Η «γαλάζια φάλαινα», αν πιστέψουμε την φιλολογία του ηθικού πανικού που προκάλεσε, ήταν ένα διαδικτυακό παιχνίδι πρόκλησης για εφήβους, στο οποίο ο στόχος για τους «παίχτες» ήταν να εκπληρώσουν 50 αποστολές σε διάστημα 50 ημερών. Υποτίθεται ότι το «παιχνίδι» συνδέθηκε με δεκάδες θανάτους σε όλο τον κόσμο, αλλά παρόλο το σοκ που προκάλεσε και την εκτεταμένη κάλυψή του, τελικά φαίνεται ότι ελάχιστα από όσα ειπώθηκαν – από τρομοκρατημένους γονείς, εμβριθείς ψυχολόγους, δαιμόνιους ντετέκτιβ και αποκαλυπτικούς δημοσιογράφους – είχαν σχέση με την πραγματικότητα.
Σύμφωνα με τις μηντιακές αφηγήσεις, οι πρώτες αποστολές του παιχνιδιού ήταν σχετικά αθώες: «ξύπνα μες στη νύχτα» ή «δες ένα φιλμ τρόμου». Αλλά μέρα με τη μέρα οι αποστολές γίνονταν όλο και πιο σκοτεινές. «Στάσου στην άκρη της ταράτσας μιας πολυκατοικίας» ή «χάραξε μια φάλαινα στο μπράτσο σου». Η τελική αποστολή; Μια πρόκληση προς τον παίχτη να τερματίσει τη ζωή του…
Υποτίθεται ότι το παιχνίδι ξεκίνησε από τη Ρωσία, αλλά γρήγορα άρχισαν να εμφανίζονται μαρτυρίες από κάθε γωνιά του πλανήτη: Ουκρανία, Ινδία, ΗΠΑ στην αρχή και μετά σχεδόν από παντού. Εκατοντάδες θάνατοι αποδόθηκαν σε αυτό το διαβολικό παιχνίδι αυτοκτονίας. Αλλά όσα άρχισαν να βγαίνουν στην επιφάνεια καιρό μετά, όταν ο πανικός κόπασε και το θέμα αποσύρθηκε από την επικαιρότητα, ήταν κάπως διαφορετικά. Καταρχήν, το «παιχνίδι», έτσι όπως είχε τουλάχιστον περιγραφεί στην αρχή, φαίνεται πως δεν υπήρξε ποτέ, αλλά ήταν μία μηντιακή κατασκευή. Στη θέση του φανερώθηκε μια άλλη ζοφερή πραγματικότητα, αγνοημένη και περιθωριακή, που όμως διογκώνεται στο ψηφιακό σύμπαν. Μια πραγματικότητα που διαπλέκει τις καταθλιπτικές ιδιότητες του κυβερνοκόσμου, τον υστερικό λόγο των κλασσικών μήντια, την αποτυχία των ενηλίκων απέναντι στα παιδιά τους και μετασχηματίζει την εφηβική μελαγχολία σε αυτοκτονικό ιδεασμό.
Όλα ξεκίνησαν με την Ρίνα Παλένκοβα. Στις 22 Νοεμβρίου 2015, η Ρίνα, μια έφηβη που ζούσε στις παρυφές της νοτιοανατολικής Ρωσίας, ανάρτησε μια selfie. Η φωτογραφία την δείχνει να στέκεται κάπου έξω. Ένα μαύρο φουλάρι είναι τυλιγμένο στο λαιμό της και καλύπτει το στόμα και την μύτη της. Έχει σηκωμένο το μεσαίο δάχτυλο προς την κάμερα, το οποίο φαίνεται να είναι καλυμμένο με ξεραμένο αίμα. Κάτω από την φωτογραφία υπάρχουν δυο μόνες λέξεις: «Nya bye». Την επόμενη μέρα αυτοκτόνησε, πέφτοντας στις γραμμές του τρένου.
Η αυτοκτονία της Παλένκοβα έγινε αντικείμενο συζητήσεων σε ένα συγκεκριμένο είδος chat room που φιλοξενεί το μεγαλύτερο κοινωνικό δίκτυο της Ρωσίας, το VKontakte. Πρόκειται για φόρουμ στα οποία συναντιούνται ψηφιακά και συζητούν οι έφηβοι ζητήματα της καθημερινότητάς τους, σχετικά με το σχολείο, τις σχέσεις, αλλά και δυσκολότερα ζητήματα: αδιέξοδα, μοναξιά, κατάθλιψη, αυτοκτονία…
Ένα από τα πιο συνηθισμένα θέματα αυτών των συζητήσεων είναι οι ιστορίες φόβου. Όσο πιο αληθοφανείς, τόσο πιο εκφοβιστικές και προκειμένου να επιτευχθεί η μεγαλύτερη δυνατή αληθοφάνεια, γίνεται συστηματική χρήση παραποιημένων φωτογραφιών και πειραγμένων βίντεο. Πρόκειται για τον αντίστοιχο ισχυρισμό των παλιών ταινιών τρόμου, ότι «στηρίζονται σε αληθινά γεγονότα»· το ρίγος είναι μεγαλύτερο όταν υπονοείται η πιθανότητα να συνέβη κάτι πραγματικά.
Ήταν μέσα σε τέτοιες ομάδες συζητήσεων, όπου το όριο μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας είναι συχνά θολό, που τα μηνύματα σχετικά με την Ρίνα άρχισαν να πληθαίνουν. Σε ορισμένα από αυτά, οι συντάκτες τους επικροτούσαν την απόφασή της να αφαιρέσει τη ζωή της. Σε άλλα, δημοσιευτήκαν βίντεο που υποτίθεται ότι έδειχναν τις τελευταίες στιγμές της ζωής της.
Μολονότι η ηλεκτρονική συζήτηση γύρω από την Ρίνα εντεινόταν, απολύτως τίποτε δεν ήταν γνωστό γύρω από την ζωή της, τους λόγους που την ώθησαν στην τελευταία της πράξη και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτή συνέβη. Αυτή η βαριά, αλλά εξίσου θολή, φιλολογία είχε σαν αποτέλεσμα σύντομα η ιστορία της Ρίνα να συγχωνευτεί με άλλες ιστορίες εφηβικών αυτοκτονιών.
Στις 25 Δεκεμβρίου 2015, μια 12χρονη αυτοκτόνησε στην ρώσικη πόλη Ryazan. Σχεδόν δύο εβδομάδες αργότερα, το ίδιο έκανε και μια άλλη έφηβη στην ίδια πόλη. Όταν οι γονείς ερεύνησαν τους ηλεκτρονικούς λογαριασμούς των δύο κοριτσιών, ανακάλυψαν ότι είχαν κάτι κοινό: και τα δύο ήταν μέλη στις ίδιες διαδικτυακές ομάδες. Στις συζητήσεις των ομάδων αυτών ήταν πολύ συχνές οι φωτογραφίες και τα σκίτσα της Παλένκοβα και αναρτήσεις με θέμα την αυτοκτονία. Επίσης, αφθονούσαν οι αναφορές στις γαλάζιες φάλαινες.
Αλλά γιατί η γαλάζια φάλαινα; Πολλές εικασίες έχουν διατυπωθεί σχετικά με το πώς η εικόνα της φάλαινας έχει συνδεθεί με την αυτοκτονία στα εφηβικά chat rooms. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι έχει να κάνει με τα πολυάριθμα περιστατικά με φάλαινες που εκούσια κατευθύνθηκαν στην ακτή, εξόκειλαν και κατέληξαν να πεθάνουν, μια συμπεριφορά ανεξήγητη από τους ερευνητές. Άλλοι λένε ότι πρόκειται για αναφορά στους στίχους ενός ρώσικου συγκροτήματος με το όνομα Lumen.
Είναι δύσκολο να εκλογικευτεί και να τεκμηριωθεί αντικειμενικά ο τρόπος που μία εικόνα αποκτάει ιδιαίτερο συμβολικό βάρος. Η γαλάζια φάλαινα είναι μοναχικό πλάσμα – και μέσα από μία οπτική, η μοναχικότητά της εκπέμπει λύπη. Επιπλέον, είναι τόσο ιδιαίτερη και χαρακτηριστική φιγούρα, ώστε να αποτελεί εξαιρετικό υλικό για την κατασκευή memes· καρικατούρες που διαδίδονται ταχύτατα στο διαδίκτυο. Μία από τις πλέον διαδεδομένες εικόνες που διαμοιράζεται στα chat rooms είναι μιας φάλαινας που πετάει πάνω από μια πόλη την νύχτα. Είναι μια εικόνα που αποτυπώνει το πνεύμα αυτών των ηλεκτρονικών ομάδων: μελαγχολία με μια δόση σουρεαλισμού.
Μέχρι τον Μάιο του 2016, το θέμα εξακολουθούσε να αποτελεί διαδικτυακό αντικείμενο, όταν μία εφημερίδα, η Novaya Gazeta (της κατηγορίας «ερευνητική / αποκαλυπτική» δημοσιογραφία) σήμανε συναγερμό και προκάλεσε τον πανικό, καταρχήν στη Ρωσία. Σύμφωνα με την «έρευνα» της εφημερίδας, μέσα σε κάποιες διαδικτυακές ομάδες, κάποιες από τις οποίες έχουν αινιγματικά ονόματα όπως «ocean whales» και «f57», διεξάγεται ένα παιχνίδι. Στο παιχνίδι αυτό, οι «οργανωτές» θέτουν στους παίχτες 50 αποστολές μέσα σε διάστημα 50 ημερών. Την τελευταία ημέρα, οι οδηγίες προς τους παίχτες είναι να αφαιρέσουν την ζωή τους.
Η έρευνα της εφημερίδας κατέληξε στην εκτίμηση ότι 130 παιδιά είχαν αυτοκτονήσει στη Ρωσία, μεταξύ Νοεμβρίου 2015 και Απριλίου 2016, εξαιτίας της συμμετοχής τους σε τέτοιες online ομάδες. Με βάση αυτά τα ρεπορτάζ είναι που καθιερώθηκε παγκοσμίως η ονομασία «γαλάζια φάλαινα» για το παιχνίδι αυτό.
Η ιστορία είχε όλες τις προϋποθέσεις να προκαλέσει υστερία. Ενδεικτικά, ο κυβερνήτης της Ulyanovsk, μιας περιοχής στην δυτική Ρωσία, απεύθυνε τηλεοπτικό διάγγελμα συγκρίνοντας την Γαλάζια Φάλαινα με το Ισλαμικό Κράτος. Σύντομα, ο πανικός εξαπλώθηκε εκτός Ρωσίας. Στην Γεωργία των ΗΠΑ, ένα 16χρονο κορίτσι είχε αυτοκτονήσει. Εκ των υστέρων, η οικογένειά της έμαθε για την Γαλάζια Φάλαινα και τότε συνειδητοποίησε την σημασία μιας υπερμεγέθους ζωγραφιάς που είχε τελειώσει στο σχολείο λίγο πριν πεθάνει. Το θέμα της ήταν γαλάζιες φάλαινες.
Σύντομα, άρχισαν να εμφανίζονται κι άλλα ανάλογα περιστατικά. Ένα αγόρι στις ΗΠΑ, ένα άλλο στην Ινδία, δύο ακόμη κορίτσια στη Ρωσία. Ένα από αυτά, είχε δημοσιεύσει στον λογαριασμό της στο instagram λίγες μέρες πριν πεθάνει την εικόνα μιας γαλάζιας φάλαινας.
Όπως κάθε ιστορία τρόμου έχει το «τέρας» της, έτσι και αυτή. Τον Νοέμβριο του 2016, ο 21χρονος Philipp Budeikin συνελήφθηκε, με την κατηγορία ότι ωθούσε εφήβους στην αυτοκτονία. Είχε προηγηθεί η δημόσια παραδοχή του ίδιου ότι αυτός ήταν που έστησε το παιχνίδι. Μιλώντας σε ένα ρώσικο κανάλι είχε πει μεταξύ άλλων: «Υπάρχουν οι άνθρωποι. Και μετά υπάρχουν αυτοί που είναι βιολογικά απόβλητα. Αυτό που έκανα ήταν να καθαρίζω την κοινωνία μας από τέτοια άτομα. Κάποιες φορές σκεφτόμουν ότι αυτό ήταν λάθος, αλλά στο τέλος είχα την αίσθηση ότι έκανα το σωστό πράγμα». Ρατσιστικά ξεράσματα ενός φασίστα; Ακριβώς…
Ο Budeikin ήταν πρώην φοιτητής ψυχολογίας και πωρωμένος μουσικός παραγωγός της σκηνής της «witch house», ένα είδος ηλεκτρονικής μουσικής με αναφορές στον αποκρυφισμό και τον μυστικισμό και μοτίβα που παραπέμπουν στον τρόμο. Τα μήντια από την μεριά τους έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους προκειμένου να τον παρουσιάσουν σαν ένα ειδήμονα των υπολογιστών, που χρησιμοποιούσε υψηλού επιπέδου τακτικές χειραγώγησης των εφήβων ώστε να τους οδηγήσει στο θάνατο. Σύμφωνα με τα όσα είπε ο ίδιος, έφτιαξε το παιχνίδι το 2013, δίνοντάς του το όνομα «f57», συνδυάζοντας τον ήχο της αρχής του ονόματός του και τα τελευταία δύο ψηφία του κινητού του. Στην δίκη που ακολούθησε, ομολόγησε την ενοχή του και καταδικάστηκε σε τριετή φυλάκιση.
Το μυστήριο έμοιαζε να έχει διαλευκανθεί, με τρόπο ιδανικό για το αδηφάγο κοινό: παιδιά (τα πλέον αθώα των πλασμάτων) που παρασύρθηκαν στο θάνατο, ένας «μπαμπούλας» με τρομοκρατικά σχέδια, ένα τεχνολογικό δίκτυο κοινωνικών σχέσεων που όσο περισσότερο διαφεύγει της προσοχής των ενηλίκων, τόσο περισσότερο κατατάσσεται στα «εργαλεία του διαβόλου», ανήσυχοι γονείς σε ρόλο ντετέκτιβ, δημοσιογράφοι που αποκαλύπτουν ηλεκτρονικές πλεκτάνες, ο κακός εντέλει συλλαμβάνεται, τέλος. Αλήθεια, τέλος;
Μετά τη σύλληψη του Budeikin, κάποιοι ελάχιστοι προσπάθησαν να τεκμηριώσουν με αποδείξεις τα συμπεράσματα που είχαν σερβιριστεί. Το νήμα της ιστορίας φάνηκε να πηγαίνει πιο πίσω ακόμη από την εφημερίδα Novaya Gazeta και τις «αποκαλύψεις» της. Ξεκινούσε από το πένθος μιας οικογένειας και την επιθυμία των γονιών να εκλογικεύσουν τις συνθήκες που οδήγησαν την κόρη τους σε αυτοκτονία. Οι Pestov ήταν οι γονείς μίας από τις δύο κοπέλες που είχαν βάλει τέρμα στη ζωή τους τον Δεκέμβρη του 2015. Μετά τον θάνατο της κόρης τους, έφτιαξαν ένα ίδρυμα με το όνομα «Σώστε τα παιδιά από το κυβερνοέγκλημα». Η βασική δουλειά του ιδρύματος ήταν η έκδοση και κυκλοφορία μιας μπροσούρας, η οποία υποστήριζε ότι ξένες μυστικές υπηρεσίες βρίσκονται πίσω από το θάνατο της κόρης τους κι ότι πράκτορες καταστρέφουν την ρωσική νεολαία, σπρώχνοντας τα παιδιά στην αυτοκτονία.
Όπως αποκαλύφθηκε, ο Pestov ήταν η κύρια, αν όχι μοναδική, πηγή που χρησιμοποίησε η εφημερίδα για την «έρευνα». Ο Pestov από τη μεριά του είχε καταφύγει σε απλές αναζητήσεις στο διαδίκτυο, είχε συγκεντρώσει δεκάδες περιπτώσεις από όλη την Ρωσία κι εκτιμώντας ότι όλες συνδέονται μεταξύ τους, τις τσουβάλιασε αυθαίρετα και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι 130 θάνατοι οφείλονται στη σχέση των εφήβων κοριτσιών κι αγοριών με chat rooms στα οποία γίνεται συζήτηση για την αυτοκτονία. Έτσι ακριβώς προέκυψε το νούμερο 130, το οποίο αποτέλεσε τον θεμέλιο λίθο των εικασιών της εφημερίδας και στη συνέχεια αναπαράχθηκε ανεξέλεγκτα από μήντια σε όλο τον κόσμο. Σε μία ιστορία που έβριθε εξ αρχής μυθοπλασιών, οι «130 αυτοκτονίες εξαιτίας της γαλάζιας φάλαινας» κατέληξαν να θεωρούνται ακλόνητο «γεγονός».
Η εφημερίδα από την μεριά της, όταν πλέον χρειάστηκε να αποδείξει το βάσιμο της έρευνάς της, υποστήριξε ότι δεν ήταν μόνο τα στοιχεία του Pestov που χρησιμοποιήθηκαν, αλλά περισσότερες από 200 συνεντεύξεις με γονείς παιδιών που είχαν αυτοκτονήσει. Το πρόβλημα όμως ήταν ότι επρόκειτο για γονείς που το μόνο που έβλεπαν ήταν ότι το χαμένο παιδί τους ήταν «κολλημένο σε μια οθόνη», είχαν έρθει ήδη σε επαφή με τις συνωμοσιολογικές θεωρίες του Pestov κι επιβεβαίωναν ως «γεγονός» μια βολική για τους ίδιους ερμηνεία. Η εφημερίδα μάλιστα ισχυρίστηκε ότι οι αυτοκτονίες μπορεί να είναι πολλές περισσότερες από 130, γιατί στο κάτω-κάτω πώς ακριβώς μπορεί να τεκμηριωθεί αντικειμενικά η συγκεκριμένη αιτία πίσω από μια αυτοκτονία; Ακριβώς εκεί βρίσκεται το κρίσιμο σημείο: παρόλη την εκτεταμένη κάλυψη, τις πάμπολλες έρευνες και τις ενδελεχείς αναλύσεις σε όλον τον πλανήτη, ούτε μία περίπτωση αυτοκτονίας μέχρι τώρα δεν έχει αποδειχτεί να συνδέεται με αυτές τις online ομάδες. Δεν έχει σημασία! Η υπόθεση είχε ήδη διαβεί το όριο μεταξύ κατασκευής και πραγματικότητας, στο βαθμό που η κοινή γνώμη είχε «πειστεί»: στη Ρωσία μόνο, οι online αναγνώστες των ρεπορτάζ της εφημερίδας, ήταν περισσότεροι από πεντακόσιες χιλιάδες, ήδη από τις πρώτες μέρες.
Μετά τον πρώτο πανικό κι αφού είχε καταδικαστεί ο «υπαίτιος», το τμήμα κοινωνικών σπουδών του ρωσικού κρατικού πανεπιστημίου ανθρωπιστικών επιστημών, ξεκίνησε μια έρευνα πάνω στην «γαλάζια φάλαινα». Όταν οι ερευνητές άρχισαν οι ίδιοι να συμμετέχουν σε online ομάδες, στις οποίες εκδηλωνόταν έντονο ενδιαφέρον για το συγκεκριμένο παιχνίδι, ανακάλυψαν κάτι παράξενο. Όλοι οι υποτιθέμενοι οργανωτές (οι «μάνες» του παιχνιδιού που θεωρητικά όριζαν τις αποστολές) αποδείχτηκε ότι ήταν παιδιά ηλικίας 12 έως 14 ετών. Μακριά από το να είναι ενήλικες χειραγωγοί με δόλια σχέδια, ήταν περιπτώσεις παιδιών που είχαν ακούσει ή διαβάσει σχετικά με το παιχνίδι. Επιπλέον, η έρευνα έδειξε ότι το παιχνίδι δεν υπήρχε καν, έστω σε παραπλήσια ή υποτυπώδη μορφή, πριν δημοσιευτούν τα ρεπορτάζ της Novaya Gazeta. Σε όλες τις online ομάδες που μελετήθηκαν, οι «παίχτες» περίμεναν με αδημονία την έναρξη του παιχνιδιού, αλλά το παιχνίδι ποτέ δεν άρχιζε… Όλοι οι «παίχτες» που συνάντησε η ερευνητική ομάδα στα chat rooms και τα forums δεν έκαναν άλλο παρά να αντιγράφουν βήμα-βήμα την διαδικασία του παιχνιδιού έτσι όπως είχε περιγραφτεί με αναλυτικό τρόπο από τα μήντια. Αλλά ο σκοτεινός curator που θα έδινε την εντολή για τις αποστολές κι εν τέλει την αυτοχειρία δεν έκανε ποτέ την εμφάνισή του…
Αν όμως το παιχνίδι της «γαλάζιας φάλαινας» δεν ήταν παρά ένα άθλιο κατασκεύασμα των μήντια, τότε ο Philipp Budeikin, ο υποτιθέμενος ένοχος, τι ήταν; Ολοφάνερα κάθαρμα, αλλά οι σκοπιμότητες πίσω από τις ενέργειες και τις δηλώσεις του δεν είχαν στόχο να στείλουν παιδιά στην αυτοκτονία. Αυτό που έκανε ήταν να δημοσιεύει στα forums όπου συμμετείχε «σοκαριστικό» περιεχόμενο γύρω από την Ρίνα Παλένκοβα και το θέμα της αυτοκτονίας με στόχο να αποκτήσει όσους περισσότερους followers μπορούσε – και μετά να διαφημίσει την μουσική του. Είναι μια άθλια πρακτική, που συμβαίνει όμως συστηματικά στα social media, όπου διάφοροι επιτήδειοι δημοσιεύουν προκλητικό περιεχόμενο, προκειμένου να τραβήξουν την προσοχή και στη συνέχει να διαφημίσουν ή να πουλήσουν κάτι. Ακόμη και η δημόσια «ανάληψη ευθύνης» εκεί αποσκοπούσε. Να προκαλέσει και να τραβήξει την προσοχή. Ο τύπος δεν σκαρφίστηκε τίποτε άλλο παρά μια αισχρή καμπάνια δημοσιότητας. Γι’ αυτό εξάλλου, όταν τον συνέλαβαν, οι κατηγορίες που απαγγέλθηκαν εναντίον του ήταν δεκαπέντε. Αλλά τους επόμενους μήνες, η μία μετά την άλλη αποσύρθηκαν και τελικά καταδικάστηκε για μία μοναδική (ελεεινότητα; μισανθρωπισμό;).
Η ιστορία της γαλάζιας φάλαινας θα μπορούσε να είναι μία ακόμη ιλαροτραγική περίπτωση μηντιακής αθλιότητας, αν δεν περιελάμβανε στον πυρήνα της πραγματικό πόνο και πραγματικές ζωές σε κίνδυνο. Αυτή η γελοία και πρόστυχη καρικατούρα ενήλικου ενδιαφέροντος για την ζωή των εφήβων, που σκηνοθετήθηκε με όρους θεάματος ως «παιχνίδι αυτοκτονίας», έχει μία παράπλευρη συνέπεια απείρως σημαντικότερη: έκανε ακόμη πιο σκοτεινό κι απόμακρο τον κόσμο που φτιάχνουν για λογαριασμό τους στο κυβερνοδιάστημα οι έφηβοι και οι έφηβες. Κατέδειξε επίσης την οικτρή αποτυχία των ενηλίκων και ειδικά των γονιών να καταλάβουν την μελαγχολία των παιδιών τους· αλλά και την επιθυμία τους να ξεφορτωθούν κάθε ευθύνη. Οι δύσμοιροι βρέθηκαν ανήμποροι απέναντι σε υπέρτερες «σκοτεινές δυνάμεις»! Για κάποιους, με τον ίδιο τρόπο που «το ροκ σκοτώνει», τώρα σκοτώνει το ίντερνετ.
Όμως η εμπειρία από προηγούμενες νεανικές υποκουλτούρες, εδώ ελάχιστα μπορεί να βοηθήσει, στο βαθμό που η εικονική πραγματικότητα μπορεί να αποκτήσει διαστάσεις καθολικότητας. Δεν πρόκειται για καταφυγή σε κάποια κουλτούρα του «περιθωρίου», αν είναι να μιλήσουμε με όρους κλασσικής κοινωνιολογίας, αλλά για μετοίκηση Αλλού, σε έναν άλλο κόσμο γενικευμένης ψηφιακής μεσολάβησης. Δεν είναι παράδοξο, αλλά απόρροια της Αλλαγής Παραδείγματος: εκεί που η υπόλοιπη ανθρωπότητα σύρεται (δια της βίας, όπου κι όταν χρειαστεί), κάποιοι βρίσκονται ήδη. Μόνο που οι νεαροί και οι νεαρές πρωταγωνίστριες του ψηφιακού σύμπαντος, χτίζουν έναν κόσμο με τοξικά υλικά. Είναι η πρώτη γενιά (και μιλάμε φυσικά αποκλειστικά για τις «προικισμένες» μεριές του πλανήτη) που γεννήθηκε με την υπόσχεση ότι ο κόσμος αυτός τους ανήκει και μπορούν να γίνουν οτιδήποτε επιθυμήσουν, αρκεί να το θελήσουν. Γεννήθηκαν σαν βασιλιάδες, μόνο και μόνο για να ανακαλύψουν απότομα την πικρή πραγματικότητα: ο κόσμος αυτός όχι απλά δεν πρόκειται να τους προσφέρει τίποτε αντάξιο των προσδοκιών τους, αλλά αδιαφορεί παντελώς για την μοίρα τους. Κι επιπλέον πρόκειται για έναν άθλιο κόσμο στον οποίο η μόνη ρητή βεβαιότητα είναι ότι θα γίνει αθλιότερος. Η συνθήκη αυτή διατρέχει, εμφατικά ή υπόρρητα, όλη την ψηφιακή εμπειρία της εφηβείας· επομένως το να γοητεύονται αυτοί οι «ιδανικοί κι ανάξιοι» ήρωες του κυβερνοχώρου από την ιδέα να πληγωθούν και να κάνουν κακό στον εαυτό τους, είναι απόλυτα εξηγήσιμη. Πρόκειται για απόπειρες να καταλάβουν με αρνητικό τρόπο την θέση που τους είχε υποσχεθεί, από την οποία όμως έχουν αποκλειστεί. Να γίνουν επιτέλους πρωταγωνιστές μιας ιστορίας με ουσία. Αλλά στο ψυχρό σύμπαν των αλγορίθμων και της εικονικότητας – χωρίς τις άμεσες, απτές αναφορές σε πραγματικές σχέσεις, με πραγματικούς ανθρώπους – τα όρια είναι δύσκολο να τεθούν. Στον αυστηρά ιδιωτικό μικρόκοσμο που σχηματίζεται από το τετράγωνο δάχτυλα-πληκτρολόγιο-βλέμμα-οθόνη, η απόσταση μεταξύ του ειδώλου-Παλένκοβα και του χαρακώματος των χεριών καταλήγει να είναι μια ανάσα. Στο κάτω-κάτω, ο κυβερνοχώρος, όσο κοινωνικό πλουραλισμό κι αν εμφανίζει, δεν παύει να είναι μια μηχανή. Και σαν μηχανή δεν έχει έλεος. Αν οι επιθυμίες του χρήστη είναι ποτισμένες από μελαγχολία και πόνο, η μηχανή μπορεί να γίνει και αυτό: γεννήτρια πεισιθανάτιων συναισθημάτων.
Harry Tuttle
cyborg #14 – 2/2019