμίζει τώρα τις διαδοχικές κινήσεις. Το χρονόμετρο έχει εισχωρήσει μέσα στο εργαστήριο. Βρισκόμαστε χωρίς αμφιβολία μπροστά στη μεγαλύτερη επανάσταση στην ανθρώπινη ιστορία της παραγωγής.
Αν κάποιος “έλειπε” ακόμα και από μια επαρχιακή κοινωνία σαν την ελληνική για τριάντα χρόνια, απ’ το 1985, και επέστρεφε το 2015, θα έμενε εμβρόντητος. Άνθρωποι που περπατούν μονολογώντας (αλλά δεν είναι τρελοί, κάποιο εξάρτημα στ’ αυτί το επιβεβαιώνει)· άνθρωποι που κινδυνεύουν να χαθούν στους δρόμους αν δεν ακολουθήσουν μια συσκευή που τους δείχνει τον δρόμο· γιατροί που δεν ξέρουν πια να κάνουν διαγνώσεις με βάση τα συμπτώματα αλλά σκαλίζουν διάφορους αριθμούς και δείκτες ζητώντας ακόμα περισσότερους αριθμούς και δείκτες για να σιγουρευτούν· οχήματα που δεν κουνιούνται επειδή έχει βραχυκυκλώσει κάποιο ηλεκτρονικό τους εξάρτημα· γραφεία όπου οι υπάλληλοι δουλεύουν και παίζουν εναλλάξ (αλλά πληρώνονται όλο και λιγότερα)· εκατομύρια προσωπικές, ατομικές αυτοεκθέσεις, αυτοπαρουσιάσεις και αυτοέπαινοι, που εκλαμβάνονται σαν ιδιωτική υπόθεση ενώ είναι κάτι παραπάνω από δημόσιες· σχέσεις που μεσολαβούνται ηλεκτρονικά και γίνονται όλο και πιο απρόσωπες, άψυχες, ντοπαρισμένες· σώματα που γίνονται όλο και πιο μυστηριώδη στα πάθη και στις αδυναμίες τους, πέφτοντας με παρακάλια στα χέρια των “ειδικών”… αυτά και άλλα θα τον έκαναν να νοιώσει ότι τα ήθη που άφησε στα μέσα της δεκαετίας του ‘80 είναι πια απαρχαιωμένα. Και είναι. Χωρίς να είναι κανείς σίγουρος τι όντως έπρεπε να ξεπεραστεί, να πεταχτεί, να ξεχαστεί, και τι όχι. Και χωρίς κανείς να ασχολείται με το τι (και ποιός) αντιστέκεται στις εξελίξεις με οπισθοδρομικό, ιδιοτελή τρόπο, δρώντας υποδουλωτικά.
Οι μηχανές που μορφοποιούν το υπό διαμόρφωση καινούργιο παράδειγμα δεν είναι βέβαια οι φρέζες και οι γερανογέφυρες του μαζικού εργοστάσιου. Δεν είναι οι κινητήρες εσωτερικής καύσης ούτε τα ακτινολογικά ιατρικά μηχανήματα. Η γονιμοποίηση in vitro, τα τεχνητά μέλη, και η μεγάλη παρέλαση της “αποκρυπτογράφησης” του dna θεωρούνται μάλιστα κοινότοπα πια. Οι μηχανές είναι παντού, και προβάλλονται σαν όλο και πιο “έξυπνες”, χαρακτηρισμός που απλά θα ήταν αδιανόητος για άψυχα και τεχνικά αντικείμενα, ακόμα και πριν από λίγα χρόνια. Κι αυτά δεν είναι το τέλος της μετάβασης, που κάπως θα καταφέρουμε να “χωνέψουμε”. Είναι μάλλον νωρίτερα και από την μέση της.
Μπορεί οι αλλαγές παραδείγματος στα στενά όρια των κοινοτήτων των ειδικών, επιστημόνων και τεχνικών, να προκαλούν αναταραχές και συγκρούσεις που μένουν αόρατες στον “πολύ κόσμο”, όπως τις περιγράφει ο Kuhn. Όμως εκείνες οι γενικές, καθολικές αλλαγές παραδείγματος που αφορούν τις καπιταλιστικές κοινωνίες και την οργάνωσή τους στο σύνολό τους είναι ορατές από παντού. Αφορούν όλα τα κοινωνικά υποκείμενα, που θα μπορούσαν (ή όχι) να τις αντιμετωπίσουν με κριτικό τρόπο, αντί να τις υιοθετούν τυφλά ή να τις απορρίπτουν εξίσου τυφλά.
Στην πράξη εκείνο που ζούμε είναι αυτό που περιέγραφε ο Γκράμσι: η νοσηρότητα μιας μακριάς μεταβατικής περιόδου. Η νοσηρότητα της αδυναμίας του να γίνουν αντιληπτές οι μεγάλες αλλαγές, ακόμα κι όταν ξετυλίγονται με αφετηρίες (φαινομενικά) “μικρών πραγμάτων”. Η νοσηρότητα της αδιαφορίας για τις ανεξέλεγκτες κατευθύνσεις που παίρνουν ήδη αυτές οι αλλαγές: η ηλεκτρονική παρακολούθηση, για παράδειγμα, είναι μαζική και γενικευμένη. Αλλά αυτό “δεν είναι θέμα”. Τελικά, ζούμε μέσα στη νοσηρότητα της εξαφάνισης της κριτικής.
Και σα να μην έφτανε αυτό, υπάρχει κάτι ακόμα χειρότερο. Η τωρινή αλλαγή παραδείγματος (όπως έγινε και με την προηγούμενη) τρέφεται αλλά και τροφοδοτεί την τρέχουσα παγκόσμια “κρίση”. Πράγμα που σημαίνει ότι οι δικές μας αδυναμίες, αδιαφορίες και παραιτήσεις γίνονται πολλαπλάσια όπλα στα χέρια των σφετεριστών του κόσμου.
Ziggy Stardust
cyborg #04 – 10/2015
- Αυτή η διαλεκτική είναι μια απ’ τις σημαντικές διαφορές του καπιταλισμού σε σχέση με προηγούμενα μοντέλα κοινωνικής οργάνωσης. Στην πραγματικότητα η ατμομηχανή ήταν πολύ παλιά εφεύρεση· σίγουρα απ’ τον Ήρωνα (απ’ την Αλεξάνδρεια) και, πιθανόν, και σε άλλα σημεία του κόσμου (π.χ. κίνα). Ωστόσο τα δεδομένα (ήθη, έθιμα, πεποιθήσεις…) εκείνων των κοινωνιών δεν επέτρεπαν την χρήση της ατμομηχανής για “παραγωγικούς” σκοπούς. Κάτι ανάλογο, η οριοθέτηση δηλαδή μιας εφεύρεσης απ’ τα κοινωνικά δεδομένα, συνέβη και με την πυρίτιδα. Ως γνωστόν πρόκειται για μια παλιά κινέζικη εφεύρεση. Ωστόσο τα τότε κινεζικά ήθη απαγόρευαν την αναμέτρηση ανθρώπων (ή στρατών) “απο μακρυά”. Συνεπώς η μεν κινεζική κουλτούρα χρησιμοποίησε το μπαρούτι για πυροτεχνήματα (όπου ανέπτυξε εντυπωσιακά επιτεύγματα…) η δε δυτική χριστιανική για πυροβόλα όπλα, με ό,τι αυτό σήμαινε για την κατάκτηση του υπόλοιπου κόσμου. ↩︎