Τι είναι ο κυβερνοχώρος; Μπορεί κανείς να τον δει; Να τον προσδιορίσει; Να τον μετρήσει; Η ερώτηση μπορεί να είναι προκλητικά κοινότοπη, φαίνεται όμως ότι η απάντηση είναι δύσκολη. Σύμφωνα με την επίσημη ερμηνεία που μπορεί να βρει κανείς σε κάτι ανάμεσα σε εγκυκλοπαίδεια και αυτοπαρουσίαση του cyberspace, στην wikipedia δηλαδή, κυβερνοχώρος είναι το ιδεατό περιβάλλον όπου συμβαίνει η επικοινωνία μεταξύ δικτύων υπολογιστών. Όμως οι λέξεις “ιδεατό περιβάλλον” δεν εξηγούν κάτι. Μάλλον περιπλέκουν την απάντηση. Ή αποπροσανατολίζουν. Αν κάτι “ιδεατό” είναι τόσο καθοριστικό για το καινούργιο καπιταλιστικό παράδειγμα, αυτό το παράδειγμα τείνει καθαρά προς την μεταφυσική.
Πριν μερικούς μήνες, στο δεύτερο τεύχος του cyborg (Φλεβάρης 2015) αναδημοσιεύσαμε ένα γνωστό διεθνώς κείμενο της Margaret Wertheim, με τίτλο οι μαργαριταρένιες πύλες του κυβερνοχώρου. Σε εκείνο το κείμενο του 1997 η Wertheim έκανε μια συσχέτιση μεταξύ του κυβερνοχώρου και της θρησκευτικής μεταφυσικής, αρκετά τολμηρή για τους διαρκώς αυξανόμενους “χρήστες” του.
Παρότι η μεταφυσική (κι όχι αναγκαστικά η θρησκευτική) έχει σημαντική θέση στη γενική αντίληψη του τι είναι ο κυβερνοχώρος, δεν είναι η μοναδική προσέγγιση. Και δεν θα την λογαριάζαμε σαν αφετηριακή. Σα cyborgmag μας ενδιαφέρει κάτι άλλο: η πολιτική οικονομία του κυβερνοχώρου, σαν τέτοιου. Αν κάποιος θέλει να βρει ένα κυρίαρχο συστατικό στοιχείο της υπό (διαμόρφωση και διαρκή εξέλιξη) καινούργιας παραγωγικής και καταναλωτικής πραγματικότητας, ο κυβερνοχώρος είναι τέτοιος. Δεν μπορούμε (και, κυρίως, δεν πρέπει) να εννοήσουμε τον κυβερνοχώρο έξω και πέρα απ’ την καπιταλιστική αλλαγή παραδείγματος. Ακόμα κι αν κάτι τέτοιο απαιτεί να βελτιώσουμε ή/και να ανανεώσουμε τα αναλυτικά και διανοητικά εργαλεία μας.
Ονοματισμένος απ’ την σύνθεση δύο λέξεων, της κυβερνητικής και του χώρου, ο κυβερνοχώρος γίνεται αντιληπτός στη δημόσια σφαίρα σαν “διαδίκτυο” ή ‘internet” – ονόματα που παραπέμπουν σε μια τυπική και (μάλλον) υπεράνω υποψίας οργανωτική μορφή, αυτήν του “δικτύου”. Ωστόσο ο κυβερνοχώρος είναι πολύ περισσότερα από ένας “ιστός”. Και η μόνη ιδέα για το τι είναι ένας “ιστός” είναι ο ιστός της αράχνης…
Η κυβερνητική είναι το τελευταίο πράγμα που απασχολεί τα εκατοντάδες εκατομμύρια των απλών χρηστών του κυβερνοχώρου. Είναι ζήτημα εάν απασχολεί καν και καν τους κάθε είδους τεχνικούς του. Κάπου, κάπως θα διδάσκονται κάτι για τον Norbert Wiener, τουλάχιστον σαν υπενθύμιση του ότι είναι ο εισηγητής της λέξης / έννοιας κυβερνητική. Το γεγονός, όμως, ότι μέσα στην εξέλιξη των επιστημών και των τεχνολογικών εφαρμογών, εμφανίζεται μέσα και μετά τον Β παγκόσμιο πόλεμο μια συγκεκριμένη εισήγηση / πρόταση (απ’ τον Wiener και όχι μόνον αυτόν) για την αναβάθμιση της σύμφυσης μηχανικού και ανθρώπινου (αυτό συγκροτεί την κυβερνητική σαν καινοτομία) αποτελεί πλέον αρχαιολογία. Ίσως επειδή η κυβερνητική σύμφυση προχωράει κανονικά, με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Όμως αυτή η αρχαιολογία είναι που βγάζει τον κυβερνοχώρο απ’ την ομίχλη του “ιδεατού” και τον τοποθετεί στο κέντρο της καπιταλιστικής υλικότητας.
Αυτά σαν σύντομη υπόδειξη για το πρώτο συνθετικό του ονόματος κυβερνοχώρος. Σε ότι αφορά το δεύτερο; Τυπικά οι αισθητηριακές εμπειρίες μας θεωρούνται επαρκείς για να εννοήσουμε κάτι σαν “χώρο”. Μπορεί να είναι ένα κουτί, το υλικό (και όχι ιδεατό) περιβάλλον οποιουδήποτε αντικειμένου, ένα δωμάτιο, μια πόλη, ένα βουνό, η γη ολόκληρη· με την βοήθεια κατάλληλων αναπαραστάσεων το ηλιακό σύστημα ή η δομή των ατόμων. Όμως καμία αισθητηριακή εμπειρία μας, και καμία ιστορική ή πολιτιστική διαμόρφωση των αισθήσεών μας, δεν μπορεί να βρει (να φτιάξει) απάντηση για το τι είναι ο κυβερνο-χώρος· η σύμφυση μηχανικού και ανθρώπινου με “όρους χώρου”. Έτσι βρισκόμαστε, σαν ζωϊκό είδος, σ’ αυτήν την εντυπωσιακά παράξενη κατάσταση: μετά από αιώνες αναπαραστάσεων φυσικών ή αστικών τοπίων, μετά απ’ την αναπαράσταση του “χώρου” μέσω της Ευκλείδιας κι ακόμα και της Ριμάνιας ή/και της Λομπατσέφσκιας γεωμετρίας1, έχουμε φτάσει στο σημείο να χρησιμοποιούμε κάποιο είδος “χώρου” το οποίο δεν μπορούμε ούτε να περιγράψουμε ούτε να αναπαραστήσουμε.
Εκπληκτική αδυναμία, και μάλιστα καθόλου ατομική. Μήπως αυτή η αδυναμία μας οφείλεται στο γεγονός ότι η σύμφυση μηχανικού και ανθρώπινου όπως εξελίσσεται τις τελευταίες δεκαετίες όλο και πιο γρήγορα δεν συμβαίνει σε κανέναν “χώρο” έτσι όπως θα μπορούσαμε να τον εννοήσουμε, μονοδιάστατο, διδιάστατο ή τρισδιάστατο, αλλά σε μια ειδική έννοια χώρου, μια έννοια πολιτική, μια έννοια που μπορεί να κατανοηθεί μόνο μέσα απ’ την καπιταλιστική πολιτική οικονομία και την κριτική της;
μια παρένθεση: οι αισθήσεις και το κυρίαρχο παράδειγμα σαν οργανωτής τους
Θα μπορούσε να σοκάρει όποιον δεν το έχει προσέξει, αλλά οι αισθητηριακές εμπειρίες μας δεν είναι αρκετές για να προσδιορίζουν είτε τον χώρο είτε τον χρόνο. Σαν ανώτερα θηλαστικά έχουμε δύο μάτια σε απόσταση μεταξύ τους, πράγμα που μας επιτρέπει τρισδιάστατη όραση. Έχουμε επίσης αυτιά σε αντιδιαμετρικές θέσεις, που επίσης συμβάλουν στην τρισδιάστατη αίσθηση του χώρου. Έχουμε τέλος ευαίσθητα νεύρα στα άκρα που επιτρέπουν την αίσθηση του μεγέθους, του σχήματος, της τραχύτητας. Αλλά σαν όντα παραγωγοί (ή υπήκοοι ή καταναλωτές) οργανωμένων κοινωνιών, σαν πολιτιστικά όντα, έχουμε πολύ περισσότερες (ή διαφορετικές απ’ τις πιο πάνω) αντιλήσεις και εννοήσεις του χώρου και του χρόνου. Με άλλα λόγια τόσο η “αίσθηση” του χώρου όσο και η “αίσθηση” του χρόνου είναι κοινωνικά (ή/και πολιτισμικά) καθορισμένες. Είναι λιγότερο αισθήσεις βιολογικά καθορισμένες και περισσότερο πράξεις κοινωνικά και ιστορικά προσδιορισμένες. Αυτή η αλήθεια ανοίγει την δυνατότητα μιας προσέγγισης του κυβερνοχώρου μέσα στην καπιταλιστική πολιτική οικονομία.
Για το γεγονός ότι τόσο η αντίληψη που έχουμε για τον χώρο όσο και η αντίληψη που έχουμε για τον χρόνο είναι κοινωνικά / πολιτιστικά καθορισμένες (και όχι εκείνες του “άγριου” θηλαστικού) μερικά απλά παραδείγματα αρκούν. Ακόμα και σήμερα είναι κοινότυπο να αισθανθεί κάποιος ότι “η ώρα δεν περνάει” ή ότι “η ώρα πέρασε γρήγορα” – αυτά σε κοινωνίες με σχεδόν καθολική χρονομέτρηση. Η ιστορία των ρολογιών και χρονομετρήσεων από μόνη της είναι διδακτική για το πως άλλαξε (κι όχι μόνο μια φορά) η κοινωνική εννόηση και εμπειρία του χρόνου τους τελευταίους 3 αιώνες· η εννόηση και η η εμπειρία της ημέρας, της νύχτας, των εποχών… Αξίζει εδώ να θυμίσουμε αφήνοντάς το ασχολίαστο προς το παρόν, ότι η ιστορία της δημόσιας χρήσης των ρολογιών και της γενίκευσης των χρονομετρήσεων είναι μέρος της ιστορίας του καπιταλισμού.
Σε ότι αφορά την αντίληψη του χώρου, και πάλι τα παραδείγματα είναι πάμπολλα. Την ίδια ακριβώς πλαγιά βουνού αλλιώς την αντιλαμβάνεται κάποιος μέσα από μια φωτογραφία (συμπεριλαμβανόμενων των ψηφιακών), αλλιώς ένας τουρίστας που κινείται με κάποιο όχημα, αλλιώς ένας βοσκός κι αλλιώς ένας σύγχρονος φυσιολάτρης πεζοπόρος.
Ο γάλλος κοινωνιολόγος Henri Lefebre που τεκμηρίωσε το 1974 την ιδέα ότι ο χώρος παράγεται κοινωνικά (και μ’ αυτήν την έννοια παράγεται υπό την ηγεμονία ενός ορισμένου “πρότυπου” κοινωνικής οργάνωσης) και δεν υπάρχει, απλά, με την φυσική έννοια, επισήμανε ότι έως τον Μεσαίωνα τόσο ο χώρος όσο και ο χρόνος ήταν τοπικές εμπειρίες, εμπειρίες της ζωής στην ύπαιθρο ή στις διάφορες πόλεις. Στην Αναγέννηση (παρατηρεί ο Lefebre) άρχισαν να αναπτύσσονται συστήματα μέτρησης και μαθηματικές μέθοδοι που μπορούσαν να “σπάσουν” οποιονδήποτε χώρο σε “μονάδες”, που ύστερα μπορούσαν να αναπαρασταθούν σε χάρτες. Αυτή ήταν μια διαδικασία αφαιρέσεων απ’ την εμπειρική σχέση με τους χώρους· και κρατείστε την λέξη αφαίρεση. Οι πρώτες μορφές αφαιρετικών αναπαραστάσεων του χώρου ήταν οι χάρτες, τα σχεδιαγράμματα, οι κατόψεις. Πάντα κατά τον Lefebre η εξέλιξη της κοινωνικής παραγωγής του χώρου υπό την καπιταλιστική ηγεμονία δημιούργησε, τελικά, ένα τριπλό σύστημα μέσα στο οποίο ζούμε και μέσα στο οποίο εννοούμε το τι είναι σαν έννοια και σαν πραγματικότητα ο “χώρος”: την άμεση εμπειρία (μέσα στο χώρο και στο χρόνο), την αναπαράσταση (του χώρου και του χρόνου) και τους αναπαραστατικούς χώρους. Αυτές οι τρεις διαδικασίες δεν είναι σε ισορροπία μεταξύ τους. Είναι σε εντατική αναμέτρηση, είτε το καταλαβαίνει κανείς είτε όχι. Για παράδειγμα είναι δυνατό (και συμβαίνει σε μεγάλη κλίμακα) σαν “άμεση εμπειρία” να βιώνει κανείς την εμπειρία της αναπαράστασης: ο πελάτης του οργανωμένου τουρισμού δεν ζει σε ένα μέρος αλλά μόνο στις εικόνες αυτού του μέρους, επιλεγμένες εικόνες, είτε τις εικόνες που είχε κατα νου πριν πάει εκεί, είτε τις εικόνες που αποθανατίζει επί τόπου. Άλλο παράδειγμα που είναι το ίδιο (απ’ την ανάποδη): οι αφέντες μιας πόλης (της Αθήνας) που, με την ευκαιρία της οργάνωσης ολυμπιακών αγώνων, θέλουν να δείξουν στους επισκέπτες / τουρίστες μια ορισμένη εικόνα, θα κρύψουν ό,τι περισσεύει ακόμα και με ζωγραφισμένα πανιά πάνω σε ερειπωμένα κτίρια.
Η γενική καπιταλιστική ιδέα είναι ότι ο χώρος είναι ένα πεδίο αφαιρέσεων, ταξινομήσεων, αποθήκευσης, αναπροσαρμογών. Αφαιρείται ό,τι είναι άχρηστο (για την καπιταλιστική αξιοποίηση). Ταξινομούνται, κατηγοριοποιούνται όσα είναι χρήσιμα. Αποθηκεύονται τα πάντα, κυρίως τα αξιοποιήσιμα. Και αναπροσαρμόζονται οι εννοήσεις όχι μόνο περί χώρου, αλλά και περί αξίας, περί γούστου, κλπ. Για παράδειγμα, στις φάσεις τόσο της πρώτης όσο και της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης, ο πιο σημαντικός χώρος, ο χώρος / κέντρο των αντίστοιχων καπιταλιστικών παραδειγμάτων (οργάνωσης της ζωής) ήταν ο χώρος – της – μηχανής. Ο χώρος εντός του οποίου η μηχανή (πρώτα η ατμομηχανή και ύστερα η μηχανή εσωτερικής καύσης) και όλα τους τα εξαρτήματα είχαν την κεντρική θέση του ιερού. Τέτοιοι χώροι ήταν βέβαια τα εργοστάσια· αλλά και τα ι.χ. “αυτο”κίνητα, οι δρόμοι, οι πόλεις με τους δρόμους τους. Αρκεί να συγκρίνει κανείς αυτό το μοντέλο με εκείνο της μεσαιωνικής πόλης (και της κεντρικής θέσης που είχε σ’ αυτές η πλατεία) σα μορφοποίηση του σημαίνοντος δημόσιου για να επιβεβαιώσει αυτό που αναφέραμε ήδη. Ό,τι, δηλαδή, ο χώρος παράγεται κοινωνικά, υπό την “διεύθυνση” ενός κυρίαρχου μοντέλου οργάνωσης της ζωής, της εργασίας, της υπακοής και της πειθαρχίας.
Ο κυβερνοχώρος θα μπορούσε να είναι, λοιπόν, η ανακατασκευή των εννοιών του χώρου και του χρόνου (άρα η ανακακατασκευή των κοινωνικών σχέσεων) υπό την κυβερνητική προσταγή. Την προσταγή μιας συγκεκριμένης μηχανοζωϊκής σύνθεσης.
the abstract machine2
Τα πιο πάνω, αναγκαστικά συνοπτικά, μας φέρνουν κοντύτερα στην κατανόηση του κυβερνοχώρου όχι σαν ενός καινούργιου παράδεισου αλλά σαν βασικού (αν και όχι μοναδικού) “μοτίβου” του καινούργιου βιοπληροφορικού (καπιταλιστικού) παραδείγματος.
Παρατηρήσαμε ήδη ότι ο κυβερνοχώρος δεν μπορεί να αναπαρασταθεί, πράγμα παράδοξο από πρώτη ματιά για κοινωνίες απόλυτα εξοικειωμένες με τις αναπαραστάσεις, για κοινωνίες του ώριμου Θεάματος. Ο κυβερνοχώρος δεν μπορεί να αναπαρασταθεί αλλά περιλαμβάνει, “χωράει”, εξυπηρετεί κάθε (ψηφιακή) αναπαράσταση: αυτό τον φέρνει πράγματι στη θέση του θεού. Απ’ την άλλη μεριά, την υλική και κοσμική, ακόμα κι αν έχει κάποιος υπ’ όψη του τις εγκαταστάσεις της google και το εσωτερικό τους περιεχόμενο (εκατοντάδες χιλιάδες σκληροί δίσκοι διασυνδεμένοι σε έναν σκληρό υπερ-δίσκο) και πάλι δεν έχει κάποια πειστική αναπαράσταση του κυβερνοχώρου. Επειδή οι εγκαταστάσεις της google είναι εκεί, κι εκεί, κι εκεί (κλασσικές εργοστασιακές μορφές)· αλλά ο κυβερνοχώρος είναι παντού! Επειδή οι εγκατάστάσεις της google αυξάνονται με έναν τυπικό τρόπο, τόπο τόπο, εγκατάσταση εγκατάσταση, και είναι εν-τοπισμένες· αλλά ο κυβερνοχώρος διαστέλλεται διαρκώς, έξω απ’ την εποπτεία των χρηστών του! Επειδή, τέλος, οι εγκαταστάσεις της google έχουν ηλεκτρονικά κυκλώματα ενώ ο κυβερνοχώρος περιέχει (μεσολαβημένες) σχέσεις.
Ξανά, λοιπόν, το αρχικό ερώτημα: τι είναι ο κυβερνοχώρος;
Ο Μαρξ στο 1ο κεφάλαιο του Das Kapital, μιλώντας περί έργασιας, κάνει την διάκριση που τότε θα πρέπει να θεωρήθηκε πρωτοφανής: ανάμεσα στη συγκεκριμένη και την αφηρημένη εργασία. Η διάκριση ήταν / είναι λεπτεπίλεπτη στη σύλληψή της, όχι δύσκολο να γίνει κατανοητή, αρκεί κανείς να ήταν / είναι προσεκτικός στο ότι η διάκριση αφορούσε την οπτική, δηλαδή την θέση (και το συμφέρον) εννόησης της εργασίας. Συγκεκριμένη εργασία (είπε ο Μαρξ) είναι αυτή που πρέπει να γίνει για να δημιουργηθεί (να παραχθεί) κάτι συγκεκριμένο· ας πούμε ένα καρβέλι ψωμί ή το στρώσιμο του μεσημεριανού τραπεζιού ή το σερβίρισμα σε μια ταβέρνα. Αφηρημένη εργασία είναι κάθε δουλειά ειδωμένη απ’ την μεριά του αφεντικού, απ’ την μεριά του κεφάλαιου συνολικά.
Αφηρημένη εργασία είναι η δυνατότητα εργασίας· ακόμα πιο σωστά ο χρόνος εργασίας αδιάφορο με το τι θα παραχθεί, άρα η δυνατότητα εργασίας απαλλοτριωμένη απ’ το κεφάλαιο. Σύμφωνα με την διάκριση αυτή του κυρ Κάρολου, η συγκεκριμένη εργασία δημιουργεί, παράγει, αξίες χρήσης. Αντίθετα η αφηρημένη εργασία παράγει ανταλλακτικές αξίες. Κι αυτό επειδή η αφηρημένη εργασία, δηλαδή η αφαίρεση απ’ τον εργασιακό κόπο της σκοπιμότητας που του δίνει εκείνος που κάνει αυτόν τον κόπο, είναι η καπιταλιστική νόρμα.
Συνεπώς, αν πάρουμε στα σοβαρά τον κυρ Κάρολο (εμείς τον παίρνουμε) η εργασία, η ίδια εργασία, οποιαδήποτε εργασία, είναι “διπλής υπόστασης”. Είναι συγκεκριμένη απ’ την σκοπιά του εργάτη εφόσον παράγει κάτι κοινωνικά χρήσιμο, κάποια αξία χρήσης· και είναι αφηρημένη απ’ την σκοπιά του αφεντικού, απ’ την σκοπιά του κεφάλαιου, εφόσον αποτελεί έναν “συντελεστή παραγωγής” που δημιουργεί εμπορεύματα, δηλαδή μορφές της ανταλλακτικής αξίας.
Τι σχέση έχουν αυτά με τον κυβερνοχώρο; Κοιτώντας το πράγμα επιφανειακά, καμμία. Ο Μαρξ δεν ασχολήθηκε με το ενδεχόμενο να υπάρχουν (ή να υπάρξουν) μηχανές “διπλής υπόστασης”. Λογικό, εφόσον οι μηχανές του καιρού του (και οτιδήποτε θα ήταν δυνατόν να προβλέψει) είχαν συγκεκριμένη λειτουργικότητα. Έκαναν, σα να λέμε, μια συγκεκριμένη δουλειά…
Όμως να που έχουμε μπροστά μας (πιο σωστά: ζούμε όλο και περισσότερο μέσα σε) μια αφηρημένη μηχανή! Ο κυβερνοχώρος (λέμε) είναι αυτό: αφηρημένη μηχανή. Και τα δύο μαζί: και μηχανή (όχι με γρανάζια και έμβολα αλλά με ηλεκτρονικά κυκλώματα και συστήματα διαδίβασης σημάτων) και αφηρημένη. Είναι η πιο καθολική και γενικευμένη μορφή αφηρημένης μηχανής, απόγονος και ολοκλήρωση των τηλεφωνικών και των ηλεκτρικών δικτύων.
Τι είναι αυτό που μας επιτρέπει να ορίζουμε τον κυβερνοχώρο σαν αφηρημένη μηχανή; Για το μηχανικό της μέρος υποθέτουμε ότι δεν υπάρχουν αμφιβολίες! Το βασικό χαρακτηριστικό, ωστόσο, που αντιστοιχεί το επίθετο “αφηρημένη” (μηχανή) είναι ότι, πράγματι, δεν παράγει κάτι συγκεκριμένο. Παράγει, συμβάλει στην παραγωγή, διαμεσολαβεί μορφοποιώντας τα πολλά και διαφορετικά. Απ’ αυτό που ονομάζεται “πληροφόρηση” μέχρι αυτό που ονομάζεται “διασκέδαση”· απ’ αυτό που ονομάζεται “επικοινωνία”, ή/και “κοινωνικότητα” μέχρι αυτό που ονομάζεται “σεξουαλικότητα”· κ.ο.κ.
Θα ήταν σωστό και ακριβές να υποστηρίξουμε ότι η αφηρημένη μηχανή – κυβερνοχώρος “παράγει συναλλαγές”. Παράγει “ανταλλαγές” με συγκεκριμένη μορφή και συγκεκριμένη υλικότητα. Όχι απλά “ανταλλακτικές αξίες” σαν τέτοιες, αλλά μάλλον την γενική (ηλεκτρονική) ανταλλαξιμότητα σα μορφή και σαν διαδικασία, ασχέτως χρηματικού (ή μη) ισοδύναμου. Δεν θα ασχοληθούμε με το αν αυτή η γενική ανταλλαξιμότητα είναι κοινωνικά χρήσιμη ή όχι: εξαρτάται απ’ το πως προσδιορίζει κανείς την “κοινωνική χρησιμότητα”. Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ, κατ’ αρχήν, είναι ότι με ένα τέτοιο concept η μηχανή – κυβερνοχώρος σωστά μπορεί και πρέπει να χαρακτηριστεί “αφηρημένη”. Αbstract.
Κι ωστόσο δεν έχουμε πει ακόμα τίποτα για τις σημαντικότερες πλευρές αυτής της αφαίρεσης (που, στο ευρύ κοινό των χρηστών, γίνεται αντιληπτή σαν το αντίθετό της, σαν “πολυλειτουργικότητα” της μηχανής). Η πρώτη σημαντική πλευρά είναι ιδεολογική. Αυτή η μη αναπαραστάσιμη, η – με άλλα λόγια – αόρατη μηχανή (ο κυβερνοχώρος) πέρα απ’ τις θρησκευτικές αναλογίες της έχει και μια θεμελιώδη αναλογία στη γέννηση της πολιτικής οικονομίας (του κεφάλαιου). Είναι ό,τι πιο κοντινό θα μπορούσε να υπάρχει στο αόρατο χέρι (που ρυθμίζει την αγορά) σύμφωνα με τις ιδέες του Adam Smith. Φυσικά η σύλληψη του Smith περί “αόρατου χεριού” που ρυθμίζει τις ροές εμπορευμάτων και τα αντιτιθέμενα συμφέροντα στην αγορά είχε θεολογική καταγωγή· ο Smith κατέβαζε στην αγορά την θεϊκή πρόνοια. Ωστόσο συγκέντρωσε τόσο μεγάλη θεωρητική και εμπειρική κριτική ώστε ουσιαστικά κατάρρευσε μέσα στον 19ο αιώνα. Έχει συνεπώς ενδιαφέρον ότι στο καινούργιο βιοπληροφορικό παράδειγμα δημιουργείται ξανά μια αόριστη ιδέα περί “αόρατου χεριού”, αυτή τη φορά ηλεκτρονικο-μηχανικού, το οποίο ρυθμίζει (και βοηθάει στον έλεγχο· κάποτε απαγορεύει κιόλας) την κυκλοφορία των πάντων εφόσον αναχθούν σε ψηφικές μορφές / αναπαραστάσεις· του “αίματος”, των “ερεθισμάτων”, των νεύρων του νέου καπιταλιστικού σώματος.
Η δεύτερη σημαντική πλευρά είναι η αόρατη επιτήρηση που μπορεί να ασκηθεί (και ασκείται) απ’ τους ιδιοκτήτες (ή και τους προνομιακούς χρήστες) της αφηρημένης μηχανής – κυβερνοχώρου. Οι πρώτες ψευτο-ηρωϊκές εποχές με τα πανηγύρια για τον δήθεν “νέο χώρο ελευθερίας” έχουν ευτυχώς περάσει. Υποθέτουμε ότι κανείς δεν αμφιβάλει πια για το ότι η νομή των δυνατοτήτων αυτής της αφηρημένης μηχανής, η χρήση της σα να λέμε3, μπορεί να ονομαστεί “ελευθερία” μόνο υπό όρους, υπό προϋποθέσεις· και πάντα υπό την κινούμενη σχετικότητα του τι είναι (ή μπορεί να θεωρηθεί) “επικίνδυνο” και τι όχι· τι είναι εμπορικά αξιοποιήσιμο ή όχι.
Εξίσου σημαντικό, κοινότοπο, ελάχιστα συνειδητοποιημένο και άμεσα σχετικό με το πως επηρεάζονται οι κοινωνικές σχέσεις απ’ το μηχανικό υπόβαθρο μιας ορισμένης καπιταλιστικής φάσης, είναι το ότι η γενικευμένη χρήση της αφηρημένης μηχανής – κυβερνοχωρού συγκροτεί ταυτόχρονα, και με τον ίδιο τρόπο, τόσο αυτό που θα ονομάζαμε “ατομικότητες” όσο κι αυτό που θα ονομάζαμε “συλλογικότητες”.
Σε μια πρώτη και επιφανειακή προσέγγιση θα έλεγε κάποιος τίποτα καινούργιο. Στο κάτω κάτω το “άτομο”, που δεν υπήρχε πάντα στις ανθρώπινες κοινωνίες με την έννοια και τις επενδύσεις που το ξέρουμε σήμερα, είναι κατ’ αρχήν συλλογική / κοινωνική δημιουργία της αστικής ιδεολογίας. Όμως αυτό το πόρισμα “τίποτα καινούργιο” είναι λαθεμένο· συνηθισμένη απώθηση των ριζικών αλλαγών που συμβαίνουν στη φάση μιας Αλλαγής Παραδείγματος.
Κατ’ αρχήν το πιο προφανές: η συγκρότηση ατομικοτήτων και συλλογικοτήτων γίνεται μηχανικά μεσολαβημένη, μπροστά στο pc, στο tablet, στο smartphone· μπροστά στις απτές ι.χ. απολήξεις της αφηρημένης μηχανής και μέσα απ’ αυτές. Αυτό συνεπάγεται υποχρεωτικά μια εντελώς καινούργια διευθέτηση / ταξινόμηση / τακτοποίηση των ρευστών, μεταβλητών, απροσδιόριστων ακόμα και τυχαίων καταστάσεων που άλλοτε ονομάζονταν περιέργεια, ενδιαφέρον, ανάγκη, επιθυμία, γούστο, αδιαφορία, αηδία, κλπ. Ο χρήστης της αφηρημένης μηχανής προτιμάει να το αγνοεί, αλλά εάν όλα τα πιο πάνω δεν είχαν τυποποιηθεί και αναδιοργανωθεί με την μορφή αλγορίθμων, αυτή η αφηρημένη μηχανή δεν θα μπορούσε να τους εξυπηρετήσει. Η περιέργεια, το ενδιαφέρον, η ανάγκη, το γούστο, η επιθυμία, η αδιαφορία, θα παρέμεναν στην έκφρασή τους υποκειμενικές, και μη υπαγώμενες σε ένα γενικό μοντέλο ανταλλακτικών αξιών. Η τυποποίηση και η αναδιοργάνωση έγιναν και γίνονται εφικτές με ένα διπλό τρόπο: υπεξαίρεση (των πιο αξιοποιήσιμων χαρακτηριστικών αυτών των άλλοτε ρευστών καταστάσεων) και έλεγχός τους.
Υπάρχει όμως και πιο πέρα. Αυτή η μηχανικά μεσολαβημένη συγκρότηση ατομικοτήτων και συλλογικοτήτων δεν θα μπορούσε να γίνει μια κι έξω, άπαξ δια παντός. Το καινούργιο βιοπληροφορικό καπιταλιστικό παράδειγμα είναι δυναμικό, αδηφάγα δυναμικό. Οι ατομικότητες και οι συλλογικότητες πρέπει να δημιουργούνται και να διαλύονται γρήγορα· να ξαναφτιάχνονται σε λιγότερο ή περισσότερο διαφορετική βάση και να ξαναδιαλύονται: αυτή η ειδική ρευστότητα, η ρεστότητα της εντατικής, κατασκευασμένης και κυρίως ελεγχόμενης (διαρκούς) διαφοροποίησης / ομογενοποίησης, είναι που παραλλάσσει και εξοβελίζει την επικίνδυνη (και ενδεχομένως όχι πάντα προβλέψιμη) πρωτογενή ρευστότητα των κοινωνικών σχέσεων στον ύστερο καπιταλισμό, επιτρέποντας στην αφηρημένη μηχανή – κυβερνοχώρο να δουλεύει, με την έννοια της γενικής και διαρκούς παραγωγής ανταλλαξιμότητας. Για να το πούμε διαφορετικά: η υγεία της αφηρημένης μηχανής – κυβερνοχώρου είναι η συχνή μεταμόρφωση (transformation) των χρηστών της (και των αναγκών τους) πάνω σε προβλέψιμα ή υπαγώγιμα στην ηλεκτρο-μηχανική μεσολάβηση μοτίβα.
Διάφοροι ερευνητές των ηθών και εθίμων (των χρηστών) της αφηρημένης μηχανής – κυβερνοχώρου σημειώνουν ότι παρά τον διαθέσιμο πλουραλισμό (εντός ή εκτός εισαγωγικών) οι χρήστες ψάχνουν εκεί, σε γενικές γραμμές, το Ίδιο τους. Ψάχνουν την επιβεβαίωση της ταυτότητάς τους μέσω της ηλεκτρονικής ανακάλυψης των ομοίων τους. Αυτή είναι μια μορφή συγκρότησης συλλογικής ταυτότητας που δείχνει στατική αναζήτηση κάποιου σταθερού εδάφους – ενός ευκλείδιου τόπου για να θυμηθούμε το παρελθόν των κοινωνικών εννοήσεων του χώρου. Αρκεί όμως να δει κανείς το είδος και τα επιθετικά χαρακτηριστικά των τριβών όταν διαφορετικές τέτοιου είδους συλλογικές ταυτότητες έρχονται σε κάποιου είδους ηλεκτρονική επαφή, για να διαπιστώσει πως λιγότερο ή περισσότερο διακατέχονται όλες από ένα είδος αβεβαιότητας, από ένα άγχος απόρριψης. Πράγμα που εκδηλώνεται με (κατ’ αρχήν) λεκτική βία εναντίον των (ηλεκτρονικά) διαφορετικών.
Οι κοινωνιολόγοι του συστήματος αποδίδουν την γενικευμένη επικράτεια του άγχους (διάφορων μορφών) σ’ αυτή τη φάση αλλαγής καπιταλιστικού παραδείγματος (αν και δεν την ονομάζουν έτσι) στη γενίκευση της χρήσης υπολογιστών. Η αλήθεια κατά την γνώμη μας είναι διαφορετική: η γενίκευση της χρήσης της αφηρημένης μηχανής – κυβερνοχώρου διαμορφώνει μια ορισμένη (καινούργια) μορφή άγχωσης / αγχώλυσης. Κι αυτό συμβαίνει επειδή δημιουργείται ένα γενικότερο περιβάλλον σχεδιασμένης έντασης και αστάθειας.
Η αφηρημένη μηχανή – κυβερνοχώρος είναι εκείνου του ιδανικού τύπου που θα ταίριαζε σ’ αυτό που ονομάστηκε (απ’ τους αυτόνομους στην ιταλία) κοινωνικό εργοστάσιο. Αυτή η ασυνήθιστη με βάση τα παλιά μέτρα μηχανή μεσολαβεί, μορφοποιεί, τακτοποιεί, διαλύει και ανασυνθέτει, τακτοποιεί μηχανικά, εκείνο που στην ολότητα, στη συνθετότητα και στη μεταβλητότητά του θα μπορούσε να θεωρηθεί χαοτικό: τις κοινωνικές σχέσεις. Πηγαίνοντας λίγο μακρύτερα θα λέγαμε ότι η αφηρημένη μηχανή – κυβερνοχώρος λειτουργεί και σαν “παράξενος ελκυστής”4: δίνει υπόσταση σε κάποια έννοια διαδικαστικής, λειτουργικής ισορροπίας, χωρίς όμως να φαίνεται ποιές ακριβώς είναι οι μη γραμμικές καταστάσεις που εξελίσσονται εκεί.
Προκύπτει απ’ αυτήν την προσέγγιση ότι το ζήτημα της μορφής του κυβερνοχώρου, το ερώτημα εάν μπορεί κάποιος να τον ορίσει με κλασσικές χωρικές έννοιες ή να τον αναπαραστήσει, είναι μικρής σημασίας. Όπως η αφηρημένη εργασία όπως την ανέλυσε ο Μαρξ έτσι και η αφηρημένη μηχανή είναι “μορφής μηδέν”· εφόσον η μορφή ανήκει στην τάξη των συγκεκριμένων. Η αφηρημένη μηχανή – κυβερνοχώρος μπορεί να γίνει κατανοητή και να αναλυθεί μόνο σαν διαδικασία. Πράγμα που σημαίνει ότι το συνθετικό -χώρος είναι απατηλό αν προσπαθήσει κανείς να καταλάβει την σημασία του έξω απ’ την πολιτική οικονομία του κεφάλαιου και την κριτική της.
Ziggy Stardust
cyborg #04 – 10/2015
- Μη ευκλείδιες γεωμετρίες. Η πρώτη παραβολική, η δεύτερη ελλειπτική. ↩︎
- Ο όρος abstract machine έχει χρησιμοποιηθεί με διάφορους τρόπους. Ίσως ο πιο αξιοπρόσεκτος (και μαζί ο πιο δυσπρόσιτος) είναι απ’ τους Ζιλ Ντελέζ και Φελίξ Γκατταρί στο “Καπιταλισμός και σχιζοφρένεια – ο αντι-Οιδίπους”. Η δική μας προσέγγιση εδώ έχει ελάχιστη και μακρινή σχέση μ’ αυτήν. ↩︎
- Η χρήση της μπορεί να είναι πράγματι συγκεκριμένη, αλλά κάτι τέτοιο χρειάζεται συνήθως μεγάλη αυτοπειθαρχία. Η αφηρημένη χρήση της αφηρημένης μηχανής λέγεται “σερφάρισμα”… ↩︎
- Βασική έννοια της θεωρίας του χάους. ↩︎