… Στο παρελθόν, οι πολιτικοί επιστήμονες είχαν την βεβαιότητα ότι οι κοινωνικές δυνάμεις – κι ανάμεσά τους, σαν πιο σημαντικές, οι γονείς και το άμεσο περιβάλλον στη διάρκεια της παιδικής ηλικίας – επηρέαζαν έντονα το αν οι άνθρωποι θα γίνουν συντηρητικοί ή φιλελεύθεροι, και το αν θα ψηφίζουν ή/και θα έχουν οποιαδήποτε σχέση με την πολιτική ή όχι. “Σήμερα ξέρουμε ότι πιθανόν δεν είναι αυτή ολόκληρη η ιστορία” λέει ο John Jost, ψυχολόγος στο πανεπιστήμιο της Ν. Υόρκης.
Ένας διαρκώς αυξανόμενος αριθμός μελετών ενισχύουν την θέση ότι η βιολογία μπορεί να ασκεί σημαντική επιρροή στις πολιτικές πεποιθήσεις και συμπεριφορές. Βιολογικοί παράγοντες όπως τα γονίδια, τα επίπεδα διάφορων ορμονών και τα συστήματα νευροδιαβιβαστών μπορεί να διαμορφώνουν εν μέρει τις πεποιθήσεις των ανθρώπων σε σχέση με πολιτικά ζητήματα όπως η κοινωνική πρόνοια, η μετανάστευση, ο γάμος ομόφυλων και ο πόλεμος. Και οι κατατοπισμένοι πολιτικοί μπορεί να επωφεληθούν απο τέτοιους “βιολογικούς μοχλούς” μέσω έξυπνων διαφημίσεων, κατάλληλα προσανατολισμένων στα πρωταρχικά αισθήματα των ψηφοφόρων.
Αρκετές απ’ αυτές τις έρευνες που συνδέουν την βιολογία με την πολιτική παραμένουν αμφιλεγόμενες. Όμως το σύνολο των πειστηρίων αυξάνει, και ίσως αλλάξει το πως ο κόσμος εννοεί τις πεποιθήσεις τις δικές του και των άλλων.
“Οι άνθρωποι είναι περήφανοι για τις πολιτικές τους απόψεις” λέει ο John Hibbing, πολιτικός επιστήμονας στο πανεπιστήμιο της Nebraska-Lincoln. “Έχουμε την τάση να θεωρούμε ότι οι πολιτικές απόψεις είναι το αποτέλεσμα κάποιων έλλογων αποκρίσεων στα ερεθίσματα του κόσμου γύρω μας”. Αλλά στην πραγματικότητα, ένας συνδυασμός γονιδίων και αρχικών εμπειριών είναι πιθανόν να προδιαθέτει τους ανθρώπους στην εννόηση και στην ανταπόκριση σε πολιτικά ζητήματα, με συγκεκριμένους τρόπους. Η αναγνώριση αυτής της πραγματικότητας θα βοηθήσει το κοινό και τους πολιτικούς να αναπτύξουν περισσότερο σεβασμό προς αυτούς που έχουν αντίθετες απόψεις.
“Θα ήθελε να δω τους ανθρώπους να είναι κάπως λιγότερο ισχυρογνώμονες σε ότι αφορά τις δικές τους πολιτικές πεποιθήσεις, και να καταλάβουν ότι άλλοι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τον κόσμο διαφορετικά” προσθέτει ο Hibbing.Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν υπάρξει πάμπολλες έρευνες για την συσχέτιση των γονιδίων με διαταραχές όπως η σχιζοφρένεια, η κατάθλιψη και ο αλκοολισμός, αλλά και με σύνθετες συμπεριφορές όπως ο σεξουαλικός προσανατολισμός και η πρόοδος των μαθητών στο σχολείο. Όμως μέχρι την τελευταία δεκαετία, αυτή η ερευνητική τάση προσπερνούσε το πεδίο των πολιτικών επιστημών. Η σύγχρονη πολιτική έμοιαζε εντελώς διαχωρισμένη απ’ την βασική ανθρώπινη βιολογία, και πολύ πρόσφατη, σαν νεωτερισμός, στην ιστορία της ανθρώπινης εξέλιξης, ώστε να θεωρηθεί ότι επηρεάζεται από γενετικούς παράγοντες.
Το 1986, ο Nicholas Martin και οι συνάδελφοί του δημοσίευσαν μια έρευνα στην οποία υποστήριζαν ότι τα γονίδια μπορεί να ασκούν επίδραση σε απόψεις σχετικά με διάφορα ζητήματα, όπως οι εκτρώσεις, η μετανάστευση, η θανατική ποινή και ο ειρηνισμός. Ο Martin, που είναι γενετιστής και δουλεύει τώρα στο Queensland Institute of Medical Research, στο Brisbane της Αυστραλίας, χρησιμοποίησε στην έρευνά του μια κλασσική τεχνική σύνδεσης συμπεριφορών και γενετικής: την σύγκριση των ευρημάτων από γενετικά ομοζυγωτές διδύμους με τα ευρήματα ετεροζυγωγών διδύμων του ίδιου φύλου (στην δεύτερη περίπτωση η γενετική ομοιότητα είναι, κατά μέσο όρο, στο 50% των γονιδίων). Οι ομοζυγωτές δίδυμοι είχαν παρόμοιες πολιτικές πεποιθήσεις πιο συχνά απ’ τους ετεροζυγωγές διδύμους. Μιας και οι δίδυμοι μεγαλώνουν στο ίδιο οικογενειακό περιβάλλον, η ομάδα του Martin πρότεινε ότι η διαφορά μεταξύ ομοζυγωγών και ετεροζυγωγών θα έπρεπε να αποδοθεί στη γονιδιακή ομοιότητα των πρώτων [σ.σ.: σε σχέση με την μισο-ομοιότητα των δεύτερων], και ότι το γενετικό υλικό έχει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των απόψεων σε κοινωνικά ζητήματα.
Η έρευνα του Martin είχε προφανείς συνέπειες στις πολιτικές επιστήμες· αλλά οι ερευνητές σ’ αυτόν τον τομέα την αγνόησαν. Το ευγονικό κίνημα στις αρχές του 20ου αιώνα και οι ναζιστικές θεωρίες για την βιολογική προέλευση των ανθρώπινων διαφορών κρατούσαν ακόμα τότε τους πολιτικούς επιστήμονες πολύ μακρυά από (και με μεγάλη επιφυλακτικότητα απέναντι σε) θέματα όπως οι γενετικές διαφορές στο ανθρώπινο είδος.
Η δημοσίευση της έρευνας “ήταν σα να πετάς μια πέτρα σ’ ένα πηγάδι” λέει ο Martin. “Δεν υπήρξε καμία απολύτως αντίδραση. Έμεινε εκεί, ξεχασμένη, για καμιά 20αριά χρόνια”.Αλλά στις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 2000, ο Hibbing και ο John Alford, πολιτικός επιστήμονας στο πανεπιστήμιο Rice στο Houston του Texas, ανακάλυψαν την παλιά έρευνα του Martin. Ξανα-ανέλυσαν τα δεδομένα της και συμπεριέλαβαν παρόμοια δεδομένα από μια άλλη έρευνα για τις πεποιθήσεις των διδύμων στις ΗΠΑ. Το 2005, ο Hibbing και ο Alford δημοσιοποίησαν ευρήματα σχεδόν πανομοιότυπα με εκείνα παλιότερων ερευνών· τεκμηριώνοντας την ισχυρή συσχέτιση μεταξύ γενετικής και πολιτικών απόψεων. Κατάφεραν να τραβήξουν την προσοχή της κοινότητας των πολιτικών επιστημόνων. Αλλά δεν προκλήθηκε η αντίδραση που θα ήθελαν. “Μας πέρασαν για τρελούς” λέει ο Hibbing.
Όμως μερικοί ερευνητές, κυρίως στις ΗΠΑ, σήκωσαν το γάντι, και ανέλαβαν να κάνουν επιπλέον έρευνες. Ο James Fowler, πολιτικός επιστήμονας στο πανεπιστήμιο San Diego της California, χρησιμοποίησε την μέθοδο της έρευνας σε διδύμους για να δείξει ότι η προσέλευση στις εκλογές και η πολιτική συμμετοχή έχουν επίσης κάποια γενετική προδιάθεση – η έρευνά του δημοσιοποιήθηκε το 2008. Ο Peter Hatemi, πολιτικός επιστήμονας στο πανεπιστήμιο Park της Pennsylvania, είχε παρόμοια αποτελέσματα με τους Alford και Hibbings, ερευνώντας διδύμους στην Αυστραλία, τη Δανία, τη Σουηδία και τις ΗΠΑ.
…
Αυτά, ανάμεσα σε άλλα, δημοσιοποιούσε στις 25 Οκτώβρη του 2012 η θεωρούμενη έγκυρη επιστημονική επιθεώρηση Nature, σ’ ένα άρθρο με τίτλο “η ανατομία της πολιτικής” και υπότιτλο “απ’ τα γονίδια ως τα επίπεδα ορμονών, η βιολογία μπορεί να διαμορφώνει τις πολιτικές συμπεριφορές”.
Υποθέτουμε, ότι αν τέτοιες απόψεις είχαν ευρεία δημοσιότητα στα μέρη μας, οι αντιδράσεις του “κοινού” θα ήταν ανάμικτες, τουλάχιστον αρχικά. Απ’ την μια μεριά οι πολιτικές συμπεριφορές (και οι ιδεολογίες) θεωρούνται ακόμα στα μέρη μας προϊόντα (ελεύθερης) θέλησης και (ελεύθερης) επιλογής· πάντα, φυσικά, στην υπηρεσία συγκεκριμένων συμφερόντων, που πάντως δεν είναι γενετικά. Απ’ την άλλη μεριά η ιδέα της γενετικής προδιάθεσης γενικά έχει ήδη ριζώσει πλειοψηφικά στις κοινωνικές πεποιθήσεις για άλλα ζητήματα (όπως τα “ψυχολογικά προβλήματα” ή οι ερωτικοί προσανατολισμοί)· ένα ιδεολογικό “έτσι είναι γιατί έτσι φτιάχτηκε” που πριν από 30 χρόνια, ας πούμε στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1980, θα θεωρούνταν σκανδαλώδες. Έως και φασιστικό.
Η αμηχανία, λοιπόν, μπορεί να είναι απλή συνέπεια μιας μικρής ιστορικής καθυστέρησης στα μέρη μας, στο να γίνει δεκτή η γενετική προδιάθεση σαν αιτία σε συμπεριφορές ή φαινόμενα που ακόμα θεωρούνται ιεροί τόποι της ελεύθερης επιλογής. Ίσως, στο όχι μακρινό μέλλον, ένας ρατσιστής κυνηγός μεταναστών να αμύνεται λέγοντας “μα έτσι είμαι φτιαγμένος”· και κάποιος εθελοντής μέλος ανθρωπιστικής οργάνωσης να απαντάει το ίδιο, απ’ την δική του μεριά.
Πριν, όμως, προχωρήσουμε σε μια πιο εστιασμένη έρευνα πάνω στις “αλήθειες” της συσχέτισης μεταξύ γονιδίων και πολιτικών συμπεριφορών, αξίζει να ψαχουλέψουμε ένα πιο γενικό ζήτημα. Είναι, στη γενικότητά τους, οι ιδέες περί γενετικού καθορισμού ή γενετικής προδιάθεσης (υπάρχουν αξιοσημείωτες ομοιότητες αλλά και διαφορές σ’ αυτά τα δύο όπως θα δούμε στη συνέχεια) άτρωτες από την κριτική; Τι είδους, ακριβώς, είναι η “επιστημονική θεμελείωσή” τους;
Iστορία· και, ίσως, ιδεολογία
Η σύγχρονη γενετική στο σύνολό της σαν τεχνο-επιστήμη, ανακαλεί σαν πρώτο ήρωά της τον αυστριακό καλόγερο (του τάγματος των αυγουστιανών) και επιστήμονα (με ιδιαίτερη προτίμηση την βοτανολογία) Gregor Johann Mendel, που στα μέσα του 19ου αιώνα αφιερώθηκε στη μελέτη των διασταυρώσεων μεταξύ διαφορετικών ειδών μπιζελιών. Ο Mendel, όμως, ενώ πράγματι μελέτησε και τεκμηρίωσε ορισμένα φαινόμενα κληρονομικότητας και συνδυασμού φαινοτύπων στις μπιζελιές του, δεν είχε ιδέα για “γονίδια” και, ακόμα λιγότερο, για dna. Οι σχετικές αρχικές υποθέσεις ή/και ανακαλύψεις ανήκουν στην δεκαετία του 1940 (συμπεριλαμβανόμενου του πρώτου, εμπόλεμου, μισού της) και στη δεκαετία του 1950. Η σύγχρονη γενετική έχει, λοιπόν, ιστορία 70 χρόνων, και πιο διάσημους ήρωές της τους James Watson και Francis Crick, που το 1953 απέδειξαν (η λέξη απόδειξη επί του θέματος μπαινει σε κάποια εισαγωγικά πλέον, εξαιτίας πολύ πρόσφατων ευρημάτων) την δομή του dna σαν διπλής έλικας. Όμως έπρεπε να περάσει καιρός, για να αποκτήσει η επιστημονική – κοινότητα – των – βιολόγων μια κάποια λειτουργική άποψη για τον τρόπο που το dna επηρεάζει την “ζωή” των κυττάρων (: μέσα απ’ την σύνθεση πρωτεϊνών, που με τη σειρά τους είναι οι “χημικοί συντελεστές” της ζωής). Ένας συνδυασμός ερευνών, ραγδαίας βελτίωσης των απαραίτητων μέσων και εργαλείων, και διαρκώς εντονότερου ιδεολογικού προσανατολισμού στα “εσώτερα μυστικά” της ζωής, επιτάχυνε τις “ανακαλύψεις” (ή, ίσως, εφευρέσεις…) τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα – με εντυπωσιακά, από κάθε άποψη, αποτελέσματα.
Ο ενθουσιασμός για τις “προόδους” της γενετικής, με πιο κορυφαία την ανακοίνωση της αποκωδικοποίησης του ανθρώπινου dna στις αρχές του 21ου αιώνα (στην πραγματικότητα της “αποκωδικοποίησης” ενός πολύ μικρού τμήματός του τότε, περίπου του 3%…), και η έντεχνη εκλαΐκευση αυτού του ενθουσιασμού, γέννησε ένα πρώτο μεγάλο κύμα πεποιθήσεων έως βεβαιοτήτων, στις πρωτοκοσμικές κοινωνίες, για την γενετική προέλευση των πάντων. Οι ενστάσεις και οι αντιρρήσεις, στηριγμένες κυρίως στο βρώμικο παρελθόν της ευγονικής, έγιναν γρήγορα γραφικές έως ανυπόληπτες. Στο κάτω κάτω δεν φαινόταν πουθενά ο κίνδυνος ολοκληρωτικών καθεστώτων τύπου ναζιστικής γερμανίας, ενώ αντίθετα έλαμπε παντού ο ήλιος της ελεύθερης οικονομίας και της ελευθερίας των επιλογών. Η ιδέα περί γενετικής προέλευσης των πάντων στο είδος μας, απ’ το χρώμα των ματιών ως την ευφυία και απ’ το ύψος και την παχυσαρκία ως τους ερωτικούς προσανατολισμούς, έγινε ευχάριστα δεκτή επειδή πήγαινε πακέτο με την τεχνοεπιστημονική υπόσχεση ότι σύντομα θα μπορεί ο καθένας να επιδιορθώνεται γενετικά (περίπου όπως επισκευάζει “πουσάροντάς” το ένα όχημα) και ότι σίγουρα οι γονείς θα μπορούν να εξασφαλίσουν ένα λαμπρό μέλλον στα παιδιά τους βελτιώνοντας προκαταβολικά την γενετική τους προίκα. Οι ιδέες της Επένδυσης – στον – Εαυτό και της Επένδυσης – στους – Απογόνους, (και στις δύο περιπτώσεις με την πιο στενή, δηλαδή καπιταλιστική, έννοια της λέξης “επένδυση”) αλληλοτροφοδοτήθηκαν και αλληλοενισχύθηκαν σε πρώτη φάση με τα θαύματα των γενετικών ανακαλύψεων και τις υποσχέσεις τους· πράγμα που υποδεικνύει τον ρόλο των ιδεολογιών στην κατασκευή βεβαιοτήτων, ακόμα κι αν αυτές οι τελευταίες θέλουν να πουλιούνται σαν “110% επιστημονικές”.
Η αλήθεια είναι πως ακόμα και ο σκληρός πυρήνας του γενετικού προκαθορισμού (κι ακόμα εντονότερα, φυσικά, η ευρύτερη γενετική βιο-θεωρία) έχασκε και στα ‘70s, και στα ‘80s, και στα ‘00s. Η βεβαιότητα για “ένα προς ένα” αντιστοιχία ανάμεσα στο Χ ή στο Ψ γονίδιο (δηλαδή στην Χ ή στην Ψ αλληλουχία βάσεων) και στην Α ή Β συμπεριφορά, χαρακτηριστικό εμφάνισης κλπ, ήταν εξ αρχής στον αέρα. Μάλλον μια επιθυμητή (απ’ τους τεχνικούς και τους επιστήμονες της γενετικής) νομιμοποίηση των ερευνητικών τους προγραμμάτων, παρά οτιδήποτε άλλο. Επιπλέον, μια τέτοια ιδέα, απειλούσε να τινάξει στον αέρα σχεδόν το σύνολο των υπόλοιπων επιστημονικών πεδίων και καριερών, ειδικά στη μεγάλη οικογένεια των “ανθρωπιστικών σπουδών”. Τι νόημα θα είχαν η κοινωνιολογία, η ανθρωπολογία, ακόμα και οι οικονομικές επιστήμες, αν η συμπεριφορά του καθενός μας είναι γενετικά προκαθορισμένη; Κανένα! Εκατοντάδες χιλιάδες σπίτια (επιστημόνων) θα έκλειναν αν η αρχική mainstream αλήθεια των γενετιστών κυριαρχούσε! Και, φυσικά, αυτοί (σαν γενετιστές μηχανικοί) θα γίνονταν οι κύριοι των πάντων.
Εκείνο που μέσα στην ιδεολογική πλημμυρίδα του γενετικού προκαθορισμού πολύ λίγοι (αλλά ανάμεσά τους κάποιοι καίριοι για την ισορροπία του post- industrial συστήματος) πρόσεξαν, ήταν ότι εξαιτίας του θα κατέρρεε ολόκληρο το δικαιϊκό / πειθαρχικό σύστημα. Αν οποιοσδήποτε παραβάτης έως εγκληματίας μπορεί να επικαλεστεί τον γενετικό προκαθορισμό του (για τον οποίο δεν φταίει ο ίδιος) τότε ποιο θα απέμενε σαν περιεχόμενο της σωφρονιστικής τιμωρίας του; Κανένα! Είτε θα έπρεπε να εξοντώνεται (ανάλογα με το βάρος του εγκλήματός του και τις δυνατότητες των γενετιστών να εντοπίσουν ή όχι τα “εγκληματικά γονίδια”), είτε θα έπρεπε να επιδιορθώνεται γενετικά. Την δεδομένη ιστορική περίοδο, τέλη της δεκαετίας του ‘90 έως και σήμερα, το δεύτερο είναι τεχνικά αδύνατο· το πρώτο (επίσημα τουλάχιστον, αν πρόκειται για πρωτοκοσμικούς λευκούς, όχι όμως και για τους β διαλογής υπηκόους) απαράδεκτο.
Ο συνδυασμός των τεχνοεπιστημονικών αστοχιών στο να συσχετιστούν άμεσα και σε μεγάλο εύρος συγκεκριμένα γονίδια με συγκεκριμένες συμπεριφορές, και της συστημικής αστάθειας που θα προκαλούσε το δόγμα του (αυστηρού) γενετικού προκαθορισμού, πολύ περισσότερο και πολύ ουσιαστικότερα απ’ τις περιθωριακές έτσι κι αλλιώς κριτικές περί “εκδημοκρατισμού της ευγονικής” (δηλαδή της ολοκληρωτικής πολιτικής), έσπρωξαν τον σκληρό γονιδιακό ντετερμινισμό κάπως στην άκρη. Όχι στα αζήτητα· “κάπως στην άκρη”. Στη θέση του ήρθε ένα καινούργιο δόγμα, πιο ευέλικτο και πιο “συμφιλιωτικό”: το δόγμα της γενετικής προδιάθεσης.
Το δόγμα της γενετικής προδιάθεσης (σε ζητήματα υγείας λέγεται, επίσης, γενετική ευαλωτότητα) αφήνει χώρο, και όπου χρειάζεται αρκετό χώρο, στην “επίδραση του περιβάλλοντος”, όπως κι αν εννοηθεί αυτό: κοινωνικό, πολιτισμικό, φυσικό περιβάλλον. Δεν είναι μόνο τα γονίδια που καθορίζουν (σα συμπεριφορές, προτερήματα, ελαττώματα) τα μεμονωμένα άτομα του είδους μας… Είναι, επίσης, και το περιβάλλον τους… Απλά (λέει το δόγμα της γενετικής προδιάθεσης) εάν το “περιβάλλον είναι ίδιο” στις x, ψ ή z περιπτώσεις, τότε οι διαφορές μεταξύ τους οφείλονται στα τάδε ή δείνα “γενετικά χαρακτηριστικά” κάθε περίπτωσης. Το γονίδιο τάδε, που σε διαφορετικό περιβάλλον δεν θα εκφραζόταν ή θα εκφραζόταν αλλιώς, στο κατάλληλο περιβάλλον εκδηλώνεται καλύτερα ή περισσότερο. Συνεπώς, για παράδειγμα, υπάρχει γενετική προδιάθεση (ή γενετική ευαλωτότητα) για ψυχικά προβλήματα, ελαφρά ή (ακόμα περισσότερο) βαριά, στα τάδε άτομα· όμως αυτή η προδιάθεση εκδηλώνεται ολοκληρωμένα με την συνδρομή του α ή β περιβάλλοντος, ενώ δεν εκδηλώνεται (ή μισο-εκδηλώνεται) στο γ ή δ. Αντίστοιχα και για κάθε τι άλλο στο οποίο η γενετική θέλει – να – έχει – απλωμένα – τα – χέρια – της.
Αν ήταν προϊόν εμπρόθετου σχεδιασμού, η τακτική υποχώρηση απ’ τον γονιδιακό προκαθορισμό στη γονιδιακή προδιάθεση θα ήταν ευφυής. Τέτοιος σχεδιασμός δεν υπήρξε (απ’ όσο μπορούμε να ξέρουμε)· απλά ήταν ζήτημα συσχετισμών. Κάτι που δεν αφαιρεί τίποτα απ’ τα πλεονεκτήματα αυτής της τακτικής υποχώρησης.
Κατ’ αρχήν έμεινε άθικτη η ιδέα του γενετικού ντετερμινισμού, τόσο σαν κοινωνική, “λαϊκή” κουλτούρα / φαντασίωση, όσο και σαν τεχνοεπιστημονικό πεδίο ερευνών και εφαρμογών. Για παράδειγμα, η τεχνική γονιδιακού μοντάζ που ονομάζεται crispr, θα ήταν αδύνατη (και ανόητη) αν αυτή η πιο “σκληρή” άποψη περί συσχέτισης αλληλουχιών στο dna και φαινοτύπων είχε εξαφανιστεί1. Το ίδιο ισχύει για τις σχεδιασμένες μεταλλάξεις σε μικρόβια, φυτά ή ζώα· αν και, εκεί, το γεγονός παραμένει ότι ακόμα και οι γενετιστές μηχανικοί δεν γνωρίζουν ακριβώς τις μεσο-μακροπρόθεσμες συνέπειες των επεμβάσεών τους (και θα το παραδέχονταν ότι δεν ξέρουν, αν ήταν στοιχειωδώς ειλικρινείς)2.
Στην ευρύτερη κοινωνική, “λαϊκή” post modern καπιταλιστική κουλτούρα, η επιβίωση της ηγεμονίας του δόγματος “ένα γονίδιο – ένα αποτέλεσμα”, μπορεί να μην ταιριάζει μεν με τις τωρινές mainstream επιστημονικές παραδοχές, αφήνει όμως ελεύθερο το πεδίο στο γενετικό εμπόριο. Κάτι που άμεσα μπορεί να αφορά κυρίως τους μηχανικούς των γονιδίων, έμμεσα όμως αφορά το σύνολο του κύκλου της ερευνητικής νομιμοποίησης της γενετικής. Κι αυτό δεν είναι λίγο.
Απ’ την άλλη μεριά, η λείανση των πιο αιχμηρών (και, στην κυριολεξία τους των πιο επικίνδυνων για πρόκληση αστάθειας, τουλάχιστον ως τώρα) αιχμών του γενετικού προκαθορισμού, άφησε το περιθώριο στους τεχνοεπιστήμονες του κλάδου να έχουν αποτυχίες. Ή, να μην έχουν (ή να αργούν) οι επιτυχίες που υποσχέθηκαν πάνω στον αρχικό ενθουσιασμό. Ακόμα κι αν δεν έχει βρεθεί το γονίδιο της ευφυίας (ή, ακόμα καλύτερα, το γονίδιο της επιτυχίας στη ζωή…) οι γενετιστές τώρα έχουν μια ευχέρεια επιλογών έναντι των κοινωνιών (που, τελικά, τους χρηματοδοτούν): απ’ το το ψάχνουμε, είμαστε κοντά… ως το ακόμα κι αν βρούμε κάτι δεν θα είναι αυτό ολόκληρη η ιστορία. Η βασική πεποίθηση για την “κεντρικότητα” του dna δεν χάθηκε εξαιτίας του δόγματος της γονιδιακής προδιάθεσης, που είναι στατιστική και πιθανολογική περισσότερο απ’ όσο θα άντεχε το μέσο πρωτοκοσμικό κοινωνικό φαντασιακό. Κι αυτό οφείλεται στο γεγονός, το αναφέραμε ήδη, ότι η εκτεταμένη αποδοχή του γενετισμού με την μορφή του προκαθορισμού δεν έγινε επειδή είχε πράγματι να επιδείξει σπουδαίες και αναμφισβήτητες εφαρμογές, αλλά επειδή ταίριαζε πολύ καλά με τις εμμονές έως μανίες της φροντίδας – του – Εαυτού. Εμμονές ή/και μανίες “αυτο-επένδυσης” που καθόλου δεν έχουν υποχωρήσει, απλά κινούνται σε παράλληλα (κοινωνικο-ιδεολογικά) “χρηματιστήρια”.
Οι παραχωρήσεις στις επιδράσεις του περιβάλλοντος, δεν έσωσε μόνο μια σειρά επιστημονικούς κλάδους ειδικούς στη διαχείριση του, στις διάφορες εκφάνσεις του. Έδωσε επίσης στον γενετισμό, σαν ιδεολογία, την δυνατότητα να κινείται οπορτουνιστικά ανάμεσα στο “…. σε τελευταία ανάλυση” (: οι αιτίες είναι κυρίως ή αποκλειστικά γενετικές) και στο “… η αναμόρφωση είναι εφικτή” (: μέσα απ’ τον έλεγχο και την τροποποίηση του περιβάλλοντος). Απ’ τις υγιεινιστικές / διατροφικές μόδες και συμβουλές ως τις διαβαθμίσεις αυστηρότητας της φυλάκισης, πουθενά ο γενετικός ντετερμινισμός δεν είναι απόλυτα απών. Αλλά μπορεί να δουλεύει πια (δηλαδή να χρησιμεύει) και σαν back up των όποιων “αποτυχιών” στην (ανθρώπινη) αναμόρφωση μέσω ελέγχου και τροποποίησης του κοινωνικού (ή διατροφικού ή …) περιβάλλοντος. Είναι μια post modern (και αναβαθμισμένη) εκδοχή της παραδοσιακής παιδαγωγικής. Αν ο τάδε συμμορφωθεί, τότε η αυστηρή παιδαγωγική μας θριάμβευσε. Αν όχι, “είναι αγύριστο κεφάλι” – μοιάζει του παππού του…
H γενετική της συμπεριφοράς και οι δίδυμοι σαν (δωρεάν;) ερευνητικό πρόγραμμα
Στο βάθος της σκηνής όπου η γενετική προδιάθεση κάνει τα ευέλικτα χορευτικά της βρίσκεται, λοιπόν, ο γενετικός προκαθορισμός· όμως αυτό είναι, ας πούμε, κάτι σαν επαγγελματικό μυστικό των γενετιστών. Ένα “paper” που δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2011 στο (αμερικανικό) Journal of Politics3 με την υπογραφή του Peter K. Hatemi και μιας ομάδας από 13 ακόμα ερευνητές (ψυχιατρικής, ιατρικής και γενετικής), με τίτλο A Genome-Wide Analysis of Liberal and Conservative Political Attitudes, περιέχει, όπως άλλωστε θα όφειλε απ’ την άποψη της ακαδημαϊκής ορθότητας, ορισμένες λεπτομέρειες για τις έρευνες συσχέτισης γονιδίων και πολιτικής συμπεριφοράς:
Η παραδοχή ότι η μεταβίβαση των κοινωνικών συμπεριφορών και των πολιτικών προτιμήσεων είναι καθαρά πολιτιστική έχει αμφισβητηθεί επανειλλημένα τα τελευταία 40 χρόνια από συνδυασμένα στοιχεία μεγάλων ερευνών σε ενήλικες διδύμους και τους συγγενείς τους… Διάφορα δεδομένα και αναλυτικά μοντέλα που χρησιμοποιούν ευρήματα από έρευνες σε οικογένειες έχουν επιβεβαιώσει την γενική γενετική επίδραση στις πολιτικές προτιμήσεις, αλλά λίγες έρευνες έχουν προσπαθήσει να εντοπίσουν τα τμήματα εκείνα του γονιδιώματος που ευθύνονται για τις πολιτικές επιλογές. Εδώ παρουσιάζουμε την πρώτη εκτεταμένη γενετικά ανάλυση των τάσεων του διπόλου Συντηρητικοί – Φιλελεύθεροι, από ένα δείχμα 13.000 ατόμων για τα οποία μελετήθηκε το dna τους, σε συνδυασμό με τις απαντήσεις τους σε ένα ερωτηματολόγιο 50 θεμάτων. Απ’ την έρευνά μας ταυτοποιήθηκαν αρκετοί [γενετικοί] δεσμοί [με τις πολιτικές απόψεις] και γίνονται κάποιες προτάσεις για τα υποψήφια γι’ αυτούς τους δεσμούς γονίδια.
…
Υπάρχουν δύο βασικές προσεγγίσεις στην ταυτοποίηση γονιδίων σε σχέση με σύνθετα χαρακτηριστικά. Η πρώτη ερευνά εκ των προτέρων πληροφορίες που υποδεικνύουν ότι ένα συγκεκριμένο γονίδιο είναι πιθανό να σχετίζεται με ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό. Η προσέγγιση του “υποψήφιου γονίδιου” έχει χρησιμοποιηθεί πρόσφατα για τα πολιτικά χαρακτηριστικά και διάφοροι γενετικοί δείκτες έχουν εντοπιστεί με την χρήση αλληλομορφικών μεθόδων συσχέτισης – για παράδειγμα η μονοαμινοξειδάση και η σεροτονίνη σε ότι αφορά την συμμετοχή στις εκλογικές ψηφοφορίες, η σεροτονίνη για συγκεκριμένες θέσεις σε κοινωνικά ζητήματα, και η ντοπαμίνη για την ιδεολογία. Ωστόσο, αυτές οι μελέτες “υποψήφιων γονιδίων” ήταν εφικτές επειδή τα συγκεκριμένα γονίδια είχαν ήδη συσχετιστεί με χαρακτηριστικά παρόμοια με τις υπό μελέτη πολιτικές πεποιθήσεις. Αυτή η παρατήρηση είναι σημαντική, επειδή στις περισσότερες έρευνες σύνθετων ανθρώπινων χαρακτηριστικών, δεν είναι δυνατόν να μελετηθούν “υποψήφια γονίδια” εάν δεν προϋπάρχει κάποιου είδους ευρεία “συγγενής” χαρτογράφηση.
Γι’ αυτό και οι γενετιστές έχουν την τάση να χρησιμοποιούν μια δεύτερη προσέγγιση: την συστηματική έρευνα σ’ όλο το γονιδίωμα, προς αναζήτηση γονιδίων που υποδηλώνουν αξιόλογη συσχέτιση με το υπό μελέτη χαρακτηριστικό, κρατώνας όμως στα υπόψη κι όλους τους επιβεβαιωμένους γενετικούς δείκτες… [σ.σ.: δηλαδή τις βεβαιωμένες συσχετίσεις γονιδίων / ορμονών / συμπεριφορών]. Μια τέτοια ευρεία ανάλυση μπορεί να εντοπίσει ιδιαίτερα γονίδια ή ιδιαίτερες γονιδιακές περιοχές που δεν έχουν χρεωθεί ακόμα με το υπό έρευνα χαρακτηριστικό, ανοίγοντας έτσι καινούργιους δρόμους…
Στη συνέχεια, αφού οι ερευνητές αναλύουν μεθοδολογικά ζητήματα, παρουσιάζουν τα συμπέρασμα της έρευνας (απ’ τα οποία θα μεταφέρουμε κάποια αποσπάσματα, ενδεικτικά, εφόσον άλλωστε υπάρχει και δύσβατη τεχνική ορολογία):
… Το γονίδιο NARG1 [σ.σ.: στο χρωμόσωμα 4] θεωρείται ότι κωδικώνει την πρωτεΐνη Ν-ακετυλοτρανσφεράση, που θεωρείται σημαντική για την αγγειακή, αιματοποιητική και νευρολογική αύξηση και ανάπτυξη. Εμφανίζεται [η συγκεκριμένη πρωτεΐνη] σε μεγάλες συγκεντρώσεις στα ενδοθήλια κύτταρα των όρχεων και των οφθαλμών, αλλά επίσης στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Οι υποδοχείς NMDA [σ.σ.: σχετίζονται με την “λειτουργία” της συγκεκριμένης πρωτεΐνης αλλά και αρκετών άλλων] έχει βρεθεί ότι παίζουν σημαντικό ρόλο σε ένα μεγάλο φάσμα φυσιολογικών, συμπεριφορικών και συνειδησιακών διαδικασιών στα θηλαστικά και συμβάλλουν στις μεταφορές μέσω των συνάψεων σε διάφορες θέσεις του εγκεφάλου και στη σπονδυλική στήλη… Έρευνες τόσο σε ανθρώπους όσο και σε ζώα επιβεβαιώνουν ότι οι NMDA σχετίζονται με την συνειδησιακή-συμπεριφορική κατάσταση, την ενεργή μνήμη, τον έλεγχο της συμπεριφοράς, την κοινωνική μάθηση, τους φόβους, την αντίληψη του χώρου, και την κοινωνική αλληλοεπίδραση, συμπεριλαμβανομενων των φιλοκοινωνικών, αντικοινωνικών και επιθετικών συμπεριφορών.
Υπάρχουν άλλα 4 τέτοιου είδους ευρήματα, όμως δεν θα επιμείνουμε με περισσότερα αποσπάσματα· μπορείτε να κοιμηθείτε ήσυχοι / ήσυχες για την αποδοτικότητα τέτοιων ερευνών. Μια χούφτα γονίδια / ουσίες σε συσχέτιση με προηγούμενες έρευνες και διαπιστώσεις (γενικότερης “σημασίας”) είναι το καλύτερο που μπορεί να κάνει η στατιστική ανάλυση 13 ή 15 ή 20 χιλιάδων “περιπτώσεων”, ξεκινώντας απ’ τον χάρτη του dna τους και φτάνοντας σε ερωτηματολόγια (σχετικά με απόψεις, συμπεριφορές, κλπ), παλινδρομώντας ενδιάμεσα σε παράπλευρες στατιστικές χαρτογραφήσεις των οικογενειακών συνθηκών, που παίζουν τον ρόλο του “περιβάλλοντος” και των “επιδράσεών” του στο υπό έρευνα ζήτημα.
Οι δίδυμοι / δίδυμες (πάντα υπό την προϋπόθεση ότι είναι του ίδιου φύλου, έτσι ώστε να μην υπεισέρχεται σαν παράγοντας / θόρυβος η “διαφορά φύλου”) τόσο οι ομοζυγωτές (απ’ το ίδιο ωάριο, άρα με το ίδιο dna) όσο και οι ετεροζυγωτές (από διαφορετικά ωάρια, άρα με περίπου το μισό dna τους ίδιο), είναι το αγαπημένο ερευνητικό πεδίο στους γενετιστές. Είπαμε ήδη γιατί, κατ’ αρχήν: αν προκύπτει ότι οι ετεροζυγωτές δίδυμοι έχουν σε μεγαλύτερο ποσοστό “διαφορετικές απόψεις” μεταξύ τους (απόψεις τοποθετημένες στο δίπολο συντηρητισμός / φιλελευθερισμός – θα έρθουμε στη συνέχεια σ’ αυτό) απ’ ότι οι ομοζυγωτές (που οι έρευνες δείχνουν ότι δεν έχουν), κι αφού το περιβάλλον (το στενά οικογενειακό, δηλαδή το περιβάλλον “μαμά – μπαμπάς”) μπορεί να θεωρηθεί σταθερό και ίδιο για κάθε ζευγάρι διδύμων, υπάρχει ένα “υπόλοιπο” που μπορεί – έτσι βολεύει – να αποδοθεί κάπου στα γονίδια…4
Ύστερα, μπαίνει στον πάγκο το γονιδίωμα. Εκεί, φυσικά, υπάρχουν μερικά “προβληματάκια” που, αν τα δει κανείς ψυχρά είναι προβληματάρες. Οι γενετιστές (και της συγκεκριμένης έρευνας) λένε ότι υπάρχουν όλα κι όλα γύρω στα 20.000 “ενεργά γονίδια” (δηλαδή: αλληλουχίες μέσα στο dna στις οποίες μπορεί να αποδοθεί η κωδίκωση κάποιας πρωτεΐνης, που, με τη σειρά της, παίζει κάποιον ρόλο στη ζωή)· κι αυτός είναι ένας τεράστιος αριθμός για να τον ερευνήσει κανείς εκ του μηδενός, ψάχνοντας για στατιστικές διαφοροποιήσεις που θα μπορούσαν να σχετίζονται (ή και όχι!) με τις υπό μελέτη “διαφορετικές συμπεριφορές”. Συνεπώς, κάθε καινούργια έρευνα (όπως αυτές που αφορούν τις πολιτικές συμπεριφορές) πρέπει να πατάει πάνω σε προηγούμενες. Πολύ απλά: είτε να τις ερμηνεύει διαφορετικά, είτε να τις συμπληρώνει.
Αν τα 20.000 “ενεργά γονίδια” είναι ένας μπελάς του είδους “ψύλοι στ’ άχυρα” για να ισχυριστεί κανείς ότι βρήκε αυτό που έψαχνε, ο μπελάς είναι χιλιάδες φορές χειρότερος, αφού αυτά τα 20.000 “ενεργά γονίδια” αφορούν μόνο το 2% έως 3% του συνόλου του ανθρώπινου dna. Και το υπόλοιπο; Δεν παίζει κανέναν ρόλο;
Nα μια επιστημονική ανακοίνωση επί του θέματος (ο τονισμός δικός μας):
… Λιγότερο από το 2% του γονιδιωματικού μας DNA κωδικεύει απευθείας πρωτεΐνες. Πιθανόν το 1/3 του υπόλοιπου να αντιστοιχεί σε μη κωδικεύουσες αλληλουχίες εντός των γονιδίων, που ονομάζονται εσόνια. Όσες περιοχές απομένουν ανάμεσα στα γονίδια συνιστούν την πλειονότητα του DNA μας και πολλές από αυτές αντιπροσωπεύουν πραγματικά σκοτεινά σημεία της γονιδιωματικής, αφού τη λειτουργία τους εξακολουθεί να την καλύπτει κατά μεγάλο μέρος πέπλο μυστηρίου. Σε τούτες τις φαινομενικά άγονες γονιδιωματικές εκτάσεις βρίσκονται τυχαία διασκορπισμένα τα περισσότερα ψευδογονίδια, σαν σκουριασμένα εξαρτήματα αυτοκινήτου, και μάλιστα σε εκπληκτικούς αριθμούς.
Με τις συμπληρώσεις και τις ενημερώσεις της αλληλουχίας του ανθρώπινου γονιδιώματος να βρίσκονται σε εξέλιξη, η ερευνητική μας ομάδα, μαζί με άλλες στην Ευρώπη και την Ιαπωνία, έχει ταυτοποιήσει περισσότερα από 19.000 ψευδογονίδια, ενώ ακόμα περισσότερα είναι πιθανό να ανακαλυφθούν. Για τους ανθρώπους εκτιμάται ότι διαθέτουν μόνο 21.000 γονίδια που κωδικεύουν πρωτεΐνες, οπότε δεν θα ήταν απίθανο κάποια μέρα τα ψευδογονίδια να ξεπεράσουν σε αριθμό τα λειτουργικά τους αντίγραφα. Από την καθαρή επικράτησή τους έχουν προκύψει πολλά ερωτήματα μεταξύ των οποίων το πώς δημιουργήθηκαν, γιατί υπάρχουν τόσο πολλά από αυτά, αλλά και για ποιο λόγο, εάν είναι πραγματικά άχρηστα, έχουν διατηρηθεί επί τόσο μεγάλο διάστημα στο γονιδίωμά μας.
Περιοδικό scientific american, Νοέμβριος 2006, Mark Gerstein, Deyou Zheng, “η πραγματική ζωή των ψευδογονιδίων”.
…
Οι πρόσφατες έμμεσες παρατηρήσεις ότι δεν είναι όλα τα ψευδογονίδια εντελώς νεκρά υπήρξαν σκανδαλιστικές και, επιπλέον, διαθέτουμε κάποιες ενδείξεις για τη δυνατότητα “ανάστασης” ψευδογονιδίων – ένα νεκρό γονίδιο, δηλαδή, να επιστρέφει στη ζωντανή μορφή του, η οποία συνθέτει λειτουργικό πρωτεϊνικό προϊόν. Προσεκτικές συγκρίσεις αλληλουχιών έχουν δείξει ότι ένα γονίδιο αγελάδας για κάποια ριβονουκλεάση ήταν ψευδογονίδιο κατα το μέγιστο διάστημα της ιστορίας του, αλλά κατά την πρόσφατη εξελικτική περίοδο παρουσιάζεται να έχει επανενεργοποιηθεί. Σε ξεχωριστούς ανθρώπους έχουν επίσης διαπιστωθεί λεπτές διαφορές στα συστατικά των ψευδογονιδίων – για παράδειγμα, μερικά ψευδογονίδια οσφρητικών υποδοχέων αμφιρρέπουν: στους περισσότερους ανθρώπους υφίστανται ως ψευδογονίδια, ενώ σε μερικούς είναι ανέπαφα, ενεργά γονίδια. Οι ανωμαλίες αυτές θα μπορούσαν να ανακύψουν αν τυχαίες μεταλλάξεις ανέτρεπαν την αχρήστευση εξαιτίας της οποίας παρήχθη αρχικά το ψευδογονίδιο. Μήπως λοιπόν σε αυτές θα μπορούσαν να αποδοθούν οι διαφορετικές ευαισθησίες στην όσφρηση των ατόμων; Ίσως, αν και είναι πολύ νωρίς να προχωρήσουμε σε εικασίες σχετικά με το εύρος ή τη σπουδαιότητα αυτής της απροσδόκητης πηγής γενετικής ποικιλότητας μεταξύ των ανθρώπων.
…
Αν το εν πολλοίς άγνωστο, μυστηριώδες, “ανενεργό”, “σιωπηλό” 97% του ανθρώπινου γονιδιώματος δεν είναι “σκράπ” (πράγμα που είναι λογικό, τόσο λογικό ώστε μόνο εξειδικευμένοι τεχνοεπιστήμονες θα προτιμούσαν να το προσπερνούν…), όλες οι ως τώρα γονιδιακές συσχετίσεις, μισο-συσχετίσεις, υποψήφιες συσχετίσεις κλπ, μ’ όλη την επιστημονική τους βεβαιότητα, είναι, απλά, ψευδείς. Είναι ψευδείς επειδή έχουν προκύψει “αξιολογώντας” (στατιστικά πάντα) ένα φτωχό 3% του ανθρώπινου dna, με πλήρη άγνοια τι κάνει το υπόλοιπο 97%. Και για να γίνουν τα πράγματα χειρότερα; Άλλες έρευνες, εξίσου επιστημονικές, υποδεικνύουν στα σοβαρά το ενδεχόμενο τα γονίδια (ή κάποια απ’ αυτά) να μην έχουν σταθερή λειτουργία / δράση, αλλά να αλλάζουν· επηρεαζόμενα απ’ αυτό που λέγεται “περιβάλλον”. Έτσι, ακόμα και η γενετική προδιάθεση θα πήγαινε στα σκουπίδια: δεν είναι μόνο ένα χ γονίδιο που μπορεί (ή όχι) να δράσει κατά συγκεκριμένο τρόπο ανάλογα με τις συνθήκες του περιβάλλοντος· είναι και το ανάποδο. Μπορεί να αλλάξει λειτουργία, και να εγκαταλείψει τον “συγκεκριμένο τρόπο” του, εξαιτίας – ακριβώς – του περιβάλλοντος!!!5
Εν τω μεταξύ, δεν θα έπρεπε να ανησυχεί κάποιος / κάποια που διαβάζει αυτές τις σελίδες μήπως οι δαιμόνιοι γενετιστές συσχετίζουν γονίδια με επιλογές συγκεκριμένων κομμάτων! Δεν θα έπρεπε να ανησυχεί μήπως υπάρχει “γονίδιο του μαρξισμού – λενινισμού” ή “γονίδιο του …πασοκ”! Όχι. Οι γενετιστές, σ’ αυτό τουλάχιστον το θέμα, είναι σοβαροί. Σε ότι αφορά εκείνο που εννοούν σαν πολιτική συμπεριφορά έχουν υιοθετήσει ένα δίπολο, που στη μια του άκρη βρίσκεται ο συντηρητισμός και στην άλλη ο φιλελευθερισμός. Ούτε το ένα ούτε το άλλο αφορούν κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα ή πρόγραμμα, οπουδήποτε στον κόσμο. Συντηρητικός είναι εκείνος που αποφεύγει τους (οποιουδήποτε) νεωτερισμούς και πειραματισμούς στη ζωή του· δεν του αρέσουν οι “αλλαγές”, ειδικά εάν είναι μεγάλες και γρήγορες· δεν είναι περίεργος, ούτε “ψάχνεται”· προτιμάει την σταθερότητα στην καθημερινότητά του, στις σχέσεις του, και σ’ αυτό που προβάλει ιδεατά σαν “κόσμο”· είναι αρνητικός σε διαφορετικές φυλές (άρα εχθρικός στην μετανάστευση), σε διαφορετικές θεσμίσεις (άρα εχθρικός στους γάμους ομοφύλων), σε πολιτικές αλλαγές· είναι, επιπλέον, πιο “εύκολος” στη χρήση βίας εναντίον τέτοιων αλλαγών και πιο εχθρικός (ή δυσκοίλιος) στη διαλογική αντιμετώπισή τους. Φιλελεύθερος είναι τα αντίθετα των πιο πάνω. Συνεπώς (και ανάλογα με τις πολιτικές και ιδεολογικές παραδόσεις των κοινωνιών) θα μπορούσαν να υπάρχουν “δεξιοί” ή/και “αριστεροί” συντηρητικοί, όπως και “δεξιοί” ή/και “αριστεροί” φιλελεύθεροι. Το σχήμα “Δεξιά – Αριστερά” δεν αφορά, σαν τέτοιο, την συσχέτιση γονιδίων και πολιτικών ιδεών / συμπεριφορών. Εν τέλει “πολιτική” ονομάζεται η Χ ή Ψ κοινωνική συμπεριφορά, άποψη, ιδεολογία όταν μετατρέπεται σε ψήφο ή σε κάποιας μορφής ενεργητική εμπλοκή στα κοινά…
Πολλά θα μπορούσε να πει κανείς γι’ αυτό το πολιτικό σχήμα “συντηρητισμός – φιλελευθερισμός”. Πρόκειται για μεταγλώττιση κοινωνικών συμπεριφορών (αυτό οι γενετιστές και οι πολιτικοί επιστήμονες δεν το αρνούνται), αλλά δεν μπορεί να εξηγήσει το πως και γιατί μπορεί κάποιος (χιλιάδες, εκατομμύρια “κάποιοι”) να αλλάζει θέση (σ’ αυτό το δίπολο) στη διάρκεια της ζωής του· και μάλιστα προς οποιανδήποτε κατεύθυνση. Πως μπορεί να εξηγηθεί το να είναι κανείς “φιλελεύθερος” στα νιάτα του και “συντηρητικός” στην ωριμότητά του; Πως μπορεί να εξηγηθεί ότι καραβανάδες, με τα χέρια τους στο αίμα άμεσα ή έμμεσα, μετανοιώνουν (εντός ή εκτός εισαγωγικών) κάποια στιγμή στη ζωή τους (συνήθως μόλις βγουν στη σύνταξη…) και γίνονται φανατικοί ειρηνιστές; Συμβαίνουν γονιδιακές μεταλλάξεις “εν πλω”;
Όχι. Το δόγμα της γενετικής προδιάθεσης θα μπορούσε να σπρώξει στην άκρη το δόγμα του γενετικού προκαθορισμού (που εν πολλοίς φέγγει στις έρευνες σαν αυτές που μνημονεύσαμε νωρίτερα) και να σώσει τα προσχήματα. Άλλαξαν περιβάλλον τόσο οι πρώην φιλελεύθεροι όσο και οι πρώην συντηρητικοί…. Οπότε παίζει κι αυτό το ρόλο του.
Φυσικά, το έτσι εννοημένο (απ’ τους γενετιστές και τους φίλους τους) “περιβάλλον” είναι μεταφυσικό. Δεν είναι κι αυτό, άραγε, ένα μεγάλο πλήθος γενετικών προδιαθέσεων; Τι είναι, τελικά, εκείνο που ΔΕΝ είναι η γενετική προδιάθεση, όχι η δική μου αλλά των άλλων γύρω μου; Αν εγώ είμαι το περιβάλλον του άλλου, τι απ’ αυτό το δικό μου “εγώ”, που λειτουργεί σαν “περιβάλλον” για τον άλλο, ΔΕΝ είναι γενετικά αναγώγιμο; Οι επιρροές μου από προηγούμενους άλλους, στο βαθμό που κι αυτοί έχουν ένα μη-γενετικά αναγώγιμο κομμάτι εαυτών, δηλαδή τις επιρροές τους από άλλους – άλλους, κι ούτω καθ΄εξής επ’ άπειρον;
Εδώ τα γενετικά δόγματα σηκώνουν τα χέρια! Κλείνουν, όμως, πάντα το μάτι: αυτό το άπειρα σύνθετο περιβάλλον (όποιο κι αν είναι, κοινωνικό ή φυσικό), του οποίου η πλήρης χαρτογράφηση θα απαιτούσε έναν “χάρτη” τόσο μεγάλο όσο αυτό (το περιβάλλον), δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί “επιστημονικά”. Γίνονται διαρκείς αφαιρέσεις προκειμένου να είναι χειρίσιμο· κι έτσι, για παράδειγμα, στα “ψυχολογικά προβλήματα” το “κοινωνικό περιβάλλον” και οι επιδράσεις του συρρικνώνεται στην κλίμακα της πυρηνικής οικογένειας. Οπότε, αφού οι άλλοι επιστήμονες, οι ειδικοί στα περιβάλλοντα, δεν μπορούν να “πιάσουν” με αυστηρη επιστημονική ακρίβεια το “αντικείμενό” τους (δηλαδή το όποιο περιβάλλον), χρειάζεται πάντα και το κάτι τις πιο εντοπίσιμο. Για να φορτώνεται αιτίες ορφανές, αιτίες που περισσεύουν, ή που δεν χωράνε, ή που δεν βρίσκονται καν και καν στον ορίζοντα των παραδοσιακών κοινωνιολογικών και ανθρωπολογικών προσεγγίσεων. Πιο εντοπίσιμο όσο … κάποιο γονίδιο.
Πετάει ο γάιδαρος; προς το παρόν όχι, αλλά την περίπτωσή του έχει αναλάβει η βιο-αερο-ναυπηγική…
Όσο πλησιάζει κανείς, χωρίς τις παρωπίδες και τα συμφέροντα του “ειδικού” τεχνοεπιστήμονα, στο θεωρητικό και ιδεολογικό σώμα της γενετικής, τόσο πιο εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κάτι που δεν είναι μυστηριώδες, δεν ομολογείται όμως ανοικτά: και αυτός ο “επιστημονικός κλάδος” (όπως και σχεδόν όλοι) είναι δομημένος πάνω σε θεμέλια ποσοτικών αντιλήψεων. Η ανάδειξη της διπλής έλικας των διαδοχικών χημικών ενώσεων ήταν τεράστιος πειρασμός γι’ αυτές τις αντιλήψεις. Πόσα, άραγε, “τουβλάκια” καθορίζουν την ζωή; Δέκα; Δέκα εκατομμύρια; Όσα κι αν είναι μπορούν να μπουν στον πάγκο του βιο-ανατόμου, να “μετρηθούν”, να καταλογογραφηθούν, να “ζουπηχτούν” ώστε να φανεί “τι παράγουν”, να κοπούν, να ραφτούν, να συσχετιστούν με όμοια καταλογογραφημένα, διαχωρισμένα, διαμελισμένα (φαινοτυπικά) χαρακτηριστικά (εμφάνιση, συμπεριφορές, γούστα, κλπ) για οποιοδήποτε άτομο οποιουδήποτε έμβιου είδους.
Κι αν αυτά τα “τουβλάκια” δεν είναι τέτοια αλλά πέρα απ’ το τι κάνει και το τι δεν κάνει το καθένα σε κάθε δεδομένη στιγμή αλληλοεπηρεάζονται δυναμικά σ’ όλη την ζωή τους; Κι αν αυτές οι δυναμικές αλληλεπιδράσεις είναι τριπλές, στο εσωτερικό των κυττάρων, στο εσωτερικό των κοινοτήτων του ίδιου έμβιου είδους και απέναντι στα όποια “εξωτερικά” περιβάλλοντα; Κι αν η “εικόνα” της διπλής έλικας, η εικόνα μιας διπλής γραμμής δηλαδή, με τα “ανεξάρτητα μεταξύ τους σκαλοπάτια” είναι λάθος, όπως υπαινίσσονται πολύ πρόσφατες έρευνες, που υποθέτουν ότι το “υπερδίπλωμα” του dna (supercoiled) ενδέχεται να επιτρέπει ή και να προκαλεί αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ως τώρα θεωρούμενων “ανεξάρτητων μεταξύ τους σκαλοπατιών”;6
Τέτοια ερωτήματα μπορούν, φυσικά, να εμφανίζονται μέσα στις “επιστημονικές κοινότητες”, υπό την αυστηρή προϋπόθεση να έχουν την αναγνώριση της “επιστημονικότητας” – συγκεκριμένα διαπιστευτήρια. Όταν όμως η γενετική νοιώθει, σαν επιστήμη, αρκετά ώριμη, αρκετά έγκυρη και αρκετά ασφαλής ώστε να μπορεί να απλώσει τα χέρια της στις “πολιτικές συμπεριφορές” (όπως κι αν εννοούνται αυτές), τότε επιτρέπεται πανηγυρικά πια και το αντίθετο: η πολιτική κριτική να στραφεί κατά της γενετικής.
Τι πάει να πει η πολιτική κριτική να στραφεί κατά της γενετικής; Η απόσταση ανάμεσα στη γενετική τροποποίηση βακτηρίων ώστε να παράγουν ανθρώπινη ινσουλίνη και στα θεωρήματα περί γενετικής προδιάθεσης στις κοινωνικές συμπεριφορές είναι τόσο μεγάλη όσο ανάμεσα στην εφεύρεση του ηλεκτρικού λαμπτήρα και στο θεώρημα ότι οι ανθρώπινες σχέσεις είναι εκδηλώσεις ηλεκτρομαγνητικής έλξης και απώθησης. Τα (δεύτερα) θεωρήματα θα μπορούσαν να θεωρηθούν γελοία, όμως συμβαίνει κάτι πολύ σοβαρότερο μ’ αυτά: αποτελούν εκδηλώσεις επιθετικών προσπαθειών για ιδεολογική (και τεχνική) ηγεμονία μέσα στις κοινωνίες. Όλα είναι ηλεκτρομαγνητισμός· ή όλα είναι πληροφορική· ή όλα είναι γενετική: ο τεχνοεπιστημονικός φενακισμός παραμορφώνει (ή, σίγουρα, προσπαθεί να το κάνει) όχι μόνο τις συνειδήσεις των ειδικών αλλά και τα ευρύτερα κοινωνικά φαντασιακά. Κι όχι δωρεάν. Αυτά που λέγονται “επιστήμη” έχουν πάψει εδώ και έναν αιώνα σχεδόν να είναι οι εμπνεύσεις και οι τολμηρές ιδέες ρομαντικών που θέλουν να προσφέρουν στις κοινωνίες. Είναι πολλά λεφτά, μεγάλες καριέρες, υψηλά στάτους, και πολλά άλλα ιδιοτελή. Πολλές φορές, επίσης, είναι καθαρά και ξάστερα θάνατος: αναφερόμαστε στις επιστημονικές έρευνες για στρατιωτική χρήση· έρευνες καθόλα “επιστημονικές”.
Η δουλειά της πολιτικής κριτικής είναι, λοιπόν, διπλή. Απ’ την μια μεριά να αμφισβητήσει την τεχνοεπιστημονική ηγεμονία πάνω στις κοινωνικές σχέσεις. Και απ’ την άλλη να την απονομιμοποιήσει όπου πρέπει, εργαζόμενη (η πολιτική κριτική) υπέρ του ελέγχου απ’ έξω (έξω απ’ τις κατά περιπτώσεις “επιστημονικές κοινότητες”) των πραγματικών προθέσεων και των πραγματικών σκοπών των τεχνοεπιστημόνων και εκείνων που τους χρηματοδοτούν, καταχρώμενοι ουσιαστικά τον κοινωνικά παραγώμενο πλούτο.
Ziggy Stardust
cyborg #05 – 02/2016
- Για ένα μικρό σχόλιο επί του θέματος δες cyborg νο 3, Ιούνης 2015, σελ. 50. ↩︎
- Για να είμαστε, με τη σειρά μας, ειλικρινείς οφείλουμε να αναγνωρίσουμε μερικές ξεκάθαρα θετικές εφαρμογές της γενετικής μηχανικής. Όπως, ενδεικτικά, την μαζική (άρα φτηνή) παραγωγή ανθρώπινης ινσουλίνης, τόσο απαραίτητης για τους διαβητικούς, από γενετικά τροποποιημένους μύκητες. ↩︎
- Τόμος 73, τεύχος 1. ↩︎
- Στα μέσα της δεκαετίας του ‘00, ο James Fowler, πολιτικός επιστήμονας στο πανεπιστήμιο της California San Diego ερεύνησε τις πολιτικές συμπεριφορές 326 ομοζυγωγών και 196 ετεροζυγωτών διδύμων του Los Angeles, και έβγαλε το συμπέρασμα ότι τα γονίδια ευθύνονταν για το 60% της διαφοράς στην επιλογή ψήφου (στο δείγμα του…) και το υπόλοιπο 40% προερχόταν από επιρροές του περιβάλλοντος. Εντυπωσιασμένος (προφανώς…) ο Robert Plomin, γενετιστής συμπεριφοράς, απ’ το λονδρέζικο King’s College, ξανακοίταξε τα στοιχεία της έρευνας του Fowler, και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα γονίδια ευθύνονταν για το 40% και όχι το 60% – ωστόσο, (με ικανοποίηση προφανώς) παραδέχτηκε ότι και το 40% είναι “πολύ”. Ένας τρίτος ειδικός, ο Evan Balaban, του καναδέζικου πανεπιστημίου McGill, νευροεπιστήμονας της συμπεριφοράς, “ανακατεύτηκε” στη μικρή διένεξη Fowler και Plomin, για να υποστηρίξει ότι οι συμπεριφορές των διδύμων μπορεί να μην επηρεάζονται μόνο απ’ την ομοιότητα των γονιδίων τους αλλά και απ’ την “κοινή ζωή” τους στη μήτρα. Το συμπέρασμα; Για όλους τους ειδικούς υπάρχει δουλειά… ↩︎
- Η διαδικασία, σε ένα μέρος της τουλάχιστον, είναι γνωστή, και λέγεται μεθυλίωση. Από χημική άποψη, αυτό που οι μοριακοί βιολόγοι ονομάζουν μεθυλίωση είναι η προσθήκη μιας ρίζας μεθυλίου (-CH3) στον άνθρακα της κυτοσίνης, μιας απ’ τις 4 βάσεις που συνθέτουν το μόριο του dna. Αυτό που ενδιαφέρει εδώ είναι πως χωρίς να μπορούν να προσδιορίσουν ακριβώς τους μηχανισμούς ή τις διαδικασίες με αυστηρά ντετερμινιστικό τρόπο, οι μοριακοί βιολόγοι έχουν “προσέξει” ότι η μεθυλίωση είναι ένας απ’ τους επιγενετικούς παράγοντες, ένας απ’ τους τρόπους, δηλαδή, “αυτο-τροποποίησης” (αν μπορούμε να το πούμε έτσι) της δράσης των γονιδίων λόγω της επίδρασης του περιβάλλοντος. Στην πράξη προκύπτει (προς μεγάλη αμηχανία τόσο των οπαδών του γενετικού προκαθορισμού όσο και των οπαδών της γενετικής προδιάθεσης) ότι στη ζωή συμβαίνει μια (άγνωστη στους ειδικούς ως προς την έκταση και την έντασή της) αντίστροφη διαδικασία, κατά την οποία περιβαλλοντικοί παράγοντες προκαλούν αδρανοποίηση γονιδίων, ενεργοποίηση άλλων ή και αλλαγή της λειτουργίας κάποιων τρίτων.
Έχουμε τη γνώμη ότι η πολιτική (και “ιδεολογική” για όσους το θέλουν) σημασία των επιγενετικών παραγόντων (οι οποίοι, ας το επαναλάβουμε, παραμένουν εν πολλοίς ανεξερεύνητοι έως και άγνωστοι αυτή τη στιγμή, πλην όμως θεωρούνται πια δεδομένοι) είναι πολύ μεγάλη. Γιατί ο γενετισμός, δηλαδή η πρωτοκαθεδρία ή/και η “σε τελευταία ανάλυση κεντρικότητα” των γονιδίων σαν αιτίων (συμπεριφορών, κλπ) σπρώχνεται στα σκοινιά· ενώ η άλυτη, δυναμική και ενδεχομένως χαοτική διαλεκτική σχέση ανάμεσα σε οποιονδήποτε ζωϊκό οργανισμό και το όποιο περιβάλλον του, ξαναποδεικνύεται αληθινή. ↩︎ - H Sarah Harris, καθηγήτρια στη σχολή φυσικής και αστρονομίας στο πανεπιστήμιο του Leeds, επικεφαλής της ομάδας ερευνητών που έκανε, μέσω υπολογιστών, προσομοίωση σε ευρήματα άλλης ομάδας, του αμερικανικού ιατρικού κολεγίου του Baylor, δήλωσε στα μέσα Οκτώβρη του 2015: «Όταν οι Watson και Crick περιέγραψαν την διπλή έλικα του dna, κοιτούσαν ένα ελάχιστο τμήμα του πραγματικού γενώματος, μόνο μια μικρή στροφή της διπλής έλικας, μήκους 12 ζευγαριών βάσεων. Η δική μας μελέτη είδε το dna σε κάπως μεγαλύτερη κλίμακα – μερικές εκατοντάδες ζευγάρια – κι αυτή η μέτρια βελτίωση στην κλίμακα δίνει στοιχεία υπέρ ενός εκτεταμένου εμπλουτισμού της κατανόησής μας για την συμπεριφορά του μορίου του dna.» ↩︎