Κυβερνητική και μηχανολογία
…Κοινωνιολόγοι, ανθρωπολόγοι, ψυχολόγοι, γλωσσολόγοι, μαθηματικοί, φιλόσοφοι, ψάχνουν με διαφορετικές αφετηρίες, στο ημίφως του ακαδημαϊσμού, τις απαντήσεις στο ερώτημα: τι είναι αυτό που κάνει τις κοινωνίες να είναι κοινωνίες; Πώς μένουν σταθερές αυτές οι πολυπληθείς, πολυπρόσωπες, σύνθετες οντότητες; Πώς αλλάζουν; Ποια είναι η “συγκολλητική ουσία” των κοινωνικών φαινομένων; Από τι υλικό συγκροτείται το πεδίο των κοινωνικών σχέσεων με τις συγκλίσεις και τις αποκλίσεις τους, τις έλξεις και τις απωθήσεις τους, τις κανονικότητες και τις παραβάσεις τους, τις εξουσίες και τις αρνήσεις προς αυτές;
Cyborg#3: Η κυοφορία του cyborg
Λίγο πριν το δεύτερο παγκόσμιο, στη διάρκειά του, και αμέσως μετά, η πολυπόθητη απάντηση μοιάζει να παίρνει μορφή: επικοινωνία – ανταλλαγή πληροφοριών! Αυτή είναι η ιστορική θέση απ’ την οποία φυσιογνωμίες σαν τον Wiener αναγγέλουν μια καινούρια εποχή: την κυβερνητική, τη cybernetic μηχανοποίηση.
Η διατύπωση των θεωριών της κυβερνητικής δεν έγινε στο κενό. Στο μεταίχμιο μεταξύ του “ενεργειοκεντρικού” και του “πληροφοριοκεντρικού” καπιταλιστικού παραδείγματος, η μαζική βιομηχανική παραγωγή και οι δυνατότητες του αυτοματισμού της αλυσίδας παραγωγής στα εργοστάσια, συνοδεύτηκε από την έντονη ανάδυση επιστημολογικών-φιλοσοφικών θεωριών σχετικά με το ρόλο των μηχανών και τις σχέσεις που αναπτύσσουν οι άνθρωποι με αυτές. Οι θεωρίες αυτές αποτελούν, από τη μεριά των ακαδημαϊκών-διανοούμενων του κεφαλαίου, μια οργανωμένη προσπάθεια οραματισμού της καπιταλιστικής ανάπτυξης μέσα από την αντικειμενοποίηση της σε συγκεκριμένα τεχνικά-τεχνολογικά αντικείμενα και έννοιες. Η “πρόοδος” ταυτίστηκε με την ανάπτυξη των τεχνοεπιστημών, την ίδια στιγμή που ο εντεινόμενος μετασχηματισμός της εργασίας και η πραγματική υπαγωγή της στο κεφάλαιο την είχαν ήδη μετατρέψει σε ζωντανό εξάρτημα των μηχανών της αλυσίδας παραγωγής…
Στην κυβερνητική, η σύνθεση του ανθρώπινου με το μηχανικό, σαν μηχανοποίηση-πληροφοριοποίηση, μπορεί να εννοηθεί σαν “απλή” αναγωγή του ενός στοιχείου στο άλλο. Ο Wiener χρησιμοποιώντας την έννοια της εντροπίας και της πληροφορίας προσπάθησε να ορίσει τη σύνθεση αυτή:
Το καλύτερο είναι να αποφύγουμε όλες τις αόριστες εκφράσεις που εγείρουν ερωτήματα, όπως “ζωή”, “ψυχή”, “βιταλισμός” και τα παρόμοια , και να πούμε απλά για ο,τι αφορά τις μηχανές, ότι δεν υπάρχει λόγος να μην μοιάζουν με τα ανθρώπινα όντα στο να αντιπροσωπεύουν εστίες ελαττούμενης εντροπίας σε ένα πλαίσιο όπου η γενική εντροπία τείνει να αυξάνει.
…
Η θέση μου είναι ότι η φυσική λειτουργία ενός φυσικού οργανισμού και μερικών από τις καινούριες μηχανές επικοινωνίας είναι ακριβώς ανάλογες, σε ότι αφορά τις προσπάθειες να ελέγξουν την εντροπία μέσω ανάδρασης.
Η επανα-νοηματοδότηση και η δημιουργία νέων αξιολογήσεων για τα δύο μέρη της σύνθεσης (του ανθρώπινου και του μηχανικού) διέθετε πλέον μια στέρεη βάση. Οι κυβερνητικές εννοήσεις της εντροπίας, της ανάδρασης και της πληροφορίας-επικοινωνιάς σαν βασικά εργαλεία ανάλυσης και επανα-προσδιορισμού του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων άρχισαν να επεκτείνονται και να βρίσκουν απήχηση στις φυσικές αλλά και στις κοινωνικές επιστήμες.
Το 1958, ο γάλλος Gilbert Simondon, σαν κομμάτι της διδακτορικής του διατριβής, παρουσίασε το έργο του με τίτλο “Du mode d’ existence des objets techniques” (Για τους τρόπους ύπαρξης των τεχνικών αντικειμένων). Σε αυτό το έργο, γίνεται εμφανής η προσπάθεια να ξεπεραστεί θεωρητικά ο δυϊσμός μεταξύ ανθρώπινου και μηχανικού, να οριστεί μέσα από τη μηχανολογία η οντολογική γένεση του τεχνικού αντικειμένου καθεαυτού σε αναλογία προς την οντολογία των αντικειμένων της φύσης και των ανθρώπων, μέσα από μια συνεχιζόμενη διαδικασία εξατομίκευσης. Η αξιοποίηση βασικών στοιχείων της κυβερνητικής θεωρίας γίνεται παράλληλα με την κριτική απέναντι στον τεχνικισμό της. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, η κριτική του Simondon στηρίζεται στην απόρριψη του ιστορικού υλισμού (σαν διαλεκτική μεταξύ κεφαλαίου-εργασίας) και τοποθετεί της οντολογική εξέλιξη των μηχανών και τις σχέσεις των ανθρώπων με αυτές στο κέντρο των αντιλήψεων για την “πρόοδο”1. Το παρακάτω απόσπασμα προέρχεται από την εισαγωγή του “Du mode…”:
Το τεχνικό αντικείμενο είναι το τελικό προϊόν μιας εξέλιξης και είναι κάτι που δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ένα απλό σκεύος. Οι τροπικότητες αυτής της γένεσης καθιστούν εφικτή την κατανόηση του τεχνικού αντικειμένου σε τρία επίπεδα και τον μη-διαλεκτικό συντονισμό μεταξύ τους στο χρόνο: το στοιχείο, το άτομο και το σύνολο…
Τελικά, το τεχνικό αντικείμενο, θεωρούμενο σαν ένα αντικείμενο διατίμησης αξιών, μπορεί να προκαλέσει διαφορετικές στάσεις, ανάλογα με το αν το προσεγγίζουμε ως στοιχείο, άτομο ή σύνολο. Στο επίπεδο του στοιχείου, η βελτίωσή του [τεχνικού αντικειμένου] δεν οδηγεί σε ιδιαίτερη αναστάτωση, ως ανησυχία που να προκύπτει από τη σύγκρουση με τις κατακτημένες συνήθειες: οδηγεί σε ένα, χαρακτηριστικό για το 18ο αιώνα, κλίμα αισιοδοξίας, καθώς εισάγει την ιδέα της συνεχιζόμενης και απεριόριστης προόδου και τη σταθερή βελτίωση του ανθρώπινου είδους. Από την άλλη πλευρά, η μηχανή ως τεχνικό άτομο μετατρέπεται για μια περίοδο σε αντίπαλο ή ανταγωνιστή του ανθρώπου, και ο λόγος είναι ότι ο άνθρωπος συγκέντρωνε όλη την τεχνική ατομικότητα ο ίδιος, σε μια εποχή που υπήρχαν μόνο τα εργαλεία. Η μηχανή παίρνει τη θέση του ανθρώπου, επειδή ο άνθρωπος ως κομιστής του εργαλείου συνήθιζε να κάνει τη δουλειά της μηχανής. Σε αυτή τη φάση αντιστοιχεί η δραματική και παθιασμένη αντίληψη της προόδου ως ο βιασμός της φύσης, η κατάκτηση του κόσμου, η εκμετάλλευση της ενέργειας. Η επιθυμία για εξουσία βρίσκει την έκφρασή της στην τεχνικίστικη και τεχνοκρατική υπερβολή της θερμοδυναμικής εποχής, που πήρε μια κατεύθυνση τόσο προφητική όσο και κατακλυσμική. Στη συνέχεια, στο επίπεδο των τεχνικών συνόλων του 20ου αιώνα, ο θερμοδυναμικός ενεργειοκεντρισμός αντικαθίσταται από τη θεωρία της πληροφορίας, το κανονιστικό περιεχόμενο της οποίας είναι κατεξοχήν ρυθμιστικό και σταθεροποιητικό: Η ανάπτυξη της τεχνικής έμοιαζε να είναι μια εγγύηση σταθερότητας. Η μηχανή, ως στοιχείο στο τεχνικό σύνολο, γίνεται η αποτελεσματική μονάδα που επαυξάνει την ποσότητα της πληροφορίας, αυξάνει την αρνητική εντροπία και αντιτίθεται στην απομείωση της ενέργειας. Μοιάζει με τη ζωή και συνεργάζεται με τη ζωή ως προς την αντίθεσή της στην αταξία και ως προς την εξισορρόπηση όλων των πραγμάτων που τείνουν στερήσουν από τον κόσμο τις δυνάμεις της αλλαγής. Η μηχανή είναι κάτι που πολεμά ενάντια στο θάνατο του σύμπαντος· επιβραδύνει, όπως και η ζωή, την απομείωση της ενέργειας και γίνεται ένας σταθεροποιητής του κόσμου.
Η παρουσίαση της εξέλιξης της μηχανής παράλληλα και εξω-ιστορικά σε σχέση με τις κοινωνικές διεργασίες – την ταξική πάλη, τις σχέσεις παραγωγής, τον πόλεμο, τους διακρατικούς ανταγωνισμούς – θα μπορούσε να θεωρηθεί μια φιλοσοφική ακροβασία· πόσο μάλλον όταν αποδίδονται στη μηχανή χαρακτηριστικά οντογένεσης. Όμως συμβαίνει, τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, οι κυρίαρχες αντιλήψεις σχετικά με τις τεχνοεπιστήμες και τις νέες μηχανές να ταυτίζονται, στην καλύτερη περίπτωση, με την ιστορική “ουδετερότητά” τους. Ακόμα συμβαίνει, ως προς την αντιμετώπιση των νέων μηχανών, η σύγχρονη “προοδευτική” υποτίθεται απάντηση στον (εκτός εισαγωγικών!) συντηρητισμό της τεχνοφοβίας να είναι η απόδοση σε αυτές μεταφυσικών/οντολογικών χαρακτηριστικών. Αυτό που συχνά αναφέρεται στο cyborg-mag ως τεχνοφετιχισμός δεν είναι κάτι το μονοδιάστατο. Μπορεί να περιλαμβάνει τόσο τον υποκειμενισμό του hipster-γκατζετάκια, όσο και τις βαρύγδουπες θεωρίες “προοδευτικών” ακαδημαϊκών που βλέπουν στα νέα μέσα την απελευθέρωση της ανθρωπότητας από τη σκλαβιά της χειρωνακτικής εργασίας ή/και τη δήθεν “άυλη” πληροφοριακή εργασία σαν δυνατότητα κοινωνικής απελευθέρωσης και ξεπεράσματος του καπιταλισμού.
Σκοπός μας δεν είναι να ασχοληθούμε με τη φιλοσοφία του Simondon στο διαχωρισμένο πεδίο της επιστημολογικής της προσέγγισης. Αντίθετα, θα προσεγγίσουμε μέσα από αποσπάσματα ένα πολύ “μικρό” και συγκεκριμένο ζήτημα του “Du mode…” λαμβάνοντας υπόψη τις κοινωνικές/ταξικές δυναμικές της εποχής.
Τεχνοφοβία και τεχνολατρεία σαν ζητήματα της κυρίαρχης κουλτούρας
Στο πλαίσιο της ουδετεροποίησης της εξέλιξης της τεχνολογίας και της διαχωρισμένης οντολογίας τους, τίθεται από τον Simondon υπό διαπραγμάτευση τα ζητήματα της αλλοτρίωσης, της τεχνοφοβίας και της τεχνολατρείας, σαν ζητήματα πολιτισμικά και διαταξικά. τοποθετώντας στο κέντρο τις μηχανές. Για αυτό θεωρούμε ότι μια κριτική ανάγνωση σχετικά με αυτά,, αναγκαστικά αποσπασματική εδώ, μπορεί να συνεισφέρει στη διατύπωση μιας σύγχρονης εργατικής κριτικής πάνω σε ζητήματα όπως η αλλοτρίωση και ο τεχνοφετιχισμός.
Ο πολιτισμός συμπεριφέρεται απέναντι στο τεχνικό αντικείμενο με τον ίδιο τρόπο που ένας άνθρωπος παγιδευμένος σε μια πρωτόγονη ξενοφοβία συμπεριφέρεται απέναντι σε έναν ξένο. Αυτό το είδος του μισο-νεϊσμού, που κατευθύνεται απέναντι στις μηχανές, δεν αντιπροσωπεύει τόσο το μίσος προς το νέο όσο μια άρνηση να συμβαδίσει με μια ανοίκεια πραγματικότητα. Όμως, όσο παράξενη κι αν είναι αυτή η πραγματικότητα, παραμένει ανθρώπινη και μια ολοκληρωμένη κουλτούρα είναι αυτή που μας επιτρέπει να ανακαλύψουμε ότι αυτός ο ξένος είναι όντως ανθρώπινος· κι όμως η μηχανή παραμένει για μας ένας ξένος· πρόκειται για έναν ξένο στον οποίο οτιδήποτε το ανθρώπινο είναι κλειδωμένο στο εσωτερικό του, παραγνωρισμένο, υλο-ποιημένο και υπόδουλο, αλλά σε κάθε περίπτωση ανθρώπινο. Το ισχυρότερο αίτιο της αλλοτρίωσης στον κόσμο σήμερα βασίζεται στην παρανόηση των μηχανών. Η υπό εξέταση αλλοτρίωση δεν προκαλείται από τη μηχανή αλλά από την αποτυχία να κατανοήσουμε τη φύση και την ουσία της μηχανής, από την έλλειψη της μηχανής από τον κόσμο των νοημάτων και από την παράλειψη της από τον πίνακα των αξιών και των αντιλήψεων που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτισμού μας.
…
Ο πολιτισμός εμφανίζει μια ανισορροπία καθώς, ενώ παρέχει αναγνώριση σε συγκεκριμένα αντικείμενα, για παράδειγμα σε πράγματα αισθητικά, και τους δίνει την οφειλόμενη θέση στον κόσμο των νοημάτων, εξορίζει άλλα αντικείμενα, ιδιαίτερα πράγματα τεχνικά, στον μη δομημένο κόσμο των πραγμάτων που δεν έχουν κανένα νόημα, αλλά μόνο χρησιμότητα, μια ωφελιμιστική λειτουργία. Καθώς έρχονται αντιμέτωποι με μια τόσο αξιοσημείωτη αμυντική αρνητική στάση από την πλευρά του πολιτισμού, άνθρωποι που έχουν γνώση των τεχνικών αντικειμένων και εκτιμούν τη σημασία τους προσπαθούν να δικαιολογήσουν την κρίση τους αποδίδοντας στο τεχνικό αντικείμενο τη μοναδική θέση [status] που ακόμα σήμερα παρουσιάζει κάποια σταθερότητα, εκτός από αυτή που αποδίδεται στα αισθητικά αντικείμενα, τη θέση του ιερού. Αυτό, βέβαια, προκαλεί έναν άκρατο τεχνικισμό που δεν είναι τίποτα άλλο παρά ειδωλολατρεία της μηχανής και, μέσα από μια τέτοια ειδωλολατρεία, μέσω της ταύτισης, οδηγεί σε μια τεχνοκρατική λαχτάρα για απόλυτη εξουσία. Ο πόθος για εξουσία επιβεβαιώνει τη μηχανή ως ένα μέσο για υπεροχή και τη μετατρέπει σε ένα μοντέρνο μαγικό φίλτρο. Ο άνθρωπος που επιθυμεί να κυριαρχήσει στους γύρω του δημιουργεί το ανδροειδές μηχάνημα. Παραιτείται για χάρη αυτού και εναποθέτει τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά του σε αυτό. Προσπαθεί να κατασκευάσει τη μηχανή που σκέφτεται και ονειρεύεται να μπορεί να κατασκευάσει τη μηχανή που δρα εμπρόθετα και τη μηχανή που ζει, έτσι ώστε ο ίδιος να μπορεί να μένει πίσω της, χωρίς ανησυχία, ελεύθερος από κάθε κίνδυνο και απαλλαγμένος από όλα τα αισθήματα της αδυναμίας, καθώς απολαμβάνει έναν θρίαμβο που αντιπροσωπεύεται από την εφεύρεσή του. Σε αυτή την περίπτωση, τότε, καθώς μέσω μιας ευφάνταστης διαδικασίας η μηχανή έχει μετατραπεί σε ρομπότ, ένα αντίγραφο του ανθρώπου, αλλά χωρίς εσωτερικότητα, [η μηχανή] μάλλον εμφανώς και αναπόφευκτα, δεν είναι τίποτα τίποτα άλλο παρά ένα αμιγώς μυθικό και φανταστικό ον…
Η αλλοτρίωση, σαν τεχνοφοβία, παρουσιάζεται σαν πρόβλημα του πολιτισμού και της κυρίαρχης κουλτούρας, η οποία αδυνατεί να συμβαδίσει με την εποχή της και να αποδώσει θετικά νοήματα και αξίες στις νέες μηχανές. Αντίστοιχα, η αλλοτρίωση ως τεχνολατρεία, έχοντας σαν βασικό στοιχείο την παρανόηση των νέων μηχανών ως απλών αυτοματισμών δημιουργεί την ψευδή εικόνα της παντοδύναμης μηχανής που θα αντικαταστήσει τον άνθρωπο. Σημειώστε ότι η τοποθέτηση αυτού του δίπολου ως προς την ουδετεροποιημένη μηχανή καθεαυτή, και όχι ως προς το ρόλο της στις κοινωνικές σχέσεις. (Θα επανέλθουμε όμως σε αυτό στη συνέχεια).
Μια “εναλλακτική” εκδοχή της κυβερνητικής ολοκλήρωσης ανθρώπου-μηχανής
Η τεχνική κουλτούρα, που αποτελεί ζητούμενο για τον Simondon, προκειμένου να αναπτυχθεί, θα πρέπει να αναζητήσει τη λύση στο ζήτημα της αλλοτρίωσης στην εξέλιξη των μηχανών. Ο μετασχηματισμός λοιπόν, της σχέσης των ανθρώπων με τα τεχνικά αντικείμενα, προϋποθέτει την τελειοποίηση των “τεχνικών συνόλων”:
Ο αυτοματισμός και η χρήση του στη μορφή της βιομηχανικής οργάνωσης, αυτό που ονομάζουμε αυτοματοποίηση, έχει περισσότερο οικονομική ή κοινωνική, παρά τεχνική σημασία. Η πραγματική τελειοποίηση των μηχανών, η οποία μπορούμε να πούμε ότι ανεβάζει την τεχνικότητα [στμ. σαν αξία της τεχνικής καθεαυτής] δεν έχει να κάνει με την αύξηση του αυτοματισμού αλλά αντίθετα, σχετίζεται με το γεγονός ότι η λειτουργία της μηχανής αποκρύπτει ένα ορισμένο όριο απροσδιοριστίας. Ένα τέτοιο όριο είναι που επιτρέπει στη μηχανή να παρουσιάζει ευαισθησία στην εξωτερική πληροφορία. Αυτή η ευαισθησία από την πλευρά των μηχανών είναι που καθιστά εφικτή τη δημιουργία ενός τεχνικού συνόλου, πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε αύξηση του αυτοματισμού … Μια μηχανή ανώτερης τεχνικότητας είναι μια ανοιχτή μηχανή, και το σύνολο των ανοιχτών μηχανών τοποθετεί τον άνθρωπο στη θέση του μόνιμου οργανωτή και του ζωντανού διερμηνέα των αλληλο-συσχετίσεων των μηχανών. … Με αυτόν τον τρόπο ο άνθρωπος λειτουργεί ως ο μόνιμος εφευρέτης και οργανωτής των μηχανών που τον περιβάλλουν. Είναι ανάμεσα στις μηχανές που δουλεύουν μαζί του … Ακόμα και όταν η ανταλλαγή πληροφορίας μεταξύ δύο μηχανών είναι άμεση, ο άνθρωπος παρεμβαίνει σαν η ύπαρξη που ρυθμίζει το όριο της απροσδιοριστίας ώστε να το κάνει προσαρμόσιμο στη μεγαλύτερη δυνατή ανταλλαγή πληροφοριών.
Η απάντηση στην τεχνο-αλλοτρίωση που εμφανίζεται σε σχέση με τον αυτοματισμό της βιομηχανικής παραγωγής είναι εδώ ο μετασχηματισμός των βιομηχανικών “τεχνικών συνόλων” σε πληροφοριακές μηχανές. Ένα τέτοιο “ουτοπικό” όραμα, όμως θα πρέπει να περιλαμβάνει, εκτός από την εξέλιξη των μηχανών, και έναν αντίστοιχο μετασχηματισμό του ανθρώπου, ώστε να είναι ικανός, λειτουργώντας ανάμεσα τους, να αναλάβει το ρόλο του διερμηνέα και ενορχηστρωτή τους:
Τώρα λοιπόν, μπορούμε να αναρωτηθούμε ποιος μπορεί να πετύχει την κατανόηση της τεχνικής πραγματικότητας και να την εισάγει στην κουλτούρα μας; Μόνο με πολύ μεγάλη δυσκολία θα μπορούσε ένας άνθρωπος, προσδεδεμένος σε μια συγκεκριμένη μηχανή από τη δουλειά του και την καθημερινή ρουτίνα των κινήσεών του, να φτάσει σε μια τέτοια κατανόηση· μια καθιερωμένη σχέση δεν προάγει μια τέτοια κατανόηση, γιατί το να κάνεις το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά θολώνει, μέσα στη στερεοτυπικότητα των κατακτημένων κινήσεων, κάθε συνείδηση των δομών και της λειτουργίας. Η διαδικασία της διοίκησης ή η ιδιοκτησία μιας επιχείρησης που χρησιμοποιεί μηχανές δεν προσφέρει καλύτερες πιθανότητες για κατανόηση από ότι η εργασία σε αυτή· δημιουργεί αφηρημένες συμπεριφορές απέναντι στη μηχανή, προξενώντας την αντιμετώπισή της, όχι καθεαυτήν, αλλά με όρους του κόστους και των αποτελεσμάτων της λειτουργίας της. Το ίδιο, η επιστημονική γνώση, η οποία βλέπει μέσα στο τεχνικό αντικείμενο την πρακτική εφαρμογή ενός θεωρητικού νόμου δεν βρίσκεται στο κατάλληλο επίπεδο συνειδητοποίησης. Μάλλον, φαίνεται πως η επίτευξη της κατανόησης που επιθυμούμε θα μπορούσε να είναι το έργο ενός μηχανικού οργάνωσης ο οποίος μπορούμε να πούμε ότι είναι ένας κοινωνιολόγος ή ψυχολόγος των μηχανών, ένας άνθρωπος που ζει εν μέσω αυτής της κοινωνίας των τεχνικών αντικειμένων ως η υπεύθυνη και δημιουργική συνείδησή τους.
Ο “μηχανικός οργάνωσης”, σαν φορέας της γνώσης, της δομής και της λειτουργίας των μηχανών παρουσιάζεται σαν ένα πρότυπο ανθρώπου που ξεπερνά την αδυναμία της εργασίας, του κεφαλαίου και της επιστήμης να κατανοήσουν τις μηχανές. Αυτή η μορφή του cyborg, ως αρμονική συνύπαρξη του ανθρώπινου με το μηχανικό, είναι σίγουρα πιο “εκλεπτυσμένη” από την εκδοχή της αναγωγής του ενός στοιχείου στο άλλο. Η ανθρώπινη εργασία, καθώς μετατρέπεται σε τεχνική δραστηριότητα, δεν θα αποτελεί πια το “συνειδητό μέλος” της μηχανής, αλλά την ίδια την “υπεύθυνη και δημιουργική συνείδησή της”.
Αλλοτρίωση και τεχνοφετιχισμός
Η απο-πολιτικοποίηση της έννοιας της αλλοτρίωσης, που αναφέρουμε παραπάνω, έχει σαν αφετηρία μια θεμελιώδη αντιστροφή. Αν δεχτούμε την εξέλιξη των μηχανών με τρόπο αντι-διαλεκτικό, ιστορικά και πολιτικά ουδέτερο, ανεξάρτητο από τον ταξικό ανταγωνισμό, τότε ο τελευταίος προκύπτει σαν παράπλευρη συνέπεια, λόγω της αδυναμίας μας να κατανοήσουμε τα στάδια της εξέλιξης των τεχνικών αντικειμένων:
Ο άνθρωπος αντιμετωπίζει τη μηχανή σαν να καταλαμβάνει τη θέση ενός ανθρώπου, ενώ είναι στην πραγματικότητα ο άνθρωπος που προσωρινά κατείχε τη θέση της μηχανής, πριν τα τεχνικά άτομα μπορέσουν να δημιουργηθούν. Ο άνθρωπος είχε μάθει τόσο καλά να είναι τεχνικό ον ώστε να φτάνει στο σημείο να πιστεύει ότι το τεχνικό άτομο, καθώς συγκεκριμενοποιείται, εσφαλμένα ξεκινά να παίζει το ρόλο του ανθρώπου. Ιδέες όπως η σκλαβιά και η ελευθερία είναι τόσο στενά συνδεδεμένες με την παλιά ιδέα για τον άνθρωπο … που δεν μπορούν να εξιστορήσουν το πραγματικό πρόβλημα της σχέσης μεταξύ ανθρώπου και μηχανής. Το τεχνικό αντικείμενο πρέπει να γίνει κατανοητό καθεαυτό αν θέλουμε η σχέση μεταξύ ανθρώπου και μηχανής να είναι έγκυρη και σταθερή.
…
Η αλλοτρίωση που, όπως θεωρούν οι μαρξιστές, έχει τις ρίζες της στη σχέση μεταξύ του εργάτη και των μέσων παραγωγής, κατά τη γνώμη μας δεν προκύπτει από το ζήτημα της ιδιοκτησίας… Ανάμεσα σε αυτή τη δικανική και οικονομική σχέση με την ιδιοκτησία υπάρχει μια σχέση πιο βαθιά και πιο θεμελιώδης: αυτή της συνέχειας μεταξύ του ανθρώπινου ατόμου και του τεχνικού ατόμου ή της ασυνέχειας μεταξύ αυτών των δύο όντων… Η αλλοτρίωση του ανθρώπου σε σχέση με τη μηχανή δεν έχει μόνο κοινωνική και οικονομική διάσταση αλλά και μια ψυχολογική και φυσιο-λογική: η μηχανή δεν αποτελεί πια προέκταση του σχήματος του σώματος για τους εργάτες αλλά ούτε και για τους ιδιοκτήτες. Οι τραπεζίτες … είναι το ίδιο αποξενωμένοι από τη μηχανή όπως και η νέα προλεταριακή τάξη … Σε κάθε πλευρά της μηχανής, είτε από πάνω είτε από κάτω, ο άνθρωπος των τεχνικών στοιχείων, που είναι ο εργάτης και ο άνθρωπος των τεχνικών συνόλων, που είναι το αφεντικό της βιομηχανίας παραβλέπουν την πραγματική σχέση με το εξατομικευμένο τεχνικό αντικείμενο όπως υπάρχει στη μηχανή. Το κεφάλαιο και η εργασία είναι δύο τρόποι ύπαρξης, το ίδιο ατελείς σε σχέση με το τεχνικό αντικείμενο και την τεχνικότητα της βιομηχανικής οργάνωσης … Η εργασία και το κεφάλαιο κινούνται οπισθοδρομικά σε σχέση με το τεχνικό άτομο που είναι φορέας της τεχνικότητας. Το τεχνικό άτομο δεν ανήκει στην ίδια εποχή με την εργασία που το ενεργοποιεί ή με το κεφάλαιο που το πλαισιώνει.Η διαλεκτική μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας είναι λάθος επειδή ανήκει στο παρελθόν…
Αν αποβάλλουμε από το κέντρο της ιστορίας την πάλη των τάξεων, η ύπαρξη των αφεντικών και της εργατικής τάξης μετατρέπεται από ζήτημα πολιτικό σε ζήτημα τεχνικό. Αν “το ισχυρότερο αίτιο της αλλοτρίωσης στον κόσμο σήμερα βασίζεται στην παρανόηση των μηχανών”, αυτό συμβαίνει επειδή θα πρέπει τα τεχνικά αντικείμενα να αντιμετωπιστούν με τη δικιά τους “ανεξάρτητη”, αντι-διαλεκτική γενεαλογία. Η διαλεκτική κεφαλαίου-εργασίας αφορίζεται σαν μαρξιστικός οικονομισμός, ενώ η ανώτερη αξία της τεχνικής και η σχέση του ανθρώπου με αυτή τοποθετείται στο κέντρο της “προόδου”. Αντιστρέφεται, με αυτόν τον τρόπο, το γεγονός ότι η ίδια η εξέλιξη των μηχανών και οι “τρόποι ύπαρξής” τους στον καπιταλισμό αποτελούν αιτίες της αποξένωσης των δημιουργών και των χειριστών τους ως προς αυτές.
Δεν πρόκειται όμως για κάποιο ζήτημα οικονομικό, αλλά για ζήτημα πολιτικό. Γιατί οι διεργασίες που συνοδεύουν την εξέλιξη των μηχανών δεν είναι πολιτικά ουδέτερες. Είναι αλήθεια ότι η μηχανή “δεν αποτελεί πια προέκταση του σχήματος του σώματος”, αλλά ούτε και απλή προέκταση των διανοητικών δραστηριοτήτων. Αυτό από μόνο του δεν σημαίνει ότι αυτόματα οι μηχανές γίνονται “ακατανόητες” και “ξένες”. Η αποξένωση προκύπτει καθώς η εξέλιξη των μηχανών ενσωματώνει κάθε φορά τον καταμερισμό της εργασίας. Μέσα από αυτόν πραγματοποιείται η ανάλυση, μηχανοποίηση και ενσωμάτωση των ανθρώπινων κινήσεων/σκέψεων/γνώσεων – της ζωντανής εργασίας – στις μηχανές. Ακόμα, η εξέλιξη των μηχανών βασίζεται στην υπεξαίρεση της κοινωνικά παραγόμενης γνώσης και των διανοητικών δυνατοτήτων της εργατικής τάξης, οι οποίες μορφοποιούνται στις διαχωρισμένες τεχνοεπιστήμες. Έτσι, το σύνολο της γνώσης-εργασίας διαχωρίζεται από τους δημιουργούς της, μεταμφιέζεται σε εφευρετική ικανότητα ενός ατόμου ή μιας εταιρίας και ενσωματώνεται σαν “νεκρή” γνώση-εργασία στις μηχανές· γίνεται κεφάλαιο. Μ’ άλλα λόγια, οι σχέσεις παραγωγής που εκφράζονται μέσα από την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, αλλά και μέσα από την επιβολή του καταμερισμού της εργασίας, το σφετερισμό της, την ενσωμάτωσή της στις μηχανές και την εμπορευματοποίηση των αποτελεσμάτων της, παραμένουν στην καρδιά της σύγχρονης αλλοτρίωσης σαν τα βασικά της αίτια.
Η τοποθέτηση της “παρανόησης των μηχανών” σαν αίτιο της αλλοτρίωσης, ενώ στην πραγματικότητα είναι το αποτέλεσμά της, οδηγεί γρήγορα-γρήγορα σε μια ακόμα εκδοχή του τεχνοφετιχισμού. Σε αυτή την εκδοχή, το ατομικό κυνήγι της γνώσης ενός τεχνικού αντικειμένου, η διαμεσολαβημένη-εντατικοποιημένη επικοινωνία-ανταλλαγή πληροφοριών, η μυθολογία του “εναλλακτικού” cyborg και η απόδοση στα νέα τεχνικά μέσα καθεαυτά χειραφετητικών δυνατοτήτων συμπλέκονται και δημιουργούν μια θεωρία δίχως πράξη, που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα του ταξικού πολέμου. Αντίθετα, υποστηρίζουμε ότι στον καπιταλισμό, οι μηχανές και η εξέλιξή τους αποτέλεσαν ιστορικά και συνεχίζουν να αποτελούν αποτέλεσμα, αλλά και πεδίο του ταξικού ανταγωνισμού.
Μέσα σε αυτό το πεδίο, που συνεχίζει να ανα-διαμορφώνεται βίαια από την πλευρά των αφεντικών, είναι που θα πρέπει να τοποθετηθεί η κριτική στην αλλοτρίωση, την τεχνοφοβία και τον τεχνοφετιχισμό.
Μηχανολογία και ταξικός ανταγωνισμός
(σαν μια συνοπτική και, επομένως, ατελής υπενθύμιση της πρόσφατης ιστορίας και της τρέχουσας κατάστασης)
Ένα χρόνο μετά το “Du mode…”, το 1959, σε ένα άρθρο του Simondon στο περιοδικό “Revue de métaphysique et de morale” με τίτλο “Les limites du progrès humain” (Τα όρια της ανθρώπινης προόδου), γράφονταν, συμπερασματικά, τα παρακάτω:
Η μεταμόρφωση όλων των συνθηκών της ανθρώπινης ζωής, η επαύξηση της εναλλαγής της αιτιότητας μεταξύ του τι παράγει ο άνθρωπος και τι είναι, η πραγματική τεχνική πρόοδος μπορεί να θεωρηθεί ότι συνεπάγεται την ανθρώπινη πρόοδο όταν αποκτήσει μια δικτυακή δομή, της οποίας το πλέγμα είναι η ανθρώπινη πραγματικότητα … Για να καταστεί η τεχνική πρόοδος αυτορρυθμιζόμενη, πρέπει να είναι μια πρόοδος συνολική· αυτό σημαίνει ότι κάθε πεδίο της ανθρώπινης δραστηριότητας που μεταχειρίζεται την τεχνική πρέπει να βρίσκεται σε αντιπροσωπευτική και κανονιστική επικοινωνία με οποιοδήποτε άλλο πεδίο· τότε η πρόοδος θα ήταν οργανικού τύπου και θα αποτελούσε μέρος της ιδιαίτερης εξέλιξης τους ανθρώπου.
Αν και τα παραπάνω μπορούν να διαβαστούν σήμερα ως “προφητικά”, στην εποχή τους αποτελούσαν ζητήματα της φιλοσοφίας και της μεταφυσικής. Οι κάθε φορά νέες μηχανές και τεχνολογίες που συνοδεύουν την καπιταλιστική αναδιάρθρωση δεν εισάγονται έτσι απλά, επειδή κάποιος είχε μια ωραία ιδέα. Άλλωστε, υπάρχουν πολλά παραδείγματα όπου οι ιδέες και οι οραματισμοί προηγούνται των υλοποιήσεων ακόμα και κατά αρκετές δεκαετίες. Οι νέες κάθε φορά μηχανές παράγονται και επιβάλλονται κοινωνικά “κατά παραγγελία”, σύμφωνα με τις αναγκαιότητες των αφεντικών, αλλά και σαν “απάντηση” του κεφαλαίου απέναντι στην εργατική αρνητικότητα.
Το ενδιαφέρον, λοιπόν, της συγκεκριμένης “προφητείας” του Simondon είναι ότι μορφοποιούσε την “τεχνική πρόοδο” σαν “δικτυακή δομή”, σαν το λειτουργικό μοντέλο ενός καθολικού τεχνικού συστήματος, ενός “τεχνικού οικοσυστήματος” που (θα) εσωτερικεύει και (θα) διαμορφώνει όλα τα επιμέρους πεδία της ανθρώπινης – δραστηριότητας (που – μεταχειρίζεται – τεχνικά – μέσα).
Στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, τέλη της δεκαετίας του 1950, οι τεχνικοί του κεφάλαιου είχαν δύο σημαντικά και καινοτόμα “εργαλεία”: την καθολική μηχανή Turing και την ανακάλυψη της διπλής έλικας του DNA. Δεν είχαν όμως, πέρα από τα στενά εννοημένα τεχνοεπιστημονικά συμφέροντα, κανένα άλλο κίνητρο για να φαντάζονται κοινωνίες πλήρους μηχανοποίησης· γιατί αυτή ήταν η πρόταση του Simondon. Αυτό το κίνητρο, και μάλιστα με εξαιρετικά πιεστικό τρόπο, ήρθε μερικά χρόνια αργότερα, με τις πολλαπλές εκρήξεις και αρνήσεις, παγκόσμια, σε διάφορα (κρίσιμα) σημεία των κοινωνικών σχέσεων, στις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Ένα μέρος εκείνων των αρνήσεων, εναντίον της βιομηχανικής εργασίας, ήταν και “αντι-τεχνολογικό”, όχι σαν τον παλιό Λουδισμό, αλλά σαν απόρριψη κάθε νόρμας, κάθε κανόνα, που επιβαλόταν στην ανθρώπινη εργασία απ’ το μηχανικό σύμπλεγμα του Ταιηλορισμού / Φορντισμού. Στα εργοστάσια (αλλά και στο εκπαιδευτικό σύστημα, στο σύστημα υγείας, στο σύστημα πειθάρχησης) τα επιμέρους «γρανάζια» της μεταπολεμικής καπιταλιστικής machina απορρυθμίστηκαν.
Από εκείνο το ιστορικό σημείο και μετά, η αυτορρύθμιση της τεχνικής προόδου έπαψε να είναι η φιλοσοφική αινιγματική ιδέα κάποιου Simondon και έγινε η υποχρεωτική τάση φυγής του κεφάλαιου προς τα “εμπρός”, η απάντησή του στους εξεγερμένους προλετάριους! Και, κατά συνέπεια, η “οντολογία των μηχανών”, και μάλιστα των μηχανών ενός καθολικού τεχνικού “οικοσυστήματος”, έγινε η “οντολογία” του κεφάλαιου.
Ο Simondon και οι ιδέες του έγιναν, λοιπόν, πολιτικά επίκαιρες (απ’ την μεριά των αφεντικών) σ’ αυτήν την “μεταμοντέρνα” ιστορική φάση του καπιταλισμού. Η ουδετεροποίηση ή οποιαδήποτε απόδοση οντολογικών χαρακτηριστικών στις μηχανές το μόνο που μπορεί να προσφέρει είναι να θολώσει ακόμα περισσότερο την πραγματικότητα. Το προπέτασμα καπνού που καλύπτει τις δυναμικές της σύγχρονης καπιταλιστικής κρίσης/αναδιάρθρωσης εμφανίζεται ουδέτερα ως η ραγδαία ανάπτυξη των τεχνολογικών καινοτομιών. Η διαφήμισή τους σαν λύση-στην-κρίση ή ακόμα και σαν δυνατότητα για το “ξεπέρασμα” του ίδιου του καπιταλισμού-που-καταρρέει δεν αποτελούν παρά χυδαίους αποπροσανατολισμούς. Δεν πρόκειται πια για κάποιο ζήτημα φιλοσοφικό· ο,τι μπορεί να χαρακτηριστεί σαν σύγχρονη τεχνοκουλτούρα βρίσκεται ήδη πίσω σε σχέση με τα “άλματα” των τεχνοεπιστημών. Αν η βασική πηγή της αλλαγής καπιταλιστικού παραδείγματος βρίσκεται στην κρίση που προκάλεσε ο ταξικός ανταγωνισμός, οι ίδιες οι μηχανές που επιστρατεύτηκαν σαν απάντηση και η ραγδαία αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας που προκάλεσαν, έγιναν βασικό αίτιο της σημερινής δομικής κρίσης του κεφαλαίου.
Κι ωστόσο αυτή η “οντολογία” των μηχανών, ακόμα και σαν καταναλωτική φαντασμαγορία, λειτουργεί πετυχημένα από ιδεολογική άποψη. Ενώ η υποτίμηση της ζωντανής, ανθρώπινης εργασίας ξαναγίνεται μαζικά και βίαια, η “ανατίμηση” των μηχανών (μα πόσο “έξυπνες” μπορούν να γίνουν πια;) φαίνεται ότι λειτουργεί κατευναστικά (ακόμα και παραλυτικά…) μέσα στο κοινωνικό εργοστάσιο…
Rorre Margorp
cyborg #05 – 02/2016
- Το έργο του Simondon δεν περιορίζεται μόνο στη μηχανολογία και την οντολογική διαδικασία γένεσης των τεχνικών αντικείμενων. Το διδακτορικό του συμπληρώνεται και ολοκληρώνεται με δύο ακόμα έργα: το “L’ individu et sa genèse physico-biologique” (To άτομο και η φυσικο-βιολογική του γένεση, που εκδόθηκε το 1964) και το “L’ individuation psychique et collective” (Ψυχική και συλλογική εξατομίκευση, 1989). Η οντολογική προσέγγιση του μηχανικού-τεχνικού, του φυσικού αλλά και του ανθρώπινου (φυσικο-βιολογικού, ψυχικού και κοινωνικού-συλλογικού) πραγματοποιείται έχοντας σαν κοινό σημείο αναφοράς το άτομο και κυρίως τη διαδικασία της εξατομίκευσης. Το 2005 τα δύο έργα του για το άτομο και την εξατομίκευση εκδόθηκαν στα γαλλικά σε έναν τόμο κάτω από τον τίτλο “L’ individuation à la lumiere des notions de forme et d’ information” (Η εξατομίκευση υπό το φως των εννοιών της μορφής και της πληροφορίας). Έκτοτε βρίσκονται σε εξέλιξη προσπάθειες μετάφρασης, ώστε να εισαχθούν στην αγγλοσαξωνική βιβλιογραφία. Παράλληλα, καθώς τα θέματα και οι έννοιες που πραγματεύεται ο Simondon (η εξατομίκευση, η πληροφορία, η διατομικότητα) προβάλλουν για αρκετούς – “ριζοσπάστες” και μη – ακαδημαϊκους σαν απαντήσεις στα ζητήματα που προκύπτουν κατά τη διαμόρφωση του νέου καπιταλιστικού παραδείγματος, πληθαίνουν οι αναφορές στα έργα του. Λέγεται, επίσης, ότι ο Gilles Deleuze έχει “στηριχτεί” σε αρκετές από τις βασικές έννοιες του έργου του Simondon ενώ, από τους λεγόμενους μετα-εργατιστές, o Paolo Virno και ο Antοnio Negri έχουν αρκετές αναφορές/επιρροές στις πρόσφατες δημοσιεύσεις τους. ↩︎