η ρατσιστική καταγωγή της αμερικανικής βιομηχανίας υψηλής τεχνολογίας

Πώς τα εργαλεία που κατασκευάστηκαν για την απογραφή πληθυσμού στις ΗΠΑ τροφοδότησαν τη ναζιστική γενοκτονία, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τον κρατικό ρατσισμό – και βοήθησαν να ξεκινήσει η ψηφιακή εποχή.

Μια παγωμένη μέρα του Δεκεμβρίου 1896, ένας αμερικανός εφευρέτης βιαζόταν να προλάβει ένα τραίνο έξω από την ρωσική πόλη της Αγίας Πετρούπολης. Φορούσε ένα γούνινο σκούφο κι ένα βαρύ παλτό μ’ ένα τεράστιο κολάρο που κούμπωνε μέχρι τα αυτιά του. Κάλυπτε το στόμα του και το πυκνό του μουστάκι, αφήνοντας ένα ελάχιστο μέρος του προσώπου του να φαίνεται προς τα έξω.
Ο Χόλεριθ ήταν ένας υποχόνδριος που προτιμούσε να μένει στο σπίτι του με την γυναίκα του και την πεθερά του, ασχολούμενος με τις εφευρέσεις του. Μισούσε τα ταξίδια και ακόμη περισσότερο μισούσε να ταξιδεύει στην Ευρώπη. Σαν πρώιμη εκδοχή ενός γκουρού της τεχνολογίας, είχε εμμονή με την αποτελεσματικότητα και κορόιδευε τους ντόπιους για την πρόσδεσή τους σε πανάρχαιες παραδόσεις που σπαταλούσαν το χρόνο. «Ζούνε έτσι όπως ακριβώς συνέβαινε πριν χιλιάδες χρόνια» έγραφε στη γυναίκα του από την Ιταλία. «Τους είδα να κόβουν ξύλα στο δρόμο από την Νάπολη στην Πομπηία κι όταν έφτασα στην Πομπηία, βρήκα τοιχογραφίες που αναπαριστούσαν ακριβώς τον ίδιο τρόπο κοψίματος των ξύλων».
Παρόλη την γκρίνια του για τα ταξίδια, ο εφευρέτης είχε διανύσει πολύ δρόμο στη ζωή του. Ο Χόλεριθ ήταν μόλις 36 ετών, είχε ανατραφεί από την χήρα μητέρα του σε ένα ταπεινό σπίτι στη Νέα Υόρκη, και παρόλα αυτά είχε μόλις περάσει εβδομάδες ολόκληρες συναναστρεφόμενος με αριστοκράτες μιας από τις πλέον μυθικές βασιλικές δυναστείες του κόσμου. Και τώρα επέστρεφε στην πατρίδα του με ένα παχυλό συμβόλαιο για τα νέα του επιχειρηματικά σχέδια.

Λίγα χρόνια νωρίτερα, ο ρώσος τσάρος Νικόλαος Β’ είχε εκδώσει ένα αυτοκρατορικό διάταγμα διατάσσοντας τους υπουργούς του να φέρουν σε πέρας την πρώτη απογραφή πληθυσμού σε όλη την χώρα. Με την οριστική προθεσμία του 1897 να πλησιάζει, έτρεχαν να προλάβουν. Ήξεραν ότι είχαν μπροστά τους ένα έργο μνημειακών διαστάσεων – και πιθανόν αδύνατο να διεκπεραιωθεί.
Η ρωσική αυτοκρατορία είχε ένα πληθυσμό που υπολογιζόταν μεταξύ 100 και 200 εκατομμυρίων ανθρώπων, ένα εύρος που εξηγεί για ποιο λόγο ο τσάρος χρειαζόταν μια απογραφή. Η χώρα εκτεινόταν από την Ευρώπη και μέχρι όλο το μήκος της Ασίας, μια έκταση σχεδόν τριπλάσια των ΗΠΑ. Για να καταμετρήσουν όλους αυτούς τους ανθρώπους οι απογραφείς θα έπρεπε να ταξιδέψουν σε εξαιρετικά απομονωμένες περιοχές και να ρωτήσουν ανθρώπους σε δεκάδες διαλέκτους. Και τα προβλήματα ήδη έβραζαν. Οι κοινότητες των Τατάρων μουσουλμάνων στη νότια Ρωσία είδαν στην σχεδιαζόμενη καταμέτρηση μια μυστική τσαρική συνομωσία με στόχο να τους προσηλυτίσει στον χριστιανισμό, ενώ κάποιες ορθόδοξες σέκτες είδαν την απογραφή σαν σημάδι του αντίχριστου και ορκίστηκαν να καούν ζωντανοί παρά να υποκύψουν σε τέτοια βλασφημία.
Το να γίνει η απογραφή ήταν μόλις η μισή δουλειά. Τα δεδομένα θα έπρεπε να οργανωθούν και να αναλυθούν. Ο τσάρος ήθελε η απογραφή να γίνει με τις πιο σύγχρονες μεθόδους – να περιλαμβάνει στοιχεία για την ηλικία, το επίπεδο μόρφωσης, το φύλο, την εθνικότητα, τον τόπο γέννησης, την κατοικία και την απασχόληση. Ήταν ο χειρότερος εφιάλτης του γραφειοκράτη.
Οι υπεύθυνοι της απογραφής ήξεραν ότι ο μόνος τρόπος να τελειώσουν την δουλειά μέσα σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα θα ήταν να χρησιμοποιήσουν την πιο εξελιγμένη τεχνολογία που ήταν διαθέσιμη στην αγορά. Και εδώ είναι που μπαίνει ο 36χρονος Χόλεριθ στην ιστορία.

Λίγα χρόνια πριν, δουλεύοντας για το αμερικανικό γραφείο απογραφής, ο Χόλεριθ είχε αναπτύξει τον πρώτο μαζικής παραγωγής λειτουργικό υπολογιστή: την μηχανή πινάκων Χόλεριθ. Μια ηλεκτρομηχανική συσκευή, μεγέθους ενός μεγάλου γραφείου, που χρησιμοποιούσε διάτρητες κάρτες και μια έξυπνη διάταξη γραναζιών, επιλογέων και ηλεκτρικών επαφών, η οποία επεξεργαζόταν δεδομένα με εκπληκτική ταχύτητα κι ακρίβεια. Δουλειά που πριν απαιτούσε χρόνια για να γίνει με το χέρι, τώρα μπορούσε να τελειώσει μέσα σε λίγους μήνες. Όπως το περιέγραψε μια αμερικανική εφημερίδα, «με την βοήθεια της μηχανής, αρκούν 15 κυρίες για να καταμετρήσουν μισό εκατομμύρια άτομα την ημέρα».
Η Ρωσία δεν ήταν η μόνη χώρα που είχε δείξει ενδιαφέρον για την υπολογιστική τεχνολογία του Χόλεριθ. Είχε στήσει την έδρα του λίγα χρόνια πριν στην Νέα Υόρκη, αλλά είχε γίνει ήδη γνωστός στους πιο υψηλούς κύκλους γραφειοκρατών σε όλο τον κόσμο. Ο Καναδάς, η Γερμανία και η Νορβηγία ανυπομονούσαν να μισθώσουν τις μηχανές του, ενώ μια εταιρεία στην Αυστρία προσπαθούσε πειρατικά να αντιγράψει τα σχέδια και να τα προσφέρει στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις σε χαμηλότερη τιμή.
Οι μηχανές πινάκων του Χόλεριθ μπορούσαν να δουλέψουν με κάθε είδος δεδομένων και να ενταχθούν στο οργανόγραμμα οποιασδήποτε επιχείρησης που είχε τις πληροφορίες στο κέντρο της δραστηριότητάς της.  Σιδηροδρομικές κι ασφαλιστικές εταιρείες έκαναν ουρά έξω από την πόρτα του Χόλεριθ για να αποκτήσουν μηχανές προσαρμοσμένες στις ανάγκες τους.

η μηχανή πινάκων του Χόλεριθ

Η εφεύρεση του Χόλεριθ είχε πιάσει τον παλμό της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης – μια εποχή ταχείας αυτοματοποίησης και μηχανοποίησης. Ήταν η εποχή των σιδηροδρόμων, των τεράστιων ατμόπλοιων, του τηλέγραφου, του ραδιοφώνου, του ηλεκτρισμού, των μεγάλων εργοστασίων και των χωρίς προηγούμενο διεθνών επικοινωνιών σε πραγματικό χρόνο. Ακτοπλοϊκά και σιδηροδρομικά προγράμματα δρομολογίων, περίπλοκα τραπεζικά δεδομένα, αναλογιστικοί πίνακες, προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης, κυβερνητικοί προϋπολογισμοί, όλα διογκώνονταν με ρυθμό μεγαλύτερο από αυτό που οι άνθρωποι μπορούσαν να παρακολουθήσουν. Η πληροφορία ήταν βασίλισσα και η επεξεργασία δεδομένων ήταν σε διαρκή ζήτηση.
Μέσα σε λίγα χρόνια, ο Χόλεριθ είχε γίνει ο πάμπλουτος ιδιοκτήτης μιας εταιρείας η οποία θα ξεκινούσε την αμερικανική βιομηχανία υπολογιστών. Λίγες δεκαετίες μετά την επιστροφή του από τη Ρωσία, η τεχνολογία του θα αποτελέσει την ραχοκοκαλιά της International Business Machines ή IBM – του παγκόσμιου κολοσσού που για έναν αιώνα σχεδόν θα γίνει συνώνυμος με την επεξεργασία πληροφοριών και την τεχνολογία υπολογιστών. Κάτω απ’ την ταμπέλα της IBM, η τεχνολογία του Χόλεριθ θα τροφοδοτήσει με ισχύ κυβερνήσεις, στρατούς κι επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο, θα ροκανίσει νούμερα σε όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και θα φτάσει μέχρι την αυγή της εποχής του internet. Ο κόσμος δεν χρησιμοποίησε απλά τις μηχανές πινάκων του Χόλεριθ· εθίστηκε σε αυτές και μετασχηματίστηκε από αυτές.
Ο Χόλεριθ χαιρετίστηκε ως μεγαλοφυΐα. Πολλοί πίστευαν ότι η εφεύρεσή του ήταν τμήμα μιας μεγαλύτερης τεχνολογικής επανάστασης υποκινούμενης από τα data που θα κατέληγε σε έναν καλύτερο, πιο αποτελεσματικό και πιο αρμονικό κόσμο. Ένας κορυφαίος αμερικανός στατιστικολόγος είχε προβλέψει ότι θα μας οδηγήσει σε μια εποχή «παγκόσμιας δικαιοσύνης» και «θα κάνει τους παγκόσμιους πολέμους αδύνατους».
Όμως, παρ’ όλες τις ουτοπικές κουβέντες για τους υπολογιστές του Χόλεριθ, η τεχνολογία της πληροφορικής έχει σκοτεινές ρίζες.

το όνειρο του «Make America Great Again»

Η απογραφή στις ΗΠΑ – που το σύνταγμα επιβάλλει να διεξάγεται κάθε δέκα χρόνια – είναι ξανά στις ειδήσεις όχι μόνο γιατί είναι προγραμματισμένη να διεξαχθεί το 2020, αλλά επειδή, όπως έχει συμβεί συχνά στο παρελθόν, η απογραφή είναι ένα πολιτικό ζήτημα με αναπόφευκτες φυλετικές διαστάσεις.
Η τρέχουσα αντιδικία έχει να κάνει με ένα σχέδιο που μηχανεύτηκε ο πρώην σύμβουλος του Τραμπ Στηβ Μπάνον, να συμπεριληφθεί ένα ερώτημα για την ιθαγένεια στην απογραφή του 2020. Επιφανειακά, φαίνεται να είναι μια ασήμαντη λεπτομέρεια. Αλλά υπάρχει ένα ισχυρό επιχείρημα ότι αυτή η προσθήκη θα έχει βαριές πολιτικές συνέπειες για όλη την επόμενη δεκαετία. (…)
Μια προσεκτική ανάγνωση της πρότασης του υπουργείου εμπορίου [στμ: το αμερικανικό σύνταγμα ορίζει η απογραφή να διεξάγεται από το συγκεκριμένο υπουργείο] για την προσθήκη του συγκεκριμένου ερωτήματος, δείχνει ότι η διοίκηση Τραμπ θέλει να χρησιμοποιήσει την απογραφή για να κατασκευάσει ένα πρώτο του είδους του μητρώο για ολόκληρο τον πληθυσμό των ΗΠΑ – μια απόφαση που ολοφάνερα υπερβαίνει τα νομικά όρια της απογραφής. (…) Με δεδομένη την εχθρική στάση της τωρινής διοίκησης απέναντι στην μετανάστευση, το γεγονός ότι θέλει να κατασκευάσει μια αναλυτική βάση δεδομένων περί εθνικότητας, είναι εξαιρετικά ανησυχητική. (…)

Ότι κι αν αποφασίσουν τελικά τα δικαστήρια, η τελευταία διαμάχη γύρω από την απογραφή δεν είναι καθόλου νέα. Στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της η απογραφή – και η οριζόμενη από το σύνταγμα γραφειοκρατία που την διεξάγει – είναι συνυφασμένη με τον σωβινισμό, την θρησκοληψία και τον φόβο του «άλλου».
Η σκοτεινή κι άσχημη ιστορία της απογραφής την καθιστά αποκαλυπτικό μάρτυρα των φυλετικών πολιτικών στις ΗΠΑ. Το γεγονός ότι η απογραφή έπαιξε ταυτόχρονα έναν κεντρικό ρόλο στην ανάδυση της πληροφορικής εποχής πριν 130 χρόνια δεν είναι καθόλου άσχετο κι αποκαλύπτει πώς οι υπολογιστές, η μαζική επιτήρηση και οι ρατσιστικές πολιτικές ήταν συνδεδεμένες από την πρώτη στιγμή.

μετρώντας για την δημοκρατία

Οι κυβερνήσεις καταμετρούσαν τους υπηκόους τους από την αρχή της καταγεγραμμένης ιστορίας. Υπάρχουν περιγραφές απογραφών στην παλαιά διαθήκη, σε σουμεριακούς πίνακες και στα γραπτά των αρχαίων ελλήνων. Απογραφές διεξάγονταν συστηματικά στη Ευρώπη πριν τους μοντέρνους καιρούς κι επίσης οι αμερικανικές αποικίες κρατούσαν αρχεία για τον πληθυσμό. Οι κυβερνήσεις καταμετρούσαν τον πληθυσμό για δύο βασικούς λόγους: για να αυξήσουν τα κρατικά έσοδα και για να κηρύξουν πόλεμο. Έπρεπε να ξέρουν σε ποιους και σε τι μπορούσαν να επιβάλλουν φορολογία κι έπρεπε επίσης να ξέρουν πόσοι στρατεύσιμοι άντρες μπορούσαν να κληθούν στα όπλα. Ήταν το αμερικανικό σύνταγμα που πρόσθεσε έναν τρίτο, και νεωτερικό, λόγο για την καταμέτρηση των ανθρώπων: την αντιπροσωπευτική δημοκρατία.
Όταν οι θεμελιωτές του αμερικανικού συστήματος διακυβέρνησης συναντήθηκαν στην Φιλαδέλφεια το 1787, ένα από τα πρώτα που όρισαν ήταν μία ρήτρα που επέβαλλε την απογραφή του πληθυσμού κάθε δέκα χρόνια. Η ντιρεκτίβα για την απογραφή εμφανίζεται στην αρχή του συντάγματος, πριν ακόμη κι από την δομή της κυβέρνησης. Για τους συντάκτες του συντάγματος, η απογραφή προηγούνταν επειδή θα καθόριζε την φορολογία και την ισορροπία των πολιτικών δυνάμεων στο κογκρέσο. Σύμφωνα με το σύνταγμα, ο αριθμός των εδρών κάθε πολιτείας στην βουλή των αντιπροσώπων είναι ανάλογος του πληθυσμού της, το οποίο σήμαινε ότι η κυβέρνηση έπρεπε να γνωρίζει το ακριβές μέγεθος του πληθυσμού κάθε πολιτείας.

Η πρώτη απογραφή έγινε το 1790 και επιβλεπόταν από τον Τόμας Τζέφερσον που τότε υπηρετούσε ως υπουργός εξωτερικών. Κατά βάση ήταν μια απλή μέτρηση κεφαλιών, σχεδιασμένη να καλύπτει ίσα-ίσα την συνταγματική επιταγή. Η όλη διαδικασία υπολογιζόταν να ολοκληρωθεί σε λιγότερο από εννιά μήνες. Αλλά παρόλη την απλότητα και τον πολύ μικρό πληθυσμό, χρειάστηκε σχεδόν δύο χρόνια για να ολοκληρωθεί. Από κει κι έπειτα, τα πράγματα έγιναν χειρότερα.
Με το πέρασμα κάθε δεκαετίας, η απογραφή έκανε όλο και περισσότερο για να ολοκληρωθεί. Ήταν γεμάτη λάθη και κακές εκτιμήσεις μεγεθών, μια κατάσταση που οδήγησε σε μεγάλα σκάνδαλα και βαριές κατηγορίες ότι τα δεδομένα μαγειρεύονταν για πολιτικές σκοπιμότητες. Στα τέλη του 19ου αιώνα, τα γραφειοκρατικά προβλήματα είχαν πλέον καταστήσει την διαδικασία άχρηστη: η απογραφή έκανε σχεδόν δέκα χρόνια να ολοκληρωθεί, που σήμαινε ότι τα αποτελέσματα ήταν ήδη παρωχημένα πριν καν ολοκληρωθούν.

Όταν έγινε η πρώτη απογραφή, ζούσαν 3,9 εκατομμύρια άνθρωποι σε 13 πολιτείες. Το 1890 οι ΗΠΑ εκτείνονταν πλέον σε 42 πολιτείες κι είχαν πληθυσμό 63 εκατομμυρίων – ένας πολλαπλασιασμός του πληθυσμού επί 16 μέσα σε διάστημα ενός αιώνα. Ποτέ άλλοτε μια χώρα δεν είχε επεκταθεί τόσο πολύ σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Οι υπάλληλοι της απογραφής – που δούλευαν ακόμη με τους παραδοσιακούς τρόπους, με χαρτί και μολύβι – πάλευαν να ανταποκριθούν· αλλά πνίγονταν στα δεδομένα.
Εντωμεταξύ, εκτός από το να πρέπει να  καταμετρηθεί ένας ταχύτατα αυξανόμενος πληθυσμός, οι κυβερνήσεις άρχισαν να φορτώνουν την απογραφή με όλο και περισσότερα ερωτήματα: για την απασχόληση, τον αναλφαβητισμό, την εγκληματικότητα, την υγεία, την ιδιοκτησία των κατοικιών, τις οικονομικές τάσεις· αλλά και για το φυλετικό και μεταναστευτικό στάτους με όλο και περισσότερες λεπτομέρειες. Καθώς ο 19ος αιώνας έφτανε στο τέλος του, οι υπεύθυνοι της απογραφής είχαν αρχίσει να μετατρέπουν  αυτό που θα έπρεπε να είναι μια απλή καταμέτρηση πληθυσμού σε ένα σύστημα φυλετικής επιτήρησης.

αγγλο-αμερικανική υπεροχή

Ήταν μια διαφορετική χώρα τότε: μικρότερη και κατά βάση αγροτική, αλλά ραγδαία επεκτεινόμενη προς τα δυτικά. Ο εμφύλιος είχε λήξει και ο αμερικανικός στρατός είχε στραφεί στην καταδίωξη κι εξόντωση των ιθαγενών αμερικανών δυτικά του Μισισιπή. Οι διηπειρωτικοί σιδηρόδρομοι ένωναν τεράστιες εκτάσεις της χώρας – εκμηδενίζοντας χρόνο κι απόσταση και μετατοπίζοντας την οικονομική δύναμη στη νέα επιχειρηματική ελίτ των τραπεζών και των σιδηροδρόμων. Η δημογραφία της χώρας, όπως και οι φυλετικές πολιτικές, άλλαζαν επίσης ραγδαία.
Η δουλεία είχε καταργηθεί, επιτρέποντας σε εκατομμύρια μαύρους να μετακινούνται ελεύθερα, να δοκιμάζουν να πάρουν τις τύχες τους στα χέρια τους και να παίζουν πλέον ρόλο στην πολιτική ζωή. Η μετανάστευση ήταν επίσης έντονη. Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, η ελεύθερη μετανάστευση στις ΗΠΑ κυριαρχούνταν βασικά από άγγλους εποίκους. Αλλά από το 1850, η τάση άρχισε να αλλάζει δραστικά. Εκατομμύρια ιρλανδών χωρικών έφταναν στην χώρα για να γλυτώσουν από τον λιμό. Εκατομμύρια άλλοι δραπέτευαν από την εξοντωτική φτώχια της νότιας Ιταλίας και των ανατολικών περιοχών  της ρωσικής αυτοκρατορίας. Κινέζοι εργάτες έφταναν μαζικά στη δυτική ακτή για να δουλέψουν στην κατασκευή των σιδηροδρόμων.

Το ποτάμι των μεταναστών ήταν ευλογία για την ανερχόμενη βιομηχανική ολιγαρχία, σαν αστείρευτη πηγή φτηνής εργασίας. Αλλά ήταν επίσης πηγή πολιτικής αστάθειας. Η βαθιά ανισότητα κι εκμετάλλευση οδηγούσε σε μαζικά κινήματα που απαιτούσαν αλλαγή. (…) Το αμερικανικό πολιτικό κατεστημένο αντίκριζε αυτή την αναταραχή με τρόμο. Στις μάζες των απελεύθερων μαύρων και των κινέζων, εβραίων, ιρλανδών κι ιταλών μεταναστών, με τα κουρέλια, τις άγνωστες γλώσσες, τις αφύσικες θρησκείες και τις απαιτήσεις τους για καλύτερη ζωή και πολιτικά δικαιώματα, έβλεπαν μια απειλή.
Ψάχνοντας λύση ν’ αρπαχτούν, πολλοί βολεύτηκαν με την αγυρτεία της επιστημονικοφανούς φυλετικής θεωρίας, σε διάφορες εκδοχές της. Οι αποκαλούμενοι κοινωνικοί δαρβινιστές χρησιμοποιούσαν μια διεστραμμένη εκδοχή της θεωρίας της εξέλιξης για να εξηγήσουν γιατί οι φτωχοί και οι περιθωριοποιημένοι  πρέπει να παραμείνουν τέτοιοι, ενώ οι πλούσιοι και οι επιτυχημένοι αξίζουν να ασκούν την εξουσία χωρίς καμία αμφισβήτηση. Τραβώντας αυτή την θεωρία ένα βήμα παραπέρα, οι οπαδοί της ευγονικής πίστευαν με φανατισμό ότι η φυσική υπεροχή των αγγλο-αμερικανών βρίσκεται στα πρόθυρα του αφανισμού εξαιτίας της υπεργεννητικότητας των «έκφυλων» και των μεταναστών. Για να αποσοβήσουν αυτή την απειλή, υποστήριζαν την εφαρμογή αυστηρών περιορισμών στην αναπαραγωγή κι έλεγχό της με στόχο την «ποιότητα», με τον ίδιο τρόπο που το κάνουν οι κτηνοτρόφοι με τα άλογα και τις αγελάδες.
Οι ιδέες αυτές δεν ήταν καθόλου περιθωριακές, αλλά υποστηρίζονταν ανοιχτά και με ένταση από το πολιτιστικό και πολιτικό κυρίαρχο ρεύμα. Στο κύκλο που περιελάμβανε από μελλοντικούς προέδρους όπως ο Ρούσβελτ, ο Χούβερ και ο Κούλιτζ, μέχρι βαρόνους του πλούτου όπως ο J. P. Morgan και ο Leland Stanford, μέχρι συγγραφείς όπως ο H. G. Wells και προοδευτικοί ακτιβιστές όπως η Margaret Sanger, η ευγονική ήταν «όλα τα λεφτά».
Τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, 32 πολιτείες είχαν περάσει νόμους περί στείρωσης για να αντιμετωπίσουν την απειλή της «γενετικής υποβάθμισης» – νόμοι που επικυρώθηκαν από τα ανώτατα δικαστήρια. Και λίγοι ήταν αυτοί που ανησυχούσαν τόσο για την απειλή της «γενετικής υποβάθμισης» όσο οι υπεύθυνοι στην κρατική υπηρεσία απογραφής.

αστυνομία αγνότητας

Γεννημένος σε μια πλούσια οικογένεια της Βοστώνης, ο Francis A. Walker υπηρέτησε στον εμφύλιο ως στρατηγός, πειραματίστηκε λίγο με την δημοσιογραφία και τελικά έφτιαξε όνομα σαν ένας από τους πιο επιδραστικούς οικονομολόγους και στατιστικολόγους της Νέας Εποχής, ο οποίος θα κατέληγε στο τέλος πρόεδρος του MIT. Ως επαγγελματίας οικονομολόγος, ο Walker είχε έντονο ενδιαφέρον για την μεταβαλλόμενη δημογραφία της χώρας – κι ήταν απελπισμένος από όσα έβλεπε. Όπως οι περισσότεροι αμερικανοί της ανώτερης τάξης εκείνο τον καιρό, ο Walker πίστευε ότι οι αρχικοί άγγλοι έποικοι είχαν εξελιχτεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να αποτελούν πλέον την ανώτερη φυλή του πλανήτη – πιο πάνω ακόμη κι από την γνήσια εγγλέζικη ράτσα από την οποία κατάγονταν.
Για αυτόν, οι αγγλο-αμερικανοί έστεκαν στην κορυφή της παγκόσμιας φυλετικής πυραμίδας. Αυτός κι οι όμοιοί του ήταν «τόσο μπροστά από τους άγγλους, όσο οι άγγλοι ήταν από την τευτονική φυλή, η οποία με την σειρά της ήταν πολύ πάνω από τους σλάβους και τους κέλτες» έγραφε. Για τους μετανάστες είχε διακηρύξει πως «πρόκειται για καταπτοημένους ανθρώπους από καταπτοημένες φυλές· αντιπροσωπεύουν τις χειρότερες αποτυχίες στην πάλη για επιβίωση». «Δεν έχουν καμία από τις ιδέες και τις ικανότητες που αρμόζουν σε ανθρώπους ικανούς να αναλάβουν με ετοιμότητα και ευκολία το βάρος της φροντίδας του εαυτού τους και της αυτό-κυβέρνησης τους.»
Πίεζε όχι μόνο για περιορισμούς στην μετανάστευση ώστε να αποφευχθεί αυτό που έβλεπε ως αγγλο-αμερικανική «φυλετική αυτοκτονία», αλλά υποστήριζε επίσης τις υποχρεωτικές στειρώσεις. «Πρέπει να απομακρυνθούμε από το αίμα αυτών των φυλών κι όχι μόνο από τα στίγματα που έχει κληροδοτήσει το κακό και φαύλο παρελθόν τους» έγραφε. «Οι επιστημονικές μέθοδοι που εφαρμόζονται στις σωματικές ασθένειες πρέπει να επεκταθούν στις διανοητικές και ηθικές αρρώστιες κι όλη η ισχύς τους κράτους πρέπει να ασκηθεί σε έναν ολοκληρωμένο ακρωτηριασμό και καυτηριασμό, για το καλό όλων μας.»
Εκτός από τις άλλες συνεισφορές του στον αμερικανικό τρόπο ζωής, ο Walker υπηρέτησε επίσης ως επικεφαλής σε δύο απογραφές, του 1870 και του 1880.

τα όρια της τεχνολογίας

Η απογραφή ήταν όργανο φυλετικών διαχωρισμών ήδη από την σύλληψή της, ξεκινώντας με την συνταγματική ρήτρα που όριζε να καταμετρώνται οι μαύροι ξεχωριστά από τους λευκούς και να τους αποδίδεται η αξία μόλις τριών πέμπτων ενός προσώπου.
Ανά δεκαετία, όλο και περισσότερες «φυλετικές» κατηγορίες εφευρίσκονταν και έμπαιναν στο μείγμα: καταμετρούνταν «ελεύθεροι έγχρωμοι άντρες και γυναίκες» και «μιγάδες», με την χρήση υποκατηγοριών όπως «quadroon» και «octoroon» [κατά το ένα τέταρτο μαύρος και κατά το ένα όγδοο]. Προστέθηκαν κατηγορίες για κινέζους, «hindoo» και γιαπωνέζους, όπως επίσης και προσδιορισμοί για λευκούς του είδους «γεννημένος στο εξωτερικό» ή «εντόπιος». Σταδιακά η απογραφή επεκτάθηκε στην συλλογή κι άλλων δημογραφικών στοιχείων, περιλαμβανομένων του επιπέδου μόρφωσης, στατιστικά για την ανεργία και ιατρικές ασθένειες όπως αυτές των ατόμων που ήταν «κουφοί, βραδύνοες και τυφλοί» αλλά και «παράφρονες και βλακώδεις». Όλα φυσικά κατηγοριοποιούνταν με βάση τη φυλή.
Τα περισσότερα από αυτά τα ερωτήματα προστίθενται στην απογραφή με ασυνάρτητο τρόπο. Ήταν απροκάλυπτα πολιτικοποιημένα και προέκυπταν ως απάντηση στο συγκεκριμένο ρατσιστικό φόβο που έζωνε κάθε φορά την άρχουσα ελίτ. Μια φυλετική κατηγορία για τους κινέζους προστέθηκε όταν οι σιδηροδρομικές εταιρείες άρχισαν να φέρνουν φτηνά εργατικά χέρια από την Κίνα. Διάφορες κατηγορίες για τους «μιγάδες» εμφανίστηκαν όταν η κατάργηση της σκλαβιάς προκάλεσε πανικό σχετικά με τους κινδύνους της φυλετικής επιμειξίας. Ερωτήματα σχετικά με την ψυχική υγεία και την φυλή προστέθηκαν μετά από αίτημα ενός νότιου γερουσιαστή λίγο πριν ξεσπάσει ο εμφύλιος. Τα αποτελέσματα φαίνεται πως έδειχναν ότι οι ελεύθεροι μαύροι που ζούσαν στις βόρειες πολιτείες ήταν κατά μέσο όρο 11 φορές πιθανότερο να είναι παράφρονες σε σχέση με τους μαύρους του νότου που ζούσαν σε σκλαβιά. Τέτοιες αξιοθρήνητες στατιστικές χρησιμοποιούσαν οι νότιοι πολιτικοί για να υποστηρίξουν ρατσιστικές θεωρίες και να επιχειρηματολογήσουν εναντίον της κατάργησης της σκλαβιάς.

Κατά τον Walker, αυτές οι πρώιμες προσπάθειες πέτυχαν πολύ λίγα. Ως οικονομολόγος και στατιστικολόγος ήθελε να συγκεντρώσει και να επεξεργαστεί περισσότερα δεδομένα κι επίσης να τυποποιήσει την διαδικασία και να την κάνει επαγγελματική. Ήθελε η απογραφή να είναι μια σωστή, επιστημονική, «εθνική παρακαταθήκη» – όχι μια ασυνάρτητη συλλογή στοιχείων.
Αλλά τα όνειρά του προσέκρουαν  συνεχώς σε ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο: την τεχνολογία. Η απογραφή εξακολουθούσε να διεξάγεται και να αναλύεται με το χέρι. Η δουλειά ήταν αργή και περιορισμένη· εκλεπτυσμένες αναλύσεις ήταν σχεδόν αδύνατες. Η απογραφή έπρεπε να βελτιωθεί δραστικά. Αυτό που χρειαζόταν ήταν έναν ταλαντούχο εφευρέτη, κάποιο νέο και φιλόδοξο που θα κατάφερνε να μηχανευτεί μια μέθοδο αυτοματοποίησης των πινάκων και επεξεργασίας των δεδομένων. Κάποιον σαν τον Χέρμαν Χόλεριθ.

ο εφευρέτης

Ο Χόλεριθ γεννήθηκε στο Buffalo της Νέας Υόρκης το 1860. Ο πατέρας του, δάσκαλος κλασσικών σπουδών, πέθανε όταν ήταν παιδί κι ανατράφηκε από την μητέρα του. Το 1879, όταν αποφοίτησε από τη Σχολή Ορυχείων του Columbia με πτυχίο μηχανικού, στρατολογήθηκε αμέσως για να βοηθήσει στην στατιστική ανάλυση των οικονομικών δεδομένων της απογραφής του 1880, η οποία διευθυνόταν από τον Walker.
Στην νέα του δουλειά ο Χόλεριθ, που είχε φτιάξει φήμη εφευρετικού μηχανικού στο κολλέγιο, ενθαρρύνθηκε από διευθυντές της απογραφής να μελετήσει τη διαδικασία της απαρίθμησης και να προτείνει λύσεις επιτάχυνσής της. Όταν ολοκληρώθηκε η απογραφή του 1880, παραιτήθηκε από τη δουλειά του για να αναλάβει θέση διδάσκοντος στο MIT, ακολουθώντας τον Walker, ο οποίος είχε τότε διοριστεί πρόεδρος.
Ο Χόλεριθ συνέχισε να πειραματίζεται με την εφεύρεσή του και τελικά κατέληξε σε ένα σχέδιο κατάτμησης της διαδικασίας απαρίθμησης σε τμήματα. Το πρώτο αφορούσε στην μετατροπή των δεδομένων σε ένα φορμάτ που θα μπορούσε να διαβαστεί από μηχανή. Αυτό το κατάφερε ανοίγοντας τρύπες σε κομμάτια χαρτιού. Το δεύτερο αφορούσε στην επεξεργασία των δεδομένων. Αυτό έγινε κατορθωτό εισάγοντας το χαρτί σε μία μηχανή, η οποία διάβαζε τον αριθμό και τη θέση των τρυπών. Στην αρχή ο Χόλεριθ πειραματίστηκε με τη χρήση μιας συνεχόμενης λωρίδας χαρτιού – όπως αυτή που χρησιμοποιούνταν στην πρόσφατη τότε εφεύρεση της μετάδοσης των τιμών των μετοχών μέσω τηλέγραφου. Αλλά τα αποτελέσματα δεν ήταν ικανοποιητικά.
«Το πρόβλημα ήταν, για παράδειγμα, ότι αν ήθελες οποιαδήποτε στατιστικά σχετικά με τους κινέζους, θα έπρεπε να διατρέξεις ένα ρολό χαρτί μήκους χιλιομέτρων για να καταμετρήσεις μερικούς κινέζους» εξήγησε αργότερα ο Χόλεριθ σε μια επιστολή του. Η φυλετική διάσταση δεν ήταν ποτέ έξω από το μυαλό του όταν ασχολιόταν με το μαραφέτι του.
Τελικά κατέληξε σε μια καλύτερη ιδέα: κάθε πρόσωπο θα είχε τη δικιά του διάτρητη καρτέλα – μια ιδέα που συνέλαβε ταξιδεύοντας με το τραίνο. «Ταξίδευα  δυτικά κι είχα ένα εισιτήριο με αυτό που νομίζω ότι ονομάζεται διάτρηση φωτογραφίσεως… Ο ελεγκτής κάνοντας τρύπες στο εισιτήριο σημείωνε την περιγραφή του επιβάτη, αν έχει ανοιχτά μαλλιά, σκούρα μάτια, μεγάλη μύτη, κτλ…» εξηγούσε, συμπληρώνοντας ότι θα έκανε το ίδιο.

μια μηχανή Χόλεριθ σε χρήση στο γραφείο απογραφής στα 1900.
η αυγή των data

Τον Μάρτιο του 1890 οι μηχανές του Χόλεριθ εγκαταστάθηκαν σε ένα κτήριο της Ουάσιγκτον, όχι μακριά από τον Λευκό Οίκο. Επέβλεψε την εγκατάσταση ο ίδιος, τρέχοντας γύρω-γύρω και γαυγίζοντας διαταγές στους εργάτες που ανέβαζαν κιβώτια από το δρόμο στον τρίτο όροφο.
Σύντομα το κτήριο από άχρωμος χώρος γραφείων μετατράπηκε στο πολύβουο αρχηγείο της 11ης απογραφής. Εκατοντάδες υπαλλήλων δούλευαν σε βάρδιες  όλο το 24ωρο, συγκεντρώνοντας τα ανεπεξέργαστα δεδομένα από τους απογραφείς και μετατρέποντας τα σε διάτρητες κάρτες χρησιμοποιώντας ειδικές μηχανές. Στη συνέχεια οι κάρτες περνούσαν σε μια άλλη ομάδα υπαλλήλων που δούλευε στις μηχανές πινάκων και ταξινόμησης. Οι μηχανές του Χόλεριθ ήταν σε λειτουργία μέρα και νύχτα, με υπαλλήλους να στριμώχνονται στο χώρο σαν εργάτες σε εργοστάσιο.
Οι εφημερίδες έστελναν ανταποκριτές για να παρακολουθήσουν αυτές τις φουτουριστικές συσκευές. Εξαιτίας της μίζερης αποτελεσματικότητας των προηγούμενων απογραφών, ο τύπος γέμιζε με προβλέψεις για αποτυχία κι ανικανότητα. Όμως έκαναν λάθος.

Η απογραφή του 1890 – η 11η για τις ΗΠΑ – ήταν η πιο φιλόδοξη ποτέ. Περιελάμβανε 35 ερωτήσεις, δέκα περισσότερες από την τελευταία απογραφή, καλύπτοντας ένα μεγάλο φάσμα: επίπεδο γνώσης, μέγεθος νοικοκυριού, επαγγέλματα, την αξία της οικογενειακής περιουσίας κι αν νοίκιαζαν ή κατείχαν το σπίτι. Ίσως όμως σημαντικότερη να ήταν η φυλετική διάσταση. Η απογραφή συγκέντρωνε στοιχεία για τους εντόπιους αμερικανούς κι αυτούς που γεννήθηκαν στο εξωτερικό και τους κατέτασσε σε πολλές φυλετικές κατηγορίες: λευκοί, έγχρωμοι, κινέζοι, ιάπωνες και «εκπολιτισμένοι ινδιάνοι» (δηλαδή ιθαγενείς αμερικανοί που δεν ζούσαν πλέον στους καταυλισμούς). Ήταν η πρώτη απογραφή που περιελάμβανε την πλήρη καταμέτρηση των ιθαγενών αμερικανών που ζούσαν στα εδάφη των φυλών. Η απογραφή συγκέντρωσε επίσης στοιχεία για την ανεργία, τη γονιμότητα, την υπηκοότητα, το ποινικό ιστορικό, τον αναλφαβητισμό και την ικανότητα στην αγγλική γλώσσα.
Παρά την μακρά λίστα ερωτημάτων και την ανάγκη υπολογισμού ενός πλήθους νέων στατιστικών στοιχείων, η βασική καταμέτρηση του πληθυσμού ολοκληρώθηκε σε έξι εβδομάδες. Θα χρειαζόταν άλλα τέσσερα χρόνια για να ολοκληρωθεί η καταχώρηση και επιμέλεια όλων των υπολοίπων δεδομένων και να δημοσιευτεί η αναφορά. Ήταν μία εκπληκτική βελτίωση σε σχέση με την προηγούμενη απογραφή που χρειάστηκε σχεδόν μια δεκαετία.
Δεν ήταν μόνο η ταχύτητα που εισήγαγαν οι μηχανές του Χόλεριθ στην διαδικασία. Ήταν η ικανότητά τους να εξορύσσουν και να κοσκινίζουν δεδομένα κι επιπλέον να συνδυάζουν διαφορετικά σετ δεδομένων. Τέτοια εκλεπτυσμένη ανάλυση σε μαζική κλίμακα ήταν απολύτως πρωτοφανής και οι μηχανές του Χόλεριθ είχαν τεράστια απήχηση στην πολιτική ελίτ των ΗΠΑ που είχε εμμονή με τα φυλετικά ζητήματα.
Ο Robert Porter, επικεφαλής της απογραφής του 1890, ο οποίος είχε επιβλέψει την εισαγωγή των μηχανών του Χόλεριθ, είχε εντυπωσιαστεί βαθιά από την ικανότητά τους να κατηγοριοποιούν τους μετανάστες και τους μη-λευκούς βασιζόμενες σε ένα πλήθος δημογραφικών μεταβλητών. Είχε ικανοποιηθεί ιδιαίτερα από το γεγονός ότι ήταν πλέον σε θέση να αναλύσει τα τρία πράγματα που τρομοκρατούσαν περισσότερο τον όχλο της «φυλετικής αυτοκτονίας»: το μέγεθος της μετανάστευσης, το μέγεθος της γονιμότητας των μεταναστών και τους μεικτούς γάμους (ή «συζυγική συνθήκη» όπως ονομαζόταν στην απογραφή), τα οποία μπορούσαν όλα να αναλυθούν στη βάση της ηλικίας, της φυλής, του επιπέδου γνώσεων και της ιθαγένειας.
Ο Simon Newton Dexter North, ένας παλιός λομπίστας της κλωστοϋφαντουργικής βιομηχανίας ο οποίος διεύθυνε την απογραφή του 1900, είχε μείνει επίσης έκθαμβος από την δύναμη των μηχανών πινάκων του Χόλεριθ. Σαν τον Walker κι άλλα στελέχη της απογραφής, είχε εμμονή με την μετανάστευση και τις επιμειξίες· πίστευε ότι νόθευαν κι αραίωναν το ανώτερο αγγλο-αμερικανικό απόθεμα της χώρας και αποσταθεροποιούσαν την κοινωνία.
«Η μετανάστευση επηρεάζει τρομερά τον πολιτισμό μας, τους θεσμούς μας, τις συνήθειές μας και τα ιδανικά μας» προειδοποιούσε το 1914. «Έχει μεταμοσχεύσει στη χώρα μας ξένες γλώσσες, ξένες θρησκείες και ξένες θεωρίες διακυβέρνησης· έχει αποφασιστική επίδραση στην ταχεία εξαφάνιση του πουριτανικού τρόπου ζωής».
Ο North πίστευε ότι γραφειοκράτες και στατιστικολόγοι σαν αυτόν πολεμούσαν ένα νέο είδος πολέμου – έναν πόλεμο για την γενετική αγνότητα των ΗΠΑ. Και η τεχνολογία των μηχανών του Χόλεριθ ήταν ένα κρίσιμο όπλο – μια εφεύρεση «που φτιάχνει μια νέα εποχή» – χωρίς την οποία ο πόλεμος αυτός θα ήταν σίγουρα χαμένος.

ταΐζοντας το σωβινιστικό κτήνος

Μες σε μια ιστορική στιγμή, η τεχνολογία των μηχανών του Χόλεριθ είχε μετατρέψει την απογραφή από μια απλή καταμέτρηση του πληθυσμού σε κάτι που έμοιαζε με ακατέργαστη μορφή μαζικής επιτήρησης. Για την ρατσιστική πολιτική τάξη, ήταν μια επαναστατική εξέλιξη. Μπορούσαν επιτέλους να βάλουν την εθνική σύνθεση της χώρας κάτω από το μικροσκόπιο. Τα data έδειχναν να επιβεβαιώνουν τους χειρότερους φόβους των εθνικιστών: φτωχοί, αμόρφωτοι μετανάστες πλημμυρίζουν τις αμερικανικές πόλεις, γεννάνε σαν κουνέλια και ξεπερνούν συντριπτικά τους ρυθμούς γέννησης των αγγλο-αμερικανών.
Αμέσως μετά την απογραφή, ακολούθησε μια καταιγίδα νόμων από τις πολιτείες και την ομοσπονδιακή κυβέρνηση που περιόριζαν αυστηρά την μετανάστευση. Ξεκίνησε με τον Immigration Act του 1891, που θέσπισε την πρώτη ομοσπονδιακή υπηρεσία για την μετανάστευση και τον συνοριακό έλεγχο και μετέτρεψε ένα ακατοίκητο νησί νότια του Μανχάταν σε κέντρο εξονυχιστικού ελέγχου των μεταναστών. Συνεχίστηκε με την ψήφιση πολλών ακόμη αντιμεταναστευτικών νόμων, περιλαμβανομένου αυτού που αφαιρούσε από τις γυναίκες την αμερικανική υπηκοότητα εάν έκαναν γάμο με μη πολιτογραφημένο ξένο. Και κορυφώθηκε με τον Immigration Act του 1924 – μία νομοθεσία κομβική που εισήγαγε τις φυλετικές ποσοστώσεις στην μετανάστευση.

Αυτή η πληθώρα νόμων έδωσε στους υπαλλήλους της υπηρεσίας μετανάστευσης την δύναμη να αποκλείουν σχεδόν οποιονδήποτε, περιλαμβανομένων των «ηλιθίων, βλαμμένων και διανοητικά διαταραγμένων ατόμων» ή αυτών που επιδείκνυαν «αντικειμενική ψυχοπαθολογική κατωτερότητα» ή ήταν «διανοητικά ή βιολογικά ελαττωματικοί». Αναρχικοί και σοσιαλιστές ήταν αυτόματα αποκλεισμένοι, όπως και αυτοί που προέρχονταν από την «αποκλεισμένη ασιατική ζώνη» που περιελάμβανε το μεγαλύτερος μέρος της Ασίας, την Ινδία, την Μέση Ανατολή και τμήματα της ανατολικής Ρωσίας. Εντωμεταξύ, η μετανάστευση από την Ευρώπη περιορίστηκε με αυστηρά όρια βασισμένα στα στοιχεία της απογραφής του 1890 – της πρώτης απογραφής που είχε διεξαχθεί με την τεχνολογία Χόλεριθ. Σε συνδυασμό τους αντικινεζικούς νόμους που ψηφίστηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα, αυτοί οι νέοι νόμοι κατασκεύασαν ένα εικονικό τείχος γύρω από τις ΗΠΑ και οι ρυθμοί μετανάστευσης σχεδόν μηδενίστηκαν.
Τα data που παρείχε η εφεύρεση του Χόλεριθ δεν προκάλεσαν τον ρατσισμό, τον σωβινισμό και την ευγονική που αντιμετώπιζαν τα ζητήματα της τάξης και της φτώχιας μέσω της φυλής αντί της πολιτικής και της οικονομίας. Αλλά έδωσε στους ρατσιστικούς φόβους συγκροτημένη και στερεή μορφή – και παρείχε τα data στα οποία οι φόβοι αυτοί θα μπορούσαν να στηριχτούν.

Για κάποιους αμερικανούς γραφειοκράτες, αυτό το ευγονικό σύστημα που καθοδηγούνταν από τα data ήταν μόλις η αρχή. Ο North, που διεύθυνε το γραφείο απογραφής από το 1903 ως το 1909, ονειρευόταν την μέρα που αναλυτικά φυλετικά data θα μπορούν να συγκεντρώνονται και να αναλύονται για όλο τον κόσμο και θα καθοδηγούσαν την γενετική εξέλιξη της ανθρωπότητας. «Η ανάγκη να αποκλείσουμε τις γενετικά κατώτερες τάξεις και οικογένειες από την λειτουργία της αναπαραγωγής, αναγνωρίζεται σαν επιτακτική» έγραφε το 1918 από την φωλιά του στο Ίδρυμα Carnegie Για Την Παγκόσμια Ειρήνη, καθώς ο πρώτος παγκόσμιος έφτανε στο τέλος του. «Είναι το όνειρο κάθε πραγματικού στατιστικολόγου ότι θα φτάσει κάποτε η μέρα που τα δεδομένα της δημογραφίας θα είναι εξίσου διαθέσιμα σε όλο τον πλανήτη. Όταν αυτό το όνειρο πραγματοποιηθεί, όταν συγκρίσιμα διεθνή στατιστικά στοιχεία θα υπάρχουν πράγματι και παντού, τότε θα κατέχουμε τους νόμους που καθορίζουν την ανθρώπινη πρόοδο και θα μπορούμε αποτελεσματικά να τους εφαρμόζουμε». Το όνειρό του θα γινόταν σύντομα πραγματικότητα στην Ευρώπη.

ο Χόλεριθ γίνεται παγκόσμιος

Η άμεση επιτυχία της εφεύρεσής του έκανε τον Χόλεριθ πλούσιο και διάσημο. Αλλά αυτό ήταν μόνο η αρχή. Στα 1911 πούλησε την Εταιρεία Μηχανών Πινακοποίησης για 2,3 εκατομμύρια δολάρια στον Charles Flint, έναν διαβόητο επιχειρηματία ριψοκίνδυνων επενδύσεων.
Ο Flint εξαγόρασε την εταιρεία του Χόλεριθ, την συνδύασε με διάφορες άλλες επιχειρήσεις που κατασκεύαζαν μηχανικά εργαλεία ακριβείας – ρολόγια, ταμειακές μηχανές, μύλους του καφέ και ζυγαριές – προκειμένου να δημιουργήσει μονοπώλιο στον τομέα των υπολογιστικών μηχανών και παρέδωσε την διοίκηση αυτού του νέου ομίλου σε έναν νέο και φιλόδοξο μάνατζερ με το όνομα Thomas Watson.
Καθώς ο Χόλεριθ αποτραβιόταν βουλιάζοντας  στα γεράματα, ο Watson με αδίστακτες τακτικές χρησιμοποίησε την υπολογιστική τεχνολογία του γερασμένου εφευρέτη για να ισοπεδώσει τον ανταγωνισμό και να εγκαθιδρύσει ένα παγκόσμιο μονοπώλιο στην πρώιμη αγορά υπολογιστικών μηχανών. Το αποτέλεσμα ήταν η International Business Machines, η εταιρεία που όλοι ξέρουμε με τα αρχικά IBM, η οποία ιδρύθηκε το 1911.

Εγκατεστημένες σε εργοστάσια, σε γραφεία επιχειρήσεων, σε αστικές και στρατιωτικές γραφειοκρατίες, οι μηχανές πινάκων του Χόλεριθ όχι μόνο επιτάχυναν τους υπολογισμούς, αλλά μείωσαν κιόλας με συντριπτικό τρόπο το εργατικό κόστος. Οι εταιρείες, οι πολιτειακές και οι ομοσπονδιακές υπηρεσίες αγοράζανε τις μηχανές Χόλεριθ με την δεκάδα. Οι ασφαλιστικές εταιρείες βασίζονταν σε αυτές για να υπολογίζουν τους αναλογιστικούς πίνακες. Οι σιδηρόδρομοι για να δρομολογούν την μεταφορά φορτίων και να κανονίζουν το πρόγραμμα των δρομολογίων. Σε μία σιδηροδρομική εταιρεία, μία μοναδική μηχανή Χόλεριθ χειριζόμενη από δύο ανθρώπους, αντικαθιστούσε την πλήρη εργασία 20 υπαλλήλων. Οι μηχανές αυτές αντιπροσώπευαν ιδανικά την εκθαμβωτική αποτελεσματικότητα κι αυτοματοποίηση της τεχνολογικής επανάστασης στην Εποχή της Προόδου. Και πουθενά αλλού αυτό δεν ήταν τόσο φανερό, όσο στην Υπηρεσία Κοινωνικής Ασφάλισης, την πιο εμβληματική δημιουργία του New Deal.

Ο πρόεδρος Ρούσβελτ υπέγραψε τον νόμο για την κοινωνική ασφάλιση στον Αύγουστο του 1935, δημιουργώντας το πρώτο συνταξιοδοτικό πρόγραμμα για ηλικιωμένους στις ΗΠΑ. Ο νόμος για την ασφάλιση προκάλεσε μια τεράστια ανάγκη για υπολογισμούς κι ανάλυση δεδομένων, τόσο για τις επιχειρήσεις, όσο και για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Οι επιχειρήσεις έπρεπε ξαφνικά να κρατούν αναλυτικά αρχεία για τους εργαζόμενούς τους. Έπρεπε να καταγράφουν τους μισθούς και τις κρατήσεις υπέρ της ασφάλισης και να προωθούν τις πληροφορίες αυτές στις ομοσπονδιακές υπηρεσίες. Η κυβέρνηση από την μεριά της, έπρεπε να επεξεργάζεται όλα αυτά τα δεδομένα. Έπρεπε να παρακολουθεί τις εισφορές στον ατομικό λογαριασμό κοινωνικής ασφάλισης για όλη τη διάρκεια ζωής κάθε ατόμου. Και μετά, όταν έφτανε η στιγμή της συνταξιοδότησης, έπρεπε να κόβει μηνιαίες επιταγές σε εκατομμύρια αμερικανούς.

Μόλις ο νόμος τέθηκε σε εφαρμογή, οι εταιρείες έκαναν ουρές στην IBM για να αγοράσουν τις κατάλληλες υπολογιστικές μηχανές για τις μισθοδοσίες που να ανταποκρίνονται στα λογιστικά στάνταρ της κυβέρνησης. Ένας μέλος της διοίκησης της Woolworth παραπονέθηκε στην IBM ότι για να φέρουν σε πέρας την χαρτοδουλειά που απαιτούσε η συμμόρφωση με τον νόμο περί ασφάλισης, η εταιρεία θα έπρεπε να πληρώνει 250.000 δολάρια το χρόνο – 4,5 σημερινά εκατομμύρια.
Η IBM ήταν αυτή που κέρδισε το συμβόλαιο να εποπτεύει όλες τις λογιστικές διαδικασίες για την Υπηρεσία Κοινωνικής Ασφάλισης, βγάζοντας εκτός συναγωνισμού εταιρείες όπως η Remington. Ήταν η μόνη εταιρεία υπολογιστών εκείνο τον καιρό που είχε την εμπειρία και την επιχειρησιακή ετοιμότητα να αναλάβει ένα έργο τέτοιου μεγέθους. Όπως το θέτει η επίσημη ιστορία της IBM «το συμβόλαιο για την κοινωνική ασφάλιση εκτόξευσε την IBM από τη θέση μιας μεσαίας επιχείρησης στη θέση του παγκόσμιου ηγέτη της πληροφορικής τεχνολογίας».

Φυσικά, ο στρατός ήταν μεγάλος οπαδός της τεχνολογίας. Σε καιρό ειρήνης, το υπουργείο άμυνας χρησιμοποιούσε τις μηχανές για να κρατάει αρχείο των σειρών κατάταξης και των στρατιωτικών συντάξεων. Αλλά όταν οι ΗΠΑ μπήκαν στον πόλεμο, η τεχνολογία Χόλεριθ της IBM έγινε ζωτικό τμήμα της στρατιωτικής προσπάθειας των συμμάχων.
Οι μηχανές Χόλεριθ είχαν ανάμειξη σχεδόν σε κάθε πλευρά του πολέμου, από τον σχεδιασμό της ατομικής βόμβας μέχρι την ανάπτυξη των στρατευμάτων. Ειδικές «φορητές» μηχανές IBM, εγκατεστημένες σε φορτηγά, αποβιβάστηκαν μαζί με τα αμερικανικά στρατεύματα στην Νορμανδία, την Τυνησία, την Σικελία και την ηπειρωτική Ιταλία. Χρησιμοποιήθηκαν εξίσου στο εσωτερικό μέτωπο. Μετά την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, το γραφείο απογραφής έβγαλε από τις αποθήκες τις διάτρητες κάρτες της απογραφής του 1940 και τις επεξεργάστηκε ξανά, για να φτιάξει λίστες με τους αμερικανο-ιάπωνες σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο σε έξι πολιτείες, της Καλιφόρνιας περιλαμβανομένης. Τελικά, 130.000 αμερικανο-ιάπωνες συνελήφθησαν και κλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο επικεφαλής του γραφείου απογραφής εκείνο τον καιρό, είχε εκστασιαστεί από τα data που είχαν καταφέρει να εξάγουν. Για παράδειγμα, έγραφε προς έναν υφιστάμενό του, εάν τα data δείχνουν να «υπάρχουν 801 ιάπωνες σε μια κοινότητα και οι αρχές βρουν μόνο 800 από αυτούς, τότε οι αρχές είναι που πρέπει να κάνουν ξανά έλεγχο».

ναζί και αριθμοί

Οι μηχανές πινάκων του Χόλεριθ είχαν τρομερή επιτυχία σε όλο τον κόσμο, αλλά μία συγκεκριμένη χώρα παθιάστηκε με αυτές: η ναζιστική Γερμανία.
Ο Χίτλερ είχε ανέβει στην εξουσία μετά την οικονομική καταστροφή που ακολούθησε την ήττα της Γερμανίας στον πρώτο παγκόσμιο. Για τον Χίτλερ, το πρόβλημα που ταλάνιζε την Γερμανία δεν ήταν οικονομικό ή πολιτικό, αλλά φυλετικό. (…) Ο Χίτλερ και οι ναζί εμπνεύστηκαν σε μεγάλο βαθμό από το αμερικανικό κίνημα ευγονικής και το σύστημα θεσμικού ρατσισμού που είχε εγκαθιδρυθεί μετά την κατάργηση της δουλείας. Η γερμανική λύση ήταν να απομονώσουν τους «μπάσταρδους» και στην συνέχεια να ελέγχουν διαρκώς την φυλετική καθαρότητα των γερμανών για να κρατήσουν τον «λαό» ελεύθερο από μολύνσεις. Υπήρχε ένα μόνο πρόβλημα: πώς να ξεχωρίσει ένας πραγματικά αγνός από κάποιον που δεν είναι;

Οι ΗΠΑ είχαν μια έτοιμη λύση. Η γερμανική θυγατρική της IBM κέρδισε το πρώτο της μεγάλο συμβόλαιο τον ίδιο χρόνο που ο Χίτλερ έγινε καγκελάριος. Η απογραφή του 1933 έγινε κάτω από την πίεση των ναζί, σαν ένας επείγον γενετικός έλεγχος των γερμανών. Μεταξύ των πολλών δεδομένων, η απογραφή εστίασε στη συλλογή data σχετικά με την γονιμότητα των γερμανίδων – ιδιαίτερα των γυναικών με «καλή άρια παρακαταθήκη». Στην απογραφή περιλαμβάνονταν επίσης ειδική καταμέτρηση των θρησκευτικά ενεργών εβραίων.
Οι ναζί ήθελαν η όλη διαδικασία της απογραφής, για 65 εκατομμύρια γερμανούς κατ’ εκτίμηση, να ολοκληρωθεί μέσα σε τέσσερις μήνες. Ήταν μια μνημειώδης αποστολή και η γερμανική IBM δούλευε σε 24ωρη βάση για να την ολοκληρώσει. Τόσο σημαντική ήταν η επιτυχής εκπλήρωση του συμβολαίου για την IBM, ώστε ο ίδιος ο αμερικανός πρόεδρός της, ο Thomas Watson, επέβλεψε προσωπικά τις γιγάντιες εγκαταστάσεις στο Βερολίνο όπου εκατοντάδες γυναίκες υπάλληλοι δούλευαν σε συνεχόμενες εφτάωρες βάρδιες.
Ο Watson εντυπωσιάστηκε από την δουλειά των γερμανών μάνατζερ. Είχαν φέρει σε πέρας μια κατά τα φαινόμενα αδύνατη αποστολή, μια αποστολή που δυσκόλευε ακόμη περισσότερο από τις ειδικές διάτρητες κάρτες με τα πολλά δεδομένα, απαραίτητες για να καλύψουν τις «πολιτικές ανησυχίες» – ο κωδικός της IBM για τα έξτρα data που απαιτούσε το ναζιστικό καθεστώς.

Καθώς ο έλεγχος του ναζιστικού κόμματος έσφιγγε πάνω στη Γερμανία, το καθεστώς άρχισε να εφαρμόζει κάθε είδους πρόγραμμα συγκέντρωσης data με στόχο την «εξυγίανση του γερμανικού έθνους». Και η IBM βοήθησε να το κάνει.
«Η προϋπόθεση για κάθε απέλαση ήταν η ακριβής γνώση του πόσοι εβραίοι σε κάθε συγκεκριμένη περιοχή κάλυπταν τους φυλετικούς και δημογραφικούς όρους στις ποσοστώσεις του Βερολίνου» γράφει ο David Martin Luebke και η Sybil Milton στο «Εντοπίζοντας τα Θύματα», μια μελέτη πάνω στη χρήση των μηχανών πινάκων από τους ναζί. «Οπλισμένη με αυτά τα data» γράφουν «η γκεστάπο τις περισσότερες φορές αποδεικνυόταν ικανή να καλύψει με αξιοσημείωτη ακρίβεια τον συνολικό αριθμό απελάσεων για κάθε φυλετική, κοινωνική και ηλικιακή κατηγορία».
Η τεράστια κρατική γραφειοκρατία της Γερμανίας και τα εξοπλιστικά προγράμματα – μαζί με το αυξανόμενο δίκτυο στρατοπέδων συγκέντρωσης και καταναγκαστικής εργασίας – είχαν επίσης αυξημένες απαιτήσεις επεξεργασίας data. Μέχρι να μπουν επίσημα στον πόλεμο οι ΗΠΑ, η γερμανική θυγατρική της IBM είχε φτάσει να απασχολεί 10.000 ανθρώπους κι εξυπηρετούσε 300 διαφορετικές κρατικές υπηρεσίες της Γερμανίας: το ταμείο του ναζιστικού κόμματος, τα ss, το υπουργείο πολέμου, την reichsbank, τα γερμανικά ταχυδρομεία, το υπουργείο εξοπλισμού, τον στρατό, την αεροπορία, το ναυτικό και το γραφείο στατιστικής του ράιχ· η λίστα των πελατών της IBM ήταν ατελείωτη.
«Πράγματι, το τρίτο ράιχ θα φτιάξει απίστευτες εγκαταστάσεις για τις μηχανές Χόλεριθ, τέτοιες που δεν υπήρχαν πουθενά αλλού – ούτε καν τις είχε φανταστεί κάποιος» έγραψε ο Edwin Black στο «Η IBM και το Ολοκαύτωμα» , στην πρωτοποριακή έρευνά του που αποκάλυψε τους ξεχασμένους επιχειρηματικούς δεσμούς της IBM με τη ναζιστική Γερμανία. «Στην χιτλερική Γερμανία, η στατιστική κι απογραφική κοινότητα, εμποτισμένη από τα ναζιστικά δόγματα, δημοσίως υπερηφανευόταν για τα επιτεύγματα που θα έφερνε στη δημογραφία ο εξοπλισμός της». (Η IBM έχει ασκήσει κριτική στις ερευνητικές μεθόδους του Black κι υποστήριξε ότι η γερμανική θυγατρική της είχε τεθεί υπό ναζιστικό έλεγχο πριν και κατά τη διάρκεια του πολέμου).
Η ζήτηση για μηχανές πινάκων Χόλεριθ ήταν τόσο μεγάλη, ώστε η IBM αναγκάστηκε να ανοίξει νέο εργοστάσιο στο Βερολίνο για να προλάβει να καλύψει όλες τις παραγγελίες για νέες μηχανές. Στην τελετή εγκαινίων του εργοστασίου, στην οποία παραβρέθηκαν υψηλά διοικητικά στελέχη της αμερικανικής IBM και η ελίτ του ναζιστικού κόμματος, ο επικεφαλής της γερμανικής IBM έκανε μια προκλητική ομιλία σχετικά με τον σημαντικό ρόλο που οι μηχανές Χόλεριθ έπαιξαν στο σχέδιο του Χίτλερ να εξαγνίσει την Γερμανία και να την απαλλάξει από τα κατώτερα φυλετικά στοιχεία.
«Μοιάζουμε πολύ με τους γιατρούς, επειδή κι εμείς ανατέμνουμε, κύτταρο το κύτταρο, το γερμανικό πολιτιστικό σώμα» είχε πει. «Καταγράφουμε κάθε συγκεκριμένο χαρακτηριστικό… σε μια μικρή χάρτινη κάρτα. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με νεκρές κάρτες, το αντίθετο· οι κάρτες αυτές έρχονται στη ζωή αργότερα, όταν κατηγοριοποιούνται με ρυθμό 25.000 την ώρα με βάση συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Τα χαρακτηριστικά αυτά ομαδοποιούνται σαν τα όργανα του πολιτιστικού μας σώματος και στη συνέχεια υπολογίζονται και καθορίζονται με την βοήθεια των υπολογιστικών μηχανών μας».

Επιφανειακά, μπορεί να φαίνεται ότι η ιστορία του Χέρμαν Χόλεριθ και της αμερικανικής απογραφής είναι ιστορικά λείψανα, η ηχώ μιας εποχής από καιρό ξεχασμένης. Αλλά αυτή η ιστορία αποκαλύπτει μια άβολη και θεμελιώδη αλήθεια για την τεχνολογία υπολογιστών. Θα μπορούσαμε να ευχαριστήσουμε τον σωβινισμό και την απογραφή, επειδή βοήθησαν να ξεκινήσει η εποχή της πληροφορικής. Κι όπως το κάνει ξεκάθαρο η απογραφή του 2020, η πρόθεση να καταμετρήσουμε επακριβώς τους γείτονές μας, να τους κατηγοριοποιήσουμε και να τους μετατρέψουμε σε στατιστικά στοιχεία, συνεχίζει να κουβαλάει τον σπόρο της δικής μας απανθρωποποίησης.

 μετάφραση / απόδοση Hurry Tuttle
cyborg #16 – 10/2019