βάζοντας τη συνείδηση στο ανατομικό τραπέζι
Αν κανείς πάρει τοις μετρητοίς τις διακηρύξεις των επιστημόνων (και των χρηματοδοτών τους), η τελευταία terra incognita που καλείται να κατακτήσει το τεχνοεπιστημονικό πνεύμα δεν είναι τίποτα λιγότερο από την ίδια τη συνείδηση. Υπάρχει, φυσικά, μια μακρά σειρά συζητήσεων κι αντιπαραθέσεων μέσα στην ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας γύρω από τη φύση και τη δομή αυτού που εν γένει θα μπορούσε να αποδοθεί με όρους όπως συνείδηση, σκέψη, διάνοια, νόηση, κ.ο.κ. Εκείνο που «τώρα» – δηλαδή τις τελευταίες δεκαετίες – φαίνεται να προκαλεί κύματα αισιοδοξίας ότι έφτασε η ώρα να λυθεί επιτέλους άπαξ δια παντός το ακανθώδες «πρόβλημα» της συνείδησης, είναι ότι πλέον αυτή η τελευταία έχει περάσει στη δικαιοδοσία της επιστήμης, που έχει καταφέρει να αναπτύξει τα κατάλληλα μεθοδολογικά και τεχνολογικά εργαλεία ώστε να μελετήσει τη νόηση «αντικειμενικά».
Ο καθ’ ύλην αρμόδιος κλάδος που θα μας διαφωτίσει, λοιπόν, για τέτοια ζητήματα που απασχολούν την ανθρωπότητα εδώ και χιλιετίες έχει βρει στέγη κάτω από το όνομα «γνωσιακές επιστήμες» (cognitive science), που φυσικά συνοδεύεται από τα αντίστοιχα συνέδρια, περιοδικά, πανεπιστημιακά τμήματα και προγράμματα σπουδών για την εξασφάλιση της απαιτούμενης θεσμικής κατοχύρωσης (και των προνομίων που αυτή συνεπάγεται). Αυστηρά μιλώντας, δεν πρόκειται για ένα ερευνητικό πεδίο που έχει να επιδείξει (τουλάχιστον όχι ακόμα) τον ίδιο βαθμό θεωρητικής συνοχής που έχουν πιο παραδοσιακές επιστήμες, όπως η φυσική. Έστω κι έτσι όμως, μπορεί να εντοπιστεί ένας ευδιάκριτος πυρήνας θεωρητικών δεσμεύσεων που επιτρέπει στους εμπλεκόμενους επιστήμονες έναν βαθμό συνεννόησης και που θα μπορούσε να κωδικοποιηθεί ως εξής: υπαγωγή του «προβλήματος της νόησης» – καθώς και όλων των κλάδων που θα μπορούσαν να συμβάλουν: γλωσσολογία, ανθρωπολογία, κ.τ.λ. – στο υπολογιστικό παράδειγμα. Καθόλου αναπάντεχα επομένως, το πρόβλημα μεταφράζεται συχνά σε ένα (υποτίθεται) ισοδύναμό του: είναι δυνατό να κατασκευαστούν μηχανές που να σκέφτονται; Αυτό είναι το θεμελιώδες ερώτημα της λεγόμενης «σκληρής» τεχνητής νοημοσύνης και μια καταφατική απάντηση – κυρίως στο πώς – θα ανοίγε αυτόματα τον δρόμο για την κατανόηση και της ανθρώπινης νοημοσύνης.
Νοημοσύνη, συνείδηση, νόηση, σκέψη: είναι όλοι αυτοί οι όροι που έχουμε χρησιμοποιήσει μέχρι τώρα ισοδύναμοι κι εναλλάξιμοι; Αναφέρονται στο ίδιο «πράγμα»; Εξαρτάται από την οπτική του καθενός. Για την τεχνητή νοημοσύνη και τις γνωσιακές επιστήμες,1 οι τυχόν διαφοροποιήσεις φαίνονται μάλλον ασήμαντες, με την πρωτοκαθεδρία να δίνεται κατά κύριο λόγο στη «νοημοσύνη». Από μια ιστορική – γενεαλογική οπτική όμως, η «νοημοσύνη» συνιστά μόλις το τελευταίο και πολύ πρόσφατο προϊόν μιας μακράς διαδικασίας διασταυρώσεων, επιλογών κι αποκλεισμών προηγούμενων εννοιών· μια διαδικασία που μικρή σχέση είχε με κάποια «αθώα» επιστημονική περιέργεια. Τι ιστορικές μνήμες μπορεί να φέρει, λοιπόν, εντός της μια έννοια σαν τη «νοημοσύνη»; Είναι ένα βουβό «πράγμα», ένα αυτονόητο αντικείμενο προς επιστημονική μελέτη ή μήπως μπορεί να «μιλήσει»;
το τεστ Turing
Στο περίφημο άρθρο του «Υπολογιστικές Μηχανές και Νοημοσύνη» (Computing Machinery and Intelligence), ο Turing αποφεύγει διακριτικά να μπει (και να χαθεί) σε φιλοσοφικο-ιστορικούς λαβυρίνθους γύρω από την έννοια της νοημοσύνης, ξεκινώντας ως εξής:
«Προτείνω να εξετάσουμε το ερώτημα «Μπορούν οι μηχανές να σκέφτονται;». Θα έπρεπε να ξεκινήσουμε ορίζοντας τη σημασία των όρων «μηχανή» και «σκέφτονται».
…
Αντί να επιχειρήσω να δώσω έναν τέτοιου είδους ορισμό, θα αντικαταστήσω αυτό το ερώτημα με ένα άλλο που συνδέεται στενά με το πρώτο κι εκφράζεται με σχετικά μη αμφίσημες λέξεις.
Στη νέα του μορφή το πρόβλημα μπορεί να περιγραφεί με τους όρους ενός παιχνιδιού που θα το ονομάσουμε «παιχνίδι της μίμησης». Παίζεται με τρεις παίκτες: έναν άνδρα (Α), μια γυναίκα (Β) κι ένα τρίτο πρόσωπο (Γ), τον ανακριτή, ο οποίος υποβάλλει ερωτήσεις και μπορεί να ανήκει είτε στο ένα φύλο είτε στο άλλο. Ο ανακριτής βρίσκεται μόνος του σ’ ένα δωμάτιο, απομονωμένος από τους άλλους δύο παίκτες. Ο σκοπός του παιχνιδιού για τον ανακριτή είναι να προσδιορίσει ποιο από τα άλλα δύο πρόσωπα είναι ο άνδρας και ποιο η γυναίκα. Τους γνωρίζει μόνο μέσω των μονογραμμάτων Χ και Ψ και στο τέλος του παιχνιδιού θα πει «Χ είναι ο Α και Ψ είναι η Β» είτε «Χ είναι η Β και Ψ είναι ο Α». Ο ανακριτής έχει το δικαίωμα να θέτει στον Α και στον Β ερωτήσεις του τύπου:
«Γ: Θα ‘θελε παρακαλώ ο Χ να μου πει πόσο μακριά είναι τα μαλλιά του ή της;»
Αν υποθέσουμε λοιπόν ότι Χ είναι Α, τότε οφείλει να απαντήσει ο Α. Σκοπός του Α στο παιχνίδι είναι να εξαπατήσει τον Γ και να τον οδηγήσει σε λανθασμένη αναγνώριση. Η απάντησή του επομένως θα μπορούσε να είναι:
«Τα μαλλιά μου είναι κομμένα α λα γκαρσόν και οι μακρύτερες τούφες φτάνουν περίπου τα είκοσι εκατοστά.»
Για να αποφευχθεί ο κίνδυνος να βοηθήσει ο τόνος της φωνής τον ανακριτή, οι απαντήσεις πρέπει να είναι γραπτές, ή, ακόμα καλύτερα, δακτυλογραφημένες. Η ιδανική λύση θα ήταν να επικοινωνούν τα δύο δωμάτια μέσω τηλετύπου. … Σκοπός του παιχνιδιού για τον τρίτο παίκτη (Β) είναι να βοηθάει τον ανακριτή. Πιθανόν η καλύτερη στρατηγική για τον Β, δηλαδή τη γυναίκα, είναι να δίνει ειλικρινείς απαντήσεις. Θα μπορούσε να προσθέσει στις απαντήσεις της φράσεις όπως «Μην τον ακούς, εγώ είμαι η γυναίκα!». Αυτό όμως δεν θα ωφελούσε σε τίποτα, δεδομένου ότι και ο άνδρας θα μπορούσε να κάνει ανάλογες παρατηρήσεις.
Τώρα ας αναρωτηθουμε: «Τι θα συνέβαινε αν σε αυτό το παιχνίδι τη θέση του Α την έπαιρνε μία μηχανή;». Σε αυτή την περίπτωση ο ανακριτής θα έκανε εξίσου συχνά λάθος όπως όταν το παιχνίδι παίζεται ανάμεσα σε έναν άνδρα και μια γυναίκα; Αυτά τα ερωτήματα αντικαθιστούν το αρχικό μας ερώτημα «Μπορούν οι μηχανές να σκέφτονται;»2
Μέσα σε ορισμένους κύκλους συναφείς με αυτόν της τεχνητής νοημοσύνης, υπάρχει, απ’ ό,τι φαίνεται, μια παράδοση να «προσομοιώνονται» δραστηριότητες και καταστάσεις ιδιαζόντως ανθρώπινες μέσα από παιχνίδια και μάλιστα από μια ιδιαίτερη κατηγορία παιχνιδιών, αυτών που περιλαμβάνουν κάποια μορφή εξαπάτησης (το «παιχνίδι» με το δίλημμα των φυλακισμένων είναι μια άλλη τέτοια περίπτωση που χρησιμοποιείται συχνά στη θεωρία παιγνίων). Από μόνη της μια τέτοια επιλογή θα μπορούσε να δημιουργήσει υποψίες σχετικά με την (επιστημολογική, όχι απαραίτητα ηθική) νομιμότητα της «προσομοίωσης». Όμως δεν θα σταθούμε σε αυτό το ζήτημα εδώ. Ας κάνουμε την υπόθεση ότι έχει νόημα να χρησιμοποιείται αυτό το παιχνίδι ως κριτήριο νοημοσύνης. Ο ίδιος ο Turing μπορεί να (νομίζει ότι) αποφεύγει να δώσει σαφείς ορισμούς των όρων «μηχανή» και «σκέφτομαι», όμως δεν είναι δύσκολο να εξαχθούν, έστω κι έμμεσα, αυτοί οι ορισμοί, πειράζοντας το παιχνίδι σε κρίσιμα σημεία του και βλέποντας πότε αυτό καταρρέει – δηλαδή παύει να έχει νόημα, σύμφωνα με τους αρχικούς του σκοπούς – και πότε μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί απρόσκοπτα.
Στα πλαίσια του παιχνιδιού, η απομόνωση των παικτών (ή του παίκτη και της μηχανής) από τον ανακριτή φαίνεται να εξυπηρετεί κατ’ αρχήν μεθοδολογικούς σκοπούς. Η απομόνωση δεν είναι η ίδια αυτοσκοπός αλλά λειτουργεί ως ένας μηχανισμός δικαιοσύνης και προστασίας του ενός παίκτη (ή της μηχανής) που έχει το μειονέκτημα να μην είναι αυτό που θέλει να παραστήσει ότι είναι (για τον άνδρα που παριστάνει τη γυναίκα και για τη μηχανή που παριστάνει το νοήμον ον). Από αυτή την άποψη, επομένως, δεν θα έπρεπε να συνιστά κάποιο θεμελιώδες γνώρισμα του παιχνιδιού. Κι όμως, αυτός ο κατ’ αρχήν μεθοδολογικός κανόνας ίσως και να κρύβει μέσα του ορισμένες οντολογικού τύπου συνέπειες. Έστω ότι προστίθεται κι ένα επόμενο βήμα στο παιχνίδι: τα αποκαλυπτήρια. Μετά το τέλος μιας παρτίδας αποκαλύπτεται η πραγματική ταυτότητα των παικτών. Πώς θα αντιδρούσε αυτός που έχει τον ρόλο του ανακριτή αν μάθαινε ότι ο παίκτης που αναγνώρισε ως άνθρωπο ήταν τελικά μηχανή; Στην καλή περίπτωση ενός ανοιχτόμυαλου ανακριτή, θα μπορούσε να συνεχίσει τη συζήτηση με τη μηχανή (αν την έβρισκε ενδιαφέρουσα)· ας πούμε για τις απαρχές της τέχνης του κινηματογράφου. Όμως δεν θα μπορούσε να δει κάποια ταινία του Αϊζενστάιν μαζί με τη μηχανή. Η αντίρρηση εδώ θα ήταν ότι κι αυτό είναι δυνατό, π.χ., θα μπορούσε η μηχανή να «διαβάζει» το αρχείο της ταινίας την ώρα που αυτή θα παίζει. Και πάλι όμως, ο ανακριτής δεν θα μπορούσε να πάει μια βόλτα στον κινηματογράφο μαζί με τη μηχανή. Κι αν η μηχανή ήταν ρομπότ; Δεν θα ήταν κι αυτό δυνατό; Σωστά. Όμως θα μπορούσε να πληρώσει εισιτήριο; Ή να καταλάβει ότι δεν χρειάζεται να πληρώσει γιατί ο ταμίας είναι φίλος του ανακριτή και τους αφήνει να περάσουν χωρίς εισιτήριο; Ή…, ή…, ή γενικά να εμπλακεί σε όλο το φάσμα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων (ας πούμε να διαθέτει ερωτισμό και να αναπαράγεται);
Για να μην το κουράζουμε πολύ, θα μπορούσε να απαντήσει κανείς καταφατικά σε όλα αυτά τα «ή», ακόμα και στο τελευταίο. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση το αρχικό παιχνίδι έχει χάσει πλέον το νόημά του και το κριτήριο της νοημοσύνης έχει διασταλεί τόσο πολύ ώστε να συμπίπτει από κάθε άποψη με το κριτήριο της ανθρώπινης υπόστασης: μια μηχανή διαθέτει νοημοσύνη όταν είναι άνθρωπος. Από τη στιγμή που αίρεται ο περιορισμός της απομόνωσης, μοιάζει σχεδόν αδύνατο να σταματήσει η αλυσίδα των επιπλέον κριτηρίων. Στο βαθμό όμως που γίνεται δεκτό ότι τελικά η απομόνωση είναι κρίσιμο στοιχείο για να διατηρήσει το παιχνίδι το νόημά του, τότε αυτόματα συνεπάγεται ότι ένα βασικό κριτήριο για τη νοημοσύνη είναι ο διάλογος και μάλιστα στη «γραπτή» του, ασώματη μορφή.3
Στη συνέχεια του άρθρου του ο Turing προχωράει σε μια εξέταση του είδους των μηχανών που θα ήταν κατάλληλες για να λάβουν μέρος στο παιχνίδι της μίμησης· κι αυτές φυσικά δεν είναι άλλες από τους ψηφιακούς υπολογιστές. Κι εφόσον αυτές οι μηχανές ήταν ένα σχετικά πρόσφατο τεχνολογικό επίτευγμα (το άρθρο γράφτηκε το 1950) και δεν μπορούσε να θεωρηθεί δεδομένο ότι οι αναγνώστες γνώριζαν περί τίνος επρόκειτο, ο Τιούρινγκ επιχειρεί και μια περιγραφή των βασικών τους αρχών λειτουργίας:
«Μπορούμε να εξηγήσουμε τη βασική ιδέα πίσω από από τους ψηφιακούς υπολογιστές λέγοντας ότι ο σκοπός αυτών των μηχανών είναι να εκτελούν όλες τις πράξεις που θα μπορούσε να εκτελέσει κι ένας ανθρώπινος υπολογιστής.4
Ο ανθρώπινος υπολογιστής υποτίθεται ότι ακολουθεί συγκεκριμένους κανόνες· δεν έχει δικαίωμα να αποκλίνει από αυτούς σε καμμία τους λεπτομέρεια. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτοί οι κανόνες τού παρέχονται υπό τη μορφή ενός βιβλίου, το οποίο κι αλλάζει κάθε φορά που του ανατίθεται μια καινούρια δουλειά. Διαθέτει επίσης μια απεριόριστη ποσότητα χαρτιού για να το χρησιμοποιεί την ώρα που εκτελεί τους υπολογισμούς του.
…
Το βιβλίο των κανόνων με το οποίο έχουμε εφοδιάσει τον ανθρώπινο υπολογιστή μας είναι φυσικά ένα εφεύρημα που μας διευκολύνει. Στην πραγματικότητα, οι ανθρώπινοι υπολογιστές απλώς θυμούνται τι πρέπει να κάνουν. Αν κάποιος θέλει να φτιάξει μια μηχανή που να μιμείται τη συμπεριφορά του ανθρώπινου υπολογιστή κατά την εκτέλεση μιας περίπλοκης πράξης, τότε πρέπει να τον ρωτήσει τι ακριβώς κάνει και μετά να μεταφράσει τις απαντήσεις του και να τους δώσει τη μορφή ενός πίνακα εντολών.»5
Τι θα γινόταν, λοιπόν, αν η μηχανή δεν ήταν ένας ψηφιακός υπολογιστής; Αν με τον όρο αυτόν αναφερόμαστε στα υλικά κατασκευής του – δηλαδή σε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή – τότε η αλλαγή της μηχανής με μια άλλη, κατασκευασμένη από άλλα υλικά δεν θα είχε καμμία συνέπεια στο παιχνίδι. Εξίσου θεμιτή θα ήταν και η χρήση ενός ηλεκτρομηχανικού υπολογιστή (όπως εξάλλου ήταν οι πρώτοι υπολογιστές) ή ακόμα κι ενός που θα ήταν κατασκευασμένος από υδραυλικά στοιχεία. Υπό έναν όρο: όλες αυτές οι μηχανές κωδικοποιούν έναν αριθμό εσωτερικών καταστάσεων στα υλικά στοιχεία τους (στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές αυτό γίνεται μέσω της τάσης των ηλεκτρονικών στοιχείων τους· στους υδραυλικούς θα μπορούσε το ίδιο να γίνεται μέσω της πίεσης) καθώς και τους κανόνες που διέπουν τις μεταβάσεις μεταξύ των καταστάσεων υπό τη μορφή ενός πίνακα συγκεκριμένων, μη – αμφίσημων εντολών. Αν ικανοποιείται αυτός ο όρος, τότε είναι αδιάφορο το υλικό κατασκευής της μηχανής.
Ωστόσο, υπάρχει μια κρίσιμη διαφορά ανάμεσα σε έναν ανθρώπινο υπολογιστή κι έναν ψηφιακό υπολογιστή (ανεξαρτήτως υλικού), ακόμα κι αν θεωρηθεί ότι το βιβλίο κανόνων περιέχει μονοσήμαντα καθορισμένες εντολές: η δυνατότητα της άρνησης. Για τον ανθρώπινο υπολογιστή, ο Turing λέει ότι «υποτίθεται ότι ακολουθεί συγκεκριμένους κανόνες· δεν έχει δικαίωμα να αποκλίνει από αυτούς», χωρίς όμως να αναφέρεται στο πώς εξασφαλίζεται αυτό το «υποτίθεται». Προχωρώντας την αναλογία ανθρώπινου/ψηφιακού υπολογιστή ένα βήμα παραπέρα, είναι σαφές ότι η ύπαρξη ενός επιστάτη θα διασφάλιζε την υπακοή του εκτελεστή των πράξεων (τον όρο «υπακοή» τον χρησιμοποιεί συνέχεια ο ίδιος ο Turing).6 Μόνο που στην περίπτωση της μηχανής ο επιστάτης δεν είναι ένα στοιχείο εξωτερικό ως προς την ίδια, αλλά τμήμα της εσωτερικής αρχιτεκτονικής της (σε τεχνικούς όρους, λέγεται μονάδα ελέγχου). Κάτι το οποίο σημαίνει ότι, για να είναι ακριβής η αναλογία, θα πρέπει ο εκτελεστής επί της ουσίας να έχει εσωτερικεύσει την υπακοή – κι υπάρχει ένας ασφαλής τρόπος για να διασφαλιστεί η εσωτερίκευση της υπακοής: η αδιαφορία απέναντι στα περιεχόμενα των συμβόλων και των εντολών που καλείται να διαχειριστεί ο εκτελεστής. Ή αλλιώς, μια νοηματική ακηδία.
κογκνιτιβισμός και κριτικές
Τα παραπάνω ενδέχεται να δημιουργούν σε κάποιους την αίσθηση ηθικών-αξιολογικών κρίσεων. Λέξεις όπως υπακοή, επιστάτης, αδιαφορία είναι φυσικό να ανακινούν αμυντικά αντανακλαστικά. Όμως είναι κάτι παραπάνω από πιθανό ότι ο Turing δεν είχε τέτοιες προθέσεις κι ούτε έβλεπε κάτι προβληματικό στη χρήση τους. Ένα σύγχρονο εγχειρίδιο εισαγωγής στο ερευνητικό πεδίο μελέτης του «νου» και της «νοημοσύνης» μπορεί να επαναλάβει ακριβώς τα ίδια σε ένα πιο αφηρημένα φιλοσοφικό επίπεδο κι αποκαθαρμένα από παραπομπές σε «ανθρωπομορφικές μεταφορές»:
• Η σκέψη συνίσταται στον αλγοριθμικό χειρισμό νοητικών συμβόλων.
• Τα σύμβολα, ως εσωτερικές αναπαραστάσεις, έχουν αυθαίρετη (για την ακρίβεια, συμβατική) σημασία (όπως στη γλώσσα).
• Ο νους διαθέτει εσωτερικές καταστάσεις που συνδέονται αιτιακά η μία με την άλλη, μέσω των αλγοριθμικών κανόνων…
• … και είναι ανεξάρτητος από το υλικό μέσο στο οποίο υλοποιείται ή αλλιώς υφίσταται μια τυπική ισοδυναμία ανάμεσα σε συστήματα που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως νοήμονα.
• Ανεξαρτησία από το μέσο δεν σημαίνει «πνευματικότητα». Οι ίδιοι οι ψηφιακοί υπολογιστές είναι ένα παράδειγμα του πώς είναι δυνατός ο χειρισμός συμβόλων χωρίς να προϋποτίθενται «πνευματικές» ουσίες.
Η παραπάνω σειρά «αξιωματικών» προτάσεων (ή αφορισμών ίσως) βρίσκονται στον πυρήνα του σύγχρονου παραδείγματος των γνωσιακών επιστημών, αυτού που αποδίδεται ενίοτε με τον όρο «κογκνιτιβισμός».7 8 Αν επιλέξαμε τον πιο δύσβατο δρόμο που ξεκινάει από το άρθρο του Turing, σχεδόν 70 χρόνια πριν, αντί να παρουσιάσουμε κατευθείαν τα αξιώματα στην «καθαρή» τους επιστημολογική μορφή, ένας λόγος (πέρα από το στενά εννοούμενο ιστορικό ενδιαφέρον) είναι και για να φανεί το εξής σημαντικό (κατά τη γνώμη μας): αυτά που σήμερα φαντάζουν ως «απλές» επιστημονικές θέσεις και υποθέσεις έχουν καταγωγή και ριζώνουν σε συγκεκριμένες ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες, οι οποίες και κληροδοτούν στην επιστημονική θεωρία «μεταφορές» και «σχήματα λόγου» που κατόπιν αποκρυσταλλώνονται σε «καθαρές» και αφηρημένες θέσεις. Η συμβατικότητα των συμβόλων ανήκει πλέον στην επιστημονική κοινή της γλωσσολογίας (κι εξ ορισμού της πληροφορικής). Η αδιαφορία απέναντι στα περιεχόμενα που χειρίζεται ο εκτελεστής του Turing λέει επί της ουσίας το ίδιο πράγμα. Ωστόσο, μοιάζει υπερβολικά πολύ με αυτό που ορισμένοι θα ονόμαζαν «αποξένωση της εργασίας». Όμως πρέπει να ξεκινήσουμε από πιο πίσω.
Πριν περάσουμε στα αμιγώς γενεαλογικά και για χάρη πληρότητας, αξίζει να αναφέρουμε ότι ο κογκνιτιβισμός δεν αποτελεί ένα αρραγές παράδειγμα. Παρότι κυρίαρχος, έχουν ασκηθεί κριτικές εναντίον του κι από το εσωτερικό των γνωσιακών επιστημών. Πολλές από αυτές εστιάζουν ακριβώς στο πρόβλημα του νοήματος, επιχειρώντας να δείξουν ότι, για να λυθεί αυτό το πρόβλημα με βάση τις παραδοχές του κογκνιτιβισμού, θα έπρεπε να υποτεθεί ότι μέσα στον νου υπάρχει ένας άλλος νους που τελικά συγκροτεί τις εσωτερικές αναπαραστάσεις σε ένα όλο με νόημα (κάτι σαν τα ανθρωπάρια-homunculus του Καρτέσιου). Οπότε απλώς μετατίθεται και δεν λύνεται το πρόβλημα, εφόσον θα πρέπει να εξηγηθεί και το εσωτερικό homunculus. Μια άλλη γραμμή κριτικών εστιάζει στο ρόλο του σώματος και στην απουσία του από το κογκνιτιβιστικό πρόγραμμα. Για παράδειγμα, οι θεωρίες του εκτεταμένου νου (extended mind) βλέπουν και τα αντικείμενα του εξωτερικού χώρου ως μέρος του νου. Χωρίς να έχουμε ασχοληθεί ιδιαίτερα με τις εν λόγω θεωρίες, σε πρώτη ματιά φαντάζουν ως απέλπιδες προσπάθειες που εύκολα καταλήγουν σε έναν άκρατο ιδεαλισμό («τα πάντα είναι μέσα στο νου»)9. Περισσότερο ενδιαφέρον φαίνεται να έχουν οι θεωρίες της «ενσώματης νόησης» (embodied cognition), που έχουν καταγωγή και από τις κριτικές του φιλοσόφου Χιούμπερτ Ντρέυφους (Hubert Dreyfus) που επιχειρούν να δείξουν το ρόλο του σώματος στις διεργασίες της νόησης. Υπάρχει μια ασάφεια στις σχετικές συζητήσεις ως προς το πόσο διευρυμένος θα πρέπει να θεωρείται αυτός ο ρόλος του σώματος. Σε κάποιες περιπτώσεις, αυτό φαίνεται να σημαίνει απλά ότι οι βιολογικές λειτουργίες του σώματος επηρεάζουν τη νόηση. Σε άλλες, «ο ρόλος του σώματος» περιλαμβάνει ακόμα κι αυτό που θα λέγαμε «πολιτισμικό πλαίσιο». Βέβαια, σε αυτή την περίπτωση ανοίγματος σε ευρύτερους περιβαλλοντικούς παράγοντες, ακυρώνεται όλος ο κογκνιτιβισμός (μοιάζει κάπως με την εξέλιξη της γενετικής και την εισαγωγή των περιβαλλοντικών παραγόντων). Χμμμ, σε καμμιά πενηνταριά χρόνια και με λίγη χρηματοδότηση ακόμα, όλοι αυτοί οι «φιλόσοφοι του νου» ίσως ανακαλύψουν ότι η συνείδηση μπορεί να είναι και ταξική (για τους επιστήμονες δεν το συζητάμε, ύπνος του δικαίου)! Παρεμπιπτόντως, όταν ο Ντρέυφους δημοσίευσε τις πρώτες του κριτικές στην τεχνητή νοημοσύνη, σχεδόν 40 χρόνια πριν, δέχτηκε λυσσαλέες (ως χυδαίες) επιθέσεις κι ακόμα εξακολουθεί να προκαλεί δυσφορία, παρότι δεν είναι και κάποιος ριζοσπαστικός στοχαστής, με την έννοια των κοινωνικο-πολιτικών αναφορών. Οι αναφορές του είναι στον Μερλώ-Ποντύ και στον Χάιντεγκερ.
από την ψυχή στη συνείδηση
Από μία άποψη, το να επιχειρήσει κανείς να ψάξει μέσα στην ιστορία των ιδεών για να βρει αντιστοιχίες με σημερινές έννοιες είναι μια μάταιη απόπειρα. Όπως είναι αναμενόμενο, δεν είναι καθόλου σπάνιο το φαινόμενο όροι που ανήκουν στο σημερινό λεξιλόγιο να απουσιάζουν τελείως από ένα χρονικό σημείο και πίσω. Ακόμα και στις περιπτώσεις όμως που μπορούν να ανευρεθούν, η κατανόησή τους προϋποθέτει την ένταξή τους στο τότε εννοιολογικό σύμπαν (ή, μιλώντας πιο φιλοσοφικά, την ιστορική συγκεκριμενοποίησή τους) κι όχι την ευθύγραμμη προβολή τους στο παρελθόν – αν και αυτό ακριβώς είναι που κάνουν πολλές συμβατικές ιστορικές αφηγήσεις σε μια προσπάθεια να δείξουν ότι όλες οι παρελθοντικές συζητήσεις ήταν απλά μια προετοιμασία που νομοτελειακά φτάνει στο σήμερα.
Τύπικο παράδειγμα έννοιας που εμφανίζεται σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο και που από εκείνο το σημείο και μετά μεταβολίστηκε πολλαπλές φορές για να καταλήξει με τη σημερινή της σημασία είναι αυτή της συνείδησης. Ως λέξη απουσιάζει τελείως από την αρχαία ελληνική γραμματεία. Αν «πρέπει» να εντοπιστεί μια έννοια με στενή συγγένεια ως προς αυτή της συνείδησης, τότε αυτή θα ήταν μάλλον η «ψυχή», που όμως και σε αυτή την περίπτωση χωρίζεται από ένα μεγάλο χάσμα σε σχέση με ό,τι σήμερα θα σηματοδοτούσαμε είτε με την έννοια της «συνείδησης» είτε με αυτή της «ψυχής». Ένα κρίσιμο σημείο διαφοροποίησης σε σχέση με μετέπειτα εξελίξεις είναι ότι η αρχαιοελληνική ψυχή δεν είχε απαραίτητα πνευματιστικές συμπαραδηλώσεις σε άυλες ουσίες ή, και στις περιπτώσεις που είχε, αυτό το άυλο αναφερόμενό της είχε ουσιωδώς διαφορετική σύσταση σε σχέση με τις άυλες ουσίες του χριστιανισμού. Μια αντίληψη περί ψυχής που υπήρξε κυρίαρχη την ήθελε να αποτελεί ένα είδος κοσμικής δύναμης, ενδιάθετης μέσα στα ίδια τα υλικά πράγματα, ακόμα και σε αυτά που με σημερινούς όρους θα ονομάζαμε άψυχα (το κλασσικό παράδειγμα εδώ είναι οι μαγνήτες που θεωρούνταν έμψυχοι, λόγω της ικανότητάς τους να κινούν άλλα αντικείμενα χωρίς άμεση επαφή). Για τις αριστοτελικές θεωρίες από την άλλη, και σε ό,τι αφορά τον ίδιο τον άνθρωπο, ο κλάδος της ψυχολογίας ήταν απλώς τμήμα της φυσικής, όπως αυτή εφαρμόζεται ειδικά στα έμβια όντα. Ως δύναμη που μορφοποιεί το σώμα, διατηρούσε έναν άρρηκτο δεσμό με αυτό, κι εξ αυτού του λογού απορριπτόταν φυσικά κάθε έννοια ατομικής ψυχής η οποία παραμένει ζωντανή μετά τον θάνατο. Όπως το σώμα υπόκειται σε σταδιακή φθορά και παρακμή μετά τον θάνατο, έτσι και η ψυχή όφειλε να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο. Ως δύναμη εντελέχειας από την άλλη, ήταν αυτή που επίσης παρείχε σκοπούς στο σώμα, κάτι που είχε ως συνέπεια να μην χρειάζεται και καμμία ειδική θεωρία περί ψυχολογικών κινήτρων. Αυτό που κατά μία έννοια είχε υπερβατική κι άχρονη σύσταση για τις αριστοτελικές θεωρίες ήταν ο Λόγος. Ωστόσο, έχει σημασία να κατανοηθεί εδώ ότι ούτε ο Λόγος ήταν ατομικό κτήμα μεμονωμένων υποκειμένων. Αντιθέτως, αναφερόταν σε ένα είδος θείου Νου, υπερπροσωπικού και καθολικού που παρέχει τις πρώτες αρχές για την τάξη του κόσμου.
Η εξαίρεση στον κανόνα που απέρριπτε αντιλήψεις περί ατομικής ψυχής ήταν φυσικά ο Πλάτωνας που «πρώτος» αποδέχτηκε ότι η ψυχή έχει τη δυνατότητα να επιβιώνει μετά θάνατον (αν και πιθανότατα δανείστηκε αυτές τις ιδέες από ορφικά και πυθαγόρεια ρεύματα). Ακόμα και στην περίπτωση του Πλάτωνα όμως, η ψυχή δεν συνιστούσε το κέντρο γύρω από το οποίο περιστρεφόταν η πνευματική δραστηριότητα, αλλά μόνο μια διαμεσολαβητική αρχή μεταξύ του αισθητού κόσμου και του Λόγου. Η ύπαρξη κι εδώ του Λόγου ως απώτατου και καθολικού σημείου αναφοράς έχει βαρύνουσα σημασία για τον εξής λόγο: ο σκοπός της ψυχής δεν ήταν ποτέ μέσα στον αρχαίο κόσμο κάποιο είδος ατομικής αυτο-πραγμάτωσης ή ατομικής λύτρωσης. Επομένως, ούτε η ηθική που προέκυπτε ήταν δυνατό να περιορίζεται σε ατομικά πλαίσια, αλλά αντιθέτως κοιτούσε πάντα προς τη δημόσια σφαίρα. Μέσα στο αρχαίο άστυ όπου η πολιτική δράση ήταν μέρος της καθημερινής δραστηριότητας (για τους ελεύθερους πολίτες βέβαια), κάθε έννοια αρετής όφειλε να συνδέεται με την πολιτική κι επομένως με τη δημόσια σφαίρα. Όπως επίσης δεν μπορούσε να αποσυνδεθεί από την ίδια την πράξη, ως κάτι ριζικά διακριτό από «εσωτερικά» κίνητρα και σκέψεις. «Είσαι ό,τι πράττεις δημόσια» (κι όχι «είσαι ό,τι σκέφτεσαι ιδιωτικά»)· έτσι θα μπορούσε συμπυκνωμένα (κι ελαφρώς παραδοξολογικά) να αποδοθεί η τότε κυρίαρχη αντίληψη για τον ρόλο της ψυχής.
Όχι τυχαία, η εισαγωγή της λέξης «συνείδηση» γίνεται από το φιλοσοφικό ρεύμα του στωικισμού (με τον λατινικό όρο conscientia). Γιατί δεν ήταν απλή σύμπτωση η γέννηση της συνείδησης εκείνη τη στιγμή; Η μετάβαση από το πολιτικό μοντέλο της πόλης-κράτους (με την ενεργή πολιτική συμμετοχή) σε αυτό της αυτοκρατορίας (με τη συνεπαγόμενη συγκέντρωση πολιτικής δύναμης) είχε ως συνέπεια και τεκτονικές μετατοπίσεις στις γενικότερες αντιλήψεις περί ηθικής (κι όχι μόνο). Ο στωικισμός, προτάσσοντας ως πρότυπο ηθικής στάσης την αταραξία απέναντι στα γεγονότα του εξωτερικού κόσμου, που ούτως ή άλλως βρίσκονται πέρα από τις δυνατότητες ελέγχου του ατόμου, κάνει αυτόματα κι ένα πρώτο σημαντικό βήμα προς την εξατομίκευση της ηθικής. Αν, σύμφωνα με τη στωική αντίληψη, το άτομο δεν μπορεί να ελέγξει τον εξωτερικό κόσμο, έχει ωστόσο τη δυνατότητα ενός εσωτερικού ελέγχου: τη δυνατότητα της αυτοσυγκράτησης και της περιστολής των παθών ώστε να μην παρασύρεται σε κατάστασεις που το υπερβαίνουν. Σε περίπτωση που ακόμα δεν έχει γίνει φανερό πώς μπαίνει η συνείδηση στο παιχνίδι, ο λόγος είναι απλός: πιθανότατα με τη λέξη «συνείδηση» αντιλαμβάνεστε έναν ουδέτερο, γνωσιολογικό όρο, σαν αυτό που υποτίθεται ότι μελετάνε οι «φιλόσοφοι του νου». Όμως η συνείδηση γεννήθηκε ως ηθικός όρος, αναφερόμενος σε εκείνο το είδος επίγνωσης μέσα (και ξεχωριστά) σε κάθε άτομο που οφείλει να εξετάζει και να ελέγχει τα πάθη της ψυχής, κατά τις επιταγές της στωικής φιλοσοφίας. Ήταν ακριβώς η αίσθηση της καθημερινής, ηθικής μάχης στα ενδότερα κάθε ατόμου που οδήγησε στην αντίληψη ότι υπάρχει κάτι που λέγεται (ηθική) συνείδηση.
Αποφασιστική ώθηση προς την περαιτέρω εξατομίκευση της ηθικής και της ψυχής έδωσε φυσικά η επικράτηση του χριστιανισμού· κι εδώ εμβληματική θέση κατέχει ο Αυγουστίνος (4ος-5ος αιώνας μ.χ.). Για τους πρώιμους χριστιανούς, τα γνωσιολογικά ζητήματα που αφορούν στην φυσική τάξη του κόσμου παραμερίζονται για να δώσουν τη θέση τους στα αμιγώς ηθικά ζητήματα. Ο ρόλος των υλικών αντικειμένων του κόσμου περιορίζεται ουσιαστικά στο να παρέχουν απλώς τα μέσα με τα οποία η ψυχή θα επιτύχει την ατομική σωτηρία. Αν υπάρχει κάποιος νόμος που διέπει τον κόσμο, αυτός είναι ο ηθικός νόμος του θεού κι όχι ο κοσμικός νόμος της φύσης. Ο Αυγουστίνος (πολλούς αιώνες πριν τον Καρτέσιο) αντιμετωπίζει τον αισθητό, φυσικό κόσμο ως συνεχή πηγή αβεβαιοτήτων επί του οποίου δεν μπορεί να χτιστεί τίποτα το στέρεο. Επομένως, πηγή βεβαιότητας μπορεί να είναι μόνο η (εντελώς εσωτερικευμένη πλέον) συνείδηση που στρέφεται προς τον εαυτό της. Κι όπως ο θεός, πλέον ως πρόσωπο (πολύ μακριά από τον απρόσωπο, αριστοτελικό θείο Νου), βρίσκεται έξω από τον κόσμο, ως κτίστης του, έτσι και το άτομο, πλασμένο κατ’ εικόνα του θεού, στέκεται πλέον όχι μέσα, αλλά έναντι του κόσμου. Το πρώτο βαθύ χάσμα ανάμεσα στο σκεπτόμενο υποκείμενο και τον αντικειμενικό κόσμο έχει δημιουργηθεί.
Ο μεσαίωνας κινήθηκε πάνω – κάτω σε παρόμοιες γραμμές σκέψης. Έχει το ενδιαφέρον του εδώ όμως ότι διατήρησε σε ένα μικρό βαθμό κάποιες από τις παλιότερες αντιλήψεις περί της ψυχής ως μορφοποιητικής δύναμης. Ειδικά προς τα τέλη του, όταν ο χριστιανικός κόσμος άρχισε να γνωρίζει την αραβική σκέψη με τον δυναμικό αριστοτελισμό της (που σε μερικές περιπτώσεις ήταν τόσο μπροστά από τον χριστιανικό κόσμο ώστε να έχει φτάσει σε ρητά αθεϊστικές θέσεις), αναγκάστηκε να επαναφέρει στο προσκήνιο κάποια γνωσιολογικά ζητήματα, προσπαθώντας να εντάξει μέσα στο χριστιανικό δόγμα κάποια αριστοτελικά σχήματα σκέψης (αν και σε πολύ αραιωμένη μορφή βέβαια).10 Το παιχνίδι όμως είχε ήδη χαθεί. Καθώς τελείωνε ο μεσαίωνας, η ψυχή ως εσωτερική, ενεργητική δύναμη του ατόμου επανήλθε δριμύτερη, φτάνοντας αυτή τη φορά σε ακόμα πιο ακραίες θέσεις. Οι αντιλήψεις περί ψυχής που πριν αναφέρονταν σε ηθικά ζητήματα, τώρα μεταφέρθηκαν σχεδόν αυτούσιες και σε γνωσιολογικά. Όχι μόνο η ψυχή είναι ουσιωδώς ετερογενής ως προς τον εξωτερικό κόσμο, αλλά δεν έχει καν άμεση πρόσβαση σε αυτόν. Αυτό που μπορεί να γνωρίσει είναι μόνο οι αναπαραστάσεις των πραγμάτων μέσα της, οι οποίες είναι απλώς αυθαίρετα σύμβολα που αυτή επιβάλλει πάνω τους. Δεν είμαστε κάτοχοι των πραγμάτων, θα έφτανε να πει ο νομιναλισμός (έτσι ονομαζόταν το σχετικό ρεύμα), αλλά μονάχα κάτοχοι παραστάσεων κι εσωτερικών καταστάσεων. Κι έτσι, φτάνοντας κοντά στο τέλος του μεσαίωνα, αναδύεται ένα σύμπλεγμα εννοιών για την ψυχή και τη συνείδηση – εσωτερικές αναπαραστάσεις, αυθαίρετα σύμβολα, ατομική συνείδηση αποκομμένη από τον κόσμο – που εδώ ίσως για πρώτη φορά αρχίζει να παίρνει μια μορφή που μοιάζει ήδη υπερβολικά πολύ με τις σημερινές «επιστημονικές» θέσεις του κογκνιτιβισμού.
από τη συνείδηση στη νοημοσύνη
Με την είσοδο των δυτικο-ευρωπαϊκών κοινωνιών σε αυτό που συχνά αποκαλείται νεωτερικότητα ή αλλιώς, χρησιμοποιώντας πιο ιστορικο-κοινωνικούς όρους, με την είσοδό τους στην εποχή ανάδυσης των πρώτων αστικο-καπιταλιστικών μορφωμάτων κοινωνικής οργάνωσης, αναδιαμορθώθηκαν ξανά τα περιγράμματα της «συνείδησης». Γεγονός κεφαλαιώδους σημασίας υπήρξε φυσικά η εμφάνιση της μηχανικής φυσικής στο επιστημονικό πεδίο, η επιρροή της οποίας δεν έμεινε αυστηρά μέσα στα πλαίσια της επιστήμης. Αποτελώντας το υπόδειγμα της βέβαιης γνώσης, μεταφέρθηκε (ως μοντέλο σκέψης) με αισιοδοξία και σε άλλα πεδία. Ένα από αυτά ήταν η κατανόηση του ανθρώπινου σώματος. Μέχρι την εμφάνιση της μηχανικής φυσικής, η ύλη – δηλαδή η εννόησή της – είχε καταφέρει να διατηρήσει ορισμένα από τα «αρχαία» χαρακτηριστικά της, και ειδικά αυτό της εντελέχειας, δηλαδή της ύπαρξης σκοπών εντός της. Η μηχανική φυσική έβαλε το τελευταίο καρφί στο φέρετρο τέτοιων αντιλήψεων. Εφόσον ήταν πλέον δυνατό να δοθεί μια περιγραφή της ύλης που βασιζόταν μόνο σε ντετερμινιστικούς και μηχανικούς νόμους, δεν υπήρχε λόγος να διατηρούνται υπολείμματα τελεολογίας. Ίσως ακούγεται παράδοξο, αλλά η μηχανοποίηση της ύλης είχε ως συνέπεια και την πλήρη εκπνευμάτωση της σκέψης. Οι σκοποί μπορούν να εξοβελιστούν από την ύλη, αλλά παραμένουν βασικό στοιχείο της ανθρώπινης δράσης. Κι αν πλέον δεν μπορούν να εντοπιστούν στο σώμα (που κι αυτό, ως υλικό, ακολουθεί αυστηρά μηχανικούς νόμους), τότε μεταφέρονται εξ ολοκλήρου μέσα στη συνείδηση του σκεπτόμενου υποκειμένου. Το αποτέλεσμα ήταν ένας ακόμα βαθύτερος διχασμός ανάμεσα σε σώμα και σκέψη, ένας δυισμός ακραίας μορφής, όπως χαρακτηριστικά στην περίπτωση του Καρτέσιου. Επαναλαμβάνοντας χριστιανικά εν πολλοίς μοτίβα, η λειτουργία του σώματος για τους καρτεσιανούς ήταν να δημιουργεί πάθη που η ψυχή έπρεπε να τιθασεύσει.
Ο Καρτέσιος «χρεώνεται» συχνά το βάρος ότι αποτελεί τον πατέρα της νεώτερης φιλοσοφίας. Χωρίς απαραίτητα να είναι εσφαλμένη μια τέτοια οπτική, από μια άλλη άποψη υπήρξε και ο τελευταίος από τους μεσαιωνικούς φιλοσόφους. Στη διάρκεια του μεσαίωνα ο Λόγος είχε χάσει τον απρόσωπο χαρακτήρα του (εφόσον αναγκαστικά συνδέθηκε με τον χριστιανικό θεό που ήταν πρόσωπο), όμως είχε διατηρήσει ένα στοιχείο καθολικότητας ακόμα και στον Καρτέσιο, ως αντανάκλαση της κοσμικής τάξης που πηγάζει από τον θεό. Η πλήρης κατάρρευσή του από το βάθρο της καθολικότητας θα γινόταν δυνατή μόλις στον 18ο αιώνα, στη μήτρα της καπιταλιστικής ανάπτυξης· στη Βρετανία.11 Σε μια κοινωνία σαν την βρετανική, που μετασχηματιζόταν με γρήγορο βήμα προς ένα μοντέλο κοινωνίας των ιδιωτών, δηλαδή ανταγωνιζόμενων υποκειμένων που ανά πάσα στιγμή έπρεπε να υπολογίζουν κέρδη και ζημιές, η καθολικότητα του Λόγου δεν είχε πλέον θέση. Αυτή η κοινωνική συνθήκη εκφράστηκε και στις ψυχολογικές θεωρίες των βρετανών φιλοσόφων (το λεγόμενο ρεύμα του εμπειρισμού), για τις οποίες ο Λόγος μετατρέπεται πλήρως σε ιδιωτική σκέψη. Γίνεται το εργαλείο που έχει στη διάθεσή του κάθε άνθρωπος για να σταθμίζει τις καταστάσεις και να υπολογίζει με ποια μέσα μπορεί να επιτύχει τους σκοπούς του και να μεγιστοποιήσει την προσδοκόμενη ηδονή. Κι έτσι εδώ συμπληρώνεται ακόμα ένα κομμάτι από το παζλ του κογκνιτιβισμού: η σκέψη είναι υπολογισμός.
Χαρακτηριστικό της αστικής ζωής όμως, πέρα από κέρδη και τις ζημιές, ήταν και μια αίσθηση μετέωρης κοινωνικής ταυτότητας, από τη στιγμή που οι διακρίσεις με βάση προγενέστερους διαχωρισμούς στη βάση κληρονομικών δικαιωμάτων ή επαγγελματικής θέσης δεν την αφορούσαν. Ταυτόχρονα, το νέο, άκρως ανταγωνιστικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο μεγάλωνε και θέριευε, δεν επέτρεπε τις σταθερές συμμαχίες και η προσδοκία για σύμπτυξη κοινωνικών σχέσεων σταθερών στο χρόνο ήταν απλώς μια αφέλεια. Στο βαθμό που η αίσθηση του εαυτού έχασε το έρεισμά της στον κοινωνικό περίγυρο, αναγκαστικά αναδιπλώθηκε. Ο Καρτέσιος μπορούσε να αμφιβάλλει για τα πάντα, εκτός από τη συνείδηση. Για τους βρετανούς φιλοσόφους του 18ου αιώνα, ακόμα και η αίσθηση του εαυτού δεν έπρεπε να θεωρείται δεδομένη. Έπρεπε κι αυτή να εξηγηθεί. Η «λύση» που βρήκαν σε αυτόν τον ιδιαζόντως αστικό διχασμό ήταν απλά να τον εσωτερικεύσουν. Εφόσον η αίσθηση συνέχειας του εαυτού δεν μπορούσε να στηριχτεί στη σχέση του με το εξωτερικό περιβάλλον, έπρεπε και να διαχωριστεί από τις πράξεις του ατόμου. Ο εαυτός δεν είναι αυτό που πράττει κανείς, μέσω της ενσώματης συμμετοχής του στον κόσμο, αλλά πρέπει να αναζητηθεί μόνο μέσα στις εσωτερικές καταστάσεις της ψυχής: στις παραστάσεις της και στα εσωτερικά κίνητρα, ο συνδυασμός των οποίων θέτει σε κίνηση τον ψυχικό μηχανισμό. Δεύτερη, λοιπόν, συμβολή του βρετανικού εμπειρισμού στο παζλ του κογκνιτιβισμού: η σκέψη συνίσταται σε αυστηρά εσωτερικές καταστάσεις της συνείδησης, ανεξαρτήτως του σώματος, που κι αυτές λειτουργούν όπως ένας μηχανισμός.
Έχουμε φτάσει ήδη πολύ κοντά στη σύγχρονη έννοια της νοημοσύνης. Το μόνο σχεδόν που έλειπε ήταν η ίδια η λέξη. Η πρώτη εμφάνιση της λέξης intelligence σε αγγλικό λεξικό χρονολογείται στις αρχές του 20ου αιώνα και η καταγωγή της βρίσκεται στις θεωρίες της εξελικτικής βιολογίας του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα και στον τρόπο που αυτές μεταφράστηκαν στο κοινωνικό πεδίο. Όπως υπονοεί και το όνομά της, αυτό που κατάφερε η εξελικτική βιολογία ήταν να ενοποιήσει ολόκληρο το ζωικό βασίλειο σε μια ενιαία εξελικτική αλυσίδα. Στην κορυφή της παρέμενε βέβαια ο άνθρωπος, όμως τώρα έπρεπε να μοιραστεί αυτά που πριν θεωρούνταν αποκλειστικά γνωρίσματά του με τα υπόλοιπα ζώα. Ένα από αυτά ήταν και η ικανότητα του Λόγου, όπως είχε βέβαια μετασχηματιστεί εν τω μεταξύ σε ικανότητα υπολογισμού. Σταδιακά, ωστόσο, η λέξη Λόγος, παραπέμποντας σε απαρχαιωμένες θεωρίες που αφορούσαν μόνο το ανθρώπινο είδος, άρχισε να εγκαταλείπεται για να αντικατασταθεί τελικά από τη λέξη νοημοσύνη. Με μια επιπλέον προσθήκη αυτή τη φορά. Σύμφωνα με τις θεωρίες της εξελικτικής βιολογίας αλλά και με αυτές του κοινωνικού δαρβινισμού που δεν άργησαν να εμφανιστούν, κάθε οργανισμός, αν θέλει να επιβιώσει, πρέπει να προσαρμόζεται συνεχώς στο περιβάλλον του, που κατά βάση αδιαφορεί για αυτόν τον ίδιο. Με άλλα λόγια, κάθε οργανισμός βρίσκεται υπό μία συνεχή δοκιμασία που του επιβάλλει το περιβάλλον του, υπό ένα διαρκές τεστάρισμα. Επομένως, η πραγματική νοημοσύνη είναι κι ένας δείκτης προσαρμοστικότητας του οργανισμού στις δοκιμασίες που του τίθενται. Το έδαφος ήταν πλέον έτοιμο για να κάνουν την εμφάνισή τους τα τεστ IQ.
Μιλώντας κάπως φουκωικά, ήταν ακριβώς οι τεχνικές μέτρησης και καταγραφής του IQ που τελικά έθεσαν τη νοημοσύνη στο επίκεντρο και της έδωσαν τη θέση που κατέχει σήμερα. Κι όπως είναι αναμενόμενο, αυτή η εξέλιξη είχε άμεση σχέση με κοινωνικές εξελίξεις των αρχών του 20ου αιώνα. Η αναδιάρθρωση του κοινωνικού πεδίου στη βάση εργοστασιακών προτύπων συμπαρέσυρε και το εκπαιδευτικό σύστημα, μετασχηματίζοντάς το κατά τα φορντικά πρότυπα οργάνωσης της παραγωγής – υποχρεωτκή εκπαίδευση, καθορισμένη ύλη, κατάτμηση προγράμματος, εξετάσεις κ.ο.κ. Το πρόβλημα με το νέο εκπαιδευτικό μοντέλο ήταν ότι ένα σημαντικό ποσοστό των μαθητών φαινόταν να μην παίρνει τα γράμματα, χωρίς όμως και να δείχνει κάποια συμπτώματα ψυχοπαθολογίας ώστε να μπορεί να αποδοθεί η αιτία της αποτυχίας τους σε κάποια ψυχική διαταραχή. Αυτό το ποσοστό των «απροσάρμοστών» τελικά βρήκε την εξήγηγή του μέσω των τεστ IQ των πειραματικών ψυχολόγων. Η αποτυχία τους οφειλόταν στη χαμηλή νοημοσύνη τους, ήτοι στην αδυναμία προσαρμογή τους στο εκπαιδευτικό περιβάλλον, και αυτή η έλλειψη μπορούσε να μετρηθεί και να προβλεφθεί.12
για το τεστ Turing ξανά
Επιστροφή στο αρχικό ερώτημα. Είναι τελικά το τεστ του Turing ένας νόμιμος τρόπος για να εντοπιστεί η ύπαρξη νοημοσύνης; Οπωσδήποτε. Αν με τον όρο νοημοσύνη εννοεί κανείς αυτό το χριστιανικής καταγωγής εξάμβλωμα, με τον σχεδόν πουριτανικό «φόβο» για το σώμα, που αναδιπλώνεται στον εαυτό του για να μετρήσει τα ψιλά να δει πού δεν του βγαίνουν, τότε ναι, είναι το ιδανικό τεστ. Όταν ο Turing, στα μέσα του 20ου αιώνα, έγραφε το άρθρο του για τις σκεπτόμενες μηχανές, παραλάμβανε έτοιμη μια έννοια της νοημοσύνης που είχε ήδη γίνει κοινός τόπος στις δυτικές κοινωνίες. Κι έτσι μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει λίγο – πολύ απροβλημάτιστα (άκριτα, θα λέγαμε εμείς) και να είναι βέβαιος ότι οι αναγνώστες του θα καταλάβαιναν για τι πράγμα μιλούσε. Τα τεστ είχαν ήδη γίνει κι αυτά κοινή πρακτική. Ίσως και ο ίδιος στα παιδικά του χρόνια να είχε υποβληθεί σε κάποιο IQ τεστ και είμαστε σίγουροι ότι δεν θα είχε δυσκολευτεί να χτυπήσει ένα σκορ κοντά στο 140 (εξ ορισμού, 100 είναι ο μέσος όρος). Αν σίγουρα είχε ένα ταλέντο (εκτός των μαθηματικών) ήταν ότι μπορούσε να συλλάβει, έστω κι ανεπίγνωστα, το πνεύμα της εποχής του και να επαναδιατυπώσει προβλήματα αυτής της εποχής με μια γλώσσα τόσο απλή (σχεδόν απλοϊκή) κι άμεση που σχεδόν δυσκολεύεται να δει κανείς πώς θα μπορούσε να είναι κι αλλιώς τα πράγματα.
Όμως δουλειά της κριτικής είναι να ψάχνει αυτό το «αλλιώς»· ή έστω τη δυνατότητά του αλλιώς. Κι αντίστροφα, ο ύπνος της κριτικής γεννάει τέρατα – που μπορεί να έχουν τη μαθηματική ακρίβεια λογικών μηχανών: σαν αυτό που κρύβεται πίσω από τη «νοημοσύνη».
Separatrix
cyborg #08 – 02/2016
- Εδώ χρησιμοποιούμε τον όρο «τεχνητή νοημοσύνη» περίπου ως συνώνυμο του όρου «γνωσιακές επιστήμες». Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ταυτίζονται, ούτε ότι όλοι οι γνωσιακοί επιστήμονες θεωρούν εφικτή τη δημιουργία τεχνητής νοημοσύνης. Ο λόγος που τους χρησιμοποιούμε σχεδόν ως συνώνυμους είναι ότι βασίζονται σε έναν κοινό πυρήνα παραδοχών, όπως θα φανεί. Επίσης, δεν ασχολούμαστε με εκείνο το είδος τεχνητής νοημοσύνης – μηχανικής μάθησης που προσπαθεί να βρει έξυπνους αλγορίθμους για συγκεκριμένα προβλήματα χωρίς να ενδιαφέρεται για το αν αυτοί έχουν κάποια σχέση με την ανθρώπινη νοημοσύνη. ↩︎
- Όπως έχει μεταφραστεί στο βιβλίο «Το Εγώ της Νόησης» (επιμ. Douglas Hofstadter και Daniel Dennett), που περιλαμβάνει ένα εκτεταμένο απόσπασμα από το αρχικό άρθρο του Turing. ↩︎
- Με τον όρο «γραπτή» μορφή θα πρέπει εδώ να εννοείται η ψηφιακή, συμβολική μορφή που (συνήθως) έχει ο γραπτός λόγος, σε αντίθεση με την προφορικότητα στην οποία το αναλογικό, ρευστό στοιχείο κυριαρχεί και η οποία κατ’ ανάγκη συμπληρώνεται από τη σωματικότητα (εκτός από τις περιπτώσεις τεχνικής διαμεσολάβησης). ↩︎
- Υπενθυμίζουμε ότι, πριν την εμφάνιση των υπολογιστικών μηχανών, υπήρχε μια ειδική επαγγελματική κατηγορία ανθρώπων που δουλειά τους ήταν ακριβώς το να εκτελούν αριθμητικούς υπολογισμούς. Ο Turing δεν χρησιμοποιεί εδώ τη φράση «ανθρώπινος υπολογιστής (human computer)» μεταφορικά, εν είδει νοητικού πειράματος. Την εννοεί απολύτως κυριολεκτικά. ↩︎
- Το απόσπασμα που περιγράφει τους ψηφιακούς υπολογιστές δεν περιλαμβάνεται στο βιβλίο των Hofstadter και Dennett. ↩︎
- Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι, σε αυτή την περίπτωση, η ύπαρξη του βιβλίου κανόνων καθίσταται αναγκαία (κι όχι απλό, βολικό εφεύρημα), ώστε ο επιστάτης να μπορεί να ελέγχει τον εκτελεστή ότι όντως εκτελεί τα υπολογιστικά βήματα με βάση τους κανόνες. Αν θεωρηθεί ότι θα μπορούσε κι ο επιστάτης να θυμάται το βιβλίο, κι έτσι πάλι δεν είναι αναγκαία η ύπαρξή του, τότε ποια είναι η αναγκαιότητα του εκτελεστή; Θα μπορούσε ο επιστάτης μόνος του να κάνει τη δουλειά. Και τότε θα χρειαζόταν κάποιος να επιστατεί τον επιστάτη! Πλάκα δεν έχουν τελικά αυτά τα παιχνίδια; Καθόλου. Κάποιοι τα παίρνουν πολύ σοβαρά και χτίζουν θεωρίες και πρακτικές ολόκληρες πάνω τους, χωρίς να συνειδητοποιούν τις τελικές τους συνέπειες. ↩︎
- Από τον αγγλικό όρο «cognitivism». Αποφεύγουμε να τον αποδώσουμε με το κακόηχο «γνωσιακισμός», αν και ίσως θα ήταν εύστοχο λογοπαίγνιο, με την προσθήκη ενός επιπλέον “κ”: γνωσι-ακκισμός. ↩︎
- Διευκρίνιση: πριν κάποια χρόνια, στο εσωτερικό των γνωσιακών επιστημών, ήταν της μόδας η διάκριση ανάμεσα σε συμβολικές και συνδετιστικές προσεγγίσεις. Οι μεν χρησιμοποιούσαν κανόνες λογικού τύπου (Αν ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ τότε ΖΩΟ, Αν ΖΩΟ τότε ΘΝΗΤΟ) για τη μοντελοποίηση των νοητικών διεργασιών, οι δε δικτυακά μοντέλα, όπως τα νευρωνικά δίκτυα. Οι συνδετιστικές προσεγγίσεις δεν βρίσκονται εκτός του πλαισίου του κογκνιτιβισμού: είναι κι αυτές αλγοριθμικές μέθοδοι χειρισμού συμβόλων, με τη διαφορά ότι οι εσωτερικές αναπαραστάσεις είναι «κατανεμημένες» στο δίκτυο κι ότι τα σύμβολα που χειρίζονται βρίσκονται σε πιο χαμηλό επίπεδο αφαίρεσης. Ούτως ή άλλως, πρόκειται για παρωχημένη διαμάχη. ↩︎
- Αναπαράγοντας έτσι, κατά κάποιον τρόπο, την παλιότερη πορεία από τον καρτεσιανό αναπαραστατισμό στον ιδεαλισμό του Μπέρκλεϋ. ↩︎
- Ο Θωμάς Ακυινάτης (13ος αιώνας) είναι η πιο χαρακτηριστική περίπτωση. ↩︎
- Σε άλλες χώρες η εξέλιξη δεν ήταν ίδια, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη γερμανική φιλοσοφική γραμμή που ξεκινάει από τον Καντ, περνάει από τον Χέγκελ και φτάνει στον Μαρξ. Το θέμα όμως είναι ότι για την ιστορία της νοημοσύνης που μας ενδιαφέρει εδώ, αυτές οι φιλοσοφίες δεν έπαιξαν ρόλο. Επί της ουσίας αγνοήθηκαν από τις μετέπειτα ψυχολογικές θεωρίες που τελικά γέννησαν την έννοια της νοημοσύνης. ↩︎
- Τα τεστ IQ χρησιμοποιήθηκαν και σε άλλες περιπτώσεις βέβαια, π.χ., για να εξηγήσουν τη χαμηλή νοημοσύνη ατόμων από άλλες φυλές, εκτός της λευκής. Για απερίφραστα ρατσιστικούς σκοπούς, δηλαδή… ↩︎