Η κοινή λογική σαν μηχανισμός αναπαράστασης και άμεσης αιτιολόγησης του φυσικού κόσμου, των μορφών, των ανθρώπων, των πραγμάτων και των κοινωνικών σχέσεων είναι ένα ζήτημα παλιό, καταρχήν στη φιλοσοφία. Μια τέτοια αίσθηση/αντίληψη για όσα συμβαίνουν ή υπάρχουν γύρω μας δεν είναι καθόλου διαχρονική ή απόλυτη, είναι κοινωνικά και ιστορικά προσδιορισμένη. Βασίζεται στην αποδοχή ή την απόρριψη με τρόπο άμεσο, σχεδόν διαισθητικό, προτάσεων οι οποίες αξιολογούνται σαν αληθείς ή ψευδείς / πιθανές ή απίθανες / δυνατές ή αδύνατες. Η κοινή λογική μπορεί να αφορά το οτιδήποτε: Τις καθημερινές συνήθειες και την περιγραφή των σχημάτων, αλλά και τους νόμους της φυσικής και τις βασικές αναπαραστάσεις της ύλης και του σύμπαντος. Μπορεί επίσης να αφορά (και έτσι συμβαίνει) την αποτύπωση και την αποδοχή των κοινωνικών/ταξικών σχέσεων και συσχετισμών.
Υπάρχουν προτάσεις θα μπορούσαν αναμφίβολα να θεωρηθούν ως κοινή λογική, τουλάχιστον από μια ηλικία και μετά: η Γη δεν είναι επίπεδη· η ανατολή και η δύση του ήλιου συμβαίνουν καθημερινά· ένα τραπέζι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για φαγητό. Το τακτικό βούρτσισμα των δοντιών και η χρήση των κατάλληλων μέσων (οδοντόβουρτσα, οδοντόκρεμα, νιπτήρας κλπ), αποτελούν κοινή λογική για κάποιον που διαθέτει αυτά τα μέσα και υιοθετεί αυτή την καθημερινή συνήθεια. Ακόμα όμως και η συσχέτιση της συγκεκριμένης πράξης με τα μέσα της είναι κάτι που δεν χρειάζεται να διευκρινιστεί – εννοείται – και για κάποιον που δεν υιοθετεί τη συνήθεια αυτή. Αρκεί να ζει σε μέρος που πουλιούνται τέτοια πράγματα. Η ύπαρξη νόμων σε ένα κράτος επίσης αποτελεί κοινή λογική. Το περιεχόμενο τους όμως δεν αποτελεί το ίδιο “κοινή λογική” για όσους και όσες τους υφίστανται. Από ένα σημείο και ύστερα, όσο οι προτάσεις / θέσεις της κοινής λογικής ξεφεύγουν από το φυσικό κόσμο και αρχίζουν να περιγράφουν τους ανθρώπους και τις κοινωνίες τους, τα πράγματα αρχίζουν να περιπλέκονται…
Ένα μεγάλο μέρος όσων αναφέρονται ως κοινή λογική στο εσωτερικό των κοινωνιών αντικατοπτρίζει την κυρίαρχη ιδεολογική/εμπειρική/ηθική αντίληψη για το πώς είναι (ή πώς πρέπει να είναι) ο κόσμος. Σε αυτό το πλαίσιο η κοινή λογική συμπεριλαμβάνει τόσο την αντίληψη της υλικής πραγματικότητας μέσω της επιστήμης, όσο και τη μεταφυσική αντίληψη των πραγμάτων γενικά.
Για αυτό και η κοινή λογική, σαν βασικό σώμα γνώσεων, έχει αποτελέσει σημαντικό φιλοσοφικό ζήτημα ανά τους αιώνες. Τόσο σαν τεχνική της εξουσίας όσο και (σπανιότερα) σαν αμφισβήτηση αυτής της τεχνικής. Η αντιμετώπιση της γνώσης, ακόμα και στην εκδοχή της “κοινής λογικής”, σαν διαχωρισμένο φιλοσοφικό ζήτημα είναι προβληματική. Και αυτό γιατί η γνώση και η εντατική της συσσώρευση, οι κωδικώσεις και οι αναπαραστάσεις της στις νέες μηχανές, η αξιολόγηση της χρησιμότητάς της (από ποιους και για ποιους;), η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και κυκλοφορίας της και οι σχέσεις μας με αυτά αποτελούν στη βάση τους ζητήματα πολιτικά.
Η κοινή λογική στις νέες μηχανές
Στον μεταμοντέρνο καπιταλισμό, η απόκτηση και η μετάδοση των γνώσεων για τον κόσμο μεσολαβείται ολοένα και πιο εντατικά από τις νέες πληροφοριακές και δικτυακές μηχανές. Η κοινή λογική, σαν σύνολο αντιλήψεων και γνώσεων για τον κόσμο, αποκτά έτσι και μια νέα διαχωρισμένη διάσταση – τεχνοεπιστημονική – σαν ένα από τα, άλυτα ακόμα, ζητήματα της τεχνητής νοημοσύνης που αφορούν τον συμπεριφορικό ανθρωπομορφισμό των νέων μηχανών.
Εννέα χρόνια μετά τη δημοσίευση του Turing1, με το διάσημο ερώτημα “Can machines think?” και την επινόηση αυτού που στη συνέχεια ονομάστηκε τεστ Turing, ο John McCarthy2, το 1959, θέτει το πρόβλημα της έλλειψης της κοινής λογικής στις μηχανές σε μια δημοσίευση του με όνομα “Programs with Common Sense”. Αντικείμενο αυτής της δημοσίευσης ήταν ένα πρόγραμμα που θα μπορεί να παράγει συμβουλές (The advice taker), θεωρητικά για το οτιδήποτε, έχοντας σαν βάση λογικές αναπαραστάσεις κοινής λογικής:
“Ενδιαφέρουσα δουλειά γίνεται πάνω στον προγραμματισμό των υπολογιστών ώστε να μπορούν να λύνουν προβλήματα που απαιτούν υψηλό βαθμό ευφυΐας από τους ανθρώπους. Όμως, ορισμένες στοιχειώδεις λεκτικές διαδικασίες συλλογισμών, τόσο εύκολες που μπορούν να διενεργηθούν από οποιονδήποτε υγιή στο μυαλό άνθρωπο, δεν μπορούν ακόμα να προσομοιωθούν από προγράμματα μηχανής…
… Ένα πρόγραμμα έχει κοινή λογική αν μπορεί αυτόματα να συμπεραίνει από μόνο του μια επαρκώς μεγάλη κατηγορία άμεσων συνεπειών από οτιδήποτε του λέγεται σε συσχέτιση με όσα ήδη γνωρίζει…”
Αρκετές δεκαετίας αργότερα, το 2004, ο Marvin Minsky3 ιδρυτής του εργαστηρίου τεχνητής νοημοσύνης του ΜΙΤ και “όνομα” στο πεδίο του “Common Sense Computing”, δημοσιεύει μαζί με τους συνεργάτες του:
“Οι υπολογιστικές συσκευές έχουν γίνει απαραίτητες στη σύγχρονη ζωή, αλλά παραμένουν σε μεγάλο βαθμό σε άγνοια σχετικά με τους ανθρώπους που υπηρετούν και τον κόσμο που τόσο βαθιά διαπερνούν.
[…] Με το πέρασμα των χρόνων, πολλά σύνθετα προβλήματα έχουν σε μεγάλο βαθμό λυθεί, από τα προγράμματα που παίζουν σκάκι μέχρι την επιμελητεία και το σχεδιασμό (στμ. των εμπορικών δραστηριοτήτων), αλλά κατά κανόνα αυτές οι λύσεις χρησιμοποιούν ευρεστικές μεθόδους (heuristics) και αναπαραστάσεις που αναπτύσσονται από τον προγραμματιστή και που είναι λειτουργικές μόνο σε κάποιο συγκεκριμένο πεδίο εφαρμογής. Όταν οι περιστάσεις διαφέρουν από τις προκαθορισμένες παραμέτρους των αναπαραστάσεών τους, τα προγράμματα είναι ανίκανα να παράξουν νέες ευρεστικές μεθόδους ή να τροποποιήσουν την υπάρχουσα λογική για να πετύχουν τους στόχους τους. Η αποτυχία του πεδίου της τεχνητής νοημοσύνης να παρουσιάσει σημαντική πρόοδο προς την κατεύθυνση νοημοσύνης ανθρώπινου επιπέδου είναι αποτέλεσμα της έμφασης που δίνεται σε προβλήματα που περιορίζονται σε κάποιο συγκεκριμένο τομέα και συγκεκριμένες μαθηματικές τεχνικές.”
Τα δύο αυτά κείμενα έχουν μια χρονική απόσταση 45 χρόνων και οι προσδοκίες τους παραμένουν κοινές. Οι υπό σχεδίαση νέες μηχανές θα πρέπει να διαθέτουν διεργασίες που μέσω ειδικών αναπαραστάσεων θα μπορούν να προσομοιώνουν την κοινή λογική των ανθρώπων.
Ίσως σε αυτό το σημείο, 56 ολόκληρα χρόνια μετά την πρώτη δημοσίευση και αφού ως σήμερα δεν έχει γίνει κάποια σχετική (τεχνολογική) επανάσταση της κοινής λογικής, θα μπορούσαμε να πανηγυρίσουμε για τη δυστοκία των προσπαθειών αυτών. Θα μπορούσαμε να υπερασπιστούμε την γνώση γενικά και την κοινή λογική ειδικά (ακόμα και αν είμαστε επικριτές διάφορων εκφάνσεών της) και να διακηρύξουμε ότι το μεγαλείο του ανθρώπου δεν χωρά σε μηχανές. Με αυτόν τον τρόπο πιθανότατα θα καταλήγαμε σε ένα εκκρεμές μεταξύ της μεταφυσικής των νέων μηχανών και της μεταφυσικής σχετικά με την ανωτερότητα του ανθρώπινου νου. Αντί να τελειώσουμε λοιπόν το θέμα μας με έναν τέτοιο τρόπο, θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε τους τρόπους με τους οποίους επιδιώκεται να αναπαρασταθούν οι “στοιχειώδεις γνώσεις”, τους σκοπούς της επιδίωξης ενός τέτοιου ανθρωπομορφισμού στις νέες μηχανές, και τις συνέπειες που προκύπτουν από αυτές τις εφαρμογές των αναπαραστάσεων στην αλληλεπίδραση της ανθρώπινης εργασίας (ζωντανή εργασία) με τις μηχανές (νεκρή εργασία).
Γνωσιακές Βάσεις και Αλγόριθμοι
Παράλληλα με τις αναπαραστάσεις και τις προσoμοιώσεις των νευροεπιστημών για τη λειτουργία του ανθρώπινου εγκεφάλου, εδώ και περισσότερα από πενήντα χρόνια, βρίσκεται σε εξέλιξη ένας ακόμα αγώνας δρόμου ώστε να ενσωματωθούν στη λειτουργία των νέων μηχανών όσο το δυνατόν περισσότερες γνώσεις σαν διαχειρίσιμα, εκμεταλλεύσιμα δεδομένα.
Η διαδικασία εισαγωγής της ανθρώπινης κοινής λογικής στις νέες μηχανές περιλαμβάνει δύο βασικές πτυχές. Αφενός την καταγραφή σε ειδικές γλώσσες λογικής στοιχειωδών προτάσεων γνώσης με στόχο τη δημιουργία γνωσιακών βάσεων. Αφετέρου τις διαδικασίες-αλγορίθμους που καθιστούν εφικτή τη συνδυαστική εκμετάλλευση των δεδομένων της γνωσιακής βάσης ώστε να παράγονται “έγκυροι” συλλογισμοί/συμπεράσματα κοινής λογικής σαν έξοδος της μηχανής, ανάλογα με την υπό εξέταση υπόθεση εργασίας.
Σύμφωνα με μια επισκόπηση4 της προόδου σχετικά με τη δυνατότητες του γλωσσικού φορμαλισμού που απαιτείται ώστε οι μηχανές να μπορούν να παράγουν συλλογισμούς κοινής λογικής, τα βασικά ζητήματα που φαίνεται να απασχολούν τους τεχνοεπιστήμονες και αναφέρονται ως “δύσκολα” στην αντιμετώπισή τους συνοψίζονται στα παρακάτω τέσσερα σημεία:
1) Η ανάπτυξη μιας φορμαλιστικής γλώσσας που θα είναι επαρκώς ισχυρή και εκφραστική.
2) Η κατάκτηση των εκατομμυρίων γεγονότων / δεδομένων (facts) που οι άνθρωποι γνωρίζουν και με βάση τα οποία μπορούν να εκφέρουν λογικούς συλλογισμούς.
3) Η σωστή κωδικοποίηση αυτής της πληροφορίας σε προτάσεις λογικής.
4) Η κατασκευή ενός συστήματος που θα μπορεί να χρησιμοποιεί αυτή τη γνώση αποδοτικά.
Η γνωσιακή βάση δεδομένων και η γιγαντιαία καταγραφή σε αυτήν προϋποθέτει τη γλωσσοποίηση του οτιδήποτε μπορεί να θεωρηθεί έκφραση κοινής λογικής, όχι άμεσα, σε γλώσσα αλγοριθμικού προγραμματισμού της μηχανής, αλλά αρχικά με τη χρήση μιας γλώσσας φορμαλισμού της λογικής.
Η αποδοτική, αν είναι δυνατό σε πραγματικό χρόνο, συνδυαστική αξιοποίηση των δεδομένων που έχουν καταγραφεί προϋποθέτει την εφαρμογή αλγορίθμων που θα χρησιμοποιούν τις υποκείμενες καταγραφές γνώσης επιλέγοντας από το σύνολο των καταγεγραμμένων εκφράσεων όσες είναι ταιριαστές με την τρέχουσα συζήτηση – ανταλλαγή “συλλογισμών”. Η σχέση της ειδικής γνωσιακής βάσης δεδομένων με τους αλγορίθμους είναι αυτή που θα κρίνει και το αποτέλεσμα.
Το δίδυμο βάση δεδομένων – αλγόριθμος, χρησιμοποιώντας σαν μεταξύ τους κόλλα τη χρήση ειδικών γλωσσών λογικής, είναι το κυρίαρχο σχήμα μηχανοποίησης της κοινής λογικής. Διαφορετικά, χρησιμοποιώντας τους όρους των νευροεπιστημών, ο εγκέφαλος όπου συμβαίνει η οποιαδήποτε έκφραση της λογικής, μπορεί να αναπαρασταθεί σαν αποθηκευτικός χώρος (μνήμη / γνωσιακή βάση), αλλά και σαν πολύπλοκες διεργασίες αλγοριθμικού χειρισμού και επιλεκτικής μετάδοσης δεδομένων (νευρώνες). Οι αναπαραστάσεις των νευροεπιστημόνων και των ειδικών της τεχνητής νοημοσύνης συγκλίνουν αν και τα εργαλεία φαίνεται να είναι διαφορετικά. Εκτός ίσως από ένα που είναι κοινό: η κωδικοποίηση / γλωσσοποίηση του οτιδήποτε βρίσκεται κάτω από το πρίσμα τους, σαν συνδετικός κρίκος με τις νέες πληροφοριακές μηχανές.5
Παρά τις όποιες δυσκολίες ενός τέτοιου μεγα-πρότζεκτ κατασκευής και αξιοποίησης γνωσιακών βάσεων, υπάρχουν ήδη καταγεγραμμένες αρκετές πολυετείς προσπάθειες πανεπιστημίων, εταιριών και κρατικών (κυρίως στρατιωτικών) υπηρεσιών σε άμεση αλληλεξάρτηση ως προς την εξέλιξή τους.
Η Catherine Havasi, είναι ιδρυτικό στέλεχος ενός τέτοιου πρότζεκτ του MIT με την ονομασία Open Mind Common Sense. Σε ένα σχετικά πρόσφατο άρθρο της μας πληροφορεί για κάποιες απ’ αύτες τις προσπάθειες:
“Πιθανώς θα έχετε ακουστά τον Watson που φημίζεται για τη νίκη του στο Jeopardy6, αλλά αυτό που δεν είναι και τόσο γνωστό είναι ότι ο πρόγονός του ήταν ένα πρότζεκτ με το όνομα Cyc που αναπτύσσεται από το 1984 από τον Doug Lenat. Οι κατασκευαστές του Cyc, με την ονομασία Cycorp, διαχειρίζονται ένα μεγάλο αποθετήριο γεγονότων/δεδομένων κοινής λογικής (common sense facts) που στηρίζονται σε γλωσσικές εκφράσεις λογικής. Είναι ενεργό ως σήμερα και παραμένει ένα από τα μεγαλύτερα πρότζεκτ κοινής λογικής που στηρίζονται σε γλωσσικές εκφράσεις λογικής.
http://techcrunch.com/2014/08/09/guide-to-common-sense-reasoning-whos-doing-it-and-why-it-matters/
Το πρότζεκτ Open Mind Common Sense ξεκίνησε το 1999 από τον Marvin Minsky, τον Push Singh και εμένα. Το OMCS και το ConceptΝet, το πιο γνωστό του παρακλάδι, περιλαμβάνουν μια αποθήκη πληροφοριών σε απλό κείμενο καθώς και μια μεγάλη γραφική παράσταση γνώσης. Το πρότζεκτ εξελίχθηκε με πρόωρη επιτυχία μέσω crowdsourcing, και πλέον το ConceptNet περιέχει 17 εκατομμύρια γεγονότα/δεδομένα σε πολλές γλώσσες.”
Το project Cyc εμφανίζεται στο διαδίκτυο σαν ένα πιο κλειστό, εταιρικό πρότζεκτ, ενώ η οpen source εκδοχή του είναι αρκετά πιο περιορισμένη σχετικά με την αυθεντική πλατφόρμα. Οι δημοσιεύσεις σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας του και τις εφαρμογές του είναι επίσης λιγοστές. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει η εφαρμογή για μια γνωσιακή βάση καταγραφής τρομοκρατικών οργανώσεων7. Η φιλοδοξία αυτού του πρότζεκτ είναι η γνωσιακή του βάση να αποτελέσει υπόστρωμα για “έξυπνες” εφαρμογές.
Σχετικά με το πρότζεκτ ConceptNet του MIT, καθότι open-source και crowd-sourced, δεν αντισταθήκαμε στον πειρασμό να επισκεφτούμε την κεντρική του σελίδα.
Ο τρόπος που μπορεί κανείς να εισάγει τα δεδομένα στη γνωσιακή βάση είναι εγγράφοντας συσχετίσεις μεταξύ λέξεων/εννοιών με χρήση προκαθορισμένων συνδετικών φράσεων. Η κωδικοποιημένη φράση ερμηνεύεται και παράγει μια πρόταση “κοινής λογικής” με την παρακάτω μορφή:
όροςΑ – σύνδεσμος – όροςΒ: “Πρόταση κοινής λογικής που συσχετίζει τους όρους σε φυσική γλώσσα”.
Κάθε όρος είναι υπογραμμισμένος καθώς αποτελεί link για μια νέα σελίδα με συσχετίσεις που τον αφορούν.
Ποια είναι άραγε τα δεδομένα που μπορεί να εισάγει το πλήθος σαν κοινή λογική για τον όρο “woman”;
Στον πίνακα που ακολουθεί φαίνονται τα αποτελέσματα αυτής της αναζήτησης.
Address: http://conceptnet5.media.mit.edu/
Search for a concept… Woman
Έξοδος της γνωσιακής βάσης (τα 34 πρώτα αποτελέσματα):
Πολλές κοινοτυπίες και άσκοπες διαπιστώσεις, αρκετά περισσότερα στερεότυπα και σεξισμός – και στο τέλος ωμός σεξισμός. Είναι όντως common sense, χωρίς αμφιβολία!
Μήπως τελικά η ποιότητα των καταγραφών αυτών είναι ζήτημα συσχετισμών και αν γίνουμε όλοι μαζί εμείς και εσείς, οι χιλιάδες αναγνώστες του cyborg (!), contributors (κομμάτι του crowd, ένα πράγμα) θα μπορούσαμε να δώσουμε μια άλλη νότα στην κοινή λογική της μηχανής; Η ειρωνεία φυσικά αφορά στη μεταμοντέρνα συμμετοχική ελκυστικότητα του μέσου, που θα μπορούσε να περιλαμβάνει ακόμα και τέτοιες ψευδαισθήσεις εναλλακτισμού8.
Η αλληλεπίδραση ανθρώπου-μηχανής
Αν κανείς ανατρέξει τη σχετική με το θέμα μας αρθρογραφία, θα διαπιστώσει ότι το ζήτημα της ενσωμάτωσης της ανθρώπινης κοινής λογικής στις μηχανές έχει σαν απώτερο στόχο τη Τεχνητή Γενική Νοημοσύνη (Artificial General Intelligence – AGI). Αυτό που από την αρχή αναφέραμε ως συμπεριφορικό ανθρωπομορφισμό των μηχανών αφορά εκτός την εξωτερική τους εμφάνιση και – αυτό είναι που μας ενδιαφέρει εδώ – τη δυνατότητά τους να μπορούν να συμμετέχουν σε διάλογο. Να μπορούν δηλαδή να παράγουν συλλογισμούς και να εκφέρουν συμπεράσματα με τρόπο που να μην διαφέρει από αυτό που ορίζεται ως ανθρώπινη συμπεριφορά. Το 1968, η ταινία “2001: Α Space Odyssey” παρουσίασε τέτοιες μηχανές σαν υπαρκτές το 2001, στα πλαίσια της επιστημονικής φαντασίας. Τώρα, το χρονικό αυτό σημείο μετατίθεται στα μέσα του αιώνα, γύρω στο 2050 από επιστήμονες και ειδικούς. Όμως, οι όποιες προσδοκίες και οι οραματισμοί σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη, όταν προσγειώνονται στην πραγματικότητα, δεν μπορούν παρά να αφορούν την αλληλεπίδραση ανθρώπου – μηχανής σαν σχέση. Μια σχέση που τείνει να γίνει καθολική, τόσο στις σύγχρονες μορφές εργασίας του τριτογενούς τομέα, όσο και γενικότερα, σε ολοένα και πιο διευρυμένα τμήματα του κοινωνικού χώρου και χρόνου.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, μπορεί κανείς να αναρωτηθεί: Ποια μπορεί να είναι η σχέση της ιστορικά και κοινωνικά προσδιορισμένης “κοινής λογικής”, στο μη εικονικό κόσμο, με την αποτύπωσή της στον κυβερνοχώρο; Πρόκειται για μια απλή αποτύπωση, σαν να την έγραφε κανείς σε ένα βιβλίο, μια εφημερίδα, ένα περιοδικό; Μήπως, τελικά, η ενσωμάτωσή της στις νέες μηχανές δεν εξυπηρετεί τους ίδιους σκοπούς με την “παραδοσιακή” κοινή λογική, είναι δηλαδή πέρα και έξω από κάθε λογική;
Θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε τέτοια ερωτήματα έχοντας σαν αφετηρία αυτό που ήδη γνωρίζουμε ως αλληλεπίδραση ανθρώπου-μηχανής και τους έντονους μετασχηματισμούς που ήδη επιφέρει στην εργασία και στη ζωή.
Κατά τη χρήση των δικτυωμένων πληροφοριακών μηχανών, των κάθε είδους υπολογιστών και του Internet, η σχέση αλληλεπίδρασης του χειριστή τους με αυτές, δεν γίνεται άμεσα προφανής σαν τέτοια σχέση (χειριστή-μηχανής).
Τι και αν τα βασικά μέσα εισόδου των μηχανών αυτών, το πληκτρολόγιο, το ποντίκι και η οθόνη αφής, είναι μέσα τουλάχιστον “πρωτόγονα” σε σχέση με τους οραματισμούς για τα νέα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης; Ακόμα και με αυτόν τον “παλιό”, χειρωνακτικό τρόπο, η εμπειρία χρήσης των μηχανών αυτών, μετά από ένα διάστημα εξοικείωσης (πχ ένα μήνα σε δουλειά γραφείου), δείχνει ότι μεταβάλλεται ουσιαστικά τόσο η αντίληψη του χειριστή για το χώρο και το χρόνο όσο και η “συμπεριφορά” του, που αντιστοιχεί σε ορισμένες σκέψεις-κινήσεις που είναι απαραίτητο να επαναλαμβάνονται κατά την αλληλεπίδραση αυτή.
Για έναν σχετικά έμπειρο χειριστή, η αντιστοίχηση της σκέψης – κίνησης με τη συμπεριφορά τείνει να μετατραπεί σε ταύτιση. Με άλλα λόγια, η εξωτερική συμπεριφορά απέναντι στη μηχανή (οι πληκτρολογήσεις, οι κινήσεις του ποντικιού, τα κλικ, τα χαϊδέματα και τα χτυπήματα στην οθόνη, αλλά και η στάση του σώματος, τα διάφορα τικ κλπ) εμφανίζει ολοένα και μεγαλύτερη αντιστοιχία με τις σκέψεις-που-μεταφράζονται-σε-κινήσεις αλληλεπίδρασης, τέτοιες που να μπορεί να γίνουν αντιληπτές από τη μηχανή. Η συμπεριφορά, οι σκέψεις και οι κινήσεις με αυτόν τον τρόπο υπάγονται σαν ενιαίο σώμα στις προδιαγραφές της μηχανής. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι αυτός ο – πολλές φορές βίαιος για τον αυχένα, τα χέρια και κυρίως το μυαλό – “διάλογος”, αυτή η αλληλεπίδραση, γίνεται κυρίως αντιληπτή σαν αμιγώς ανθρώπινη δραστηριότητα/κατάσταση και όχι σαν αποτέλεσμα της σχέσης ανθρώπου-μηχανής.
Η μηχανή εκτός από (μετά)φορέας της γνώσης που θα προσκομίσει/αποκομίσει κάποιος – που σερφάρει για παράδειγμα στο διαδίκτυο αναζητώντας ή καταχωρώντας πληροφορίες – γίνεται και μόνιμος, επίμονος πομπός της γνώσης για το τι είναι και τι μπορεί να κάνει η ίδια η μηχανή, για το πώς λειτουργεί. Η κοινή λογική / αντίληψη του εργάτη / χειριστή αυτής της μηχανής είναι ακριβώς η ψευδαίσθηση ότι αυτή η μηχανή μπορεί να παράγει και να αναπαράγει όχι μόνο την εικόνα της μηχανοποιημένης γνώσης και του “εαυτού” της, αλλά και την κυρίαρχη, αυταπόδεικτη εικόνα/αντίληψη για την ίδια την ανθρώπινη εργασία που συντελείται κατά τη διάρκεια της χρήσης της. Η ταύτιση της εικόνας/αντίληψης της νεκρής εργασίας (της μηχανής) με την εικόνα/αντίληψη της ζωντανής (ανθρώπινης) εργασίας αποτελεί ήδη ένα δεδομένο γεγονός “κοινής λογικής”, στον πραγματικό κόσμο, που θα μπορούσε να κωδικοποιηθεί στη φράση: οι μηχανές τείνουν να αποκτούν ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Και αντίστροφα: Ο ανθρώπινος νους δεν είναι παρά ένας πολύ περίπλοκος υπολογιστής.
Παραθέτουμε εδώ ένα απόσπασμα από μια επιστημονική δημοσίευση με τίτλο “Usable AI requires common sense knowledge”. Πρόκειται για ένα απλοϊκό σενάριο χρήσης των γνωσιακών βάσεων / αλγορίθμων κοινής λογικής για την κατασκευή πιο έξυπνων διεπαφών αλληλεπίδρασης του χειριστή με τη μηχανή:
“Σε κάθε δεδομένη στιγμή, η διεπαφή χρήστη (user interface) διαθέτει μια τεράστια ποικιλία δυνατοτήτων για το πώς να αντιδρά στην είσοδο του χρήστη. Συνήθως απλά επιλέγουν (στμ οι σχεδιαστές της διεπαφής) μία από αυτές τις δυνατότητες, λίγο – πολύ αυθαίρετα. Δεν θα ήταν καλύτερο, αν μπορούσαν να εξετάσουν την κατάσταση και να προτείνουν μια εύλογη, αν όχι τη σωστή εναλλακτική; Η κοινή λογική μπορεί να χρησιμοποιηθεί, επομένως, για να παρέχει ευφυείς προεπιλογές.
Όταν ένας χρήστης ζητά να ανοίξει ένα αρχείο ‘Open a file’, για παράδειγμα, ποιο απ’ όλα; Τα σύγχρονα συστήματα απλά ανοίγουν τον τελευταίο φάκελο που έχει χρησιμοποιηθεί κλπ. Τι θα συνέβαινε αν ο υπολογιστής είχε έστω και λίγη κατανόηση σχετικά με την εργασία που εκτελείται και μπορούσε να προτείνει σχετικά αρχεία; ‘Η θα μπορούσα να πω ‘μετέφερε τα αρχεία που χρειάζομαι για το ταξίδι μου στο λάπτοπ μου’, και να φέρει τις κρατήσεις μου για το ταξίδι, τους χάρτες, της διαφάνειες μου κλπ, χωρίς να χρειαστεί να ονομάσω ένα-ένα τα αρχεία;”
Ένα επιθυμητό είδος εισόδου της μηχανής στο σενάριο που περιγράφεται παραπάνω θα ήταν η ομιλία, η γλώσσα. Οι “φωνητικές βοηθοί” των κινητών τηλεφώνων κινούνται ακριβώς προς αυτή την κατεύθυνση9. Ίσως, σε μια πιο προωθημένη φουτουριστική εκδοχή, η είσοδος θα μπορούσε να είναι η ίδια η σκέψη, ασύρματα μέσω wireless εμφυτευμάτων ή ενσύρματα μέσω ηλεκτροδίων. Η μηχανοποίηση της “κοινής λογικής” σε συνδυασμό με τη μηχανοποίηση της γλώσσας10, αλλά και σε συνδυασμό με τις νευροεπιστήμες και τη μηχανοποίηση / αναπαράσταση των νοητικών καταστάσεων και διεργασιών, δείχνουν το δρόμο προς αυτές τις κατευθύνσεις. Αλλάζει όμως κάτι με την χρήση αυτών των “καινοτομιών”, σχετικά με αυτό που περιγράφουμε παραπάνω ως “υπαγωγή του ανθρώπου στις προδιαγραφές της μηχανής” και “ιδεολογική ταύτιση της ανθρώπινης εργασίας με τη μηχανική”; Ο πυρήνας των λειτουργιών που εκτελεί η μηχανή, είτε “καταλαβαίνει” τα λόγια είτε “διαβάζει” τη σκέψη, στην πραγματικότητα αποτελείται από αλληλουχίες αλγοριθμικών διεργασιών.
Ακόμα κι αν ξεφορτωθούμε το πληκτρολόγιο, το ποντίκι και τις οθόνες αφής σαν μέσα εισόδου, η σχέση ταύτισης / υπαγωγής παραμένει. Ίσως και να εντείνεται, από το γεγονός ότι οι αναπαραστάσεις της “κοινής λογικής” στο εσωτερικό των δικτυωμένων πληροφοριακών μηχανών αφορούν, κατά κάποιον τρόπο, και τον κόσμο έξω από αυτές11. Με ποιο σκοπό; Η όσο το δυνατόν πιο “αφηρημένη” ανθρώπινη είσοδος που θα παράγει τη βέλτιστη μηχανική έξοδο επιδιώκεται με συγκεκριμένη πρόθεση: οι όποιες μηχανοποιημένες αναπαραστάσεις της γνώσης επιστρατεύονται για την αύξηση της αποδοτικότητας και της διανοητικής έντασης της ήδη μηχανοποιημένης (ιδεολογικά και πρακτικά) ανθρώπινης εργασίας. Αυτήν ακριβώς η τάση / πρόθεση είναι που εντείνει και τον μετασχηματισμό της εργασίας. Ο μετασχηματισμός αυτός υπαγορεύει ότι το ανθρώπινο στοιχείο (η ζωντανή εργασία) θα πρέπει να μεταφερθεί πιο κοντά και πιο βαθιά στο μηχανικό, καθώς αυτά αλληλεπιδρούν· και όχι το ανάποδο. Και όσο αυτός ο μετασχηματισμός εντείνεται, τόσο πιο εύκολο θα είναι να μηχανοποιηθεί το ανθρώπινο στοιχείο παρά να “εξανθρωπιστεί” το μηχανικό.
Αν όλα αυτά ισχύουν, η όποια υπεράσπιση του ανθρώπινου, του κοινωνικού ή του ζωικού στοιχείου, δεν θα μπορούσε απλώς να βασίζεται στην αδυναμία των σύγχρονων μηχανών τεχνητής νοημοσύνης να αναπαραστήσουν/αντιγράψουν/πλαστογραφήσουν κάποια χαρακτηριστικά του. Οι τεχνικές υπάρχουν και θα συνεχίζουν να εξελίσσονται και να εφαρμόζονται ολοένα και πιο εντατικά, σε ολοένα και περισσότερα πεδία. Η συσσώρευση και οι αναπαραστάσεις της γνώσης – γενικά – και της “κοινής λογικής” – ειδικά αποτελούν τέτοιες τεχνικές. Η “αλήθεια” τους και η ισχύς τους, βρίσκεται ακριβώς στην καρδιά της αλλοτριωμένης σχέσης του εργάτη/χειριστή με το μέσο παραγωγής.
Τελικά, οι προσπάθειες για την προσθήκη μιας διάστασης “κοινής λογικής” στις νέες μηχανές, σημαίνουν, στη βάση τους, τη συσσώρευση και ενσωμάτωση ανθρώπινων γνώσεων και εμπειριών. Αφού αυτές πρώτα απλοποιηθούν σε σύντομες προτάσεις, κατανοητές από ανθρώπους και από μηχανές, μπορούν να αποτελέσουν την τεχνητή υλοποίηση μιας ανθρωπο-μηχανικής κατανόησης του κόσμου· σε μια ατέρμονη αλληλεπίδραση στο εσωτερικό του κυβερνοχώρου. Αλλά σε αυτή την περίπτωση, η μοναδική κοινή λογική που φαίνεται να σχηματοποιείται στον πραγματικό κόσμο είναι μαα μεταμοντέρνα, μονολιθική κατάσταση όπου ένα (οποιοδήποτε) πολύ σύνθετο εργαλείο μπορεί να μετατρέπεται σε γενικό, καθολικό μεσολαβητή της ζωής.
Rorre Margorp
cyborg #04 – 10/2015
- Το 1950 παρουσιάστηκε στο περιοδικό Mind (#49) η δημοσίευση του Α. Turing “Computing Machinery and Intelligence” ↩︎
- Η επινόηση του όρου “Artificial Intelligence” αποδίδεται στον John McCarthy. Ο ίδιος θεωρείται βασικός συντελεστής της εγκαθίδρυσης του επιστημονικού πεδίου της τεχνητής νοημοσύνης. ↩︎
- Ο Marvin Minsky είναι γνωστός για τη συνεισφορά του σε διάφορα επιστημονικά πεδία που περιλαμβάνουν την τεχνητή νοημοσύνη, τη γνωστική ψυχολογία, τα μαθηματικά, την υπολογιστική γλωσσολογία, τη ρομποτική και την οπτική. Το βασικό του έργο σχετικά με την αντίληψη της δομής της ανθρώπινης ευφυΐας και των λειτουργιών της, στο πλαίσιο του έργου του για την μηχανοποίηση της κοινής λογικής, παρουσιάζεται σε δύο βιβλία του: “The emotion machine” και “The Society of Mind”. ↩︎
- Η επισκόπηση αυτή δημοσιεύτηκε το 2004, κάτω από τον τίτλο “Introduction: Progress in formal commonsense reasoning”, σε μια ειδική έκδοση του περιοδικού Artificial Intelligence (#153) για το θέμα της κοινής λογικής και των λογικών φορμαλισμών. ↩︎
- Για περισσότερα σχετικά με τις αναπαραστάσεις των νευροεπιστημών: Cyborg #3, Είναι η συνείδηση και η μνήμη τεχνοεπιστημονικά “αντικείμενα”; ↩︎
- Για μια σχετική επισκόπηση: Sarajevo #49, dear Watson: οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν. ↩︎
- Η εφαρμογή αυτή φέρει τον τίτλο Terrorism Knowledge Base (ΤΚΒ) και υλοποιήθηκε για λογαριασμό του Air Force Research Laboratory των ηπα. Αν αναρωτιέστε ποια είναι η σχέση της κοινής λογικής με τον “πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία”, δεν έχουμε κάποια έτοιμη απάντηση. ↩︎
- Το ερώτημα μιας άλλης (εναλλακτικής, ανατρεπτικής ή ότι άλλο θέλετε) μηχανοποιημένης κοινής λογικής δεν θα μας απασχολήσει περισσότερο. Άλλωστε, εκτός από τους καταχωρητές των παραπάνω εγγραφών, θα μπορούσαν να υπάρχουν και πιο “προοδευτικοί” τέτοιοι, στο παρόν ή στο μέλλον. Σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν τεχνικές που μπορούν να φιλτράρουν την έξοδο οποιασδήποτε μηχανής αναζήτησης, χρησιμοποιώντας το περιεχόμενο των email και των προηγούμενων αναζητήσεων του κάθε αποδέκτη. Τα ήδη υπάρχοντα λογισμικά εταιριών, όπως η microsoft, η apple και η google, θα μπορούσαν να φροντίζουν ώστε να εμφανίζονται μόνο τα δεδομένα που ταιριάζουν με το εκάστοτε προφίλ του χρήστη. Όσο για την πηγή των καταγραφών, το ίδιο το Internet ίσως να αποδειχτεί καλύτερη πρώτη ύλη για την εξαγωγή πολύμορφων συσχετίσεων από τους όποιους ανθρώπινους καταχωρητές. ↩︎
- Cyborg #1: μίλα… στη φωνή της μηχανής. ↩︎
- Για περισσότερα στο θέμα αυτό: Φεστιβάλ GAME OVER 2014, Εισήγηση: Γλώσσα και νέες μηχανές _ μηχανοποίηση της γλώσσας. ↩︎
- Με έναν αστερίσκο: όσο η αναλογία των ωρών έξω από τη χρήση της μηχανής προς τις ώρες μέσα σε αυτήν γίνεται πιο μικρή, ίσως αυτές οι αναπαραστάσεις για τον “παλιό”, εκτός δικτύου, κόσμο να πάψουν να είναι και τόσο σημαντικές. ↩︎