[ Τίτλος πρωτότυπου: Foucault in Cyberspace, Surveillance, Sovereighty, and Hard-Wired Censors.
Ο James Boyle είναι καθηγητής στη νομική σχολή Duke, όπου παραδίδει μαθήματα για την πνευματική ιδιοκτησία και το σύνταγμα στον κυβερνοχώρο μεταξύ άλλων. Είναι συνιδρυτής της Creative Commons και γνωστός για τις θέσεις του υπέρ της χαλάρωσης των νόμων για τα πνευματικά δικαιώματα. ]
“Τα προβλήματα με τα οποία ασχολήθηκε η θεωρία της κυριαρχίας περιορίζονταν πρακτικά στους γενικούς μηχανισμούς της εξουσίας, στους τρόπους με τους οποίους οι μορφές ύπαρξής της στα ανώτερα επίπεδα της κοινωνίας, επηρρέασαν την άσκησή της στα κατώτερα. Στην πράξη, τα βασικά στοιχεία της άσκησης της εξουσίας θα μπορούσαν να προσδιοριστούν με τους όρους της σχέσης κυριαρχίας-υποκειμένου. Όμως …έχουμε την ανάδυση… ή μάλλον την εφεύρεση ενός νέου μηχανισμού εξουσίας, που διαθέτει πολύ συγκεκριμένες διαδικασίες… η οποία, κατά την γνώμη μου, είναι εντελώς ασύμβατη με αυτές τις τυπικές σχέσεις κυριαρχίας… Είναι μια μορφή εξουσίας που ασκείται διαρκώς μέσω της επιτήρησης, κι όχι μέσω ενός συστήματος επιβολών και υποχρεώσεων, ασυνεχώς και κατά περιόδους…. Προϋποθέτει ένα πυκνό πλέγμα υλικών πιέσεων αντί για την φυσική παρουσία ενός κυρίαρχου. Αυτή η μη-κυριαρχικού τύπου εξουσία, που βρίσκεται έξω από την μορφή της κυριαρχίας, είναι η πειθαρχική εξουσία…” 1
Αυτό είναι ένα δοκίμιο σχετικά με τον νόμο στον κυβερνοχώρο. Επικεντρώνομαι σε τρία αλληλοεξαρτώμενα φαινόμενα: ένα σύνολο πολιτικών και νομικών υποθέσεων που ονομάζω νομολογία της ψηφιακής ελευθεριακότητας, ένα ξεχωριστό αλλά συναφές σύνολο πεποιθήσεων σχετικά με την υποτιθέμενη αδυναμία του κράτους να ρυθμίζει το Διαδίκτυο, και την προτίμηση για τεχνολογικές λύσεις σε δύσκολα νομικά ζητήματα του Διαδικτύου. Διατυπώνω τον γνωστό ισχυρισμό ότι η ψηφιακή ελευθεριακότητα είναι ανεπαρκής εξαιτίας της αδυναμίας της να αναγνωρίσει την επίδραση της ιδιωτικής εξουσίας, και τον λιγότερα γνωστό ισχυρισμό ότι η ψηφιακή ελευθεριακότητα είναι απίστευτα κοντόφθαλμη όσον αφορά την εξουσία του κράτους στον κυβερνοχώρο. Στην πραγματικότητα, υποστηρίζω ότι η εννοιολογική δομή και οι νομολογιακές υποθέσεις της ψηφιακής ελευθεριακότητας οδήγησαν τους υποστηρικτές της στο να αγνοούν τους τρόπους με τους οποίους το κράτος μπορεί συχνά να χρησιμοποιεί ιδιωτικές επιβολές και κρατικές τεχνολογίες για να αποφεύγει τους υποτιθέμενους πρακτικούς (και συνταγματικούς) περιορισμούς στην άσκηση νομικής εξουσίας στο Διαδίκτυο. Τέλος, υποστηρίζω ότι οι τεχνολογικές λύσεις που εμφανίζονται ως λύσεις-κλειδιά για τα δύο πρώτα φαινόμενα, δεν είναι ούτε ουδέτερες ούτε καλοήθεις, όπως συνηθίζεται να θεωρούνται σήμερα. Ορισμένα από τα παραδείγματά μου προέρχονται από τις τρέχουσες προτάσεις της κυβέρνησης για την ρύθμιση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στο Διαδίκτυο, ενώ άλλα από τον νόμο για την επικοινωνιακή ευπρέπεια (Communications Decency Act) 2 και την συζήτηση για την κρυπτογραφία. Κατά την διάρκεια, κάνω ευκαιριακή και μη συστηματική χρήση του πρόσφατου έργου του Michel Foucault, για να επικρίνω εν μέρει την νομολογιακή ορθοδοξία του Διαδικτύου.
Η αγία τριάδα του διαδικτύου
Για καιρό, οι λάτρεις του διαδικτύου πίστευαν ότι αυτό θα ήταν σε μεγάλο βαθμό απρόσβλητο από την κρατική ρύθμιση. Δεν ήταν τόσο το ότι τα εθνικά κράτη δεν θα ήθελαν να ελέγξουν το δίκτυο, αλλά το ότι δεν θα μπορούσαν να το κάνουν· λόγω της τεχνολογίας του μέσου, της γεωγραφικής κατανομής των χρηστών και της φύσης τους περιεχομένου. Αυτή η τριπλή ανο(η)σία έγινε ένα είδος αγίας τριάδας του διαδικτύου, όπου η πίστη σε αυτήν ήταν προϋπόθεση αποδοχής στην κοινότητα. Πράγματι, οι ιδέες που πρόκειται να συζητήσω είναι τόσο γνωστές στο Διαδίκτυο ώστε απέκτησαν το υψηλότερο status που μπορεί μια κουλτούρα να απονέμει: έγιναν κλισέ.
“Το net 3 αναγνωρίζει την λογοκρισία ως βλαπτική και την αποφεύγει επιλέγοντας εναλλακτικές διαδρομές τριγύρω της”
Αυτή η φράση του John Gilmore, ενός από τους ιδρυτές του Electronic Frontier Foundation, έχει το διπλό πλεονέκτημα ότι είναι περιεκτική και τεχνικά ακριβής. Το Διαδίκτυο σχεδιάστηκε αρχικά για να επιβιώσει από έναν πυρηνικό πόλεμο. Η κατανεμημένη αρχιτεκτονική και η τεχνική μεταγωγής των πακέτων πληροφοριών, δημιουργήθηκαν γύρω από το πρόβλημα της παράδοσης των μυνημάτων παρά τα εμπόδια, τις τρύπες και τις δυσλειτουργίες. Φανταστείτε τον κακόμοιρο λογοκριτή που έχει να αντιμετωπίσει ένα τέτοιο σύστημα. Δεν υπάρχει κεντροποιημένη ανταλλαγή για να ελέγξει και να βασιστεί εκεί. Τα μηνύματα αναζητούν με δυναμικό τρόπο εναλλακτικές διαδρομές, έτσι ώστε ακόμα και αν μια διαδρομή είναι μπλοκαρισμένη μπορούν να ανοίξουν μια άλλη. Εδώ βρισκόταν το όνειρο του πολιτικά φιλελεύθερου: μια τεχνολογία με συγκριτικά χαμηλό κόστος εισόδου τόσο για τους “ομιλητές” όσο και για τους “ακροατές”, τεχνικά ανθεκτική στην λογοκρισία, αλλά και αρκετά σημαντική πολιτικά και οικονομικά ώστε να μην μπορεί εύκολα να αγνοηθεί. Το net προσφέρει προφανή πλεονεκτήματα στις χώρες, τις ερευνητικές και λοιπές κοινότητες και τις εταιρείες που το χρησιμοποιούν, αλλά είναι εξαιρετικά δύσκολο να ελεγχεί η ποσότητα και το είδος των διαθέσιμων πληροφοριών. Η πρόσβαση είναι σαν μια βρύση που έχει μόνο δύο ρυθμίσεις: “off” και “full”. Για τις κυβερνήσεις αυτό θεωρείται ως ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που θέτει το Διαδίκτυο. Για τους αφοσιωμένους του Net, οι περισσότεροι από τους οποίους υποστηρίζουν και μια ποικιλία ελεθεριακών ιδεών, η τεχνική ανθεκτικότητα του Net στην λογοκρισία – ή σε οποιαδήποτε άλλη εξωτερικά επιβαλλόμενη επιλεκτικότητα – δεν είναι “ένα σφάλμα, αλλά ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα”. 4
“Στον Κυβερνοχώρο, η πρώτη τροποποίηση του συντάγματος (First Amendment) 5 , είναι τοπικός θεσμός”
Στα τεχνικά εμπόδια που δημιουργεί το Net ενάντια στο εξωτερικά επιβαλλόμενο φιλτράρισμα του περιεχομένου, πρέπει να προστεθούν και τα γεωγραφικά εμπόδια που προκαλεί η παγκόσμια επέκτασή του. Δεδομένου ότι ένα έγγραφο μπορεί το ίδιο εύκολα να ανακτηθεί από έναν server πέντε χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά όσο και από έναν πέντε χιλιόμετρα μακριά, η γεωγραφική εγγύτητα και η διαθεσιμότητα του περιεχομένου είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους. Αν ο λόγος του βασιλιά μπορεί να φτάσει μέχρι εκεί που φτάνει το σπαθί του, τότε ένα μεγάλο μέρος του περιεχομένου στο net μπορεί να θεωρηθεί απαλλαγμένο από την ρύθμιση οποιουδήποτε συγκεκριμένου κυρίαρχου.
Η ελευθεριακή κουλτούρα που επικρατεί στο net, θέτει την κρατική παρέμβαση στην ιδιωτική δράση ως απαραίτητη μόνο για την πρόληψη “ζημιών”. Βλέποντας το net ως ένα πεδίο “ανθρώπινης δραστηριότητας που κυριαρχείται από την ομιλία” και στο οποίο η “ζημιές” είναι συγκριτικά πιο δύσκολες, οι ελευθεριακοί είναι πολύ περισσότερο αντίθετοι στην κρατική ρύθμιση του ψηφιακού περιβάλλοντος, από ότι του “κρεατο-χώρου” (σ.τ. μ.: meat-space, σε αντιπαραβολή με τον κυβερνοχώρο “cyberspace”), όπως τον ονομάζουν περιφρονητικά. Η παραδοχή τους πάει κάπως έτσι: “τα ξύλα και οι πέτρες μπορούν να μου σπάσουν τα κόκκαλα, αλλά τα bytes δεν μπορούν να με βλάψουν”. Επομένως, το επιχείρημα ότι ένα παγκόσμιο net δεν μπορεί να ρυθμιστεί από τις εθνικές κυβερνήσεις θεωρήθηκε ως μια αδιαμφισβήτητα θετική θέση.
Η περιγραφή της πρώτης τροποποίησης του συντάγματος από τον John Perry Barlow ως τοπικής θέσμισης υπενθυμίζει ότι δεν πρόκειται απλώς για “κακές” κρατικές παραδόσεις, παρεμβάσεις και κανονισμούς που αχρηστεύονται στον κυβερνοχώρο. Υπάρχει μια διαφορά μεταξύ του Λόγου που προστατεύεται συνταγματικά και εκείνου που μπορεί να είναι πρακτικά/τεχνικά μη ελεγχόμενος. Πράγματι, η δεύτερη κατάσταση μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να υπονομεύει την προστασία της πρώτης κατάστασης.
“Η πληροφορία θέλει να είναι ελεύθερη”
Για ένα άτομο που ενδιαφέρεται για την πολιτική θεωρία, ένα από τα πιο εντυπωσιακά πράγματα για ο net είναι η αστάθεια της πολιτικής χαρτογραφίας. Διαιρούμε τον κόσμο μας σε συναφή και αντίθετα εδάφη – δημόσιο και ιδιωτικό, ιδιοκτησία και κυριαρχία, κρατική ρύθμιση και laissez-faire – “λύνοντας” τα προβλήματα ερευνώντας την θέση τους σε αυτόν τον χάρτη. Στον καθημερινό κόσμο αυτές οι διαιρέσεις φαίνονται σχετικά σταθερές και συμπαγείς για τους περισσότερους ανθρώπους, ακόμα κι αν κάποιοι έξυπνοι ακαδημαϊκοί κριτικοί μπορεί να επιμένουν για την θεωρητική τους απροσδιοριστία. Στο net, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Οι έννοιες και οι πολιτικές δυνάμεις φαίνεται να είναι ασαφείς. Τίποτα δεν καταδεικνύει αυτό το σημείο καλύτερα από τη συζήτηση σχετικά με την on-line πνευματική ιδιοκτησία. Στο ψηφιακό περιβάλλον, η πνευματική ιδιοκτησία είναι απλώς ιδιοκτησία, η προϋπόθεση δηλαδή για μια μη-ρυθμιζόμενη αγορά ή ένα ακόμα παράδειγμα των δικαιωμάτων που οι ελευθεριακοί πιστεύουν ότι το κράτος δημιουργήθηκε ειδικά για να τα προστατεύσει; Ή μήπως η πνευματική ιδιοκτησία είναι στην πραγματικότητα μια δημόσια ρύθμιση, τεχνητή και όχι φυσική, ένα επινοημένο μονοπώλιο που επιβάλλεται από ένα κυρίαρχο κράτος, μια παρέμβαση στρέβλωσης και μείωσης της ελευθερίας σε έναν κατα τα άλλα ελεύθερο τομέα;
Ενώ θα ήταν δύσκολο να βρεθεί κάποιος που να πιστεύει εξ’ ολοκλήρου σε ένα από αυτά τα δύο στερεότυπα, υπάρχουν αναγνωρίσιμες εκδοχές και των δύο στη συζήτηση για την πνευματική ιδιοκτησία και – ακόμα πιο ενδιαφέρον – μπορούν να βρεθούν σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα. Ο George Gilder του συντηρητικού Manhattan Institute, ένας ένθερμος υποστηρικτής του καπιταλισμού και του laissez faire, επιδεικνύει μεγάλο σκεπτικισμό σχετικά με την πνευματική ιδιοκτησία. Ο Peter Huber, από την ίδια συντηρητική ομάδα σκέψης, την θεωρεί ως το κύρος της ελευθερίας, της ιδιωτικότητας και των φυσικών δικαιωμάτων. Η διοίκηση του Clinton προσπαθεί να επεκτείνει τα δικαιώματα της on-line πνευματικής ιδιοκτησίας και επικρίνεται σθεναρά τόσο από τις ομάδες των πολιτικών ελευθεριών όσο και από τους δεξιούς διανοούμενους. Αυτό δεν είναι απλώς μια διαφωνία ως προς την τακτική, ανθρώπων που θα μπορούσαν να λέγεται ότι μοιράζονται την ίδια ιδεολογία: πρόκειται για ένα θεμελιώδες σύνολο αμφισβητήσεων σχετικά με την ίδια την κοινωνική δομή και την κανονιστική σημασία ενός συγκεκριμένου φαινομένου – σαν να μην μπορούσε το κόμμα των φιλελεύθερων να συμφωνήσει εάν το σύνθημά του επρόκειτο να είναι “Η φορολογία είναι κλοπή” ή “Η ιδιοκτησία είναι κλοπή”.
Η φράση του Stewart Brand «η πληροφορία θέλει να είναι ελεύθερη» έχει διεισδύσει στην κουλτούρα τόσο βαθιά ώστε τώρα μπορεί να είναι ακόμα και μια παρωχημένη ατάκα σε διαφημίσεις. Ωστόσο, η πανταχού παρούσα φύση της, μπορεί να λειτουργήσει για να αποκρύψει τους ισχυρισμούς της.
Ο John Perry Barlow ξεκινά το διάσημο δοκίμιό του “Πώληση κρασιού χωρίς Φιάλες: Η Οικονομία του Νου στο Παγκόσμιο Δίκτυο” με αυτό το απόσπασμα από τον Jefferson:
“Αν η φύση έχει κάνει κάποιο πράγμα λιγότερο ευαίσθητο από όλα τα άλλα στην αποκλειστική ιδιοκτησία, αυτό είναι η πράξη της δύναμης της σκέψης που ονομάζεται ιδέα – την οποία ένα άτομο μπορεί να κατέχει αποκλειστικά όσο την κρατάει για τον εαυτό του. Αλλά την στιγμή που αποκαλύπτεται, την αναγκάζει να γίνει κτήμα όλων και ο παραλήπτης δεν μπορεί να απαλλαχτεί από την γνώση της. Γνώρισμα του ιδιαίτερου χαρακτήρα της είναι επίσης ότι κανείς δεν κατέχει λιγότερα, επειδή κάθε άλλος κατέχει το σύνολο της. Εκείνος που λαμβάνει μια ιδέα από μένα, δεν μειώνει τη δική μου – όπως όταν κάποιος ανάβει το κερί του από το δικό μου, δεν με αφήνει σε περισσότερο σκοτάδι. Το γεγονός ότι οι ιδέες πρέπει να εξαπλώνονται ελεύθερα από τον έναν στον άλλο σε όλο τον κόσμο, για την ηθική και αμοιβαία διδασκαλία του ανθρώπου και τη βελτίωση της κατάστασής του, φαίνεται να έχει σχεδιαστεί ιδιαιτέρως και καλοπροαίρετα από τη φύση, όπως η φωτιά που επεκτείνεται σε όλο τον χώρο χωρίς να μειώνεται η πυκνότητα της σε οποιοδήποτε σημείο και όπως ο αέρας τον οποίο αναπνέουμε, μέσα στον οποίο κινούμαστε και έχουμε τη φυσική μας ύπαρξη – ανίκανοι να τον περιορίσουμε ή να τον αποκτήσουμε αποκλειστικά. Οι εφευρέσεις δεν μπορούν, από την φύση τους, να αποτελέσουν αντικείμενο ιδιοκτησίας.”
Αυτή η αναφορά εκφράζει απόλυτα το μείγμα των αξιών του Διαφωτισμού και της θεμελιώδους θεωρίας των δημόσιων αγαθών που αντιπροσωπεύει η “net ανάλυση” για τις ροές πληροφοριών. Η αντιγραφή των πληροφοριών δεν κοστίζει τίποτα. Πρέπει να εξαπλώνονται ευρέως και δε μπορούν να περιορίζονται. Πέρα από μια Τζεφερσον-ιακή πίστη βρίσκεται ένα είδος δαρβινικού ανθρωπομορφισμού. Οι πληροφορίες πραγματικά θέλουν να είναι ελεύθερες. Ο John Perry Barlow αναφέρεται στην φράση του Brand:
“…αναγνωρίζοντας τόσο την φυσική επιθυμία των μυστικών να λέγονται όσο και το γεγονός ότι θα μπορούσαν να αποτελούν εξ’ αρχής κάτι σαν “επιθυμία”. Ο άγγλος βιολόγος και φιλόσοφος Richard Dawkings πρότεινε την ιδέα των “μιμιδίων” (memes), αυτο-αναπαραγόμενων μορφών πληροφορίας που διαδίδονται μεταξύ της οικολογίας των μυαλών, σαν να ήταν μορφές ζωής. Πιστεύω ότι είναι μορφές ζωής από κάθε άποψη εκτός από την βάση τους στο άτομο του άνθρακα. Αυτο-αναπαράγονται, αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον τους και προσαρμόζονται σε αυτό, μεταλλάσσονται, επιμένουν. Όπως και κάθε άλλη μορφή ζωής, εξελίσσονται για να γεμίσουν τους εν δυνάμει χώρους των τοπικών περιβαλλόντων τους, που είναι, στην περίπτωση αυτή, τα συστήματα πεποιθήσεων και οι πολιτισμοί των φορέων τους, δηλαδή ημών. Πράγματι, οι κοινωνιοβιολόγοι όπως ο Dawkins κάνουν μια εύλογη υπόθεση ότι οι μορφές ζωής με βάση τον άνθρακα είναι και αυτά πληροφορίες. Όπως το κοτόπουλο είναι ένας τρόπος του αυγού για να φτιάξει ένα άλλο αυγό, ολόκληρο το βιολογικό φάσμα είναι απλώς το μέσο του DNA για να αντιγράψει περισσότερες πληροφορίες σαν κι αυτό.”
Υπό αυτό το πρίσμα φαίνεται ότι το net είναι το απόλυτα φυσικό περιβάλλον για τις πληροφορίες και ότι η προσπάθεια ρύθμισής του είναι σαν να προσπαθούμε να εμποδίσουμε την εξέλιξη.
Συνολικά, αυτές οι τρεις θέσεις επιβεβαιώνουν ότι η τεχνολογία του μέσου, η γεωγραφική κατανομή των χρηστών του και η φύση του περιεχομένου του, καθιστούν το Net ιδιαίτερα ανθεκτικό στις κρατικές ρυθμίσεις. Το κράτος είναι υπερβολικά μεγάλο, πολύ αργό και πολύ περιορισμένο γεωγραφικά και τεχνικά για να ρυθμίσει τις φευγαλέες αλληλεπιδράσεις ενός πολίτη σε αυτό το ευμετάβλητο μέσο. Αν και δεν συμφωνώ με την πλήρη εκδοχή αυτών των θέσεων, έχω μια συμπάθεια με καθένα από αυτά. Με ενθουσιάζει ότι το net είναι εξαιρετικά ανθεκτικό σε φιλτράρισματα περιεχομένου που επιβάλλονται από έξω – αν και ανησυχώ για τα δομικά ιδιωτικά φίλτρα καθώς και για τα υπό εντολή δημόσια τέτοια, και αναγνωρίζω ότι ο λόγος και η πληροφορία μπορούν και θα προκαλέσουν κακό αλλά και καλό. Νομίζω ότι ο παγκόσμιος χαρακτήρας του Δικτύου είναι – σε γενικές γραμμές – κάτι θετικό, αν και πρέπει να δώσουμε μεγαλύτερη προσοχή σε πράγματα όπως το κόστος της τεχνολογίας που απαιτείται για να παιχτεί το παιχνίδι ή τις επιπτώσεις που έχει στους εργάτες μια δικτυωμένη οικονομία στην οποία οι εταιρείες μετακομίζουν σε όλο τον κόσμο και μπορούν να βρούν μια on-line εργατική δύναμη μέσα σε ένα απόγευμα. 6 Τέλος, αισθάνομαι αισιόδοξος για τον ιστορικό συνδυασμό τεχνολογιών που βασίζονται σε σχεδόν χωρίς κόστος αντιγραφές και μια πολιτική παράδοση που μεταχειρίζεται την πληροφορία με ένα πιο ισότιμο τρόπο από ότι άλλους πόρους. Είναι βέβαια δυνατό να φτιάξουμε έναν κόσμο στον οποίο η αχαλίνωτη κλεπτοκρατία της πληροφορίας να υπονομεύει την επιστημονική και καλλιτεχνική ανάπτυξη. Έχω υποστηρίξει αλλού ότι ο βασικός κίνδυνος δεν είναι ότι οι πληροφορίες θα είναι υπερβολικά ελεύθερες, αλλά ότι τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας θα γίνουν τόσο εξαντλητικά ώστε θα καταστείλουν πραγματικά την καινοτομία, την ελευθερία λόγου και την δυναμική της εκπαίδευσης. Εν πάση περιπτώσει, θέλω να αφήσω στην άκρη την συμφωνία ή την διαφωνία μου με τις αξίες της Δικτυακής θεολογίας και να επικεντρωθώ στις έμπρακτες και νομικές υποθέσεις στις οποίες βασίζεται. Το επιχείρημά μου είναι ότι οι πληροφοριο-ελευθεριακοί (info-libertarians) δεν θα έπρεπε να διαγράφουν το κράτος τόσο εύκολα. Στην πραγματικότητα, υποστηρίζω ότι το έργο του ιδιόμορφα μη-ψηφιακού φιλόσοφου Michel Foucault, παρέχει κάποιες χρήσιμες ιδέες για τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να ασκηθεί εξουσία στο Διαδίκτυο και τους λόγους για τους οποίους πολλές σύγχρονες αναλύσεις είναι τόσο απορριπτικές για την δύναμη του νόμου και του κράτους.
Ο Foucault και η νομολογία της Ψηφιακής Ελευθεριακότητας
Όταν οι netizens σκέφτονται τον νόμο, τείνουν να δημιουργούν μια θετικιστική, ακόμα και “Oστινιακή 7 εικόνα 8 ” · ο νόμος είναι μια εντολή που στηρίζεται σε απειλές, η οποία εκδίδεται από έναν κυρίαρχο που δεν αναγνωρίζει ανώτερο, και απευθύνεται σε έναν γεωγραφικά καθορισμένο πληθυσμό που τον υπακούει. Έτσι θεωρούν τους νόμους του κράτους ως δύσχρηστα εργαλεία που δεν είναι σε θέση να επιβάλουν τη βούλησή τους στα παγκόσμια θέματα του Net και στις εφήμερες και γεωγραφικά μεταβαλλόμενες συναλλαγές τους. Πράγματι, αν ήταν κάποιο μοντέλο νόμου να αποτύχει να ρυθμίσει το Δίκτυο, αυτό θα ήταν το Οστινιακό μοντέλο. Ευτυχώς ή δυστυχώς για το Net όμως, το Οστινιακό μοντέλο είναι αδέξιο και ανακριβές. Και εκεί έρχεται το πρόσφατο έργο του Michel Foucault.
Ο Michel Foucault ήταν ένας από τους πιο ενδιαφέροντες μεταπολεμικούς Γάλλους φιλόσοφους και κοινωνικούς θεωρητικούς. Το έργο του ήταν ευρύτατο, μερικές φορές δυσνόητο, και οι ιστορικές γενικεύσεις του θα ήταν ανεφάρμοστες αν δεν ήταν τόσο συχνά προκλητικά χρήσιμες. Πάνω απ’ όλα, ο Foucault είχε την ικανότητα να θέτει προβλήματα με έναν νέο τρόπο – αναπροσανατολίζοντας την έρευνα με τρόπο που ήταν ιδιαίτερα χρήσιμος για όσους ακολούθησαν. Αυτή η χρησιμότητα φαίνεται και από στοχαστές των οποίων η πολιτική και η μεθοδολογία απέχουν πολύ από αυτή του Foucault.
Για την θέση του συγκεκριμένου άρθρου, μία από τις πιο ενδιαφέρουσες συνεισφορές του Foucault είναι η αμφισβήτηση μιας συγκεκριμένης έννοιας της εξουσίας, την εξουσία-ως-κυριαρχία – και η αντιπαράθεση, εναντίον της, της επιτήρησης και της πειθαρχίας. Στο επίκεντρο αυτού του έργου ήταν η πεποίθηση ότι τόσο οι αναλύσεις μας για τη λειτουργία της πολιτικής εξουσίας όσο και οι στρατηγικές μας για τον περιορισμό της ήταν ανακριβείς και εσφαλμένες. Σε μια σειρά δοκιμίων και βιβλίων, ο Foucault υποστήριξε ότι, αντί του γνωστού και επίσημου τριγώνου του κυρίαρχου, του πολίτη και του δικαιώματος, πρέπει να επικεντρωθούμε σε μια σειρά από λεπτότερες, ιδιωτικές, ανεπίσημες και υλικές μορφές εξαναγκασμού που οργανώνονται γύρω από τις έννοιες της πειθαρχίας και της επιτήρησης. Το παράδειγμα για την ιδέα της επιτήρησης ήταν το Πανοπτικό σχέδιο, το σχέδιο του Bentham για μια φυλακή κατασκευασμένη με κυκλική μορφή γύρω από έναν πύργο στο κέντρο απ’ τον οποίο ο φύλακας παρατηρητής μπορούσε ανά πάσα στιγμή να έχει τον κρατούμενο υπό παρατήρηση. Αβέβαιος για το αν ο φύλακας τον παρατηρεί, ο κρατούμενος θα προσπαθεί συνεχώς να προσαρμόζει τη συμπεριφορά του. Ο Bentham είχε βρεί το συμπεριφοριστικό ισοδύναμο του υπερεγώ, που σχηματίζεται από την αβεβαιότητα για το πότε κάποιος παρακολουθείται. Η ηχώ των σύγχρονων θρηνών για την “μη προστασία της ιδιωτικής ζωής” είναι εκκωφαντική. Σε αυτό, ο Foucault πρόσθεσε και την έννοια της πειθαρχίας – που οργάνωσε τις πολλαπλές “ιδιωτικές” μεθόδους ρύθμισης της ατομικής συμπεριφοράς, οι οποίες κυμαίνονται από τις οδηγίες για την αποδοτικότερη χρήση της κίνησης και του χρόνου στην εργασία μέχρι την ψυχιατρική αξιολόγηση.
Ο Foucault επεσήμανε την εμφανή σύγκρουση μεταξύ μιας επίσημης γλώσσας της πολιτικής που οργανώνεται γύρω από τις σχέσεις μεταξύ κυρίαρχου και πολίτη, η οποία εκφράζεται με κανόνες που υποστηρίζονται από κυρώσεις, και μιας πραγματικής εμπειρίας της εξουσίας που ασκείται μέσω πολυάριθμων μη κρατικών πηγών, που συχνά εξαρτώνται από υλικά ή τεχνολογικά μέσα επιβολής. Γράφοντας με έναν τρόπο που κατάφερε να είναι ταυτόχρονα πανούργος και απειλητικός, ο Foucault πρότεινε ότι υπήρχε κάτι περίεργο στη συνύπαρξη αυτών των δύο συστημάτων:
“Αδύνατο να περιγραφεί με την ορολογία της θεωρίας της κυριαρχίας από την οποία διαφέρει τόσο ριζικά, αυτή η πειθαρχική εξουσία θα έπρεπε να έχει ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση του μεγάλου νομικού οικοδομήματος που έχει δημιουργηθεί από αυτή την θεωρία (της κυριαρχίας). Αλλά στην πραγματικότητα, η θεωρία της κυριαρχίας εξακολουθεί να υπάρχει όχι μόνο ως ιδεολογία του δικαιώματος, αλλά και να παρέχει την οργανωτική αρχή των νομικών κωδικών… Γιατί η θεωρία της κυριαρχίας επέμεινε με αυτόν τον τρόπο…; Για δύο λόγους, πιστεύω. Από τη μία πλευρά, υπήρξε ένα μόνιμο μέσο κριτικής της μοναρχίας και όλων των εμποδίων της ανάπτυξης μιας πειθαρχημένης κοινωνίας. Αλλά ταυτόχρονα, η θεωρία της κυριαρχίας και η οργάνωση ενός νομικού κώδικα επικεντρωμένου σε αυτήν, επέτρεψαν σε ένα σύστημα δικαιωμάτων να καλύπτει τον μηχανισμό της πειθαρχίας με τέτοιο τρόπο ώστε να κρύβει τις πραγματικές του διαδικασίες…“
Ο Foucault δεν γράφει για το διαδίκτυο. Δεν γράφει καν για τον εικοστό αιώνα. Αλλά τα λόγια του αποτελούν ένα καλό σημείο εκκίνησης από το οποίο μπορεί να εξεταστεί η κατήχηση περί απαραβίαστου net. Είναι ένα καλό σημείο εκκίνησης ακριβώς επειδή, κατά την εξέταση της κυριαρχίας, της έκδοσης και της εφαρμογής των Οστινιακών “εντολών που υποστηρίζονται από απειλές και στοχεύουν σε μια καθορισμένη περιοχή και πληθυσμό”, το net φαίνεται πράγματι σχεδόν άτρωτο. Όμως τα πράγματα φαίνονται κάπως διαφορετικά από την οπτική γωνία “ενός τύπου εξουσίας που ασκείται συνεχώς μέσω επιτήρησης και όχι ασυνεχώς μέσω ενός συστήματος εντολών και υποχρεώσεων ανα διαστήματα, και το οποίο προϋποθέτει ένα πυκνό πλέγμα υλικών καταναγκασμών αντί της φυσικής παρουσίας ενός κυρίαρχου”. Επιπλέον, υπάρχει μια έννοια με την οποία το “σύστημα των δικαιωμάτων επεκτείνεται στον μηχανισμό της πειθαρχίας με τέτοιο τρόπο ώστε να κρύβει τις πραγματικές διαδικασίες του”. Η νομολογία της ψηφιακής ελευθεριακότητας δεν είναι απλώς ανακριβής, αλλά μπορεί και να αποκρύψει την κατανόησή μας για το τι πραγματικά συμβαίνει. Έτσι, ακόμη και οι digerati 9 μπορεί να βρουν την ανάλυση που ακολουθεί ενδιαφέρουσα. Αν όχι για άλλο λόγο, για να δούν πώς μπορεί να φτάσει το net να αντιμετωπίζει την λογοκρισία ως “χαρακτηριστικό και όχι ως σφάλμα” (feature not a bug)· πόσο μακριά μπορούν να φτάσουν οι τοπικές διαταγές στον κυβερνοχώρο και πώς μπορεί να περιοριστεί η “επιθυμία της πληροφορίας για ελευθερία”.
Τα παραδείγματα που θα δώσω 10 προέρχονται από διαφορετικούς τομείς ρύθμισης των τηλεπικοινωνιών. Κάποια από αυτά ασχολούνται ξεκάθαρα με το Διαδίκτυο: ο νόμος για την ευπρέπεια των επικοινωνιών (Communications Decency Act – CDA), ο προτεινόμενος νόμος περί προστασίας πνευματικών δικαιωμάτων (NII Copyright Protection Act), η ρύθμιση της κρυπτογραφίας. Άλλα απευθύνονται σε τεχνολογίες εκτός του Net, τουλάχιστον προς το παρόν: το V-chip, το Clipper chip, 11 την ψηφιακή τηλεφωνία και τους ψηφιακούς καταγραφείς ήχου. Όλα έχουν ένα κοινό – το κράτος εργάστηκε ενεργά για να ενσωματώσει ή να στερεώσει το νομικό καθεστώς στην ίδια την τεχνολογία. Στα περισσότερα από αυτά, η άσκηση της εξουσίας είναι πολύ περισσότερο θέμα της παράλληλης διαμόρφωσης και εποπτείας της δραστηριότητας παρά μια απλή επιβολή ρυθμίσεων μετά το γεγονός. Ωστόσο, αυτά τα παραδείγματα παρουσιάζουν επίσης αποκαλυπτικές διαφορές – απεικονίζοντας μια σειρά από στόχους, τακτικές και αποτελέσματα. Μερικές φορές, η τεχνολογία έχει επιβληθεί από τη νομοθεσία, μερικές φορές διευκολύνεται μέσω κρατικών κυρώσεων. Μερικές φορές η νομοθεσία ορίζει τεχνολογικούς ασφαλείς λιμένες από κυρώσεις που διαφορετικά θα ίσχυαν και μερικές φορές το κράτος χρησιμοποιεί την οικονομική του δύναμη για να δημιουργήσει ένα de facto πρότυπο, αρνούμενο να αγοράσει εξοπλισμό που δεν συμμορφώνεται με τα επιθυμητά τεχνικά/νομικά πρότυπα. Θα ξεκινήσω με τον νόμο περί ευπρέπειας στις επικοινωνίες, θα στραφώ στη χρήση αυστηρής ευθύνης και ψηφιακών φράχτων στην πολιτική πνευματικών δικαιωμάτων στο διαδίκτυο, και θα ολοκληρώσω με ένα δείγμα ενσωματωμένης ρύθμισης, αντλώντας παραδείγματα από διάφορους τομείς της τεχνολογίας των επικοινωνιών.
Ασφαλείς λιμένες και ανεπιθύμητες συνέπειες
Ο νόμος για την ευπρέπεια των επικοινωνιών θεωρείται το υπέρτατο της νομοθεσίας του Κογκρέσου για τις τεχνολογίες επικοινωνίας. Ως κακοσχεδιασμένο, διατυπωμένο χωρίς συνάφεια και φαινομενικά αντισυνταγματικό, στην πλειονότητα της κοινότητας του διαδικτύου μοιάζει με περίπτωση αχαλίνωτης τεχνολογικής άγνοιας. Το Κογκρέσο ήθελε να ρυθμίσει κάτι που δεν καταλάβαινε, αφού ένα ποσοστό του περιεχομένου προερχόταν έξω από την δικαιοδοσία των ΗΠΑ. Οι αντιδράσεις κυμαίνονταν από τον περίγελω της έλλειψης τεχνολογικών γνώσεων του Κογκρέσου ως και θυμό με τον νόμο που προσπαθούσε να ασκήσει εξουσία πάνω στα ηλεκτρονικά σύνορα. “Κρατήστε τους νόμους σας έξω από το δίκτυό μας” ήταν το σύνθημα.
Όταν ο CDA απορρίφθηκε από δύο διαφορετικές τριμελείς δικαστικές επιτροπές και στη συνέχεια ομόφωνα από το Ανώτατο Δικαστήριο, οι αποφάσεις θεωρήθηκαν ως μια αναπόφευκτη δικαίωση αυτών των ελευθεριακών απόψεων. Το γεγονός ότι οι γνωμοδοτήσεις του κατώτερου δικαστηρίου βασίζονταν σε συνταγματικά προβλήματα που προέκυπταν για τον CDA επειδή δεν μπορούσε να επιβληθεί σε μεγάλο μέρος του περιεχομένου στο διαδίκτυο, απλώς διευκόλυνε τη νίκη. Οι ομοσπονδιακοί δικαστές είχαν αναγνωρίσει πραγματικά τόσο την τεχνική ανθεκτικότητα του net στη λογοκρισία όσο και το γεγονός ότι ένα παγκόσμιο δίκτυο δεν θα μπορούσε ποτέ να ρυθμιστεί αποτελεσματικά από μια εθνική νομοθεσία. Έτσι, δύο από τα τρία μέρη της “ιντερνετικής αγίας τριάδας” αναγνωρίστηκαν από ομοσπονδιακούς φορείς. Επιπλέον, είχαν ενσωματωθεί στο αναλυτικό πλαίσιο της Πρώτης Τροποποίησης (First Amendment). Δεδομένου ότι ο CDA θα ήταν πιθανόν αναποτελεσματικός, μπορούμε να πούμε ότι πέρασε τον αυστηρό έλεγχο της Πρώτης Τροποποίησης; Δεν ήταν μια περίπτωση ουσιαστικού περιορισμού της “ελευθερίας του Λόγου”, χωρίς να επιτυγχάνεται αποτελεσματικά ο επιτακτικός στόχος του κράτους;
Από την σκοπιά της νομολογίας της ψηφιακής ελευθεριακότητας, αυτές οι αντιδράσεις ήταν απολύτως δικαιολογημένες. Μια εντολή υποστηριζόμενη από τις απειλές ενός κυρίαρχου, που στόχευε έναν γεωγραφικά καθορισμένο πληθυσμό είχε συναντήσει και εξολοθρευτεί από το δικαίωμα των πολιτών ενάντια στην κρατική εισβολή, εν μέρει λόγω της ανικανότητας του κυρίαρχου να ελέγχει όσους βρίσκονταν εκτός των συνόρων του. Ο νόμος για την ευπρέπεια στις επικοινωνίες εξαφανίζεται σαν να μην υπήρξε ποτέ – μια απόλυτη αποτυχία. Ωστόσο, από αυτή την ανάλυση διαφεύγουν οι εξελίξεις γύρω από τον CDA: όχι οι δημόσιες ποινικές κυρώσεις, αλλά η διαμόρφωση και η ανάπτυξη ιδιωτικά αναπτυσσόμενων, υλικών τεχνολογικών μεθόδων επιτήρησης και λογοκρισίας.
Ο νόμος για την ευπρέπεια των επικοινωνιών αποσκοπούσε στην προστασία των ανηλίκων από το άσεμνο υλικό. Ωστόσο, αν το έπραττε περιορίζοντας ουσιαστικά τον λόγο των ενηλίκων, θα θεωρούνταν αντισυνταγματική γενίκευση. 12 Η απάντηση του CDA σε αυτό το πρόβλημα ήταν να δημιουργηθούν “ασφαλείς λιμένες” για το άσεμνο αλλά συνταγματικά προστατευμένο περιεχόμενο που απευθυνόταν σε ενήλικες, ώστε να μην είναι προσβάσιμο από ανήλικους. Ο νόμος προσέφερε διάφορες μεθόδους για την επίτευξη αυτού του στόχου, όπως “η χρήση επαληθευμένης πιστωτικής κάρτας, χρεωστικού λογαριασμού, κωδικού πρόσβασης ενηλίκου ή αριθμού προσωπικής ταυτότητας ενηλίκου”. Δεδομένης της τεχνολογίας και της οικονομίας του net ωστόσο, το πιο σημαντικό ασφαλές λιμάνι για μη κερδοσκοπικές οργανώσεις θα ήταν αυτό που προβλεπόταν από το άρθρο 223(e)(5)(Α): η ασυλία που προσέφερε σε όσους χρησιμοποιούσαν “οποιαδήποτε μέθοδο είναι εφικτή βάσει της διαθέσιμης τεχνολογίας”.
Εδώ είναι που αρχίζει η ειρωνεία. Όταν προτάθηκε για πρώτη φορά ο νόμος για την ευπρέπεια των επικοινωνιών, αρκετοί επιστήμονες υπολογιστών και μηχανικοί λογισμικού αποφάσισαν ότι θα κάνουν κάτι περισσότερο από το απλό κάλεσμα εναντίον της αντισυνταγματικότητάς του. Ήταν πεπεισμένοι ότι μια απάντηση στην ανάγκη ρύθμισης θα μπορούσε να βρεθεί στην γλώσσα του ίδιου του net. Δεν χρησιμοποιώ τον όρο “γλώσσα του net” ως μέρος κάποιας αποδομητικής ή Σωσσυρ-ιανής αλληγορίας – η ιδέα ήταν κυριολεκτικά η δημιουργία ενός συστήματος φιλτραρίσματος του οποίου τα φίλτρα θα ενσωματωθούν στη γλώσσα που καθιστά δυνατή την πρόσβαση στον Παγκόσμιο Ιστό, την γλώσσα Hyper Text ή HTML. Θεωρώντας τις τεχνικές λύσεις ως εγγενώς πιο επιθυμητές από την άσκηση κρατικής εξουσίας, και ως παράγοντα διευκόλυνσης της ιδιωτικής επιλογής αντί για τις απειλές δημόσιων κυρώσεων, προσέφεραν μια εναλλακτική λύση που αποσκοπούσε στο να αποδείξει ότι ο CDA ήταν, πάνω απ ‘όλα, περιττός. Η ιδέα ονομάζεται πλατφόρμα για την επιλογή περιεχομένου στο Διαδίκτυο (Platform for Internet Content Selection – PICS) και επιτρέπει σε ετικέτες (tags) που βαθμολογούν μια ιστοσελίδα να ενσωματώνονται σε μετα-πληροφορίες (meta-file information) μέσα στην ίδια την σελίδα. Μπορεί να προσαρμοστεί για να παρέχει την δυνατότητα αξιολόγησης και από τρίτους φορείς και θεωρείται ως “ουδέτερη από πλευράς αξιών”, αφού μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την προώθηση οποιουδήποτε συστήματος αξιών. Οι ιστότοποι θα μπορούσαν να αξιολογηθούν για βία, για σεξισμό, για προσκόλληση σε κάποια συγκεκριμένη θρησκευτική πίστη, για οποιοδήποτε σύνολο κριτηρίων που θα θεωρούνταν σκόπιμο. Ο τρίτος φορέας αξιολόγησης θα μπορούσε να είναι ο Χριστιανικός Συνασπισμός, ο Εθνικός Οργανισμός για τις Γυναίκες ή η Εταιρεία για την Προστασία της Αλήθειας του Ζωροαστρισμού. Φυσικά, στην πράξη, ίσως η τεχνολογία PICS χρησιμοποιηθεί δυσανάλογα για να ευνοήσει ένα συγκεκριμένο σύνολο ιδεών και αξιών και να αποκλείσει άλλα, όπως ίσως συμβαίνει με το καθεστώς του “ελεύθερου συμβολαίου” του Lochner, όπου κάποιες ομάδες ευνοούνται έναντι άλλων, παρά το γεγονός ότι ο καθένας είναι “ουδέτερος αξιών”. Αλλά αυτή νομική εμμονή στην εξέταση των πραγματικών αποτελεσμάτων και στην εξέταση της πραγματικής και όχι της επίσημης εξουσίας είναι πολύ λιγότερο μέρος του λόγου της Πρώτης Τροποποίησης και περισσότερο κομμάτι του ιδιωτικού δικαίου.
Ενώ το PICS και μια ποικιλία άλλων συστημάτων προσέφεραν μια τεχνική λύση από την μεριά του “ομιλητή”, άλλα προγράμματα λογισμικού προσέφεραν επίσης τεχνικές λύσεις στην μεριά του “ακροατή”. Αυτά τα προγράμματα δεν θα προσέφεραν στους ομιλητές ένα ασφαλές λιμάνι από το νόμο. Αντίθετα, θα “εξουσιοδοτούσαν” τους χρήστες ηλεκτρονικών υπολογιστών να προστατεύουν τις οικογένειές τους από το ανεπιθύμητο περιεχόμενο μέσω της χρήσης φίλτρων, αυξάνοντας έτσι την ελπίδα, στις καρδιές των φιλελεύθερων, ότι ο CDA δεν είναι απαραίτητος. Προγράμματα όπως το SurfWatch, το CyberPatrol, το NetNanny και το CyberSitter θα παρεμπόδιζαν την πρόσβαση σε ακατάλληλο υλικό και θα το έκαναν χωρίς να χρειάζονται συνεχείς γονικές παρεμβάσεις. Συνήθως τα προγράμματα αυτά διατηρούσαν έναν κατάλογο απαγορευμένων τοποθεσιών, καθώς και ένα φίλτρο αναζήτησης κειμένων που θα απέκλειε έγγραφα που περιέχουν απαγορευμένες προτάσεις/λέξεις.
Η ειρωνεία που ανέφερα είναι ότι αυτές οι τεχνικές λύσεις χρησιμοποιήθηκαν και από τις δύο πλευρές της διαμάχης για τον CDA. Εκείνοι που αμφισβητούσαν τον CDA ισχυρίστηκαν ότι η διαθεσιμότητα ιδιωτικά υλοποιούμενων τεχνολογικών λύσεων σήμαινε ότι ο CDA απέτυχε να εξετασθεί ουσιαστικά, με βάση την Πρώτη Τροποποίηση: τελικά δεν ήταν λιγότερο περιοριστικά αυτά τα μέσα για την επίτευξη του στόχου. Με το λογισμικό αποκλεισμού των “ακροατών” επιτρεπόταν στους γονείς να ελέγχουν τί είδαν τα παιδιά τους, ενώ με τα συστήματα βαθμολόγησης των “ομιλητών” όπως το PICS προσφέρθηκε μια ιδιωτική λύση στο πρόβλημα της αξιολόγησης του περιεχομένου στο Διαδίκτυο.
Η κυβέρνηση πήρε την αντίθετη θέση υποστηρίζοντας ότι η διαθεσιμότητα συστημάτων όπως το PICS σήμαινε ότι ο CDA τελικά δεν αποτελούσε γενίκευση (overbroad). Οι ενηλίκοι “ομιλητές” δεν θα επιβαρύνοταν από το νόμο, επειδή αυτά τα συστήματα θα παρείχαν επαρκείς μεθόδους για να διαχωρίζουν την άσεμνη ομιλία τους από τα μάτια των ανηλίκων. Το Ανώτατο Δικαστήριο τελικά διαφώνησε, αν και η δικαστής O’Connor άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο οι μελλοντικές τεχνολογικές εξελίξεις να αναδιαμορφσουν αυτό το συμπέρασμα. Πριν ακόμα ληφθεί η απόφαση, ο πρόεδρος Clinton εξέφραζε ήδη την πολιτική του προτίμηση για μια τεχνική λύση στο ζήτημα της ρύθμισης της on-line επικοινωνίας, μιλώντας αόριστα για ένα “V-chip για το Δίκτυο”. Τα νομοσχέδια έχουν ήδη προχωρήσει στο Κογκρέσο, με βάση τα οποία θα απαιτείται από τους παρόχους υπηρεσιών Ίντερνετ να παρέχουν λογισμικό φιλτραρίσματος στους πελάτες και να στοχεύουν στην ανάπτυξη ενός “E-chip”. 13
Που βρίσκεται λοιπόν η διαδικτυακή επικοινωνία μετά την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου; Από την οπτική της ψηφιακής ελευθεριακότητας, το net παραμένει εκτός ρυθμίσεων και “Αγία Τριάδα” του Διαδικτύου ανενόχλητη. Από την οπτική γωνία που έχω αναπτύξει εδώ, τα πράγματα φαίνονται πιο μπλεγμένα. Καθώς ο CDA παραμερίστηκε συνταγματικά, έκαναν έφοδο οι τεχνολογικές λύσεις, κάποιες εξαιτίας του CDA και κάποιες παρά τον CDA. Σε αντίθεση με την εκτεταμένη προσοχή που δόθηκε στον CDA, μεγάλο μέρος αυτής της διαδικασίας απομονώθηκε αποτελεσματικά από τον προσεκτικό έλεγχο εξαιτίας των αντιλήψεων για το δίκαιο και το κράτος που διερευνώ εδώ.
[…]
Συμπέρασμα
Κοιτάζοντας από την μεριά του Foucault, τα παραδείγματα που έδωσα σε αυτό το άρθρο φαίνεται να δείχνουν δύο συμπεράσματα, τα οποία μπορεί να φαίνονται παράδοξα. Από τη μία πλευρά, η υπόθεση ότι το κράτος δεν θα είναι σε θέση να ρυθμίσει τον κυβερνοχώρο είναι απολύτως κοντόφθαλμη σε σχέση με ορισμένους από τους πιο σημαντικούς τρόπους με τους οποίους τα κράτη μπορούν στην πραγματικότητα να ασκήσουν δύναμη. Η νομολογία της ψηφιακής ελευθεριακότητας θα έπρεπε να χρησιμοποιεί πολύ λιγότερο τον John Austin και πολύ περισσότερο τον Michel Foucault. Αλλά δεν πρέπει απλώς να περιορίσουμε την ανάλυση στις διαθέσιμες δυνατότητες κρατικής εξουσίας. Το “Πειθαρχία και Τιμωρία” δεν ήταν ένα εγχειρίδιο για κρατικούς αξιωματούχους, αλλά μια πρόκληση – με κάποιους τρόπους παρόμοια με τις προκλήσεις που θέτει ο νομικός ρεαλισμός και ο φεμινισμός – στα ίδια τα θέματα του δημόσιου και ιδιωτικού και στην πεποίθηση ότι η εξουσία αρχίζει και τελειώνει με το κράτος.
Εάν το πρώτο συμπέρασμα αυτής της μελέτης είναι ότι το κράτος μπορεί να έχει στην πραγματικότητα περισσότερη δύναμη από ό,τι πιστεύουν οι digerati, το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι η ελκυστικότητα των τεχνικών λύσεων δεν πηγάζει απλώς από το γεγονός ότι λειτουργούν, αλλά από το ότι παραλείπουν το ζήτημα της εξουσίας – στο ιδιωτικό και στο δημόσιο – κατά κύριο λόγο. Η τεχνολογία παρουσιάζεται σαν “ο τρόπος που είναι τα πράγματα”. Η προέλευσή της είναι συγκαλυμμένη, είτε αυτή προέρχεται από κρατικά χορηγούμενα σχέδια είτε από τη δομές της αγοράς και οι επιδράσεις της δεν είναι ξεκάθαρες επειδή είναι δύσκολο να φανταστούμε την εναλλακτική. Πάνω απ ‘όλα, οι τεχνικές λύσεις είναι λιγότερο αμφιλεγόμενες· αντιλαμβανόμαστε ένα νομικό καθεστώς ως εξαναγκασμό και ένα τεχνολογικό καθεστώς ότι απλώς διαμορφώνει – ή ακόμη και διευκολύνει ενεργά – τις επιλογές μας.
Στην εποχή του Lochner, παρατηρήθηκε μια εντυπωσιακά παρόμοια αντίθεση μεταξύ της καταναγκαστικής φύσης του δημόσιου δικαίου και του ελεύθερου ιδιωτικού κόσμου μιας αγοράς που απλώς διαμορφώθηκε με ουδέτερους, ευνοϊκούς κανόνες συμβολαίων και ιδιοκτησίας. Οι νομικοί ρεαλιστές έκαναν μια εξαιρετικά καλή δουλειά στο να επισημάνουν τις αδυναμίες αυτής της εικόνας της αγοράς. Αν θέλουμε να έχουμε κάποιες εναλλακτικές λύσεις στη νομολογία του ψηφιακού ελευθεριακού, θα πρέπει να προσφέρουμε μια πλουσιότερη εικόνα της πολιτικής του Διαδικτύου από αυτή του πιεστικού (αλλά ανίσχυρου) κράτους και της ουδέτερης και διευκολυντικής τεχνολογίας.
μετάφραση, απόδοση: Wintermute
μέρος του αφιερώματος: επιτήρηση και πειθαρχία στην 4η βιομηχανική επανάσταση
cyborg #16 – 10/2019
- Michel Foucault, Two Lectures, Power/Knowledge: Selected Interviews and Other Writings, 1972-1977. ↩︎
- The Telecommunications Act of 1996. ↩︎
- [σ.τ.μ.] Σε διάφορα σημεία κρατάμε από το πρωτότυπο τον χαρακτηρισμό του διαδικτύου ως net – της λέξης που προτιμούν οι “κάτοικοι του διαδικτύου” ή αλλιώς netizens (αναφορές παρακάτω). ↩︎
- [σ.τ.μ.] Η έκφραση “not a bug but a feature”, χρησιμοποιείται στην κοινότητα των προγραμματιστών για να δηλώσει ότι ένα χαρακτηριστικό (feature) ή μια συμπεριφορά ενός προγράμματος μπορεί να φαίνεται σε μερικούς χρήστες προβληματική ή δυσλειτουργική, όμως στην πραγματικότητα έχει σχεδιαστεί εσκεμμένα έτσι και δεν είναι κάποιο προγραμματιστικό λάθος (bug). ↩︎
- [σ.τ.μ.] Η «πρώτη τροποποίηση» του αμερικανικού συντάγματος απαγορεύει στις αμερικανικές κυβερνήσεις να νομοθετούν εναντίον της ελευθερίας του λόγου, της δημόσιας έκφρασης, της θρησκευτικής επιλογής, του τύπου, του δικαίωματος του συνέρχεσθαι, κ.α. Υιοθετήθηκε στις 15 Δεκέμβρη του 1791, σαν μία απ’ τις δέκα συνταγματικές τροποποιήσεις που συνιστούσαν τον «Χάρτη των Δικαιωμάτων». Θεωρείται ο θεσμικός φύλακας των βασικών ελευθεριών στις ηπα. ↩︎
- Η παγκόσμια ταχύτατη κινητικότητα του εργατικού δυναμικού δεν είναι κάτι που ο Adam Smith είχε σκεφτεί· είναι μια ποσοτική ή ποιοτική διάκριση; ↩︎
- [σ.τ.μ.] Αναφέρεται στον John Austin (1790-1859), άγγλο νομικό θεωρητικό που θεμελίωσε την θεωρία του νομικού θετικισμού. ↩︎
- Ένας από τους λόγους για αυτό μπορεί να είναι οι συντριπτικά πολλές φιλελεύθερες θέσεις σε θέματα πολιτικής του Διαδικτύου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι φιλελεύθεροι τείνουν να επικεντρώνονται στην κρατική εξουσία παρά στην ιδιωτική, τείνουν να επικεντρώνονται στους προφανείς περιορισμούς στην ελευθερία που επιβάλλονται από τον αντίκτυπο του ποινικού νόμου κατά του πολίτη και όχι στους λεπτότερους περιορισμούς που επιβάλλουν οι κανόνες που συνιστούν και διαρθρώνουν τις σχέσεις της αγοράς και όχι μόνο. Και οι δύο ιδέες “ταιριάζουν” με την Οστινιακή εικόνα. Κάνοντας ένα ποινικό καθεστώς το πρότυπο της άσκησης κρατικής εξουσίας και το δικαίωμα του πολίτη κατά της κυβέρνησης το πρότυπο του περιορισμού του, ο φιλελεύθερος κωδικοποιεί τις κανονιστικές του ιδέες για τα πολιτικά προβλήματα και τις λύσεις τους στην εικόνα του ίδιου του νόμου. ↩︎
- [σ.τ.μ.] Όρος που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους με εξειδίκευση ή/και επαγγελματική κατάρτιση στην πληροφορική. ↩︎
- [σ.τ.μ.] Παραθέτουμε το πρώτο από τα τρία παραδείγματα που δίνει ο Boyle, αφενός για οικονομία χώρου και αφετέρου επειδή θεωρούμε ότι στηρίζει επαρκώς τις θέσεις του. ↩︎
- [σ.τ.μ.] Το V-Chip ήταν μια τεχνολογία με την οποία μπορούσε κανείς να μπλοκάρει τηλεοπτικά προγράμματα με βάση κάποια κριτήρια. Το Clipper chip ήταν ένα τσιπ της NSA που κρυπτογραφούσε τα δεδομένα και απέδιδε έναν μοναδικό αριθμό σε κάθε συσκευή επικοινωνίας. ↩︎
- [σ.τ.μ.] “Unconstitutional as overbroad” στο πρωτότυπο. Με μια έννοια, αντισυνταγματικό επειδή “βγαίνει από τα νερά του”. ↩︎
- [σ.τ.μ.] Αντίστοιχο του V-chip, για το Διαδίκτυο. ↩︎