περί αλλαγής παραδείγματος… ξανά

Το να πει κανείς ότι οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και κατανάλωσης είναι κυρίαρχες, επί της ουσίας σε ολόκληρο τον πλανήτη πλέον, συνιστά μια κοινοτοπία. Πρόκειται για μια αυτονόητη διαπίστωση, τουλάχιστον για όσους δεν πείσθηκαν από τις, θνησιγενείς, όπως αποδείχτηκε, θεωρίες περί «τέλους της ιστορίας» και «αυτο-υπέρβασης του καπιταλισμού», που πριν λίγα χρόνια είχαν γίνει του συρμού (κι ενίοτε νεκρανασταίνονται, ειδικά η δεύτερη). Και δεν χρειάζεται να είναι κανείς «αριστερός» ή «δεξιός» για να αποδεχτεί αυτή τη διαπίστωση ως απλή αποτύπωση μιας πραγματικότητας. Αρκεί τουλάχιστον να είναι σοβαρός και να μην βιοπορίζεται από την παραγωγή ιδεολογίας… 

Το να πει κανείς ότι και οι σχέσεις αναπαραγωγής, τόσο της εργασίας όσο και της φύσης, έχουν υπαχθεί πλέον κι αυτές σε μεγάλο βαθμό στις καπιταλιστικές νόρμες, ίσως δεν είναι εξίσου αυτονόητο. Ακόμα όμως κι αν η διαπίστωση περί κυριαρχίας του κεφαλαίου παραμείνει μόνο στο επίπεδο των κύκλων παραγωγής και κατανάλωσης, υπάρχει ένας πολύ υπαρκτός πολιτικός κίνδυνος. Στο βαθμό που τέτοιες διαπιστώσεις διατυπώνονται ως αφηρημένες γενικολογίες («καπιταλισμό είχαμε και πριν δύο αιώνες, καπιταλισμό και τώρα, ίδια έχουν παραμείνει τα πράγματα»), κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή να χάσουν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους. Όχι γιατί είναι άστοχες, αλλά γιατί είναι «τεμπέλικες», αδυνατώντας να συλλάβουν κρίσιμες μεταστοιχειώσεις ορισμένων πλευρών του καπιταλισμού. Ο καπιταλισμός μπορεί να μην έχει υπερβεί τον εαυτό του, ωστόσο δεν έχει παραμείνει αναλλοίωτος μέσα στην ιστορική του πορεία. Αν κάτι έχει δείξει η πορεία του, αυτό σίγουρα είναι ότι ενέχει ένα εξαιρετικό δυναμικό μετάλλαξης όποτε βρίσκεται μπροστά στο απειλητικό φάσμα της κατάρρευσης του. Κι ως γνωστό, όταν σπέρνει κανείς διανοητική τεμπελιά, θερίζει πολιτική αστοχία. Με την διαφορά ότι οι συνέπειες μιας τέτοιας αστοχίας δεν είναι απλώς διανοητικές και πνευματικές, αλλά συχνά πληρώνονται και με αίμα (ακόμα και κυριολεκτικά). 

Κατά την ταπεινή μας γνώμη, ο καιρός της πολυτέλειας για διανοητική οκνηρία και θεωρητικούς ακροβατισμούς έχει περάσει ανεπιστρεπτί (αν υπήρχε ποτέ). Η κριτική κατανόηση της τωρινής φάσης του καπιταλισμού – και ιδιαίτερα της τεχνικής του σύνθεσης – της γενεαλογίας του και των ιστορικών ενδεχομένων που διανοίγονται για το μέλλον αποτελεί μια επείγουσα εργασία που ήδη έχει αργήσει.

Εύκολο στα λόγια, δύσκολο στην πράξη. Δύσκολο, καθότι ο γενικευμένος εφησυχασμός, συχνά μεταμφιεσμένος ως τεχνολαγνικός ενθουσιασμός (ή ως τήρηση μιας «ελβετικής» ουδετερότητας ίσων αποστάσεων σε σχέση με τη χρήση της τεχνολογίας), δεν βοηθάει στο να τροφοδοτηθεί η σχετική συζήτηση με τα απαραίτητα θεωρητικά εργαλεία. Εν πάση περιπτώσει, ένα τέτοιο εργαλείο που μας έχει φανεί χρήσιμο στις αναλύσεις μας είναι και ο όρος «αλλαγή καπιταλιστικού παραδείγματος». Καθότι, ως όρος, έχει τον κίνδυνο είτε να παρερμηνευτεί είτε ακόμα και να μυστικοποιηθεί (ίσως φαντάζει κάπως βαρύγδουπος), κρίνουμε ότι μερικές επιπλέον (και πάντως όχι οι τελευταίες) επισημάνσεις ενδεχομένως να βοηθήσουν στη διασαφήνισή του 1.

περί επιστημολογικού παραδείγματος

Ξεκινώντας από τον όρο «παράδειγμα», μια προκαταρκτική διευκρίνηση που χρειάζεται να γίνει είναι ότι δεν προέρχεται ούτε από κάποια οικονομική θεωρία ούτε από τις πολιτικές επιστήμες. Δεν πρόκειται για έναν όρο που έχει βρει μια λίγο – πολύ πάγια θέση μέσα στο εννοιολογικό σύμπαν που συνήθως επιστρατεύεται για τη μελέτη του καπιταλισμού. Εξ αυτού του λόγου επομένως, δεν διαθέτει ένα πολύ συγκεκριμένο, «τεχνικό» νόημα, όπως, για παράδειγμα οι έννοιες του κεφαλαίου, της υπεραξίας ή της (πραγματικής / τυπικής) υπαγωγής. Χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει ότι, με βάση τη δική μας εννοιολόγηση (και όπως θα φανεί στη συνέχεια), δεν έχει κάποια σχέση με αυτούς τους πιο καθιερωμένους όρους. Ο συγκεκριμένος όρος, λοιπόν, έλκει την καταγωγή του από την επιστημολογία και ειδικότερα από το κλασσικό πλέον έργο του Κουν «Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων» (πρώτη έκδοση το 1962).

Η κάπως ελεύθερη χρήση του όρου, ακόμα και από τον ίδιο τον Κουν, υπήρξε αφορμή για να ασκηθεί εναντίον του συστηματική κριτική, κύριως όσον αφορά στην ασάφεια που φαίνεται να εμπεριέχει 2. Παρ’ όλα αυτά, είναι δυνατό να ανασυσταθεί με μια σχετική ευκρίνεια ο βασικός πυρήνας του επιχειρήματος του Κουν που τον οδήγησε στην εισαγωγή του όρου «παράδειγμα». Η σημασία του βιβλίου του Κουν έγκειται στο ότι αποτέλεσε το έναυσμα για να φτάσει η εποχή της αθωότητας εντός των επιστημολογικών κύκλων στο οριστικό τέλος της· 3 και μάλιστα σε μια εποχή γρήγορων τεχνοεπιστημονικών εξελίξεων – ή ίσως ακριβώς για αυτόν τον λόγο (οι καταστροφικές δυνατότητες της πυρηνικής ενέργειας είχαν ήδη σπείρει υποψίες σχετικά με την τεχνολογική «πρόοδο»). Μιλώντας κάπως σχηματικά, η προ-κουνιανή αθωότητα συνίστατο στην απουσία ενός κριτικού αναστοχασμού σχετικά με την ιστορική εξέλιξη της επιστήμης. Η μέχρι τότε κυρίαρχη αντίληψη έβλεπε την εξέλιξη της επιστήμης ως μια γραμμική πορεία συσσώρευσης γνώσεων. Σύμφωνα με αυτή, κάθε επιστημονική θεωρία οφείλει να (κι έτσι συμβαίνει στην πράξη) εξετάζεται με αυστηρά επιστημονικό τρόπο («ορθολογικά» και πειραματικά), να εντοπίζονται («αντικειμενικά») τα αδύναμα σημεία της και αυτή να εμπλουτίζεται ώστε να μπορεί να συμπεριλάβει στην εξήγησή της ό,τι πριν δεν ήταν εξηγήσιμο. Δεν υπάρχουν χάσματα σε αυτή την εξέλιξη. Πρόκειται για τη «φυσική» πορεία του ανθρώπινου πνεύματος προς μια συνεχώς βελτιούμενη γνώση, ανεξαρτήτως περιβάλλοντος, συνθηκών και συμφραζομένων.

Σύμφωνα με την ανάλυση του Κουν, αυτή είναι μια απλοϊκή αντίληψη που δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα – ή, με πιο πολιτικούς όρους (που δεν χρησιμοποιεί ο ίδιος ο Κουν), πρόκειται για μια ιδεολογική ανάγνωση της ιστορίας της επιστήμης. Η επιστήμη, μελετώντας την ιστορικά, δεν εξελίχθηκε με αυτόν τον τρόπο. Αντιθέτως, αυτό που μπορεί όντως να παρατηρηθεί είναι το εξής: Για μακρές χρονικές περιόδους, ένας επιστημονικός κλάδος λειτουργεί χρησιμοποιώντας κάποια βασικά θεωρητικά εργαλεία. Όλοι οι εμπλεκόμενοι επιστήμονες χρησιμοποιούν αυτά τα εργαλεία και συχνά, φαινόμενα που δεν μπορούν να εξηγηθούν, απλώς αγνοούνται. Ωστόσο, σε κάποιες ιστορικές στιγμές, τέτοια «ανώμαλα» φαινόμενα ενδέχεται να αποκτήσουν ιδιαίτερη βαρύτητα, σε βαθμό που να αρχίσουν να δημιουργούνται σοβαρές αμφιβολίες για τις κυρίαρχες θεωρίες. Αυτές είναι οι φάσεις όπου ένας κλάδος εισέρχεται σε μια επιστημολογική κρίση. Το αποτέλεσμα αυτής της κρίσης είναι η ανάδυση μιας νέας κυρίαρχης θεωρίας ή ενός νέου παραδείγματος.

Ο Κουν χρησιμοποιεί τον όρο νέο «παράδειγμα», κι όχι νέα «θεωρία», για να σημειώσει το εξής σημαντικό. Η νέα θεωρία δεν είναι απλώς η παλιά θεωρία, βελτιωμένη. Το νέο παράδειγμα είναι κι ένας νέος τρόπος σκέψης που, σε πολλά σημεία του, έρχεται σε αντίθεση με αυτό που μέχρι τότε ήταν κυρίαρχο. Υφίσταται μια ασυμβατότητα / ασυμμετρία (ο πρωτότυπος όρος στα αγγλικά είναι incommensurability) που μπορεί να αφορά ακόμα και σε βασικές έννοιες (π.χ., η έννοια του χώρου στην κλασσική φυσική και στην σχετικότητα). Τα «στρατόπεδα» των δύο παραδειγμάτων δεν μπορούν καν να συνεννοηθούν μεταξύ τους· σαν να κατοικούν σε δύο διαφορετικά σημασιολογικά σύμπαντα. Για να τονίσει αυτό το σημείο, ο Κουν επιστρατεύει και τα γνωστά αμφίσημα σχέδια από την ψυχολογία Gestalt, όπως το παρακάτω παράδειγμα:

Τα δύο στρατόπεδα είναι σαν να βλέπουν την ίδια εικόνα (παρατηρούν τα ίδια φαινόμενα), αλλά την ερμηνεύουν τελείως διαφορετικά. Οι μεν βλέπουν ένα βάζο, οι δε δύο πρόσωπα. Δεν είναι δυνατό για έναν επιστήμονα να υιοθετεί ταυτόχρονα και τα δύο σχήματα – ερμηνείες.

Πριν αφήσουμε τον χώρο της επιστημολογίας, χρειάζεται να γίνει μια τελευταία παρατήρηση, μεταφραστικής φύσης αυτή τη φορά. Ο όρος «αλλαγή παραδείγματος» αποτελεί απόδοση στα ελληνικά του πρωτότυπου όρου «paradigm shift». Αυτή η απόδοσή του στα ελληνικά είναι μια ατυχής επιλογή που δυστυχώς πλέον έχει καθιερωθεί. Είναι ατυχής όσον αφορά και στις δύο λέξεις. Πρώτον, η λέξη «αλλαγή» στα ελληνικά ενέχει ένα φορτίο ουδετερότητας, αν όχι και ηπιότητας· νοηματικά συγγενεύει περισσότερο με το αγγλικό «change». Αντιθέτως, η λέξη «shift» συνειρμικά παραπέμπει εύκολα σε όρους όπως το «shape-shifting» (μετασχηματισμός, μεταμόρφωση) ή ακόμα και το «tectonic shift» (μετατόπιση των τεκτονικών πλακών)· σε διαδικασίες δηλαδή που έχουν ένα στοιχείο καθολικότητας, αναπάντεχου ή ακόμα και «βίας». Δεύτερον, το ελληνικό «παράδειγμα» είναι το ισοδύναμο του αγγλικού «example», υποδηλώνοντας την ειδική περίπτωση / πραγμάτωση ενός γενικότερου κανόνα. Ωστόσο, το αγγλικό «paradigm», παρότι ελληνογενές και καταγωγικά συγγενές με το «παράδειγμα», έχει μια σημασία αρκετά διαφορετική. Για την ακρίβεια, μια σημασία σχεδόν αντίθετη αυτής του «example», εφόσον αναφέρεται σε ένα γενικό πλαίσιο· ίσως όχι σε έναν μεμονωμένο κανόνα, αλλά πάντως σε ένα σύνολο αλληλένδετων κανόνων που λειτουργούν λίγο – πολύ δεσμευτικά για όσους το υιοθετούν. Με άλλα λόγια, βρίσκεται πιο κοντά σε αυτό που στα ελληνικά θα μπορούσε να αποδοθεί ως «μοντέλο», «πρότυπο» ή ακόμα και «υπόδειγμα». Παρ’ όλα αυτά, για λόγους συνέχειας και συνέπειας, θα επιμείνουμε κι εμείς στο «αλλαγή παραδείγματος» – εννοώντας όμως επί της ουσίας «μετασχηματισμό υποδείγματος».

περί καπιταλιστικού παραδείγματος

Με βάση τα παραπάνω λοιπόν, η εφαρμογή του όρου «παράδειγμα» στη μελέτη του καπιταλισμού, για να δώσει τον όρο «καπιταλιστικό παράδειγμα», θα μπορούσε να σημαίνει, στην πιο απλή της μορφή, τη μελέτη καπιταλιστικών μοντέλων και πιο συγκεκριμένα τη μελέτη κυρίαρχων μοντέλων καπιταλιστικής παραγωγής. Η βασικότερη ένσταση που προκύπτει αβίαστα σε αυτό το σημείο αφορά στην ενδεχόμενη κατάχρηση ορολογίας. Η υιοθέτηση ενός αμφίσημου, και μάλιστα άστοχου στα ελληνικά, όρου αντί ενός απλούστερου (“μοντέλο”) ίσως φαντάζει ως θεωρητική εκζήτηση κι ως άσκηση ματαιοδοξίας. Αντί να προσφέρει πιο αιχμηρά εργαλεία για την ανατομία του καπιταλισμού, μήπως εν τέλει στομώνει το νυστέρι της κριτικής, αφήνοντας το έκθετο στη θεωρητική σκουριά της γενικευμένης σύγχυσης; Φρονούμε πως όχι. Είναι σαφές ότι ο όρος «παράδειγμα» δεν μπορεί να μεταφερθεί αυτούσιος από τον χώρο της επιστημολογίας στα καπιταλιστικά πεπραγμένα (και μελλούμενα). Όντως υφίστανται προβλήματα στη χρήση του· και θα δούμε στη συνέχεια κάποια από αυτά. Όμως προσφέρει και ορισμένα πλεονεκτήματα που δεν είναι άμεσα προφανή όταν χρησιμοποιούνται πιο ουδέτερες έννοιες.

Ένα από αυτά τα πλεονεκτήματα έχει να κάνει με την έννοια της ασυμμετρίας μεταξύ μοντέλων που διαδέχονται το ένα το άλλο. Κάθε καπιταλιστικό παράδειγμα απαιτεί την υποταγή σε ορισμένους κανόνες για την ομαλή λειτουργία του – με ό,τι μπορεί να σημαίνει η «ομαλότητα» όταν μιλάει κανείς για καπιταλισμό. Ειπωμένο με πιο κλασσικούς όρους, έχει στη βάση του ένα δεδομένο σύνολο παραγωγικών σχέσεων που επιτρέπει την αναπαραγωγή και μεγέθυνση του κεφαλαίου. Ωστόσο, αυτά τα καπιταλιστικά παραδείγματα, ιδωμένα κατ’ αρχάς ως απομονωμένα ιστορικά στιγμιότυπα, εμφανίζουν θεμελιώδεις ασυμμετρίες μεταξύ τους, παρά το γεγονός ότι, σε ένα διαφορετικό επίπεδο ανάλυσης, δεν παύουν να υπακούουν στην ίδια καπιταλιστική λογική.

Ένα παράδειγμα (με τη συνήθη σημασία της έννοιας…) ίσως βοήθησει εδώ:
– Η πρώιμη, ηρωική εποχή του καπιταλισμού είχε στο επίκεντρό της τη λεγόμενη «παραγωγή με το κομμάτι». Αυτό επί της ουσίας μεταφραζόταν στις εξής σχέσεις ιδιοκτησίας: Ο καπιταλιστής αγόραζε και είχε στην κατοχή του τις πρώτες ύλες (και μόνο αυτές) που ήταν απαραίτητες για την παραγωγή ενός προϊόντος. Από την άλλη πλευρά, οι εργάτες κατείχαν τόσο τα εργαλεία όσο και τις γνώσεις (τα μέσα παραγωγής) που απαιτούνταν για να παραχθεί το συγκεκριμένο προϊόν. Για να παραχθεί τελικά το προϊόν, οι πρώτες ύλες παραδίδονταν στους εργάτες, οι οποίοι δούλευαν με τα δικά τους εργαλεία και κατά κανόνα στον δικό τους χώρο (ακόμα και στο σπίτι τους), για να παραδώσουν με τη σειρά τους το τελικό προϊόν πίσω στον «επιχειρηματία», οπότε και πληρώνονταν ανάλογα με τη ποσότητα που παρέδιδαν.
– Σε μεταγενέστερη φάση (βιομηχανική επανάσταση), παρατηρείται μια χωρική μετατόπιση της παραγωγής από τους οικείους χώρους των εργατών σε αυτόν του εργοστασίου. Μόνο που αυτή η μετατόπιση δεν ήταν απλώς χωρική, αλλά συνοδεύοταν ταυτόχρονα κι από έναν μετασχηματισμό των παραγωγικών σχέσεων. Το εργοστάσιο πλέον, μαζί με τα εργαλεία και τις πρώτες μηχανές, ανήκαν εξ ολοκλήρου στον μεμονωμένο ιδιοκτήτη – επιχειρηματία. Την ίδια στιγμή, η λογική του εργοστασίου επέβαλλε πλέον τόσο έναν καταμερισμό εργασίας, σε βάθος άγνωστό μέχρι τότε, όσο και την πληρωμή – μισθό με βάση τις ώρες εργασίας.
– Όμως και το ίδιο το εργοστάσιο γνώρισε μεταβολές στο εσωτερικό του, με πιο θεμελιώδη να θεωρείται η μετάβαση προς τη λογική της γραμμής παραγωγής (αρχές του 20ου αιώνα). Η ευρεία μηχανοποίηση της παραγωγής μέσω της συνάρθρωσης μηχανών σε μια αλυσίδα μετέθεσε τον εργάτη σε μια θέση σχεδόν εξωτερική ως προς την ίδια τη διαδικασία της παραγωγής και τις γνώσεις του στο εσωτερικό των μηχανών. Έχουμε πλέον εισέλθει στους Μοντέρνους Καιρούς του Τσάρλι Τσάπλιν.

Είναι μάλλον προφανείς κάποιες ασυμβατότητες ανάμεσα στα τρία παραπάνω στιγμιότυπα. Δεν είναι δυνατό για έναν εργάτη να δουλεύει σε γραμμή παραγωγής με εργαλεία που απαιτούν υψηλή δεξιοτεχνία. Εξίσου σημαντικό όμως, αν όχι σημαντικότερο, είναι και το γεγονός ότι αυτή η ασυμβατότητα δεν υπαγορεύεται μόνο από φυσικο-τεχνικούς περιορισμούς – αν και αυτοί επιστρατεύονται ακριβώς για να επιβάλλουν τέτοιους περιορισμούς. Υπάρχει μια ενιαία λογική της παραγωγής, ένα παράδειγμα (με την έννοια του υποδείγματος τώρα) που επιβάλλει την ασυμβατότητα. Η μαζική παραγωγή, στοχεύοντας στην υψηλή παραγωγικότητα και προϋποθέτοντας έναν υψηλό βαθμό διασύνδεσης των επιμέρους παραγωγικών σταδίων, δεν έχει την πολυτέλεια να χρησιμοποιεί εργάτες – δεξιοτέχνες οι οποίοι θα εργάζονται με τους δικούς τους ρυθμούς και τα δικά τους κριτήρια. Κι αν ακόμα σε κάποια στάδια παραμένουν ορισμένοι τέτοιοι τεχνίτες, το κυρίαρχο παράδειγμα απαιτεί μια μαζική αποειδίκευση.

Η έννοια της καθολικότητας είναι ένα δεύτερο πλεονέκτημα που προσφέρει ο όρος «καπιταλιστικό παράδειγμα». ´Όμως αυτή τη φορά, η καθολικότηττα δεν αφορά μόνο στην ίδια την παραγωγή και στο εσωτερικό των διαδικασιών της αλλά και στους κύκλους που βρίσκονται γύρω από αυτήν: στους κύκλους της κατανάλωσης και της αναπαραγωγής. Οι όποιοι θεμελιώδεις μετασχηματισμοί στον κύκλο της παραγωγής δεν είναι δυνατό να συμβαίνουν εν κενώ. Στην πορεία τους συμπαρασύρουν και υφιστάμενες καταναλωτικές κι αναπαραγωγικές σχέσεις – ή, για να μην κατηγορηθούμε για παραγωγικό αναγωγισμό, συμβαδίζουν με τεκτονικές μετατοπίσεις και σε αυτούς τους κύκλους. Δεν νοείται μαζική παραγωγή χωρίς μαζική κατανάλωση, κάτι που με τη σειρά επιβάλλει έναν νέο γύρο ανασχηματισμού των ηθών και των συμπεριφορών. Ενδεικτικά μόνο: προφανώς απαιτείται ένα νέο, υψηλότερο επίπεδο μισθών, που όμως, για να μεταφραστεί σε κατανάλωση, προϋποθέτει την απόρριψη της προηγούμενης ασκητικής εργασιακής ηθικής και την ύπαρξη ενός μηχανισμού δημιουργίας επιθυμιών. Παρόμοιοι  μετασχηματισμοί (ως προς το βάθος και την έκτασή τους) εντοπίζονται ακόμα και στον κύκλο της αναπαραγωγής. Αν το καπιταλιστικό παράδειγμα του εργοστασίου μαζικής παραγωγής χρειαζόταν ένα «αποθεματικό» γυναικών έξω από την παραγωγή για να συντηρεί την κατά βάση ανδρική εργατική τάξη, καθώς και συστήματα μαζικής πρόνοιας, το τρέχον βιο-πληροφοριακό παράδειγμα μετατοπίζεται προς λογικές αυτο-συντήρησης, και σε βάθος χρόνου, προς λογικές αυτο-αξιοποίησης και διαρκούς αναβάθμισης του σώματος – εαυτού, εννοημένου ως ατομικού κεφαλαίου.

“Εργοστάσιο στο Ντιτρόιτ” – Τοιχογραφία του Diego Riviera
περί αλλαγής παραδείγματος (και διαλεκτικής)

Όπως αναφέραμε ήδη, η μεταφορά του όρου «αλλαγή παραδείγματος» από την επιστημολογία στη μελέτη ενός πολιτικο-οικονομικού συστήματος, για να είναι αποτελεσματική, δεν μπορεί να γίνεται άκριτα, ειδικά από τη στιγμή που η χρήση του μπορεί να είναι προβληματική ακόμα κι αν μείνει κανείς αυστηρά στον χώρο της ιστορίας της επιστήμης. Κατά τη δική μας ανάγνωση, το σημαντικότερο προβληματικό σημείο δεν εντοπίζεται τόσο στον όρο «παράδειγμα» όσο στη δεύτερη λέξη: την αλλαγή. Παρότι ο Κουν αποδόμησε πειστικά τη συμβατική ιστοριογραφία περί επιστήμης, αυτό που δεν προσέφερε ήταν ένα εναλλακτικό ερμηνευτικό σχήμα που να εξηγεί γιατί και πώς συμβαίνουν οι αλλαγές παραδείγματος 4 . Με τον τρόπο που περιγράφει τις αλλαγές παραδείγματος υποβάλλει μια αίσθηση ότι αυτές συμβαίνουν σαν κεραυνός εν αιθρία, σαν ριζικές τομές που παρεμβάλλονται ανάμεσα σε μακρά διαστήματα «φυσιολογικής» επιστημονικής δραστηριότητας. Αν αυτό συνδυαστεί και με μια κατάχρηση της έννοιας της καθολικότητας και της ασυμμετρίας – αν ληφθούν τοις μετρητοίς τα παραδείγματα των Gestalt σχημάτων – τότε εύκολα δημιουργείται η εικόνα επιστημολογκικών παραδειγμάτων που είναι αποκομμένα το ένα από το άλλο, χωρίς διόδους επικοινωνίας. Με άλλα λόγια, αναδύεται ένα σημαντικό έλλειμμα ιστορικής εγρήγορσης και μια αδυναμία (ή απροθυμία) εντοπισμού εκείνων των καταλυτικών δυνάμεων που δρομολογούν τις αλλαγές παραδείγματος 5 .

Σε αυτό το σημείο είναι που κάποιες κλασσικές (αλλά ξεχασμένες;) έννοιες της εγελιανής και μαρξιανής παράδοσης αποδεικνύονται εξαιρετικά εργαλεία για να καλύψουν τέτοια ερμηνευτικά κενά. Και μια από τις πιο εμβληματικές είναι φυσικά αυτή της διαλεκτικής. Στα πλαίσια αυτού του άρθρου είναι φυσικά αδύνατο να γίνει μια διεξοδική παρουσίαση μιας τέτοιας έννοιας για την οποία έχουν ξοδευτεί ωκεανοί από μελάνι. Χωρίς φιλοδοξίες πρωτοτυπίας, θα περιοριστούμε σε μια αδρομερή και κατ’ ανάγκη σχεδόν σχηματική περιγραφή, εστιάζοντας περισσότερο στη γενεαλογία της· δηλαδή, σε μια ιστορική διαλεκτική παρουσίαση της ίδιας της διαλεκτικής. Ως όρος, η διαλεκτική έχει μια μακραίωνη ιστορία, με την καταγωγή της να ανάγεται στην αρχαιοελληνική σκέψη. Με τη σύγχρονη σημασία της ωστόσο, η ιστορική της γραμμή μπορεί να κωδικοποιηθεί στα ονόματα τριών στοχαστών που πλέον κατέχουν μια προνομιακή θέση (δικαίως ή αδίκως, αυτή είναι μια άλλη συζήτηση…) στο «πάνθεον» των φιλοσόφων: του Καντ, του Χέγκελ και του Μαρξ.

Όταν ο Καντ εισήλθε στο προσκήνιο της φιλοσοφίας, ένα από τα φλέγοντα ζητήματα που απασχολούσε τα πνεύματα της εποχής του ήταν και το λεγόμενο γνωσιολογικό πρόβλημα – που, σε μεγάλο βαθμό, αποτελεί και το βασικό πρόβλημα της νεωτερικής φιλοσοφίας. Το πρόβλημα του τρόπου με τον οποίο ένα ανθρώπινο υποκείμενο μπορεί να αντλήσει γνώση για τον εξωτερικό κόσμο που το περιβάλλει και το κατά πόσο αυτή η γνώση μπορεί να έχει μια βεβαιότητα και να μην είναι απλά μια χίμαιρα. Στη μεγαλεπήβολη σύνθεσή του, ο Καντ επιχείρησε να αντιπαραβάλει τα δύο κυρίαρχα μέχρι τότε φιλοσοφικά ρεύματα, αυτό του ορθολογισμού (Καρτέσιος, Σπινόζα, Λάιμπνιτζ) κι αυτό του εμπειρισμού (Χομπς, Λοκ, Χιουμ), να καταδείξει τα όρια τους και να υποδείξει μια ενδιάμεση οδό.

Σύμφωνα με το καντιανό αρχιτεκτόνημα, μέσα σε κάθε ανθρώπινο υποκείμενο βρίσκονται κάποιες ενδιάθετες κατηγορίες (κι εποπτείες) με βάση τις οποίες προσλαμβάνει και κατανοεί τον κόσμο: π.χ. οι εποπτείες του χώρου και του χρόνου και η κατηγορία της αιτιότητας. Είναι προφανής η διαφωτιστική νότα που βρίσκεται στη βάση αυτής της σύλληψης, εφόσον οι εν λόγω κατηγορίες συνιστούν κάτι σαν «ουσία» του ανθρώπου, ανεξαρτήτως ιστορικής εποχής και πολιτισμικού πλαισίου. Έχοντας στο οπλοστάσιό του αυτές τις κατηγορίες, το ανθρώπινο πνεύμα θέτει αναπόφευκτα κάποια ερωτήματα σχετικά με τον κόσμο και τη θέση του ανθρώπου σε αυτόν κι αποπειράται να τα απαντήσει. Η «καινοτομία» του Καντ εδώ, οφειλόμενη εν πολλοίς σε σκεπτικιστικές επιρροές, ήταν και η διαπίστωση ότι ορισμένα ερωτήματα, παρότι αναπόφευκτο (και θεμιτό) να τίθενται, είναι αδύνατο να βρουν μια απάντηση στη βάση γνωσιολογικών κριτηρίων και μόνο. Τυπικό παράδειγμα είναι το παμπάλαιο ερώτημα περί της ύπαρξης του θεού και πιο συγκεκριμένα, περί της δυνατότητας κατάστρωσης μιας απόδειξης για την ύπαρξη του θεού. Ο Καντ καταδεικνύει το άγονο τέτοιων προσπαθειών χρησιμοποιώντας το σχήμα της θέσης και της αντί-θεσης: ξεκινώντας από τις κατηγορίες και χρησιμοποιώντας αυστηρούς συλλογισμούς είναι δυνατό να αποδείξει κανείς τη θέση, δηλαδή να απαντήσει καταφατικά στο περί θεού ερώτημα· όμως το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την αντί-θεση, εφόσον και η αρνητική απάντηση είναι αυστηρά αποδείξιμη. Από τη στιγμή που αυτή η αντίφαση δεν προκύπτει ως αποτέλεσμα κάποιου συλλογιστικού ολισθήματος, το κατά Καντ συμπέρασμα είναι ότι ένα τέτοιο ερώτημα είναι αναπάντητο και το πρόβλημα έγκειται στη διαλεκτική χρήση της λογικής· η κατά Καντ διαλεκτική είναι η λογική των αντιφάσεων που προκύπτει όταν το ανθρώπινο πνεύμα επιχειρεί να αναμετρηθεί με ερωτήματα που το υπερβαίνουν 6 . Για τον Καντ επομένως, η διαλεκτική είναι σαν μια κινούμενη άμμος του νου που πρέπει να αποφεύγεται ώστε αυτός να παραμένει εντός των ορίων και των δυνατοτήτων του.

Ωστόσο, ήταν οι επίγονοι του Καντ, προεξάρχοντος του Χέγκελ, που τελικά δώσανε στη διαλεκτική το νόημα που της αποδίδεται σήμερα. Σε μια κίνηση απόδρασης από τη στάση «παραίτησης» του Καντ, με τους αυστηρούς γνωσιολογικούς περιορισμούς της, επί της ουσίας ανατιμήσανε τη διαλεκτική, αναγνωρίζοντάς τη ως βασική κινητήρια δύναμη του ανθρώπινου πνεύματος. Μιλώντας με αυστηρούς φιλοσοφικούς όρους, το ζήτημα για τον Χέγκελ ήταν η διερεύνηση των σχέσεων του καθολικού και του μερικού, δια μέσου της άρνησης / αφαίρεσης. Στο βάθος αυτής της διερεύνησης, το ζητούμενο ήταν να αναφανεί η ενότητα υποκειμένου (ανθρώπου) και αντικειμένου (κόσμου)· όχι όμως με έναν στατικό, φορμαλιστικό τρόπο, αλλά ως το τέλος μιας εξελικτικής διαδικασίας που χρησιμοποιεί ως καταλύτη (διαλεκτικά) τις εντάσεις μεταξύ αυτών των δύο πόλων για να υπερβαίνει τα αδιέξοδα.

Η εισαγωγή της ιστορίας μέσα στον χώρο της φιλοσοφίας υπήρξε μια πραγματική τομή. Ακόμα και μέχρι τον Καντ, όπως αναφέρθηκε ήδη, η φιλοσοφία είχε υπάρξει μια άσκηση πάνω σε έννοιες εκτός του χρόνου. Για τον Χέγκελ όμως, το ανθρώπινο πνεύμα, ακόμα κι όταν φιλοσοφεί, υπόκειται στις δυνάμεις της ιστορίας. Η εμφάνιση αντιφάσεων μέσα στην ιστορική εξέλιξη της φιλοσοφίας μπορεί να είναι αναπόφευκτη, όμως, σε αντίθεση με τον Καντ, τέτοιες αντιφάσεις δεν σηματοδοτούν κάποιο τέλος ούτε οφείλουν να οδηγούν σε μια αναζήτηση καταφυγίου σε χώρους εκτός της φιλοσοφίας. Αν η άρνηση θεωρηθεί ως παραγωγική, τότε παρέχει μία διέξοδο από τον φαύλο κύκλο που ξεκινάει από τη θέση για να περάσει στην αντί-θεση κι από κει πάλι πίσω στη θέση, δείχνοντας ένα δρόμο προς την άρση της αντίφασης 7 .

Ένα κάπως απλοϊκό παράδειγμα χρήσης της διαλεκτικής κατ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να δοθεί εξετάζοντας το ερώτημα για την ύπαρξη του θεού 8 . Στην ιστορική εποχή του χριστιανιμού, η απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα ήταν κάτι σαν: υπάρχει ένα υπέρτατο ον που δημιούργησε τον κόσμο από αγάπη για τον άνθρωπο. Μπαίνοντας στη νεωτερικότητα, με την (αρχικά δειλή) εμφάνιση του αθεϊσμού, η άρνηση αυτής της θέσης μπορεί να προέλθει απλά προσθέτοντας ένα «δεν»: δεν υπάρχει ένα υπέρτατο ον που δημιούργησε τον κόσμο από αγάπη για τον άνθρωπο. Κι έτσι δημιουργούνται δύο φαινομενικά ασύμβατες απαντήσεις. Η άρνηση όμως μπορεί να προχωρήσει παραπέρα, παράγοντας τελικά μια σπινοζική θέση: υπάρχει ένα υπέρτατο ον, αλλά δεν έχει ανθρωπομορφικά χαρακτηριστικά, όπως βούληση και νου, παρά ταυτίζεται επί της ουσίας με τη φύση. Είναι προφανές από τα παραπάνω ότι η φιλοσοφία και η ιστορία της φιλοσοφίας είναι αδύνατο να διαχωριστούν. Για να φιλοσοφήσει το ανθρώπινο πνεύμα, οφείλει να έχει και ιστορική συνείδηση.

Το επόμενο βήμα που «έπρεπε» να γίνει ήταν το περίφημο αναποδογύρισμα του Χέγκελ ώστε αυτός να σταθεί με τα πόδια κάτω και το κεφάλι πάνω. Παρότι, αυστηρά μιλώντας, η εγελιανή φιλοσοφία (και ολόκληρος ο γερμανικός ιδεαλισμός) δεν υπήρξε οντολογικά δυιστική, ωστόσο έδινε μια προτεραιότητα, οιονεί γενετική, σε αυτό που ονομάζουμε «πνεύμα». Ο Μαρξ υιοθέτησε τη διαλεκτική, εφαρμόζοντάς τη σε ένα πιο προσγειωμένο επίπεδο· στην κατανόηση της ανθρώπινης ιστορίας στην υλική, εμπράγματη κι έμπρακτη πλευρά της. Δεν είναι μόνο το πνεύμα που εξελίσσεται διαλεκτικά, αλλά και η ανθρώπινη δραστηριότητα, η ανθρώπινη πράξη μέσα στον υλικό κόσμο. Κάτι που μπορεί να παρατηρηθεί ακόμα ειδικότερα στην εξέλιξη του καπιταλισμού. Κάθε κυρίαρχο καπιταλιστικό μοντέλο (ή παράδειγμα) εμπεριέχει αντιφάσεις – ανωμαλίες που, στην εξέλιξή τους, μπορεί να φτάσουν σε σημείο έκρηξης. Στην πιο γενική τους μορφή, αυτές είναι οι αντιφάσεις μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων, τις οποίες ένα καπιταλιστικό σύστημα μπορεί να υπερβεί διαλεκτικά, εξελισσόμενο προς ένα νέο μοντέλο, φέροντας εντός του στοιχεία του παλιού, ακόμα και στην αρνητική τους μορφή. Η βασική αντίφαση ωστόσο είναι αυτή ανάμεσα στην κοινωνική παραγωγή του πλούτου και στην ατομική ιδιοποίησή του μέσω της ιδιωτικής κατοχής των μέσων παραγωγής. Από τη στιγμή που αυτή η αντίφαση βρίσκεται στον πυρήνα της καπιταλιστικής παραγωγής, η τυχόν υπέρβασή της δεν μπορεί να οδηγήσει απλά σε ένα νέο καπιταλιστικό μοντέλο, αλλά, εν τέλει, στον κομμουνισμό.

Data center της facebook
περί αλλαγής καπιταλιστικού παραδείγματος

Αν η αντίφαση μεταξύ της κοινωνικής παραγωγής του πλούτου και της ατομικής ιδιοποίησής του, όπως την εντόπισε ο Μαρξ, γινόταν καθολικά αποδεκτή από όλα τα μετέπειτα μαρξιστογενή ρεύματα, ορθόδοξα και μη, υπάρχει κι ένα άλλο βασικό στοιχείο του καπιταλισμού που γεννάει εντάσεις εντός της παραγωγικής διαδικασίας, αλλά που αγνοήθηκε από τον ορθόδοξο μαρξισμό: η εντατική χρήση των μηχανών. Παρότι ο ίδιος ο Μαρξ είχε κάνει ορισμένες διορατικές παρατηρήσεις όσον αφορά στη χρήση των μηχανών, 9 αυτό το ζήτημα αντιμετωπίστηκε με παροιμιώδη απλοϊκότητα από τους ορθόδοξους επιγόνους του. Η τεχνολογική ανάπτυξη (η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων) αντιμετωπίστηκε ως μια εγγενώς προοδευτική κι επιθυμητή διαδικασία, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής βρέθηκαν στο στόχαστρο της κριτικής επειδή (υποτίθεται ότι) έθεταν φραγμούς στην περαιτέρω ανάπτυξη, με τη λογική ότι μόνο ένα διαφορετικό κοινωνικό μοντέλο μπορούσε να απελευθερώσει τις παραγωγικές δυνάμεις, άρα τόσο την επιστήμη όσο και την τεχνολογία.
Η επανανοηματοδότηση των σχέσεων μεταξύ ανάπτυξης και καπιταλισμού οφείλεται εν πολλοίς στην ιταλική αυτονομία και στη θεωρητική δουλειά που έκανε κατά τις ταραγμένες δεκαετίες του 60 και του 70 10. Έχοντας ως βάση την ακριβώς αντίθετη θέση – ότι καπιταλισμός και ανάπτυξη όχι μόνο δεν αντιτίθενται, αλλά ότι συνδέονται οργανικά – επιχείρησαν να καταδείξουν με ποιόν τρόπο η καπιταλιστική παραγωγή «προοδεύει» προς ανώτερα επίπεδα ανάπτυξης. Κι εδώ η έννοια της διαλεκτικής εξέλιξης μέσω της άρνησης, και ειδικότερα της άρνησης των εργατών ως υποκειμένων, 11 είχε την τιμητική της.

Η εισαγωγή νέων τεχνολογιών στην παραγωγή δεν γίνεται λόγω μιας αφηρημένης, υποτιθέμενα εγγενούς, ανθρώπινης προδιάθεσης για αποδοτικότερη εκμετάλλευση της φύσης (για να υπερβεί την σπάνη των αγαθών). Αντιθέτως, είναι ακριβώς η άρνηση των εργατών να υποταγούν στις εκάστοτε παραγωγικές νόρμες που λειτουργεί καταλυτικά για την αναζήτηση τεχνολογικών καινοτομιών. Το κεφάλαιο, σε μια προσπάθεια ακύρωσης τέτοιων αρνήσεων, αποδύεται σε έναν αγώνα απόσπασης μεγαλύτερης σχετικής υπεραξίας μέσω της αναδιάρθρωσης της παραγωγικής διαδικασίας. Προσπαθεί να βρει ένα νέο παραγωγικό μοντέλο (παράδειγμα) αποσυνθέτοντας κι ανασυνθέτοντας την εργασία, μεταφέροντας πλευρές της ζωντανής (ανθρώπινης) εργασίας εντός της νεκρής· με άλλα λόγια, εισάγοντας νέες, πιο «βελτιωμένες» μηχανές. Βαθαίνει το βαθμό αποξένωσης της εργασίας, ενσωματώνοντας εντός των μηχανών γνώσεις που προηγουμένως κατείχαν οι εργάτες (αυξάνοντας την οργανική του σύνθεση), καθιστώντας τους έτσι εναλλάξιμους κι ελαχιστοποιώντας την επικινδυνότητα των αρνήσεών τους.
Η έκβαση αυτού του αγώνα μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου φυσικά δεν είναι προδιαγεγραμμένη. Ακόμα όμως κι αν το κεφάλαιο καταφέρει να επιβάλει τη βούλησή του, η ταξική σύγκρουση δεν εξαφανίζεται, αλλά μετατοπίζεται σε ένα «ανώτερο», πιο κοινωνικοποιημένο επίπεδο. Ένα απλό παράδειγμα: η βιομηχανία μεγάλης κλίμακας, κατακερματίζοντας την εργασία, την καθιστά ανούσια, από την πλευρά των εργατών· όμως έτσι τροφοδοτεί την εργατική δυσφορία (επιεικώς μιλώντας). Ολόκληρη η βιομηχανία εκμετάλλευσης του ελεύθερου χρόνου, από τη διασκέδαση μέχρι τα χόμπυ κάθε είδους, καλείται πλέον να λειτουργήσει ως βαλδίδα αποφόρτισης τέτοιων εντάσεων. Κι έτσι η σύγκρουση φτάνει πλέον να συμπεριλάβει και κύκλους εκτός της παραγωγής, όπως αυτόν της κατανάλωσης. Με τα λόγια του Τρόντι 12 :

«Όταν το κεφάλαιο κατακτήσει όλους τους χώρους που βρίσκονται έξω από την καπιταλιστική παραγωγή καθεαυτή, ξεκινά τη διαδικασία εσωτερικής αποικιοποίησης· πράγματι, μόνο όταν ο κύκλος της αστικής κοινωνίας – παραγωγή, διανομή, ανταλλαγή, κατανάλωση – ολοκληρωθεί, μπορεί κανείς να αρχίσει να μιλάει για καθεαυτό καπιταλιστική ανάπτυξη… Στο υψηλότερο επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης, η κοινωνική σχέση γίνεται μια στιγμή της σχέσης παραγωγής, ολόκληρη η κοινωνία γίνεται μια συνάρθρωση της παραγωγής· με άλλα λόγια, ολόκληρη η κοινωνία υπάρχει ως μια λειτουργία του εργοστασίου και το εργοστάσιο επεκτείνει την αποκλειστική κυριαρχία του πάνω στο σύνολο της κοινωνίας.»

Ένα νέο καπιταλιστικό παράδειγμα επομένως σε καμμία περίπτωση δεν είναι αποκομμένο, ως εάν να ήταν το αποτέλεσμα μιας άμωμης σύλληψης. Κουβαλάει εντός του μια ιστορία αρνήσεων, μια ιστορία εργατικών αρνήσεων· κι η απροθυμία να αναγνωριστούν αυτές οι αρνήσεις, ειδικά από όσους κανονικά θα είχαν συμφέρον να τις αναγνωρίσουν, παράγει μια θεωρητική στάση που μοιάζει με τη γελοία φιγούρα ενός μικροαστού, με φιλοδοξίες ανόδου, που επιμένει να αρνείται τις «ταπεινές» του ρίζες, νομίζοντας ότι έτσι θα ταιριάξει σε ένα περιβάλλον που τον έχει εξαρχής φτυσμένο.

Separatrix
cyborg #11 – 2/2018

  1. Έχουμε ήδη αφιερώσει ένα άρθρο σε αυτό το θέμα. Βλ. Cyborg, τ. 4, «Περί αλλαγής παραδείγματος». ↩︎
  2. Η εισαγωγή στην ελληνική μετάφραση του βιβλίου είναι αρκετά κατατοπιστική ως προς αυτό το σημείο αλλά και όσον αφορά στις γενικότερες συζητήσεις της εποχής εντός του κλάδου της επιστημολογίας. ↩︎
  3. Υπενθυμίζουμε εδώ ότι η γαλλική επιστημολογική σχολή είχε ήδη εμπλακεί σε παρόμοιες συζητήσεις πριν τον Κουν. Αλλά ο Κουν είχε το πλεονέκτημα ότι έγραφε στα αγγλικά. ↩︎
  4. Αυτό το θεωρητικό έλλειμμα επιχειρήθηκε να καλυφθεί αργότερα, εντός των επιστημολογικών κύκλων, μέσα από προβληματισμούς που άνοιγαν τη συζήτηση προς κοινωνιολογικές και πολιτικές κατευθύνσεις· που εξέταζαν, με άλλα λόγια, την επιρροή κοινωνικο-οικονομικών και πολιτικών παραγόντων στη διαδικασία αλλαγής παραδείγματος. Δεν θα επεκταθούμε εδώ. ↩︎
  5. Σε αυτό το σημείο, η αγγλοσαξονική επιστημολογική σχολή φαίνεται να συναντάει τη γαλλική. Ο τρόπος, π.χ., που ο Φουκώ περιγράφει τις επιστημολογικές ρήξεις πάσχει επίσης από τέτοια ερμηνευτικά χάσματα. ↩︎
  6. Κατά τον Καντ πάντα, απάντηση σε τέτοια ερωτήματα μπορεί να δοθεί τελικά, αλλά όχι με γνωσιολογικά κριτήρια. Τα κριτήρια οφείλουν, από ένα σημείο και πέρα, να είναι ηθικο-πρακτικής φύσης.
    Μία επιπλέον παρατήρηση, για λόγους αυστηρότητας. Στο ζήτημα του θεού, ο Καντ δεν χρησιμοποιούσε το δίπολο θέση – αντίθεση, αλλά προσπάθησε να δείξει ότι όλες οι απόπειρες για την απόδειξη της ύπαρξής του είναι άγονες. Εδώ παραποιούμε κάπως την πραγμάτευση εκ μέρους του του περί θεού ερωτήματος, για λόγους οικονομίας. Και σε αυτή την περίπτωση πάντως, μιλάει για λανθασμένους συλλογισμούς λόγω διαλεκτικής χρήσης του Λόγου. ↩︎
  7. Αποφεύγουμε να χρησιμοποιήσουμε το σχήμα θέση – αντίθεση – σύνθεση, καθώς δεν προέρχεται από τον ίδιο τον Χέγκελ. ↩︎
  8. Το παράδειγμα δεν είναι του Χέγκελ. Το χρησιμοποιούμε εμείς, και πάλι για λογους οικονομίας. ↩︎
  9. Βλ. Cyborg, τ. 2, «Tο πιστόνι, ο εργάτης, ο γάντζος: ανατομία των cyborg προγόνων». ↩︎
  10. Η σχολή της Φρανκφούρτης είχε ήδη επεξεργαστεί κριτικά την έννοιας της (τεχνικής – εργαλειακής) ορθολογικότητας, αν και σε ένα πιο φιλοσοφικό επίπεδο και κάνοντας μια αναδρομή που πήγαινε πριν την εμφάνιση του καπιταλισμού. ↩︎
  11. Ένας λόγος που ο ορθόδοξος μαρξισμός υπήρξε «αφελής» ως προς το ζήτημα των μηχανών ήταν ακριβώς και το ότι προέκρινε ερμηνείες που βασίζονταν στους «αντικειμενικούς» νόμους της ιστορίας, υποτιμώντας ταυτόχρονα τον «βολονταρισμό» των εργατών. Μια στάση που φυσικά δεν ήταν αθώα και υπαγορευόταν από ιδεολογικούς λόγους. Βλ. Το βιβλίο του Κ. Παπαϊωάννου «Φιλοσοφία και Τεχνική. Ο διάλογος Μαρξ – Χέγκελ (II)». ↩︎
  12. Όπως αναδημοσιεύεται στο βιβλίο του Steve Wright «Η έφοδος στον ουρανό. Ταξική σύνθεση και ταξική πάλη στον ιταλικό αυτόνομο μαρξισμό.». Η παράθεση εκτεταμένης βιβλιογραφίας για την έννοια της διαλεκτικής και της μετέπειτα μαρξιστικής (επαν-)ερμηνείας της θα ήταν σκέτη ματαιοπονία. Μπορούμε να αναφέρουμε ενδεικτικά κάποια χρήσιμα βιβλία γενικότερης επισκόπησης. Για τον γερμανικό ιδεαλισμό, που ήταν και ο γενέθλιος φιλοσοφικός τόπος της διαλεκτικής, βλ. το βιβλίο του Terry Pinkard «German Philosophy 1760 – 1860. The legacy of idealism». Δυστυχώς δεν υπάρχει ελληνική μετάφραση. Για μια από τις πρώτες μη ορθόδοξες αναγνώσεις του μαρξισμού, από τη σχολή της Φρανκφούρτης, βλ. το βιβλίο του Martin Jay «The dialectical imagination», που έχει μεταφραστεί και στα ελληνικά («Η διαλεκτική φαντασία»). Για την ιταλική αυτονομία, το βιβλίο του Steve Wright είναι πλήρες και κατατοπιστικό. ↩︎