Το εκπαιδευτικό σύστημα, στην μορφή που το ξέρουμε σήμερα, έχει μια ηλικία μόλις 200 ετών. Σε προηγούμενες εποχές, οι εγκύκλιες σπουδές ήταν κάτι που αφορούσε μόνο τις ελίτ. Όμως η εκβιομηχάνιση, καθώς άλλαξε τον τρόπο που εργαζόμαστε, δημιούργησε και την ανάγκη για καθολική εκπαίδευση.
Οι εργοστασιάρχες χρειάζονταν πειθήνιους, υποτακτικούς εργάτες που δεν θα καθυστερούσαν στη δουλειά τους και θα έκαναν ό,τι τους λέγανε οι διευθυντές τους. Το να είσαι κλεισμένος όλη τη μέρα σε μια τάξη μαζί με ένα δάσκαλο ήταν καλή προπόνηση προς αυτή την κατεύθυνση. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι πρώτοι βιομήχανοι έπαιξαν καίριο ρόλο στη δημιουργία και την προώθηση της καθολικής εκπαίδευσης. Καθώς πλέον κατευθυνόμαστε προς μια καινούρια, μετα-βιομηχανική εποχή, είναι σημαντικό να θυμηθούμε το πώς έχει εξελιχθεί το εκπαιδευτικό μας σύστημα ώστε να ταιριάζει με τις εργοστασιακές εργασίες και να αναρωτηθούμε κατά πόσον αυτό το μοντέλο έχει κάποιο νόημα πια.
Τα «σχολεία – εργοστάσια», όπως αποκαλούνται πλέον, έχουν τις απαρχές τους στην Πρωσία του πρώιμου 19ου αιώνα. Για πρώτη φορά, η εκπαίδευση πέρασε στα χέρια του κράτους που ανέλαβε τη συστηματοποίηση και οργάνωσή της. Οι μαθητές χωρίστηκαν σε τάξεις, ανάλογα με την ηλικία τους, περνώντας διαδοχικά από όλες τις τάξεις καθώς μάθαιναν την ύλη που αντιστοιχούσε σε κάθε μία. Επρόκειτο για μια βιομηχανικής έμπνευσης αντίληψη περί εκπαίδευσης: απρόσωπη, αποδοτική, προτυποποιημένη.
Όπως μας εξηγεί ο Joel Mokyr, καθηγητής οικονομικών του Northwestern University:
«Μεγάλο κομμάτι αυτής της εκπαίδευσης, ωστόσο, δεν ήταν τεχνικής φύσης, αλλά κοινωνικής και ηθικής. Ενώ οι εργάτες παραδοσιακά ήταν συνηθισμένοι να δουλεύουν σε ένα οικείο προς αυτούς περιβάλλον, τώρα πλέον έπρεπε να μάθουν να υπακούνε σε εντολές, να σέβονται τον χώρο και τα δικαιώματα ιδιοκτησίας των άλλων, να είναι πειθήνιοι, νηφάλιοι, συνεπείς και πάντα στην ώρα τους. Οι βιομήχανοι του πρώιμου καπιταλισμού αφιέρωσαν πολύ κόπο και χρόνο στην κοινωνική εκγύμναση της εργατικής δύναμης που είχαν στα μισθολόγιά τους· ιδιαίτερης σημασίας ήταν τα κατηχητικά σχολεία που είχαν σχεδιαστεί έτσι ώστε να φέρουν τους εργάτες πιο κοντά σε μεσο-αστικές αξίες και συμπεριφορές και να τους κάνουν πιο ευεπίφορους στα κίνητρα που παρείχε το εργοστάσιο.»
Η βιομηχανική επανάσταση δημιούργησε δουλειές που ποτέ πριν δεν είχαν υπάρξει. Όπως λέει ο Mokyr, μέχρι τότε οι τεχνίτες και οι αγρότες εργάζονταν κατά κύριο λόγο από τα σπίτια τους, με βάση τα δικά τους ωράρια.
Η μετάβαση προς τις εργοστασιακές δουλειές δεν ήταν ευχάριστη, επιεικώς μιλώντας. Για έναν άντρα της εποχής, το να πρέπει να πάει σε μια δουλειά για να παίρνει διαταγές από ένα αφεντικό – κάποιον με τον οποίο δεν είχε καμμία άλλη σχέση – ήταν κάτι το ταπεινωτικό και ευνουχιστικό. Οι συνθήκες εργασίας στα εργοστάσια ήταν συχνά ανυπόφορες και άλλαξαν ριζικά τον τρόπο που οι άνθρωποι οργάνωναν την μέρα τους. Ο χρόνος δεν τους ανήκε πλέον.
Σύμφωνα με τους οικονομολόγους Oded Galor και Omer Moav, το πρωσικό εκπαιδευτικό μοντέλο των σχολείων – εργοστασίων διαδόθηκε και στις υπόλοιπες δυτικές χώρες λόγω της ανάγκης που δημιούργησε η εκβιομηχάνιση για υπάκουους κι εγγράμματους εργάτες. Οι βιομήχανοι στις Η.Π.Α., στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην υπόλοιπη Ευρώπη αποτέλεσαν την αιχμή του δόρατος στη μάχη για την καθιέρωση της καθολικής εκπαίδευσης. Οι εργοστασιάρχες ήταν από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του Νόμου περί Βασικής Εκπαίδευσης του 1870, που εισήγαγε την καθολική εκπαίδευση στην Αγγλία. Για τις ανάγκες ενός μετα-βιομηχανικού κόσμου, ίσως χρειαστεί να προβούμε σε εξίσου τολμηρές κινήσεις, Αυτό μπορεί να σημαίνει μια πιο περιεκτική εκπαίδευση ενηλίκων ή και μια διαρκή επανεκπαίδευση προς απόκτηση νέων ικανοτήτων καθώς ορισμένες δουλειές εξαφανίζονται για να εμφανιστούν καινούριες με πολύ διαφορετικές απαιτήσεις. Ή ίσως να σημαίνει τη χρήση νέων τεχνολογικών μέσων με τη δυνατότητα να δημιουργούν εξατομικευμένες εκπαιδευτικές εμπειρίες.
Οι σημερινοί ηγέτες της βιομηχανίας τηρούν αποστάσεις από το εκπαιδευτικό σύστημα. Ενώ παραπονιούνται για έλλειψη προσόντων εκ μέρους των εργατών, δεν έχουν τις ηγετικές ικανότητες των προγόνων τους ούτε την προθυμία να παλέψουν με κατεστημένα συμφέροντα. Ίσως ήρθε η ώρα πλέον να το πράξουν.
Το παραπάνω είναι ένα άρθρο του 2018 – από τη σελίδα qz.com . Στο περιγραφικό του κομμάτι, το άρθρο είναι αρκετά ακριβές. Αυτό που σήμερα λέμε «δικαίωμα στην εκπαίδευση», αναφερόμενοι στο μαζικό εκπαιδευτικό σύστημα, δεν υπήρξε πάντα «δικαίωμα»· γεννήθηκε ως κρατική στρατηγική και συχνά επιβλήθηκε βίαια ενάντια στις επιθυμίες και τις τότε ανάγκες των εργατών και των αγροτών. Και όπως εύστοχα σημειώνει, η ανάγκη για ένα νέο εκπαιδευτικό σύστημα δεν ανέκυψε μόνο λόγω του γνωσιολογικού κενού μεταξύ των όσων μαθαίνανε οι εργάτες εκτός εργοστασίου και των ικανοτήτων που θα χρειάζονταν μπροστά στη γραμμή παραγωγής. Ούτως ή άλλως, όπως συμβαίνει ακόμα και σήμερα, πολλές γνώσεις κατακτώνται στους ίδιους τους τόπους εργασίας και το όποιο υπόλοιπο γνώσεων σε καμμία περίπτωση δεν δικαιολογεί 12 (πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση) συν 4 (αν προσθέσει κανείς και το πανεπιστήμιο) χρόνια στα θρανία. Υπάρχουν κι άλλοι λόγοι πίσω από την τόσο μακροχρόνια θητεία στα εκπαιδευτικά κάτεργα· λόγοι ιδεολογικοί και πειθαρχικοί, λόγοι εκγύμνασης τόσο του μυαλού όσο και του σώματος στις νόρμες του κοινωνικού εργοστασίου (η καθήλωση σε καρέκλες καταβάλει το σώμα πολύ περισσότερο από το νου, αν, κάπως απλοϊκά, θέλει να τα δει κάποιος ξεχωριστά αυτά τα δύο).
Εκεί που ξεκινά η τρικυμία εν κρανίω (της αρθρογράφου) ή ίσως ο απόλυτος κυνισμός είναι στο σημείο που έρχεται η συζήτηση στο τώρα. Από πού κι ως πού προκύπτει ότι το όποιο νέο σύστημα δεν θα πρέπει να επιβληθεί δια της βίας, ακόμα κι αν αυτή η βία δεν είναι οφθαλμοφανής; Γιατί το συνεχές κυνήγι προσόντων, που άλλωστε είναι ήδη πραγματικότητα, δεν θα πρέπει να θεωρείται κάτι ψυχοφθόρο, βάρβαρο κι εν τέλει ακόμα και σωματικά επικίνδυνο; Αρκεί απλώς να θυμίσουμε ότι η κατάθλιψη πλέον σαρώνει και αποτελεί μια βασική αιτία θανάτου στον δυτικό, μετα-βιομηχανικό κόσμο.
Άδικα ανησυχεί όμως η αρθρογράφος. Κάποτε μπορεί να χρειάζονταν ντουβάρια και δάσκαλοι – ανθρωποφύλακες για την επιβολή πειθαρχίας. Σήμερα το ίδιο επιτυγχάνεται με μικρές οθόνες και συλλέκτες δεδομένων.