η αρχαιολογία του κυβερνοχώρου: η κραυγή της Πανδώρας

Ο κυβερνοχώρος δεν ξεπήδησε πάνοπλος μες απ’ το κεφάλι του πληροφορικού λεβιάθαν. Κατασκευάστηκε, αναπτύχθηκε κι εισέβαλλε σε κάθε πεδίο της ανθρώπινης δραστηριότητας με τρόπο μεθοδευμένο και καθόλου «άναρχο», παρά τη σχετική φιλολογία που θέλει προφήτες, οραματιστές και πρωτοπόρους να παίζουν κεντρικό ρόλο στην συγκρότησή του. Τα πρώτα δίκτυα υπολογιστών και οι πρώτες απόπειρες σύμφυσης των μηχανών της πληροφορικής με τους ανθρώπινους χειριστές τους, μοιάζουν εικόνες μιας πρωτόγονης εποχής. Μοιάζουν, αλλά δεν είναι· ήδη από τα πρώτα στάδια, όταν η κατασκευή του κυβερνοχώρου ήταν υπόθεση στρατιωτικών εργαστηρίων και πανεπιστημιακών ιδρυμάτων στα πλαίσια ενός στρατηγικού σχεδιασμού, είχε εγγεγραμμένα στον σκληρό πυρήνα του μεταξύ άλλων ορισμένα χαρακτηριστικά που παραμένουν αναλλοίωτα μέχρι σήμερα (κι αυτό είναι ένα ζήτημα που έχουμε αναδείξει επανειλημμένα μέσα από αυτές τις σελίδες). Το ξέρουμε πλέον χωρίς καμία απολύτως αμφιβολία: εκείνο που φτιαχνόταν τότε δεν θα αποτελούσε ένα πεδίο απεριόριστων δυνατοτήτων για την ανθρώπινη επικοινωνία και δημιουργικότητα, αλλά μια μεγαμηχανή χειραγώγησης κι ελέγχου με στόχο την υπαγωγή των κοινωνικών σχέσεων στο νέο βιοπληροφορικό παράδειγμα.

Επομένως, ένα ερώτημα κρίσιμο για την πολεμική στον κυβερνοχώρο είναι εάν θα μπορούσε ήδη από τότε, όταν διένυε τα πρώτα στάδια κοινωνικοποίησης και πριν γιγαντωθεί ανεπίστρεπτα, να είχε παραμεριστεί το hype και η κριτική να είχε εστιάσει με διαύγεια στην ουσία αυτού του ψηφιακού μηχανισμού. Δεν πρόκειται για φιλολογικό ερώτημα ή άσκηση σε υποθετικά σενάρια: ή η βιοπληροφορική αναδιάρθρωση και η γενικευμένη ψηφιακή μεσολάβηση «τρέχουν» με τέτοια ταχύτητα που είναι ανώφελη κάθε αναμέτρηση μαζί τους· ή οφείλουμε να είμαστε σε διαρκή κριτική ετοιμότητα για να προλαβαίνουμε εγκαίρως τις εξελίξεις. Εξάλλου, τα social media, το internet of things, οι smart cities ή ο κυβερνοπόλεμος δεν είναι το τελευταίο, οριστικό, στάδιο του κυβερνοχώρου. Μπορούν όμως να γίνουν…

Το 1994 ανήκει σε μια εποχή που ο κυβερνοχώρος ήταν ακόμη συναρθρωμένος γύρω από το την – σχετικά πρόσφατη τότε – κατασκευή του διαδικτύου. Δεν είχε «απογαλακτιστεί» ακόμη πλήρως από την κρατική θερμοκοιτίδα, ούτε είχε όμως κοινωνικοποιηθεί στις σημερινές εκρηκτικές διαστάσεις. Το world wide web εμφανίστηκε το 1991, ο πρώτος browser το 1993. Στις ΗΠΑ εκείνης της εποχής, οι χρήστες ήταν περίπου μισό εκατομμύριο και για να έχετε ένα μέτρο, στην Ελλάδα (από τις αργοπορημένες περιπτώσεις, αλλά όχι από τις πλέον καθυστερημένες), οι χρήστες το 1992 (χρονιά που το ΙΤΕ έφερε το internet) ήταν 200 και το 1994 έφτασαν μόλις τους 4.000.

Η humdog είναι πιθανόν ένα πρόσωπο που αγνοείτε. Εκείνη την εποχή η humdog υπήρξε όχι «πρωτοπόρος», θα ήταν άστοχος αυτός ο χαρακτηρισμός, αλλά κυριολεκτικά μια ανιχνεύτρια ενός νέου και εν πολλοίς αγνώστου πεδίου, στο οποίο η ιδεολογία είχε ήδη προλάβει να επενδύσει μια πληθώρα μυθολογικών χαρακτηριστικών. Ήταν από τα πιο δραστήρια μέλη της διαδικτυακής κοινότητας The WELL, μία από τις παλιότερες συγκροτήσεις του internet, εντός της οποίας καλλιεργούνταν συστηματικά η ιδέα της «ψηφιακής ουτοπίας» και του κυβερνοχώρου ως εργαλείου απελευθέρωσης της επικοινωνίας. Το 1994, μολονότι είχε καθιερωθεί σαν μια σημαίνουσα φιγούρα των ηλεκτρονικών forums του The WELL, η humdog με το κείμενό της «pandora’s vox: on community in cyberspace» αποφάσισε να έρθει σε ρήξη με την ψηφιακή της κοινότητα. Ήταν ίσως η πρώτη που με αξιοσημείωτη διαύγεια κι οξύνοια εντόπισε και κατέδειξε τα «σκοτεινά» σημεία της υποτιθέμενης και πολυδιαφημισμένης ηλεκτρονικής ουτοπίας. Γράφει για την επιχειρηματική διάσταση του κυβερνοχώρου, τον έλεγχο του από τις εταιρείες παρόχους και τον έλεγχο-λογοκρισία που ασκούν οι ίδιες εταιρείες στην επικοινωνία· για την εμπορευματοποίηση της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης· για την αναπαραγωγή των διαχωρισμών στο ψηφιακό σύμπαν· για τον κεντρικό ρόλο της λευκής, μεσοαστικής τάξης και της ιδεολογίας της· για την εθελοντική παράδοση στην αστυνόμευση. Ακόμη και τα παραδείγματα που χρησιμοποιεί είναι χαρακτηριστικά, υπό το πρίσμα του πώς έχει εξελιχτεί η «επικοινωνία» στο διαδίκτυο. Περιπτώσεις που τότε, πριν 25 χρόνια, ήταν καινοφανείς κι αποτέλεσαν αντικείμενο σκληρής κριτικής, σήμερα αποτελούν τον ορισμό της κοινοτυπίας στον κυβερνοχώρο, στο μέτρο που η παράνοια και η υστερία έχουν γίνει το leitmotiv του διαδικτυακού «διαλόγου».

Η κριτική της δεν εξαντλείται σε αυτά που θα μπορούσαν ήδη από τότε να είναι εύλογα συμπεράσματα. Διαβλέπει ότι ο κυβερνοχώρος είναι η απόπειρα να επενδυθεί η αναπαράσταση με την βαρύτητα της πραγματικότητας· ότι τα υποκείμενα που πρωταγωνιστούν δεν είναι οι άνθρωποι με τις κοινωνικές σχέσεις τους και την αλληλεπίδρασή τους, αλλά κατασκευασμένες ταυτότητες, εικόνες, φαντάσματα, σε αναζήτηση άλλων τέτοιων κατασκευών προς κατανάλωση· ότι ο φετιχισμός και οι υστερικές ταυτοποιήσεις είναι οι νόρμες που διέπουν την ψηφιακή επικοινωνία. Γράφει εντέλει ότι παρόλη την φλυαρία, ο κυβερνοχώρος είναι ο τόπος της σιωπής και η γλώσσα του είναι μια παγωμένη γλώσσα, απηχώντας έτσι τις σταγόνες ήλιου στην στοιχειωμένη πόλη μιας δεκαετίας πριν: εδώ για να «μιλήσεις» πρέπει να αρνηθείς να επικοινωνήσεις, και για να «επικοινωνήσεις» πρέπει να αρνηθείς να μιλήσεις

Όπως ήταν αναμενόμενο, το κείμενο της humdog προκάλεσε κύμα οργισμένων αντιδράσεων, αφού αμφισβητούσε ευθέως την ιδεολογία της ψηφιακής ουτοπίας. Η υιοθέτηση της οπτικής της απαιτούσε ένα στοιχειώδες διανοητικό «ταρακούνημα», την ώρα που όλο και περισσότεροι διάλεγαν την ευκολία της ηλεκτρονικής θαλπωρής· επόμενο ήταν να καταταχτεί στην κατηγορία των «παράξενων» και των περιθωριακών. Παραμένει όμως το γεγονός ότι όση μικρή ή μικρότερη απήχηση κι αν είχε, η άποψη της humdog, είτε την συμμεριζόμαστε είτε όχι, δεν παύει να αντιπροσωπεύει το είδος της πολεμικής κριτικής που απαιτεί η βιοπληροφορική αναδιάρθρωση. Και όσο εφικτή ήταν πριν 25 χρόνια, άλλο τόσο οφείλει να είναι και σήμερα.

Η φωνή της Πανδώρας: για την κοινότητα στον κυβερνοχώρο
της humdog (1994)

Όταν μπήκα στον κυβερνοχώρο, μπήκα σκεπτόμενη ότι είναι ένα μέρος σαν κάθε άλλο μέρος κι ότι θα είναι μια ανθρώπινη αλληλεπίδραση σαν κάθε άλλη ανθρώπινη αλληλεπίδραση. Έκανα λάθος όταν σκεφτόμουν έτσι· ήταν ένα τρομερό λάθος.
Η πρώτη φορά που κατανόησα ότι δεν ήταν ένας τόπος σαν κάθε άλλο κι ότι η αλληλεπίδραση θα ήταν διαφορετική, ήταν όταν οι άνθρωποι άρχισαν να μου απευθύνονται σαν να ήμουν άντρας. Όταν έγραφαν για μένα στο τρίτο πρόσωπο, έλεγαν «αυτός». Μου προκαλούσε το ενδιαφέρον να υπάρχουν άνθρωποι  που με σκέπτονταν ως «αυτός» αντί για «αυτή» κι έτσι στην αρχή δεν είπα τίποτε. Χαμογέλασα και τους άφησα να νομίζουν ότι ήμουν «αυτός». Αυτό συνέχισε για λίγο καιρό και είχε πλάκα, αλλά από κάποια στιγμή κι ύστερα αισθανόμουν άβολα. Τελικά τους είπα ότι εγώ, η humdog, ήμουν γυναίκα κι όχι άντρας. Τους εξέπληξε κι εκείνη την στιγμή κατάλαβα ότι ο διαχωρισμός με βάση την κατηγορία-φύλο ήταν κάτι που συνέβαινε παντού, κι ίσως ήταν απλά πολύ εμφανής στο δίκτυο.

Υποψιάζομαι ότι ο κυβερνοχώρος υπάρχει επειδή είναι η καθαρότερη εκδήλωση της μάζας όπως την έχει περιγράψει ο Ζαν Μπωντριγιάρ. Είναι μια μαύρη τρύπα· απορροφά την ενέργεια και την προσωπικότητα και μετά τις επανεμφανίζει ως θέαμα. Οι άνθρωποι τείνουν να φαντάζονται την μάζα σαν μια εικονική παρέλαση χειρωνακτών εργατών με τις γροθιές υψωμένες ή κραδαίνοντας εργαλεία στα χέρια τους. Όπως και να ‘χει, πρόκειται για μια εικόνα που έλκει την καταγωγή της από τον Μαρξ κι είναι τόσο ρομαντική όσο μια δωδεκάδα κόκκινα τριαντάφυλλα. Η μάζα μοιάζει περισσότερο με αυτές τις απρόσωπες κούκλες που βρίσκεις σε μαγαζιά που πωλούν νοσταλγία: χωλές, χαριτωμένες και σιωπηλές. Κι όταν λέω «χαριτωμένες», περιλαμβάνω την μακάβρια και μοχθηρή όψη τους στον ορισμό μου.
Είναι της μόδας να θεωρείται ο κυβερνοχώρος κάπως σαν νήσος των ευλογημένων, όπου οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να ικανοποιούν και να εκφράζουν την Ατομικότητά τους. Κάποιοι άνθρωποι γράφουν για τον κυβερνοχώρο σαν να είναι μια ουτοπία του ’60. Στην πραγματικότητα, δεν είναι αλήθεια. Οι μεγάλοι πάροχοι διαδικτυακών υπηρεσιών, όπως η Compuserv και η America on Line, συστηματικά καθοδηγούν και λογοκρίνουν τον διάλογο. Οι διαφορές έχουν να κάνουν μόνο με την μέθοδο και τον βαθμό. Αυτό που ενδιαφέρει εμένα πάντως, σχετικά με αυτό, είναι ότι για την μάζα, ο διάλογος σχετικά με την ελευθερία της έκφρασης υπάρχει μόνο με όρους που σχετίζονται με το αν μπορείς ή όχι να πεις «γαμήσου» ή να κοιτάξεις φωτογραφίες σεξουαλικού περιεχομένου. Έχω μια παράδοξη οπτική που με κάνει να σκέφτομαι ότι η συζήτηση πάνω στην δυνατότητα να γράφεις «γαμήσου» ή η ανησυχία σχετικά με την δυνατότητα να κοιτάς φωτογραφίες σεξουαλικών πράξεων αποτελούν Τα Μικρότερα Των Προβλημάτων που περιβάλλουν την ελευθερία της έκφρασης.

Η δυτική κοινωνία έχει ένα πρόβλημα με την εμφάνιση και την πραγματικότητα. Επιμένει να προσπαθεί να διαχωρίσει την μία από την άλλη, να κάνει την μία πιο ρεαλιστική από την άλλη, να επενδύσει στην μία περισσότερο νόημα απ’ ότι στην άλλη. Ο Νίτσε και ο Μπωντριγιάρ έχουν να πουν κάτι σχετικό. Αναφέρω τα ονόματά τους σε περίπτωση που κάποιος θεωρήσει ότι τα κατεβάζω αυτά απ’ το κεφάλι μου. Ο Νίτσε πιστεύει ότι αυτή η διαμάχη δεν μπορεί να επιλυθεί. Ο Μπωντριγιάρ πιστεύει ότι έχει επιλυθεί κι αυτός είναι ο λόγος που κάποιοι άνθρωποι νομίζουν ότι οι κοινότητες μπορούν να είναι εικονικές: προτιμούμε την αναπαράσταση από την πραγματικότητα. Η εικόνα και η αναπαράσταση ασκούν τρομερή δύναμη πάνω στην κουλτούρα. Και είναι αυτή η ένταση που διαπερνά όλες τις συζητήσεις σχετικά με το Πραγματικό και το Μη-Πραγματικό και μολύνει τον κυβερνοχώρο σε ό,τι έχει να κάνει με την ταυτότητα, την σχέση, το φύλο, το διάλογο και την κοινότητα. Σχεδόν κάθε συζήτηση στον κυβερνοχώρο για τον κυβερνοχώρο, καταλήγει σε κάποιου είδους αντιπαράθεση σχετικά με την «ειλικρίνεια-στην-συσκευασία» [στμ. η συγγραφέας χρησιμοποιεί τον όρο «truth-in-packaging», το όνομα της πρακτικής αλλά και του νόμου στις ΗΠΑ που υποχρεώνει τις εταιρείες να μην παραπλανούν και να αναγράφουν στις συσκευασίες μια σειρά βασικών στοιχείων των προϊόντων].
Ο κυβερνοχώρος είναι κατά βάση ένας σιωπηλός τόπος. Μες στην σιωπή του επιδεικνύεται ως μια έκφραση της μάζας. Κάποιος μπορεί να αμφισβητήσει την ιδέα της σιωπής σε ένα μέρος όπου εκατομμύρια ψηφιακές ταυτότητες χρηστών παρελαύνουν τριγύρω σαν άγγελοι φωτός αναζητώντας να βρουν ποιον θα μπορούσαν, τρόπος του λέγειν, να καταναλώσουν. Η σιωπή είναι παρόλα αυτά παρούσα και είναι παραδόξως παρούσα με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο την στιγμή που η ψηφιακή ταυτότητα του χρήστη μιλάει. Όταν η ταυτότητα χρήστη ποστάρει κάτι σε ένα φόρουμ, το κάνει προσκολλημένη στην ψευδαίσθηση ότι κανείς δεν είναι παρών. Η γλώσσα στον κυβερνοχώρο είναι μια παγωμένη γλώσσα.

Έχω δει ανθρώπους να βγάζουν τα σπλάχνα τους on-line, και το ίδιο έκανα και εγώ, μέχρι που, επιτέλους, άρχισα να βλέπω ότι εμπορευματοποιούσα τον εαυτό μου. Εμπορευματοποίηση σημαίνει ότι μετατρέπεις κάτι σε προϊόν που έχει χρηματική αξία. Τον 19ο αιώνα τα προϊόντα κατασκευάζονταν σε εργοστάσια, τα οποία ο Καρλ Μαρξ ονόμασε «μέσα παραγωγής». Οι καπιταλιστές κατείχαν τα μέσα παραγωγής και τα εμπορεύματα κατασκευάζονταν από εργάτες υπό καθεστώς εκμετάλλευσης. Δημιουργούσα τις εσωτερικές μου σκέψεις σαν να ήμουν το μέσο παραγωγής για την επιχείρηση που κατείχε το φόρουμ στο οποίο έκανα δημοσιεύσεις κι αυτό το προϊόν πωλούνταν σε άλλες εμπορευματοποιημένες / καταναλωτικές οντότητες ως ψυχαγωγία. Αυτό σημαίνει ότι πουλούσα την ψυχή μου σαν να ήταν αθλητικό παπούτσι και δεν αποκόμιζα κανένα κέρδος από την πώληση της ψυχής μου [στμ. το 1994 το The WELL είχε εξαγοραστεί από τον ιδρυτή μιας μάρκας αθλητικών παπουτσιών]. Οι άνθρωποι που ποστάρουν τακτικά στα φόρουμ φαίνεται πως γνωρίζουν ότι είναι εργοστασιακός εξοπλισμός κι αθλητικά παπούτσια και κάποιες φορές ανταλλάσσουν μηνύματα πάνω στο πώς η συνεισφορά τους δεν αναγνωρίζεται από τους μάνατζερ.
Σαν να μην ήταν αυτό αρκετό, όλες μου οι λέξεις είχαν γίνει αθάνατες μέσω αντιγραφής σε ψηφιακά μέσα. Ακόμη περισσότερο, πλήρωνα δυο δολάρια την ώρα για το προνόμιο να εμπορευματοποιούμαι και να επιδεικνύω τον εαυτό μου. Ακόμη χειρότερα, εξέθετα τον εαυτό μου στον κίνδυνο του εξονυχιστικού ελέγχου από τόσο φιλικούς τύπους, όσο είναι αυτοί του FBI: μπορούν, και το έχουν ήδη κάνει, να κατεβάσουν στα αρχεία τους σχεδόν ό,τι γουστάρουν. Η ρητορική στον κυβερνοχώρο είναι αυτή της γλώσσας που απελευθερώνει· η πραγματικότητα είναι ότι ο κυβερνοχώρος είναι ένα όλο και πιο αποτελεσματικό εργαλείο ελέγχου με το οποίο οι άνθρωποι έχουν μια εθελοντική σχέση.

Οι υποστηρικτές των επονομαζόμενων «κυβερνοκοινοτήτων» σπανίως επικεντρώνουν στην οικονομική, επιχειρηματική φύση της κοινότητας: πολλές κυβερνοκοινότητες είναι επιχειρήσεις που στηρίζονται στην εμπορευματοποίηση της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης. Προωθούν τις δουλειές τους τροφοδοτώντας υστερικές ταυτότητες και τον φετιχισμό, όπως ακριβώς οι εταιρείες που μας προσφέρουν τα αθλητικά παπούτσια των διακοσίων δολαρίων. Οι υποστηρικτές της κυβερνοκοινότητας αποφεύγουν να αναφέρουν ότι αυτά τα φόρουμ συζητήσεων χαρακτηρίζονται σπανίως από πολιτιστική ή εθνική ποικιλότητα, αν και είναι σβέλτοι στο να υποστηρίξουν αυτή ακριβώς την ιδέα. Σπανίως σχολιάζουν τα λευκά, μεσοαστικά [white-bread στο πρωτότυπο, ευφημισμός για όσα ανήκουν ή αντιπροσωπεύουν την λευκή μεσοαστική τάξη] δημογραφικά χαρακτηριστικά του κυβερνοχώρου, εκτός κι αν αυτά τα δημογραφικά στοιχεία έρχονται σε σύγκρουση με την κοινωνική ανέλιξη των λευκών μεσοαστών γυναικών στα πλαίσια του ορθόδοξου, ακαδημαϊκού φεμινισμού.
Η ιδεολογία της ηλεκτρονικής κοινότητας φαίνεται να περιλαμβάνει τρία στοιχεία. Πρώτο, την ιδέα του κοινωνικού· δεύτερο, το οικολογικό / πράσινο [eco-greenness] και τέλος την υπόθεση ότι η τεχνολογία ισούται με την πρόοδο με έναν τρόπο που παραπέμπει στη λογική του 19ου αιώνα. Κάτω από την ανάλυση, όλες αυτές οι ιδέες καταλήγουν σε μορφές κοινοτυπίας.

Όπως το έχει θέσει ο Μπωντριγιάρ, η κοινωνικοποίηση μετριέται με βάση το μέγεθος της έκθεσης στην πληροφορία, ειδικότερα της έκθεσης στα μήντια. Το κοινωνικό από μόνο του είναι σαν ένας δεινόσαυρος: οι άνθρωποι αποτραβιούνται όλο και περισσότερο σε δραστηριότητες που έχουν να κάνουν όλο και περισσότερο με την κατανάλωση από κάθε τι άλλο. Οι επονομαζόμενες ηλεκτρονικές κοινότητες ενθαρρύνουν την συμμετοχή σε κατακερματισμένες, βασικά σιωπηλές μικρο-ομάδες, οι οποίες κατά κύριο λόγο εμπλέκονται σε διαλόγους για να αυτό-συγχαίρονται. Με άλλα λόγια, οι περισσότεροι άνθρωποι παρακολουθούν [«lurk» στο πρωτότυπο· το ρήμα έχει συγκεκριμένη σημασία στο διαδίκτυο κι αναφέρεται σε αυτούς που παρακολουθούν συστηματικά κάποιον ιντερνετικό διάλογο, χωρίς όμως ποτέ να παρεμβαίνουν] και όσοι ποστάρουν, χαίρονται με τον εαυτό τους.
Το eco-green είναι μια κοινωνική έννοια που σχετίζεται με το να κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται καλά. Αυτό που τους κάνει να αισθάνονται καλά είναι ότι βάζουν το χέρι τους προκειμένου να περιοριστεί το βρόμισμα του πλανήτη γη από τους βιομηχάνους της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης. Είναι ένα καλό κι επιθυμητό συναίσθημα, ειδικά σε μια εποχή που οι σημειολόγοι προσπαθούν να σκαρφιστούν έναν τρόπο για να εξηγήσουν στους ανθρώπους τριακόσια χρόνια στο μέλλον τα ραδιενεργά απόβλητα. Το eco-green είναι επίσης ένας τρόπος να ξανασερβιριστούν οι καλβινιστικές αξίες σε πιο εύπεπτες μορφές. Οι αμερικάνοι είναι καλβινιστές, λυπάμαι που το λέω. Δεν μπορούν να κάνουν τίποτε γι’ αυτό: έφτασε μαζί με το Mayflower.
Πιστεύω επίσης ότι η ιδέα της ηλεκτρονικής κοινότητας είναι μια εκδήλωση του θριάμβου της συμβολικής αξίας. Δεν υπάρχει τίποτε απ’ όσα συμβαίνουν σε μια ηλεκτρονική κοινότητα που να μην είναι μολυσμένο από συμβολική αξία. Εάν η ηλεκτρονική κοινότητα ήταν οτιδήποτε άλλο εκτός από άσκηση πάνω στη συμβολική αξία, τότε το χακάρισμα της ταυτότητας – που έχει να κάνει εντελώς με τον επιφανειακό συμβολισμό – θα ήταν πολύ πιο δύσκολο. Σύμβολα που ανακηρύσσουν «πράσινη» την ηλεκτρονική τεχνολογία αφθονούν στον κυβερνοχώρο: η συμπεριφορά της πολιτικής ορθότητας· ο «πράσινος» υπολογιστής· το ψηφιακό γραφείο· η ψευδαίσθηση ότι η ταυτότητα στον κυβερνοχώρο μπορεί να γίνει αντικείμενο χειρισμού προκειμένου να ξεπεραστούν το φύλο, η εθνότητα και τα άλλα εμβλήματα των πολιτιστικών διαχωρισμών (με την τελευταία φυσικά να είναι ταυτόχρονα η πιο επίμονη και η πιο γελοία). Και οι δύο αυτές έννοιες, του κοινωνικού και του οικολογικού / πράσινου, τροφοδοτούνται απευθείας από μία ιδέα της προόδου που δεν θα ήταν ανοίκεια σε κάποιον βιομήχανο του 19ου αιώνα.

Θα σας δώσω ένα παράδειγμα: το WELL, ένα δικτυακό φόρουμ διαλόγου με έδρα το Sausalito της Καλιφόρνιας, διαφημίζεται συχνά σαν παράδειγμα ενός «κοινωνικού σχηματισμού» στον κυβερνοχώρο.  Τμήμα αρχικά του Point Foundation, το οποίο σχετίζεται με το Whole Earth Review και το Whole Earth Catalogues, το WELL καταλαμβάνει μια αξιοσημείωτη γωνιά της αγοράς των ηλεκτρονικών κοινοτήτων. Διαφημίζει τον εαυτό του σαν ένα δίκτυο συζητήσεων για τους μορφωμένους, βιβλιόφιλους και δημιουργικούς ανθρώπους. Αυτοδιαφημίζεται σαν παράγοντας πολιτικής αλλαγής, αλλά είναι στην πραγματικότητα καλβινιστικό και κάτι παραπάνω από «πράσινο». Το WELL είναι επίσης διαποτισμένο από μια παλιομοδίτικη χίπικη αύρα που καταλήγει σε μερικές αξιοσημείωτα ευαίσθητες ιδέες σχετικά με την κοινωνία και το πολιτισμό. Κανείς, πάντως, δεν πρέπει να κοροϊδεύει τον εαυτό του ότι το WELL διαφέρει σε οτιδήποτε από τις μεγάλες εταιρείες όπως η America on Line ή η Prodigy – όλες αυτές είναι επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών και οι υπηρεσίες αυτές κατέχονται από μεγάλες εταιρείες. Απλά στην περίπτωση του WELL, εξαιτίας ενός αργοκίνητου λειτουργικού συστήματος, αυτό είναι κάπως λιγότερο φανερό.
Τον Ιούλιο του 1993, σε μία υπόθεση που καλύφθηκε από τα μήντια σε εθνικό επίπεδο, η φήμη ενός άντρα καταστράφηκε στο WELL, από ανθρώπους του WELL, επειδή είχε τολμήσει να έχει σχέση με περισσότερες από μία γυναίκες ταυτόχρονα· κι επειδή δεν συμμορφωνόταν με το κοινωνικό πρωτόκολλο του WELL. Δεν θα πω ότι δεν συμμορφωνόταν με ηθικά κριτήρια, επειδή πιστεύω ότι το ήθος της ειλικρίνειας στον κυβερνοχώρο είναι τέτοιο που κάποιες φορές κάνει την λέξη ηθική κενού περιεχομένου. Στον κυβερνοχώρο για παράδειγμα, η ταυτότητα μπορεί να είναι ένα καλλιτέχνημα. Αλλά τα ζητήματα που αναδείχτηκαν μέσα σ’ αυτό το θέμα, με το όνομα News 1290 (τώρα έχει αρχειοθετηθεί) ήταν εξαιρετικά περίπλοκα και αναδείκνυαν απευθείας την καρδιά του προβλήματος του κυβερνοχώρου: η επιθυμία να επενδυθεί η αναπαράσταση με το βάρος της πραγματικότητας.

Οι γυναίκες που εμπλέκονται στο «θέμα 1290» έγιναν αποδέκτριες του ενδιαφέροντος του άντρα ταυτόχρονα σε πολλά επίπεδα: το σημαντικότερο είναι ότι πίστεψαν στην πραγματικότητα των συμβόλων που εξέπεμπε και τα επένδυσαν με νόημα. Έκαναν έρωτα με τα σύμβολα του και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αυτή η σχέση τις επηρέασε κι ότι αισθάνθηκαν πόνο και δυστυχία όταν τελείωσε με άσχημο τρόπο. Την ίδια στιγμή φαίνεται ότι ο εν λόγω άντρας δεν επένδυσε στα δικά τους σύμβολα το ίδιο νόημα που είχαν επενδύσει αυτές στα δικά του και είναι επίσης ξεκάθαρο ότι όλα τα μέρη δεν είχαν κάνει καμία συζήτηση πάνω στο πώς το καθένα ερμήνευε το άλλο. Κατά συνέπεια, η μη-επικοινωνία που έλαβε χώρα αποδόθηκε στην εκμετάλλευση των γυναικών από τον άντρα με τον οποίο σχετίστηκαν και το συμπέρασμα που προέκυψε ήταν ότι τις είχε χρησιμοποιήσει ως σεξουαλικά αντικείμενα. Οι γυναίκες από την μεριά τους, ένιωσαν βολικά με τον ρόλο του θύματος κι έτσι το παιχνίδι ξεκίνησε. Από τις εκατοντάδες φωνές που ακούστηκαν πάνω στο θέμα, ελάχιστες ήταν αρκετά οξύνοες ώστε να υποστηρίξουν ότι τα γεγονότα είχαν στην πραγματικότητα προκληθεί περισσότερο από το μέσο παρά από τα πρόσωπα που είχαν υποστεί τις συνέπειες των γεγονότων. Οι άνθρωποι με αυτή την οπτική υποστήριξαν την ιδέα ότι έλειπαν κρίσιμα στοιχεία, όπως η γλώσσα του σώματος, ο τόνος της φωνής και το φυσικό παρουσιαστικό. Κανένα από αυτά, υποστήριξαν, δεν υπάρχει στον κυβερνοχώρο κι επομένως οι άνθρωποι κατασκευάζουν μη ρεαλιστικές αναπαραστάσεις του Άλλου. Εν τούτοις, τέτοιες γνώμες ήταν η μειονότητα. Οι περισσότεροι κατέληξαν σε προτάσεις που θα είχαν προκαλέσει σοκ στους οργανωτές της Τρομοκρατίας [κατά τη γαλλική επανάσταση]. Ακόμη και λέξεις όπως «εγκληματίας σκέψης» χρησιμοποιήθηκαν, ενώ δεν έλειψαν προτάσεις για λυντσάρισμα.
Η υστερική ταύτιση είναι ένας ψυχολογικός μηχανισμός που επιτρέπει σε ένα πρόσωπο να επωμιστεί τα βάσανα άλλων. Μέχρι την δεκαετία του 1880 θεωρούνταν ένα πρόβλημα των γυναικών. Στην κοινωνία μας, πολλές αποφάσεις σχετικά με το ποιος είναι κάποιος, λαμβάνονται μέσω του μηχανισμού της υστερικής ταύτισης. Σε πολλές περιπτώσεις, αυτό κατορθώνεται μέσω του θαύματος της εμπορικής διαφήμισης, που επενδύει στα προϊόντα μαγικές ιδιότητες, μετατρέποντάς τα σε φετίχ. Αγόρασε το φετίχ, και η ταύτιση που υπόσχεται η διαφήμιση θα γίνει δική σου. Είναι βολικό, εύκολο και δεν απαιτεί άλλη επένδυση εκτός από χρήματα.

Τον Οκτώβριο του 1994 άνοιξε το topic 163, με θέμα τα ζευγάρια. Σε αυτό το topic, εμφανίστηκε η χρήστρια Ζ προκειμένου να συζητήσει τα προβλήματα του έγγαμου βίου της, τα οποία περιελάμβαναν μια θυγατέρα που ήταν ψυχολογικά διαταραγμένη. Η συζήτηση ξεκίνησε με τον πλέον συνηθισμένο τρόπο για τέτοιου είδους ζητήματα, με την γυναίκα να ζητάει και να δέχεται συμβουλές πάνω στο τι να κάνει. Μέσα σε λίγες μέρες, όμως, η κατάσταση κλιμακώθηκε και η γυναίκα έβαλε ακόμη μια φωνή στην συζήτηση, που υποτίθεται ότι ήταν της κόρης της Χ. Η υποτιθέμενη κόρη εξέθεσε τα προβλήματά της κι εξέφρασε τα συναισθήματά της πάνω σε αυτά, και τα προβλήματα έδειχναν να είναι απειλητικά για την ίδια της την ζωή. Αυτό φαίνεται να πυροδότησε κάτι ανεξέλεγκτο εντός της συζήτησης κι ένα πραγματικό όργιο ξεκίνησε καθώς άρχισαν να εμφανίζονται φωνές που εξέφραζαν την ταύτισή τους με την μυστηριώδη και ταραγμένη κόρη Χ. Η φύση της ταύτισης και ο τόνος των αναρτήσεων γινόταν ολοένα και πιο αλλόκοτος, μέχρι που η χρήστρια Ζ έβαλε το τελικό φοβιστικό λιθαράκι στην όλη κατάσταση, αναρτώντας έναν διεστραμμένο λυρικό μονόλογο για την μητρική παρηγοριά και στοργή προς το εικονικό Εσώτερο Παιδί που κατά τα φαινόμενα είχε βρει καταφύγιο στην τρυφερή και προστατευτική αγκαλιά της. Όσο περισσότερο το Εσώτερο Παιδί θρηνούσε, τόσο περισσότερο η Εικονική Μανούλα λυρικοποιούσε την κατάσταση και πρόσφερε παρηγοριά. Το θέαμα αυτό, που τρόμαξε πολλούς καταρτισμένους επαγγελματίες της ψυχικής υγείας που το διάβασαν στο WELL, συνεχίστηκε για πολλές μέρες και συζητήθηκε ιδιαιτέρως σε πολλές περιπτώσεις και σε καχύποπτους τόνους. Όταν το topic έφτασε σε σημείο έκρηξης, η Εικονικό Μανούλα αποσύρθηκε με απροθυμία, επιμένοντας ότι μόνο ένας βάρβαρος θα πίστευε ότι θα πουλούσε για δικό της όφελος την ίδια της την τραγωδία.
Ένα από τα ενδιαφέροντα ζητήματα σχετικά και με τα δύο περιστατικά, για μένα, είναι ότι διαγράφηκαν από τις συζητήσεις. Το «news1290» υπάρχει στο αρχείο. Αυτό σημαίνει ότι έχει αρχειοθετηθεί σε ένα ηλεκτρονικό ντουλάπι, όπως έκανε περίπου το Βατικανό με τα πρακτικά της δίκης του Γαλιλαίου. Υπάρχει, αλλά πρέπει να το ψάξεις και η αναφορά του 1290 κάνει τους ανθρώπους του WELL νευρικούς. Το «couples 163» εκκαθαρίστηκε και δεν υφίσταται σε καμία μορφή, εκτός από back-ups σε σκληρούς δίσκους προσώπων (όπως εγώ) που το κατέβασαν για τους δικούς τους λόγους. Αυτό που εντοπίζω εδώ είναι ότι η ηλεκτρονική κοινότητα εναρμονίζεται μια χαρά με την διογκούμενη τάση απο-ανθρωποποίησης της κοινωνίας μας: θέλει να εμπορευματοποιήσει την ανθρώπινη αλληλεπίδραση και να απολαύσει το θέαμα, ανεξαρτήτως ανθρώπινου κόστους.  Εάν και όταν το θέαμα αποδειχτεί άβολο ή επικίνδυνο, επιδίδεται στην δημιουργική ιστοριογραφία, σαν κάθε καλή μπανανία.
Αυτό πάντως, δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη σε κανέναν. Αισθητικά, η ηλεκτρονική κοινότητα του είδους που εκθειάζεται από τον ήπιο, new-age τύπο, περιέχει εξίσου τα δύο στοιχεία του μοντερνισμού – αντίσταση στο βάθος και γοήτευση από την επιφάνεια – συνδυασμένα με την μεταμοντέρνα αισθητική του κατακερματισμού. Η ηλεκτρονική κοινότητα αφήνει πίσω της παντοτινές καταγραφές που είναι ανοιχτές στον εξονυχιστικό έλεγχο, ενώ ταυτόχρονα συντηρεί μια ψευδαίσθηση παροδικότητας. Με τον τρόπο αυτό, καταφέρνει κάπως να ικανοποιήσει τις ανάγκες τόσο του οργουελιανού όσο και του ψυχο-αρχαιολόγου.
Οι άνθρωποι μπορούν να μιλούν για τον κυβερνοχώρο σαν να είναι μια ουτοπική κοινότητα, μόνο και μόνο επειδή είναι μια λογοτεχνική κατασκευή και σαν τέτοια υπόκειται σε συντακτικές αναθεωρήσεις. Τα δύο προηγούμενα θέματα, συν ένα ακόμη όπου ο θάνατος μιας γυναίκας χορογραφήθηκε σαν online θέαμα, με έκαναν να σκεφτώ πάνω στο τι είναι η ηλεκτρονική κοινότητα, και πως πιθανότατα δεν υπάρχει πράγματι, παρά μόνο σαν ένα είδος αγοράς για την κατανάλωση συμβολικών αξιών.

Όλο και περισσότερο, η κατανάλωση γίνεται αντικείμενο micro-management, όπως το εξήγησαν οι Alvin και Heidi Toffler μιλώντας για την «από-μαζικοποίηση». Η αυτοαποκαλούμενη ηλεκτρονική κοινότητα μπορεί να ειδωθεί σαν ένα είδος micro-marketing του κοινωνικού για μια αυτό-χρισμένη ελίτ. Η συνθήκη αυτή αποκλείει την πιθανότητα της ανθρώπινης σχέσης, από την οποία όλες οι αυθεντικές κοινότητες εκκινούν. Εάν κάποιος υπάρχει απλά σαν συμβολική αξία, σαν ένα κενό γράμμα, σαν ένα περιορισμένο υποσύνολο, τότε φυσικά είναι απολύτως εύστοχο να μιλάμε για κοινότητα συμβόλων, ωραία τακτοποιημένων, κατηγοριοποιημένων, καταγεγραμμένων κι έτοιμων για κατανάλωση.
Πολλές φορές στον κυβερνοχώρο αισθάνθηκα την ανάγκη να δηλώσω ότι είμαι άνθρωπος. Κάποτε, μου είπαν ότι υπάρχω βασικά σαν μια φωνή στο κεφάλι κάποιου. Πολλές φορές χρειάστηκε να δω την γραφή κάποιου σε χαρτί, ή μια φωτογραφία, ή να έχω μια τηλεφωνική συνομιλία για να επιβεβαιώσω την ανθρώπινη διάσταση της φωνής, αλλά αυτός είναι ο τρόπος που είμαι εγώ. Αντιστέκομαι στο να με κατηγοριοποιήσουν και να με καταγράψουν και παίρνω τον William Gibson στα σοβαρά όταν γράφει για μηχανική ευφυΐα και δομές. Δεν μου αρέσει κάτι τέτοιο. Υποψιάζομαι ότι τα λόγια μου έχουν αποσπαστεί κι όταν κυκλοφορήσει αυτό το κείμενο θα αποσπαστούν ακόμη περισσότερα. Όταν εγκατέλειψα τον κυβερνοχώρο, έφυγα μια μέρα νωρίς το πρωί και ξέχασα να βγάλω έξω τα σκουπίδια. Μίλησα με δυο φίλους αργότερα στο τηλέφωνο και μου είπαν ότι έτσι κι αλλιώς η διεύθυνση μου με τις αναρτήσεις μου είναι ακόμη εκεί. Και ήξεραν, όπως το ήξερα κι εγώ, ότι ήταν πιθανό άνθρωποι να εξακολουθήσουν να ψυχαγωγούνται με τα περιεχόμενα της διεύθυνσής μου. Η διασκέδαση ποτέ δεν τελειώνει, όπως έγραψε κι ο Peter Gabriel. Ίσως κάποτε να επιστρέψω για να γκρινιάξω ξανά, αν κάτι ενδιαφέρον προκύψει. Εντωμεταξύ, δώστε την αγάπη μου στο FBI.

στην τομή εικονική και πραγματικού κόσμου

Humdog ήταν το ψευδώνυμο της Carmen Hermosillo – συγγραφέας, δοκιμιογράφος και ποιήτρια μεταξύ άλλων – με δραστηριότητα στον κυβερνοχώρο από τότε ακόμη που το internet δεν είχε αποκτήσει καν το όνομά του. Η απόφασή της να διακόψει την διαδικτυακή της δραστηριότητα δεν ήταν οριστική, αλλά κάθε φορά που επανέκαμπτε στα chat rooms και τα forums (βασικές μορφές του διαδικτύου τότε), η παρουσία της είχε πυροκλαστικές ιδιότητες. Η απόπειρά της να απογυμνώσει την «ψηφιακή ουτοπία» από τα ψευδή χαρακτηριστικά της ήταν ασυγχώρητη και οι επιθέσεις από τους nerds και τους «πρωτοπόρους» ήταν ακατάπαυστες.

Η ίδια της η ζωή είχε μία διάσταση τραγικής ειρωνείας, αφού αυτό για το οποίο προειδοποιούσε διαρκώς ήταν το ίδιο που τελικά την κατασπάραξε. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της η humdog (ή wolftone ή Montserrat Snakeankle ή Sparrowhawk Perhaps, όπως ήταν μερικά άλλα από τα avatars της) είχε «βουλιάξει» στον εικονικό κόσμο του Second Life. Η εμπειρία της εκεί ήταν διχασμένη. Από την μία, με την συνδρομή φίλων και συνεργατών, είχε κατασκευάσει μια εκπληκτικών λεπτομερειών μεσαιωνική γαλλική πόλη που κατοικούνταν από μια πλειάδα άλλων avatars, αναμεμειγμένων σε ένα περίπλοκο role-playing παιχνίδι. Για αυτό το κομμάτι της εμπειρίας της είχε γράψει αναλυτικά στο βιβλίο «Ι, Avatar». Από την άλλη όμως, η Hermosillo είχε απορροφηθεί από μια άλλη εκτεταμένη κοινότητα εντός του Second Life, με το όνομα Gor, μια κοινότητα εμπνευσμένη από την ομώνυμη σειρά βιβλίων φαντασίας με θέμα έναν πλανήτη όπου είναι θεσμισμένη κι εκτεταμένη η σεξουαλική σκλαβιά. Εκεί η humdog βρέθηκε μαζί με τον σύντροφό της (μια σχέση που ξεκίνησε στον εικονικό κι επεκτάθηκε στον πραγματικό κόσμο) και κατέληξε να γίνει η virtual σκλάβα του. Δεν αγνοούσε την αθλιότητα της θέσης της και μάλιστα κατέγραψε την εμπειρία της αναλυτικά στο δοκίμιο «Confessions of a Gorean Slave», γράφοντας μάλιστα εκεί ότι δεν θα αργήσει η στιγμή που θα ξεκινήσουν αυτοκτονίες εξαιτίας γεγονότων και σχέσεων στους εικονικούς κόσμους του Second Life. Είχε φτάσει μέχρι του σημείου να στήσει ένα εικονικό «θεραπευτήριο», πληρώνοντας έναν ψυχολόγο από την τσέπη της, προκειμένου να βοηθήσει τις «σκλάβες» (που ορισμένες από αυτές θα μπορούσαν να είναι κάλλιστα άντρες στον πραγματικό κόσμο).

Όμως, από όση οξύτητα πνεύματος και κριτική ικανότητα κι αν διακρίνεται κάποια, η διαδρομή από μια ρέπλικα γαλλικής πόλης σε έναν κόσμο θεσμισμένης σεξουαλικής σκλαβιάς είναι μια σπειροειδής κατάβαση στην άβυσσο. Κάποια στιγμή, ο virtual «φίλος» της εξαφανίστηκε και την εγκατέλειψε. Λίγο καιρό αργότερα η humdog άρχισε να διαγράφει όλους τους ηλεκτρονικούς λογαριασμούς της κι εν τέλει βρέθηκε νεκρή στο σπίτι της, στις 10 Αυγούστου 2008, έχοντας σταματήσει από μέρες να παίρνει την απαραίτητη φαρμακευτική αγωγή για την καρδιά της. Μια virtual ζωή που κατέληξε σε έναν κανονικό θάνατο.

Harry Tuttle
cyborg #14 – 2/2019