Εικοσιέξι λέξεις ενός άρθρου σ’ έναν αμερικανικό νόμο του 1996 είναι που επέτρεψαν στο internet να είναι αυτό που ξέρουμε· και σε μεγαθήρια “δημοσιοποίησης περιεχομένου” τύπου google, facebook και twitter να αποκτήσουν την μονοπωλιακή θέση που έχουν σε μεγάλο μέρος του κόσμου.
Σύμφωνα μ’ εκείνο το νόμο, που αφορούσε γενικά τις τηλεπικοινωνίες, οι εταιρείες του internet απαλλάσσονται από κάθε νομική ευθύνη για το περιεχόμενο που κυκλοφορεί μέσω των servers τους. Θεωρούνται πάροχοι υπηρεσιών (της ανταλλαγής περιεχομένων μεταξύ των χρηστών τους), το ίδιο όπως μια εταιρεία παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών: δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο των επιστολών, των δεμάτων, κλπ.
Με βάση εκείνο το άρθρο θεμελειώθηκε νομικά αυτό που λέγεται ουδετερότητα του διαδικτύου. Μπορεί ο καθένας να λέει ότι θέλει, και είναι αυτός που έχει όλη τη νομική ευθύνη για τα λεγόμενά του, τις εικόνες και τα βίντεο που αναρτά, κλπ. Όμως αυτή η ουδετερότητα προχωράει προς το τέλος της: ο έλεγχος των περιεχομένων έχει αρχίσει να γίνεται ρουτίνα, όχι μόνο απ’ τα κράτη αλλά και απ’ τις εταιρείες παρόχους. Επιχείρημα είναι η αντιμετώπιση των ψευδών ειδήσεων…
Πρόσφατα ο αμερικάνος πρόεδρος υπέγραψε ένα νόμο που αλλάζει το καθεστώς των εταιρειών, θεωρώντας τες εκφωνητές περιεχομένου, όπως είναι τα κλασσικά media (εφημερίδες, κανάλια, ραδιοσταθμοί, κλπ). Σ’ αυτήν την περίπτωση το κάθε μέσο έχει νομική / ποινική ευθύνη για το τι περιλαμβάνεται στην ύλη του, πέρα απ’ την ευθύνη εκείνου που το έβαλε.
Αν και είναι πιθανό ότι θα υπάρξουν νομικές / δικαστικές αντιπαραθέσεις για το ζήτημα αυτό, έχει γίνει σαφές ότι και οι ιδιοκτήτες των εταιρειών επιδιώκουν “κάτι” που θα τους απαλλάξει απ’ την “ελευθερία” και την “ουδετερότητα” – χωρίς, πάντως, να χάσουν τους πελάτες τους. Απλά να είναι φοβισμένοι και προσεκτικοί…
Οι έκτακτες ανάγκες είναι θαυμάσιες ευκαιρίες για νέες πειθαρχήσεις…