Ένας εύκολος, γρήγορος και “ευχάριστος” τρόπος για να γίνει η μαζική εξοικείωση με τα βιομετρικά δεδομένα είναι η επιστράτευσή τους στην κατανάλωση. Υπάρχει ήδη παρελθόν στην αλλαγή απλών καθημερινών πρακτικών, όπως για παράδειγμα η πληρωμή.
Η “πλαστική κάρτα” διαφημίστηκε σα διευκόλυνση και ασφάλεια (στα μέρη μας επιβάλλεται η χρήση της με κρατικά διατάγματα…) – έτσι ώστε το δεύτερο επίπεδο στη χρήση της, το σημαντικότερο, δηλαδή η γνώση της τράπεζας για τα εξατομικευμένα καταναλωτικά ήθη (αλλού πιο χοντρικά κι αλλού λεπτομερειακά) και η αποθήκευση απ’ την μεριά κάθε “σημείου πώλησης” των αγορών του ενός και του άλλου, αυτά πέρασαν σε δεύτερη και τρίτη μοίρα.
Το ίδιο συμβαίνει ήδη με την χρήση όχι της ξεπερασμένης “κάρτας” αλλά των smart phones σαν “πορτοφολιών”. Οι τεχνολογίες “ασφάλειας” στη χρήση των πρώτων και οι τεχνολογίες “ασφάλειας των συναλλαγών” φαίνονται άσχετες μεταξύ τους. Ενοποιούνται, όμως, με απλό και χαριτωμένο τρόπο.
Να ένα παράδειγμα. Αν στην “πλαστική κάρτα” ο χρήστης της έπρεπε να πληκτρολογεί τον κωδικό της έτσι ώστε να υπάρξει ταυτοποίηση / επιβεβαίωση, η ίδια “ανάγκη” μπορεί να καλυφθεί σήμερα μέσα απ’ την ιριδοσκόπηση. Με τον ίδιο τρόπο που το “έξυπνο” τηλεχειριστήριο της καθημερινής ζωής “αναγνωρίζει” τον ιδιοκτήτη του και ξεκλειδώνει, μπορεί η τράπεζα να “αναγνωρίσει” την αυθεντικότητα μιας συναλλαγής· προσφέροντας έξτρα σιγουριά στις αγορές, έναντι τυχόντων απατεώνων, κλεφτών – ή χάκερς…
Πρόκειται για καπιταλιστική απαλλοτρίωση του ανθρώπινου σώματος λένε κάποιοι. Αλλά έχει γίνει καθημερινή συνήθεια αυτή η απαλλοτρίωση – ή όχι;