«Στην περίπτωση που υπάρξουν έντονα φαινόμενα κλιματικής αλλαγής, δηλαδή μια μέση αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας κατά 2.6 βαθμούς Κελσίου μέχρι το 2040, τότε μη γραμμικά περιβαλλοντικά γεγονότα μεγάλης έκτασης θα προκαλέσουν μη γραμμικά κοινωνικά γεγονότα μεγάλης έκτασης. Σε αυτό το σενάριο, το μέγεθος των αλλαγών και οι ολέθριες συνέπειές τους, όπως οι πανδημίες, θα φέρουν τα έθνη ανά τον κόσμο σε σημείο ασφυξίας. Η εσωτερική συνεκτικότητά τους, ακόμα και στην περίπτωση των Η.Π.Α., θα τεθεί υπό δοκιμασία, τόσο ως αποτέλεσμα μιας δραματικής αύξησης της μετανάστευσης όσο και λόγω μεταβολών στις αγροτικές πρακτικές και στη διαθεσιμότητα του νερού. Οι πλημμύρες παράκτιων περιοχών ανά τον κόσμο, ειδικά στην Ολλανδία, στις Η.Π.Α., στη νότια Ασία και στην Κίνα, ενδεχομένως να δημιουργήσουν ρωγμές στο τοπικό και εθνικό αίσθημα ταυτότητας. Δεν μπορούν να αποκλειστούν οι ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ εθνών για την πρόσβαση σε φυσικούς πόρους, όπως ο Νείλος και οι παραπόταμοί του· ακόμα και ο πυρηνικός πόλεμος είναι πιθανός. Το φάσμα των κοινωνικών συνεπειών εκτείνεται από την άνοδο του θρησκευτικού φανατισμού μέχρι ακόμα και το απόλυτο χάος. Με βάση αυτό το σενάριο, η κλιματική αλλαγή θα επιφέρει μια μόνιμη μεταβολή στις σχέσεις του ανθρώπου με τη φύση.»
Από πού προέρχεται το παραπάνω απόσπασμα; Οι διαφόρων ειδών οικολογικές οργανώσεις θα ήταν μια εύκολη υποψηφιότητα. Ή ίσως κάποιο πράσινο κόμμα. Θα ταίριαζε ακόμα και σε οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Αν σας λέγαμε ότι ανήκει σε κάποιο από τα ελληνικά κόμματα, θα μπορούσατε, με κάποια, έστω μικρή, βεβαιότητα, να πείτε ποιο είναι αυτό; Δύσκολο. Εν πάση περιπτώσει, η απάντηση βρίσκεται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και πρόκειται για μια έκθεση του 2007 που συνυπογράφουν το Center for Strategic and International Studies και το Center for a New American Security, 1 αμφότερα think-tank που εξειδικεύονται σε γεωπολιτικές αναλύσεις κι έχουν στενές σχέσεις με το στρατιωτικο-αστυνομικό σύμπλεγμα των Η.Π.Α. Αυτό το μικρό κουίζ είναι αρκετό για να καταλάβει κανείς τον βαθμό στον οποίο η ρητορική περί κλιματικής αλλαγής έχει διαποτίσει τη σκέψη των υπηκόων των δυτικών κοινωνιών. Η κλιματική αλλαγή συνιστά πλέον ένα αυταπόδεικτο γεγονός (περίπου όπως το ότι η γη είναι στρογγυλή) που ο οποιοσδήποτε μπορεί (αλλά και πρέπει) να το υιοθετήσει ως τέτοιο. Ο πολιτικός χώρος στον οποίο ανήκει κάποιος μοιάζει σχεδόν αδιάφορος μπροστά στο φάσμα μιας τέτοιας απειλής υπαρξιακού μεγέθους – αν και βολεύει περισσότερο το να ανήκει στα φιλελεύθερα (είτε δεξιάς είτε αριστερής κοπής) κι «ευαίσθητα» μεσοστρώματα της δύσης· ο «αγώνας» κατά της κλιματικής αλλαγής βοηθάει στον ύπνο.
Η πραγματικότητα βέβαια είναι ελαφρώς πιο σύνθετη από το απλοϊκό σχήμα που ξεκινάει από τον χαλασμένο καταλύτη του αυτοκινήτου σας για να καταλήξει στην κατάρρευση του ανθρώπινου πολιτισμού μέσα στις επόμενες δεκαετίες. Είναι γεγονός ότι μεταξύ των επιστημόνων υπάρχει μια ισχυρά πλειοψηφική συναίνεση όσον αφορά τόσο στην ύπαρξη της κλιματικής αλλαγής, δηλαδή στην αύξηση της παγκόσμιας μέσης θερμοκρασίας, όσο και στις αιτίες της, που αποδίδονται στα αυξημένα επίπεδα διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα λόγω της καύσης ορυκτών καυσίμων. Η συναίνεση είναι πλειοψηφική, αλλά όχι απόλυτη. Ενστάσεις έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί έναντι όλων των κρίκων της συλλογιστικής αλυσίδας που ξεκινάει από τις εκπομπές ρύπων και φτάνει στην αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας. Ακόμα και η «απλή» μέτρηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας δεν έχει πάντα την απαραίτητη αξιοπιστία που θα περίμενε κανείς, εφόσον δεν πρόκειται φυσικά για μια μέτρηση αλλά για έναν μεσοσταθμικό υπολογισμό που εκτείνεται τόσο χωρικά, σε όλο τον πλανήτη, όσο και χρονικά, σε όλη τη διάρκεια ενός έτους, με όλες τις αβεβαιότητες που τέτοιοι υπολογισμοί συνεπάγονται. Όταν δε τέτοιες μετρήσεις αναφέρονται σε προηγούμενους αιώνες, οπότε και πρέπει να γίνουν έμμεσα (π.χ., μέσω των δακτυλίων που σχηματίζουν οι κορμοί των δέντρων), τότε το εύρος της αβεβαιότητας μεγεθύνεται ακόμα περισσότερο, ειδικά όταν μιλάμε για μεταβολές της θερμοκρασίας της τάξης του μισού βαθμού Κελσίου – τόσο περίπου υπολογίζεται ότι είναι η αύξηση της θερμοκρασίας σε σχέση με την προ-βιομηχανική εποχή. Η συζήτηση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο όταν φτάνει στο ζήτημα της αιτιώδους (ή μη) σχέσης μεταξύ επιπέδων διοξειδίου του άνθρακα και θερμοκρασίας. Εδώ πλέον δεν μιλάμε καν για μετρήσεις και πειραματικά αποτελέσματα, αλλά για μαθηματικά και υπολογιστικά μοντέλα τα οποία βασίζονται σε συγκεκριμένες υποθέσεις, όπως, π.χ., ότι η αύξηση του διοξειδίου συνεπιφέρει και αύξηση των υδρατμών που είναι και το ατμοσφαιρικό συστατικό που πραγματικά οδηγεί σε αύξηση της θερμοκρασίας. Επιπλέον, τέτοια μοντέλα έχουν το πρόβλημα ότι δεν είναι εύκολο να επαληθευτούν ή να διαψευστούν, παρεκτός σε πολύ απλοποιημένη μορφή.
Δεν έχουμε ούτε τη δυνατότητα ούτε τη διάθεση να παρακολουθήσουμε τη σχετική επιστημονική συζήτηση σε όλες της τις λεπτομέρειες. Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένες παραφωνίες που δύσκολα μπορούν να παραβλεφθούν, ακόμα κι αν κανείς ξεκινήσει έχοντας ως δεδομένη την αύξηση της θερμοκρασίας και τις ανθρωπογενείς αιτίες της. Αν η κλιματική αλλαγή θεωρείται ως κάτι βέβαιο, αυτό που δεν είναι καθόλου βέβαιο αφορά στις συνέπειές της που βρίσκονται εκτός των προβλεπτικών δυνατοτήτων του οποιουδήποτε υπολογιστικού μοντέλου. Σε αντίθεση με τα όποια καταστροφολογικά σενάρια, δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι το αποτέλεσμα θα ήταν κάποια οικοσυστημική κατάρρευση, μια δαντικής έμπνευσης κόλαση με ατελείωτες φωτιές γύρω από τον ισημερινό και μόνιμες πλημμύρες σε μεγαλύτερα γεωγραφικά πλάτη. Εξίσου πειστικά θα μπορούσε να υποστηριχτεί και το σενάριο μιας επαναφοράς του πλανήτη σε θερμοκρασίες ιδιαίτερα ευνοϊκές για την περαιτέρω εξάπλωση πλούσιων και πυκνόφυτων δασών, όπως εξάλλου ήταν η κατάσταση της γης την εποχή των δεινοσαύρων όταν και επικρατούσαν θερμοκρασίες σημαντικά μεγαλύτερες της σημερινής. Οι παραφωνίες στη συζήτηση για την κλιματική αλλαγή γίνονται ακόμα πιο φάλτσες όταν αυτή περνάει σε κοινωνικο-πολιτικά ζητήματα, όπως στο απόσπασμα με το οποίο ξεκινήσαμε. Όταν πίσω από το προκάλυμμα μιας επιστημονικού τύπου «αντικειμενικότητας» επιστρατεύεται ολόκληρο το οπλοστάσιο μιας αποκαλυψιακής τρομολαγνείας με αρρώστιες, πολέμους και κατάρρευση ολόκληρων κρατών, τότε δικαιούται κανείς να υποψιάζεται ότι η εκ των άνω (υπάρχει και άλλη άραγε;) διαχείριση του ζητήματος της κλιματικής αλλαγής σε ιδεολογικό επίπεδο έχει το μεταφυσικό άρωμα μιας οιονεί θρησκευτικής παράκρουσης. Περίπου όπως στην πιο πρόσφατη περίπτωση της τεχνητής νοημοσύνης και των τρομακτικών απειλών υπό τις οποίες υποτίθεται ότι θα θέσει την ανθρωπότητα, από την εξαφάνιση θέσεων εργασίας μέχρι και τον πλήρη αφανισμό της (πάλι ίδιο το σενάριο, τι σύμπτωση!). Ή, όπως ήταν της μόδας μερικές δεκαετίες νωρίτερα, παρόμοια με τα σενάρια ενός παγκόσμιου πυρηνικού πολέμου. Με τη διαφορά ότι τα κινήματα κατά της ατομικής ενέργειας είχαν ξεκινήσει όντως από τα κάτω και ότι το τότε δυστοπικό σενάριο δεν αφορούσε κάποια υπερθέρμανση, αλλά το αντίθετο: την πιθανότητα ενός πυρηνικού χειμώνα, ως αποτέλεσμα της χρήσης ατομικών όπλων. Αλλάζουν οι καιροί (μεταφορικά…) όμως, αλλάζουν και οι μόδες.
Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι οι σχετικές έρευνες για την κλιματική αλλαγή ήταν από τότε διαθέσιμες, όμως ουδείς φαινόταν να δίνει σημασία. Ο πυρηνικός χειμώνας δέσποζε στα μέσα εξημέρωσης και στα μυαλά των υπηκόων. Ήδη από το 1967 είχαν εμφανιστεί τα πρώτα άρθρα σε έγκυρα επιστημονικά περιοδικά που προέβλεπαν μια αύξηση της γήινης θερμοκρασίας κατά δύο βαθμούς Κελσίου σε περίπτωση διπλασιασμού των επιπέδων του διοξειδίου του άνθρακα. Παρόμοια άρθρα δεν έλειψαν ούτε κατά τις επόμενες δεκαετίες του 70 και του 80 χωρίς κάποια σημαντική διαφορά σε σχέση με σήμερα ως προς το είδος και την ακρίβεια των προβλέψεών τους. Δεν μεσολάβησε στο μεσοδιάστημα κάποια σημαντική μεθοδολογική αλλαγή ούτε έγιναν διαθέσιμα νέα δεδομένα που να αλλάζουν τα αποτελέσματα των προηγούμενων ερευνών. Παρ’ όλα αυτά, διαρκούντος του ψυχρού πολέμου, η υπερθέρμανση του πλανήτη παρέμεινε στο περιθώριο της προσοχής.
Σημείο καμπής για την ιδεολογική διαχείριση του ζητήματος «κλιματική αλλαγή» φαίνεται πως ήταν οι αρχές της δεκαετίας του 90 όταν, υπό την αιγίδα πλέον του Ο.Η.Ε. (άραγε ποιος θυμάται ότι υπάρχει ακόμα αυτός ο οργανισμός;), άρχισαν να διοργανώνονται τα πρώτα μεγάλης εμβέλειας συνέδρια για τη διάσωση του πλανήτη, με πιο εμβληματικό το Earth Summit του 1992 στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Έχει τη σημασία του εδώ να σημειωθεί ότι αφορμή για τα συγκεκριμένα συνέδρια δεν ήταν η πίεση που ασκούσαν τα οικολογικά κινήματα. Αντιθέτως, επρόκειτο για μια σειρά κινήσεων εκ των άνω, με μερικές από τις φιγούρες που εμπλέκονταν να μην είναι υπεράνω πάσης οικολογικής υποψίας (όπως, για παράδειγμα, ο Maurice Strong, ανθυπο-πετρελαιάς κατά το επάγγελμα, αλλά και καθ’ έξιν πρωτοπόρος στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής). Ανάμεσα στα άλλα, ρητός στόχος του Earth Summit ήταν και η «αναζωογόνηση της διεθνούς συνεργασίας πάνω σε αναπτυξιακά ζητήματα μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου». 2
Κατά τη δική μας εκτίμηση και με λιγότερο κομψά λόγια, το ζήτημα που έπρεπε να λυθεί επειγόντως μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ήταν η διαχείριση (και λεηλασία) των ερειπίων που άφηνε πίσω της και η κατά το δυνατόν ταχύτερη υπαγωγή μεγάλων τμημάτων της στις παγκόσμιες καπιταλιστικές νόρμες. Για να έχει «αίσια» έκβαση αυτό το εγχείρημα, χρειαζόταν πρώτα να ντυθεί με νέες ιδέες και υψηλά ιδανικά που φυσικά έπρεπε να εξαγάγει η Δύση. Μετά την «κατάρρευση των μεγάλων αφηγήσεων», η επιχείρηση εκπολιτισμού των «βαρβάρων» (για μια ακόμα φορά) όφειλε να μεταμφιεστεί σε μια καινούρια εκδοχή της. Η μία άποψη αυτής της μεταμφίεσης άκουγε στο όνομα «ανακάλυψη της ισλαμικής τρομοκρατίας» που υπήρξε και ο κατ’ εξοχήν νομιμοποιητικός μηχανισμός για τον συνεχόμενο πόλεμο των πετρελαίων από τότε και μέχρι σήμερα, ακριβώς στο υπογάστριο της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Η άλλη πλευρά της, αυτή που θα είχε ένα πιο εναλλακτικό προσωπείο, θα ντυνόταν με τα πράσινα χρώματα της κλιματικής αλλαγής 3 . Ειδικά για τα μεσαία στρώματα που σε βάθος χρόνου θα διαπίστωναν ότι η θέση τους στην κοινωνική πυραμίδα δεν ήταν καθόλου εξασφαλισμένη (εξέλιξη που είχε αρχίσει να διαφαίνεται ήδη από το 70 με τη στασιμότητα των πραγματικών μισθών), ο μπαμπούλας της τρομοκρατίας (για τη δεξιά πτέρυγά τους) και το σκιάχτρο της κλιματικής αλλαγής (για την πιο φιλελεύθερη) θα καλούνταν να λειτουργήσουν ως οι νέοι μεγάλοι εχθροί, οι καβαφικοί βάρβαροι που θα έδιναν ένα κάποιο νόημα στις αγωνίες τους καθώς και μια διέξοδο.
Φαινομενικά, ο αγώνας κατά της κλιματικής αλλαγής και ο πόλεμος για τα πετρέλαια μοιάζουν να έχουν διαμετρικά αντίθετους στόχους. Οπότε προκύπτει ένα παράδοξο. Πώς είναι δυνατό οι χώρες με τις πιο άγριες ορέξεις και διαθέσεις για πετρέλαιο ταυτόχρονα να πρωτοστατούν (ειδικά οι ευρωπαϊκές) σε ψηφίσματα για την κλιματική αλλαγή και σε χρηματοδότηση σχετικών οργανώσεων; Πρόκειται για παράδοξο μόνο αν κανείς έχει μια κάπως απλοϊκή ιδέα για το ενεργειακό μοντέλο του καπιταλισμού μετά τη 2η βιομηχανική επανάσταση και ειδικότερα μετά το τέλος του 2ου παγκοσμίου πολέμου. Το μοντέλο αυτό βασίστηκε πράγματι στα ορυκτά καύσιμα γενικά και πιο ειδικά στο πετρέλαιο σε μεγάλο βαθμό. Όπως είναι αναμενόμενο, οι καπιταλιστικοί σχηματισμοί που αρθρώθηκαν γύρω του είχαν (και έχουν) κάθε λόγο να επιβάλουν ελέγχους στη ροή των ενεργειακών πόρων. Όμως θα πρέπει να διευκρινιστεί το τι εννοείται όταν μιλάμε για «έλεγχο των πετρελαίων». Σε ένα πρώτο χρόνο, φυσικά και θα πρέπει να εννοείται η απρόσκοπτη πρόσβαση σε αυτούς τους πόρους εκ μέρους των καπιταλισμών αιχμής. Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα είναι η μεταπολεμική συμφωνία μεταξύ των Η.Π.Α., μοναδικού νικητή του Β παγκοσμίου, 4 και της Σαουδικής Αραβίας, που εξασφάλισε στις πρώτες πρόσβαση σε αυτό που θεωρούσαν ως στρατηγικής σημασίας αποθέματα πετρελαίου και στη δεύτερη την διατήρηση των Σαούντ στην εξουσία και γενναιόδωρη στρατιωτική βοήθεια.
Απρόσκοπτη πρόσβαση δεν σημαίνει όμως απαραίτητα και ακατάσχετη παραγωγή. Αντιθέτως, ο έλεγχος των πετρελαϊκών αποθεμάτων ενδέχεται, αναλόγως των γεωπολιτικών συνθηκών, να περιλαμβάνει και τη δημιουργία σπάνης. Για διάφορους λόγους, κάποιοι εκ των οποίων είναι προφανείς. Ο άμεσος ή έμμεσος αποκλεισμός ανταγωνιστικών μπλοκ από ενεργειακούς πόρους είναι ένας τέτοιος λόγος. Ένας άλλος λόγος, όχι τόσο προφανής, αλλά βαρύνουσας σημασίας, είναι νομισματικός και σχετίζεται με τη de facto πρωτοκαθεδρία του δολαρίου ως του παγκόσμιου νομίσματος εμπορικών συναλλαγών. Ως γνωστό, ήταν η συμφωνία του Bretton Woods, την οποία επέβαλλαν οι Η.Π.Α. αμέσως μετά το τέλος του Β παγκοσμίου πολέμου, που επέτρεψε στο δολάριο να αποκτήσει αυτή την προνομιούχο θέση. Με αυτόν τον τρόπο, για κάθε συναλλαγή που γίνεται σε δολάρια, η αμερικανική οικονομία καταφέρνει να αποσπάει ένα «χαράτσι» και να συντηρεί μια ανεξάντλητη «πιστοληπτική» γραμμή, στο βαθμό που η ζήτηση για δολάρια παραμένει υψηλή. Το «πρόβλημα» με τη συμφωνία του Bretton Woods ήταν ότι τελικά αποδείχτηκε υπερβολικά επιτυχημένη. Με τη σταθερότητα που προσέδωσε στις διεθνείς συναλλαγές, επέτρεψε σε οικονομίες που βγήκαν κατεστραμμένες από τον πόλεμο να σταθούν πάλι στα πόδια τους και σταδιακά να γίνουν ανταγωνιστικές ακόμα και απέναντι σε αυτή των Η.Π.Α. Με την αμερικανική οικονομία να εισέρχεται στις αρχές της δεκαετίας του 70 σε μια παρατεταμένη περίοδο εμπορικών ελλειμμάτων (που κρατάει μέχρι και σήμερα) και τις ανάγκες της σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς να μεγεθύνονται (βλ. και πόλεμο του Βιετνάμ), το Bretton Woods τής ήταν πλέον βραχνάς. Από τη στιγμή που όφειλε, βάσει της συμφωνίας, να εγγυάται τη μετατροπή των δολαρίων σε χρυσό, αδυνατούσε να επεκτείνει αυτή την «πιστοληπτική» γραμμή ώστε να συντηρεί τα ελλείμματά της και τον τερατώδη πλέον στρατιωτικό μηχανισμό της. Κατάφερε να απαλλαγεί από αυτόν τον βραχνά απλά κόβοντας τον γόρδιο δεσμό: αποσύρθηκε μονομερώς και χωρίς προειδοποίηση από τη συμφωνία, αποδεσμεύοντας έτσι το δολάριο από τον χρυσό.
Μια τέτοια τολμηρή κίνηση όμως ενείχε κινδύνους για τη νομισματική κυριαρχία του δολαρίου. Για να προστατευτεί το δολάριο και να διατηρηθεί η ζήτησή του σε υψηλά επίπεδα, θα έπρεπε να προσδεθεί σε κάτι εξίσου ισχυρό με τον χρυσό. Αυτό το κάτι που πληρούσε τις προδιαγραφές παγκόσμιας κυκλοφορίας και υψηλής ζήτησης ήταν φυσικά ο μαύρος χρυσός 5 . Σε αντίθεση με τον χρυσό ωστόσο, η αξία του πετρελαίου υπόκειται σε διακυμάνσεις, από τη στιγμή που είναι ένα εμπόρευμα «όπως όλα τ’ άλλα». Σημαντική μείωση της τιμής του (όπως και της τιμής οποιουδήποτε άλλου εμπορεύματος τιμολογείται σε δολάρια), π.χ. λόγω υπερπαραγωγής, θα είχε επομένως ως αποτέλεσμα μια μείωση της ζήτησης για δολάρια. Όπως καταλαβαίνει κανείς, κάτι τέτοιο φυσικά δεν θα μπορούσε να επιτραπεί και το πετρέλαιο δεν θα μπορούσε να γίνει ένα εμπόρευμα «όπως όλα τ’ άλλα». Χρειάζονται μηχανισμοί και στρατηγικές ελέγχου της παραγωγής και διάθεσής του στις παγκόσμιες αγορές. Όταν τα πετρελαϊκά αποθέματα της Ασίας «απελευθερώθηκαν» μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, δεν θα μπορούσαν να αφεθούν στην τύχη τους και στα χέρια ανταγωνιστών των Η.Π.Α., τόσο για λόγους γεωπολιτικούς όσο και νομισματικούς. Τη συνέχεια τη γνωρίζουμε όλοι, αλλά χρειάζεται μια επισήμανση. Οι διαδοχικές εκστρατείες των Η.Π.Α. σε Ιράκ και Αφγανιστάν δεν έφεραν μια πετρελαϊκή πλημμυρίδα στις παγκόσμιες αγορές. Επαναλαμβάνουμε: ο έλεγχος του πετρελαίου απαιτεί πολύ πιο λεπτές ισορροπίες σε σχέση με αυτό που μια απλοϊκή αντίληψη θα περίμενε και συχνά στοχεύει στη δημιουργία σπάνης.
Η συζήτηση για την κλιματική αλλαγή είναι καταδικασμένη να παραμείνει απελπιστικά αφελής αν δεν μπορεί να ενταχθεί στο γεωπολιτικό συμφραζόμενό της και να χαρτογραφηθούν οι αρμοί που τη συνδέουν με το ενεργειακό μοντέλο του καπιταλισμού και τις όποιες τυχόν αλλαγές του. Όποιος πιστεύει ότι τα μυαλά των κατά τ’ άλλα βαθιά υπνωτισμένων κι αφιονισμένων υπηκόων της Δύσης ξύπνησαν ένα πρωί με οικολογικές ευαισθησίες μάλλον πιστεύει επίσης ότι στο ελληνικό ποδόσφαιρο – κλωτσοσκούφι κερδίζει ο καλύτερος και ότι τα πρωταθλήματα δεν έχουν καμία σχέση με τις αλλαγές στους συσχετισμούς δύναμης μεταξύ των ιδιοκτητών – γκάνγκστερ. Η έκρηξη του ενδιαφέροντος για την κλιματική αλλαγή – ενός ενδιαφέροντος εκ των άνω κατευθυνόμενου – στις αρχές της δεκαετίας του 90 δεν θα πρέπει επομένως να θεωρηθεί άσχετη με τις τις γενικότερες γεωπολιτικές ανακατατάξεις εκείνης της εποχής. Κατά τη γνώμη μας, μερικοί παράγοντες που συνέβαλαν στην αύξηση του ενδιαφέροντος είναι οι εξής:
– Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης δημιούργησε εκ των πραγμάτων ένα ιδεολογικό κενό που έπρεπε να καλυφθεί. Η κλιματική αλλαγή είχε το πλεονέκτημα ότι ήταν ένας εχθρός αρκετά ασαφής, σε μεγάλο βαθμό ελεγχόμενος ως προς τη διαχείρισή του, αλλά και παγκόσμιος ώστε να μπορεί να γίνεται η επίκλησή του κατά το δοκούν και αναλόγως των περιστάσεων.
– Έπρεπε να βρεθεί τρόπος να ελεγχτούν τα πετρελαϊκά αποθέματα της Ασίας, όχι πάντα προς την κατεύθυνση της υπερ-παραγωγής, αλλά και αντίθετα προς αυτή της υπο-παραγωγής. Η κλιματική αλλαγή θα μπορούσε κι εδώ να λειτουργήσει ως ιδεολογικό πρόσχημα για τον περιορισμό της χρήσης πετρελαίου και ορυκτών.
– Μια πιθανή συνειδητοποίηση εκ μέρους των ελίτ – και άσχετα με την όποια κλιματική αλλαγή – ότι τα αποθέματα ορυκτών καυσίμων είναι όντως πεπερασμένα και ότι σε βάθος χρόνου θα απαιτηθεί μια τουλάχιστον μερική αλλαγή ενεργειακού μοντέλου ενδεχομένως ήταν ένας ακόμα παράγοντας που δρομολόγησε την αλλαγή στάσης απέναντι στα ορυκτά 6 . Μια αλλαγή στάσης για την οποία έπρεπε να πειστεί και το «καταναλωτικό κοινό» με το κατάλληλο ιδεολογικό μασάζ, ειδικά από τη στιγμή που η ανάπτυξη νέων τεχνολογιών συνεπάγεται κατά κανόνα υψηλά κόστη.
– Τα αποθέματα πετρελαίου και ορυκτών καυσίμων, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των δυτικών κρατών, δεν βρίσκονται εξ ολοκλήρου στα χέρια τους. Υπήρχαν κι εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικά αποθέματα εκτός των δυνατοτήτων ελέγχου τους, κάτι που προφανώς παρέχει σημαντικές δυνατότητες ελιγμών στους ανταγωνιστές τους. Η απογείωση της κινέζικης οικονομίας που ξεκίνησε τη δεκαετία του ‘90 τροφοδοτήθηκε αρχικά από τα ορυκτά καύσιμα και βασίστηκε στις παλιές, διαδομένες και σχετικά εύκολες τεχνολογίες εξόρυξης και επεξεργασίας τους. Οι πράσινες τεχνολογίες, όντας ακόμα μεγαλύτερης έντασης κεφαλαίου αλλά κι «έντασης υλικών», 7 είχαν τη δυνατότητα να δώσουν ένα σχετικό προβάδισμα στις δυτικές χώρες που τις ανέπτυσσαν (και λέμε «είχαν» γιατί η Κίνα πλέον πρωτοπορεί και σε αυτόν τον τομέα) και να λειτουργήσουν ως ανασχετικός μοχλός πίεσης προς όσες αυθάδεις χώρες τολμούσαν να απαιτούν ανάπτυξη με αντι-οικολογικό τρόπο.
– Δεν είναι σπάνιο παρόμοιες γεωπολιτικές τριβές να κάνουν την εμφάνισή τους και μεταξύ ανεπτυγμένων κρατών. Για παράδειγμα, σε αντίθεση με τις Η.Π.Α., οι ευρωπαϊκές χώρες, μη διαθέτοντας σημαντικά δικά τους αποθέματα ορυκτών και χωρίς το στρατιωτικό εκείνο βάρος που θα τους εξασφάλιζε μια σχετικά απροβλημάτιστη πρόσβαση σε τέτοια αποθέματα, δείχνουν ένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τη μετάβαση προς ένα πιο «οικολογικό» ενεργειακό μοντέλο. Ως αποτέλεσμα, οι ευαισθησίες τους απέναντι σε οικολογικά ζητήματα, όπως αυτό της κλιματικής αλλαγής, ακόμα κι αν έχουν έναν κόκκο αληθείας, επηρεάζονται και τροφοδοτούνται σε σημαντικό βαθμό από τέτοιου είδους στυγνούς και στο έπακρον καπιταλιστικούς υπολογισμούς.
Οι παραπάνω «κυνικές» παρατηρήσεις δεν έχουν σκοπό να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής είναι ανύπαρκτο και ότι επομένως δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας. Δεν είναι στις προθέσεις μας να ξεπλύνουμε το υπάρχον ενεργειακό μοντέλο του καπιταλισμού. Ο σφετερισμός των οικολογικών ανησυχιών όμως ώστε να γίνεται εκ του ασφαλούς η άνωθεν διαχείρισή τους μπορεί να μετατρέψει (αν δεν το έχει κάνει ήδη) τα οικολογικά κινήματα σε ένα ακόμα πιόνι της γεωπολιτικής σκακιέρας. Η κλιματική αλλαγή αποδεικνύεται ως ένας από τους καλύτερους υποψηφίους για έναν τέτοιο διεμβολισμό των οικολογικών κινημάτων. Όχι μόνο λόγω της εγγενούς αβεβαιότητας που υπάρχει σχετικά με τα αποτελέσματά της και τον τρόπο αντιμετώπισής της, αλλά και γιατί οφείλει να διαμεσολαβηθεί πρώτα από ειδικούς. Ακόμα και αν οι προβλέψεις των μαθηματικών μοντέλων είναι σωστές, τίθεται ένα θέμα ερμηνείας τους μέχρι να φτάσουν στο μη εξειδικευμένο κοινό. Για να το θέσουμε με ένα «απλοϊκό» ερώτημα: αν σε λίγα χρόνια αρχίσουν να βγαίνουν έρευνες που θα ρίχνουν σκιές στα μέχρι τώρα συμπεράσματα για την κλιματική αλλαγή, σε ποια ακριβώς θέση θα βρεθούν τα οικολογικά κινήματα, από τη στιγμή που έχουν ρίξει το μεγαλύτερο βάρος τους σε αυτό το ζήτημα; Θα αυτοκαταργηθούν; Ας σημειωθεί εδώ ότι μια τέτοια εξέλιξη δεν θα ήταν ένα υπερβολικό σενάριο. Από τη στιγμή που η αμερικάνικη οικονομία έχει μείνει πίσω από την κινέζικη στην κούρσα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, τόσο σε πρώτες ύλες όσο και σε επενδύσεις, 8 ενώ ταυτόχρονα ανέβηκε στην πρώτη θέση στην εξόρυξη πετρελαίου, ίσως να μην είναι μακριά ο καιρός που θα αρχίσει να αισθάνεται άβολα με τις υποσχέσεις για περιορισμό των εκπομπών διοξειδίου (ο Τραμπ έχει δώσει ήδη τα πρώτα δείγματα)· οπότε και θα πρέπει να βρει τρόπο να αλλάξει το «αφήγημα», ακόμα και παραγγέλνοντας βολικές για αυτήν έρευνες.
Το να επιλέγεται επομένως η κλιματική αλλαγή, από όλες τις οικολογικές καταστροφές που έχουν επισωρεύσει στον πλανήτη δύο αιώνες καπιταλιστικής ανάπτυξης, για να τεθεί στο επίκεντρο, αντί να είναι ένα μεταξύ άλλων μετώπων κριτικής, φαντάζει εν τέλει πολύ βολικό ώστε να διευκολύνει τη μετάβαση προς ένα νέο ενεργειακό μοντέλο, όταν και σε όποιο βαθμό κριθεί αυτό απαραίτητο. Αν αυτή είναι που αναγνωρίζεται ως το κατ’ εξοχήν οικολογικό πρόβλημα κι αν πίσω από τον όρο «ανθρωπογενείς αιτίες» επί της ουσίας υπονοείται μια τεχνολογική ανεπάρκεια του σημερινού ενεργειακού μοντέλου, τότε δεν απομένει χώρος συζήτησης για τη λύση. Αυτή προσφέρεται έτοιμη, υπό τη μορφή περισσότερης, πιο έξυπνης, πιο αποδοτικής και πιο «πράσινης» τεχνολογίας. Με μια μικρή επισήμανση. Ίσως αποδειχτεί τελικά ότι οι «πράσινες» τεχνολογίες δεν είναι και τόσο οικολογικές. Το αναφέραμε ήδη. Όντας πολύ μεγαλύτερης έντασης υλικών, το οικολογικό αποτύπωμα που αφήνουν είναι δυσανάλογα μεγάλο, λόγω της ενέργειας που απαιτείται για την εξόρυξη αυτών των υλικών, χωρίς ακόμα να έχουν γίνει γνωστές σε όλη τους την έκταση οι επιπτώσεις από την άμεση μόλυνση του περιβάλλοντος που προκαλείται στα σημεία εξόρυξης 9 . Και φυσικά θα ήταν αφελές να περιμένει κανείς ότι θα πάψουν οι γεωπολιτικές συγκρούσεις για την πρόσβαση στις απαραίτητες πρώτες ύλες των νέων τεχνολογιών, ειδικά δεδομένης της γεωγραφικής κατανομής τους που τοποθετεί τα μεγαλύτερα αποθέματα εκτός των δυτικών χωρών (με εξαίρεση την Αυστραλία) 10 . Η πιθανότητα τέτοιων εξελίξεων θα έπρεπε να προκαλεί έκπληξη μόνο σε εκείνες τις «οικολογικά ευαίσθητες» ψυχές που κατά βάθος ελπίζουν σε έναν καπιταλισμό με πράσινο πρόσωπο, όπως μερικά χρόνια πριν ήταν της μόδας ο καπιταλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο. Πίσω από τα προσωπεία του όμως, ο καπιταλισμός έχει ένα πρόσωπο· κι αυτό είναι ανθρωποφάγο και οικοκτόνο.
Separatrix
cyborg #16 – 10/2019
- Ο τίτλος της είναι «The Age of Consequences: The Foreign Policy and National Security Implications of Global Climate Change». ↩︎
- Για λεπτομέρειες, βλ. την αναφορά του Denis Rancourt, «Geo-economics and geo-politics drive successive eras of predatory globalization and social engineering». ↩︎
- Αλλά όχι μόνο. Ο τεχνοφετιχισμός απέναντι στις νέες τεχνολογίες έπαιξε παρόμοιο ρόλο, ξεκινώντας από από τους οπαδούς του Whole Earth Catalog στα τέλη της δεκαετιάς του 60 και φτάνοντας σε σημείο παροξυσμού με τη διάδοση των προσωπικών υπολογιστών και ειδικά με τη διάδοση του διαδικτύου, από τη δεκαετία του 90 και μετά. ↩︎
- Το 1951, με την «mutual defence agreement» οι ΗΠΑ ανέλαβαν να προσφέρουν όπλα και εκπαίδευση στη Σαουδική Αραβία με αντάλλαγμα την ομαλή προμήθεια πετρελαίου. ↩︎
- Το πετρέλαιο δεν είναι το μοναδικό αγαθό που προσδίδει αξία και ζήτηση στα αμερικανικά δολάρια. Ένα άλλο τέτοιο «αγαθό» είναι το όπιο. Όχι τυχαία, οι παρατεταμένοι πόλεμοι στους οποίους έχουν εμπλακεί οι Η.Π.Α. στο Βιετνάμ και στο Αφγανιστάν έχουν καταστήσει αυτές τις περιοχές τους μεγαλύτερους παραγωγούς οπίου στον κόσμο. ↩︎
- Πολλές από τις πετρελαϊκές εταιρείες πρωτοστατούν στην ανάπτυξη τεχνολογιών για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Δεν περιμένουν απαθείς τον θάνατό τους. ↩︎
- Αντιγράφουμε από έκθεση του 2017 της παγκόσμιας τράπεζας με τίτλο «The Growing Role of Minerals and Metals for a Low Carbon Future»: «Η έκθεση δείχνει ξεκάθαρα ότι οι τεχνολογίες που θεωρείται ότι θα πρωτοστατήσουν στη μετατόπιση προς καθαρές μορφές ενέργειας – αιολικά και ηλιακά συστήματα καθώς και συστήματα υδρογόνου και ηλεκτρισμού – είναι στην πραγματικότητα σημαντικά ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗΣ έντασης υλικών (σ.τ.μ. Η ακριβής έκφραση στο πρωτότυπο είναι “significantly MORE material intensive”) ως προς τη σύστασή τους σε σχέση με τα παραδοσιακά συστήματα ενέργειας που βασίζονται σε ορυκτά καύσιμα.» ↩︎
- Βλ. την έκθεση της παγκόσμιας τράπεζας για στοιχεία σχετικά με τα αποθέματα υλικών, όπως οι σπάνιες γαίες και άλλα μέταλλα, καθώς και την έκθεση «The Geopolitics of Renewable Energy» (2017) της International Renewable Energy Agency (IRENA) για το μέγεθος των επενδύσεων. Το 2015 οι κινέζικες επενδύσεις σε ανανεώσιμε πηγές ενέργειας ξεπέρασαν τα 80 δισεκατομμύρια δολάρια (μακράν στην πρώτη θέση) με τις Η.Π.Α. να βρίσκονται στα 38. ↩︎
- Για παράδειγμα, κάποιες έρευνες που δημοσιεύονται τελευταία δείχνουν ότι η συντήρηση ενός μεταχειρισμένου, βενζινοκίνητου αυτοκινήτου που έχει καλή αναλογία χιλιομέτρων ανά λίτρο βενζίνης αποδεικνύεται τελικά πιο οικολογικά φιλική από την αλλαγή του με ένα καινούριο ηλεκτροκίνητο, ακριβώς λόγω του τεραστίου οικολογικού κόστους κατασκευής του τελευταίου. Ως ένα ακόμα παράδειγμα οικολογικής καταστροφής οφειλόμενης σε πράσινες τεχνολογίες, να θυμίσουμε και τις πρόσφατες πυρκαγιές στον Αμαζόνιο που κάποιοι συνέδεσαν με την έντονη αγροτική δραστηριότητα στην περιοχή για παραγωγή… βιοκαυσίμων. ↩︎
- Βλ. την έκθεση του International Institute for Sustainable Development «Green Conflict Minerals: the fuels of conflict in the transition to a low-carbon economy» (2018). ↩︎