Εισαγωγή του μεταφραστή: Πράσινες τεχνολογίες σε απόχρωση… φωσφορίζουσα
Ξαφνικά η πυρηνική τεχνολογία φαίνεται να περνάει μία δεύτερη περίοδο νιότης. Ενώ μέχρι πρόσφατα (και ειδικά μετά το ατύχημα στη Φουκουσίμα) τα πυρηνικά εφάρμοζαν πιστά το δόγμα του «λάθε βιώσας», παραμένοντας κρυμμένα στις πίσω αυλές των δυτικών συνειδήσεων (και οι δυτικές συνειδήσεις έχουν, αν μη τι άλλο, μεγάλες πίσω αυλές), τα τελευταία χρόνια προωθούνται συστηματικά και με μεγάλη ένταση από τους καπετάνιους της δυτικής γαλέρας. Γιατί όχι, θα έλεγε κανείς, από τη στιγμή οι υποτελείς συνεχίζουν να τραβάνε αδιαμαρτύρητα κουπί;
Εφόσον, βέβαια, οι ελίτ θεωρούν ότι ακόμα (ίσως όχι για πολύ ακόμα) είναι απαραίτητο να παρέχουν κάποιους μύθους στους υποτελείς τους, η προώθηση των πυρηνικών δεν γίνεται απροσχημάτιστα. Έχουν επιστρατευτεί κάθε είδους δικαιολογίες που υποτίθεται ότι επιτάσσουν την δυναμική επαναφορά τους στο ενεργειακό μείγμα – μοντέλο του υπερ-ώριμου καπιταλισμού, καθώς αυτός επιχειρεί τη μεταστοιχείωσή του στα πρότυπα του βιο-πληροφοριακού υποδείγματος. Σχεδόν όποιο επίσημο έγγραφο κι αν ανοίξει κανείς (και η wikipedia, π.χ., θα πρέπει να θεωρείται ότι ανήκει σε αυτά), θα δει πλέον μόνο διθυράμβους για την πυρηνική τεχνολογία. Πόσα ανθρώπινα θύματα έχουμε ανά MWh παραγόμενης ενέργειας; Τα πυρηνικά βρίσκονται στις τελευταίες θέσεις των σχετικών πινάκων. Πόσα θύματα από τη μόλυνση του αέρα; Οι υδρογονάνθρακες βρίσκονται φυσικά στην κορυφή. Τα πυρηνικά μόλις που εμφανίζονται στους πίνακες. Και ποιο είναι το αποτύπωμα άνθρακα κάθε ενεργειακής πηγής; Εννοείται, φυσικά, ότι αυτό της πυρηνικής τεχνολογίας είναι τάξεις μεγέθους μικρότερο από εκείνο του λιγνίτη και του πετρελαίου. Μετά από όλα αυτά, δεν είναι να απορεί κανείς που τα πυρηνικά θεωρούνται πλέον και με τη βούλα ως μία οικολογική και πράσινη λύση – ίσως εδώ αμελείται να αναφερθεί ότι το πράσινο των πυρηνικών είναι ελαφρώς φωσφορίζον, αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες για τους υποτελείς των δυτικών κοινωνιών· τους φτάνει να μπορούν να διακρίνουν αποχρώσεις στη νέα, υψηλής ευκρίνειας οθόνη τους.
Ώστε τα πυρηνικά, λοιπόν, θα μας σώσουν και από την κλιματική κρίση. Από όλα τα κουσούρια που έχουν συσσωρεύσει οι δυτικές κοινωνίες, ένα από τα πιο χαρακτηριστικά είναι και η αδύναμη μνήμη τους. Μόλις λίγες δεκαετίες έχουν περάσει από τότε που εικόνες ενός μετα-αποκαλυψιακού πυρηνικού χειμώνα κοσμούσαν τα εξώφυλλα περιοδικών, τύπου Time και Newsweek. Ο φόβος τότε αφορούσε και πάλι το κλίμα, αλλά τα πρόσημα ήταν αντεστραμμένα. Η πυρηνική τεχνολογία είχε μπει στο στόχαστρο της κριτικής (της ποιας;) ακριβώς επειδή, στα μάτια των κινημάτων, αποτελούσε το αρχέτυπο της αντι-οικολογικής αντίληψης για τον πλανήτη, συνιστώντας μια παγκόσμια απειλή. Οι τότε ανησυχίες για τα πυρηνικά ήταν πολύ πιο δικαιολογημένες σε σχέση με τις σημερινές για την «κλιματική κρίση». Οι συνέπειες από τα ατυχήματα πυρηνικών αντιδραστήρων και από τα χτυπήματα των ατομικών βομβών ήταν πολύ πιο τεκμηριωμένες· χρειάζονταν πολλές δόσεις εθελοτυφλίας (από αυτή που σήμερα προσφέρεται απλόχερα, με τη βοήθεια ηρεμιστικών, αντικαταθλιπτικών και κόκας) για να τις αρνηθεί κανείς. Επιπλέον και εξίσου σημαντικό, ήταν απολύτως προφανές ποιος (θα) έφερε το απόλυτο μερίδιο της ευθύνης σε περίπτωση που το απευκταίο συνέβαινε· δεν είχαμε να κάνουμε με τόνους άνθρακα οι οποίοι κάπως παράγονται κάπου και κάπως χρεώνονται ή πιστώνονται δεξιά και αριστερά, σε σημείο που να αποτελούν μέχρι και εμπόρευμα ή χρηματιστηριακό προϊόν.
Είναι δυνατόν να έχουν αλλάξει τόσο δραματικά τα επιστημονικά δεδομένα ώστε τίποτα από τα παραπάνω να μην ισχύει πλέον και αυτός να είναι ο λόγος που επιχειρείται η πρόσφατη επικοινωνιακή ανατίμηση των πυρηνικών; Όσο κι αν έχει βελτιωθεί η απόδοση των πυρηνικών αντιδραστήρων, τα προβλήματά τους παραμένουν. Τα πυρηνικά απόβλητα δεν είναι κάτι που θάβεις σε μία χωματερή (αν και η ιταλική μαφία μπορεί να έχει διαφορετική άποψη επ’ αυτού…). Και όπως έδειξε πρόσφατα η Φουκουσίμα, τα ατυχήματα δεν μπορούν φυσικά να αποκλειστούν. Δεδομένης της φύσης (και της φυσικής) της συγκεκριμένης τεχνολογίας, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς θα μπορούσαν να τεθούν υπό κάποιον έλεγχο οι επιπτώσεις από τα ατυχήματα ή ακόμα και να αποκλειστούν εντελώς. Όταν από μερικά γραμμάρια μιας ουσίας εξάγονται τεράστια ποσά ενέργειας, σχεδόν μοιραία οι συνέπειες των ατυχημάτων στα οποία εμπλέκεται αυτή η ουσία θα είναι αναλόγου μεγέθους. Μοιάζει να αποτελεί μια σταθερά της τεχνολογικής εξέλιξης: όσο περισσότερη ενέργεια δαμάζει μία τεχνολογία, τόσο πιο καταστροφικές οι συνέπειες από την «κατάχρησή» της· μπορεί να συγκρίνει κανείς ένα αεροπορικό δυστύχημα με ένα αυτοκινητιστικό και με κάποιο στο οποίο εμπλέκονται ιππήλατες άμαξες. Εν πάση περιπτώσει, η πυρηνική τεχνολογία δεν έχει πραγματοποιήσει τα τεχνικά εκείνα άλματα που θα δικαιολογούσαν την πρόσφατη αλλαγή στάσης εκ μέρους των δυτικών αφεντικών (η πυρηνική σύντηξη δεν είναι ακόμα σε θέση να μπει σε μαζική εφαρμογή).
Η αιτία πίσω από αυτή την αλλαγή, επομένως, είναι περισσότερο πολιτικής φύσης. Το πρόβλημα μπροστά στο οποίο έχει βρεθεί το δυτικό καπιταλιστικό μπλοκ αφορά στις αυξημένες ενεργειακές ανάγκες που προβλέπεται να επιφέρει ο «εξηλεκτρονισμός» των πάντων τη στιγμή που η πρόσβαση στις παραδοσιακές πηγές ενέργειας δεν αναμένεται να είναι εξίσου βέβαιη, δεδομένης της προϊούσας παρακμής αυτού του μπλοκ. Η προσπάθεια απεξάρτησης της δύσης από τους υδρογονάνθρακες μπορεί να είναι εν μέρει αληθής, αλλά τα κίνητρα πίσω από αυτή σίγουρα δεν είναι τόσο ευγενή όσο παρουσιάζονται. Η πολιτική κριτική απέναντι στην πυρηνική τεχνολογία (και στο γεγονός ότι παρουσιάζεται ως ιδανική λύση του ενεργειακού προβλήματος) έχει φυσικά πολλές ακόμα πλευρές στις οποίες δεν μπορούμε να υπεισέλθουμε εδώ. Ενδεικτικά και μόνο ως παράδειγμα, αν τα βενζινοκίνητα αυτοκίνητα αποτελούν τέτοιο ανάθεμα για τους ανθρώπους, τα ζώα, τη φύση (ίσως και για τον γαλαξία ακόμα), τότε γιατί η αντικατάστασή τους με ηλεκτροκίνητα (που θα τροφοδοτούνται με ηλεκτρική ενέργεια παραγόμενη από πυρηνικά) συνιστά λύση; Ακόμα κι αν γίνει δεκτή η προβληματική φύση των αυτοκινήτων, γιατί η κριτική να μη στραφεί κατά εν γένει της λογικής του Ι.Χ., με όλο το δίκτυο απαιτήσεων, από άποψη υποδομών, που αυτή δημιουργεί γύρω της;
Το ταχυδακτυλουργικό της παρουσίασης τεχνικών λύσεων σε προβλήματα που είναι βαθύτατα πολιτικά δεν είναι βέβαια καινούριο. Όσοι έχουν μνήμη και κρίση μπορούν εύκολα να καταλάβουν ότι ακριβώς το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση του κορωνοϊού. Ως μοναδική «διέξοδος» από το «φονικό» παρουσιάστηκαν τα γενετικά σκευάσματα της moderna και της pfizer, ακριβώς με τη λογική ότι η λύση στο πρόβλημα όφειλε να είναι καθαρά τεχνο-επιστημονική. Κάθε άλλη συζήτηση που δεν περιλάμβανε υψηλή βιοτεχνολογία αποκλείστηκε με συνοπτικές διαδικασίες. Και φυσικά το κοινό πίστεψε ότι ο ταχυδακτυλουργός ήταν πράγματι ο μάγος Μέρλιν.
Οι ομοιότητες, ωστόσο, των πυρηνικών με τη γενετική δεν σταματούν εδώ. Μία άλλη αναλογία έχει να κάνει με το πόσο ανεπαίσθητη φαίνεται να είναι η μετάβαση από την πολιτική στη στρατιωτική χρήση αυτών των τεχνολογιών. Είναι γνωστό ότι η γενετική αποτελεί βασικό εργαλείο στις έρευνες βιολογικού πολέμου. Εξάλλου, δεν είναι καθόλου απίθανο ο κορωνϊός να «ξέφυγε» από εργαστήρια εξειδικευμένα ακριβώς σε τέτοιες έρευνες. Τηρουμένων των αναλογιών, το ίδιο ισχύει και για τα πυρηνικά. Τα ατομικά όπλα δεν αποτελούνται πλέον μόνο από βόμβες σαν αυτές που έπεσαν στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι. Από τις βόμβες απεμπλουτισμένου ουρανίου, μέχρι τα τακτικά πυρηνικά και από εκεί στα στρατηγικά, υπάρχει ένα ολόκληρο φάσμα τέτοιων όπλων, για κάθε χρήση. Η πολιτική χρήση των πυρηνικών «εύκολα» μπορεί να εκτραπεί προς στρατιωτικές χρήσεις. Κι αν κάποια στιγμή γίνει όντως χρήση κάποιου «μικρού» τακτικού πυρηνικού όπλου, θα μπορεί φυσικά να δικαιολογηθεί με την πρόφαση ότι πρόκειται για «λελογισμένη» χρήση (άσχετα αν μερικά τακτικά πυρηνικά είναι πλέον ισχυρότερα από τις βόμβες της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι), επιβεβλημένη από τις συνθήκες και από την ανάγκη διάσωσης κάποιου άλλου, δήθεν ανώτερου αγαθού: του έθνους, της δημοκρατίας, ζωών που θα είχαν χαθεί διαφορετικά κ.ο.κ.
Αυτό ήταν το πρόσχημα που επιστράτευσαν οι Η.Π.Α. όταν αποφάσισαν να σκορπίσουν απλόχερα τα φώτα του πολιτισμού τους, ρίχνοντας τις πρώτες ατομικές βόμβες στην Ιαπωνία: το συντριπτικό στρατιωτικό πλεονέκτημα που προσέφεραν αυτά τα τεχνολογικά «επιτεύγματα» θα επέσπευδε το τέλος του πολέμου κι έτσι θα σώζονταν χιλιάδες ζωές Ιαπώνων και Αμερικανών (κυρίως αυτών!) στρατιωτών (και πολιτών). Μπροστά σε αυτό το παράδοξο της φιλανθρωπίας δια εξαχνώσεως ολόκληρων πόλεων, οι χριστιανικές έριδες για το filioque μοιάζουν μνημεία κοινής λογικής. Το κείμενο που μεταφράζουμε παρακάτω ανασκευάζει συστηματικά αυτόν τον μύθο της αμερικανικής φιλανθρωπίας. Συγγραφέας του είναι ο Καναδός Jacques Pauwels, ένας κάπως ιδιόρρυθμος ιστορικός που ειδικεύεται στην αποδόμηση διαφόρων ιστορικών μύθων που έχει κατασκευάσει η δύση. Το κείμενο που ακολουθεί προέρχεται από το βιβλίο του The Great Myths of Modern History (Οι μεγάλοι μύθοι της σύγχρονης ιστορίας) και ο πρωτότυπος τίτλος του είναι Mythmaking and the Atomic Destruction of Hiroshima and Nagasaki. Δείχνει με λεπτομέρειες πόσο πιο πεζοί και κυνικοί ήταν οι λόγοι (πάντα κυνικός δεν είναι εξάλλου ο λόγος της εξουσίας;) που οδήγησαν τελικά στην ισοπέδωση δύο ιαπωνικών πόλεων. Είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι, σε περίπτωση που επαναληφθεί ένα τέτοιο πυρηνικό επεισόδιο, θα περιβληθεί ξανά με ένα σωρό ανθρωπιστικές φιοριτούρες (κάπως πρέπει να έχουν δουλειά οι δημοσιογράφοι, οι ειδικοί και οι διανοούμενοι). Εξίσου βέβαιο είναι ότι ένα μεγάλο ποσοστό των υποτελών θα υιοθετήσει πρόθυμα τέτοιες δικαιολογίες. Ίσως κείμενα σαν του Pauwels να σώσουν κάποιους ελάχιστους από την εθελοτυφλία και την εθελοδουλία.
μυθεύματα για την καταστροφή της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι
Μύθος:
Ο πόλεμος στην Άπω Ανατολή έφτασε στο τέλος του μόλις το καλοκαίρι του 1945, όταν ο πρόεδρος των Η.Π.Α. και οι σύμβουλοί του αποφάσισαν ότι, για να εξαναγκάσουν τους φανατισμένους Ιάπωνες σε μία άνευ όρων παράδοση, έπρεπε αναγκαστικά να καταστρέψουν με ατομικές βόμβες όχι μόνο μία αλλά δύο πόλεις, τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Αυτή η απόφαση τελικά έσωσε αμέτρητες ζωές Αμερικάνων και Ιαπώνων οι οποίες διαφορετικά θα είχαν χαθεί αν ο πόλεμος είχε συνεχιστεί και είχε χρειαστεί μια εισβολή στην Ιαπωνία.Πραγματικότητα:
Ο λόγος που καταστράφηκαν η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι ήταν για να αποτραπούν οι Σοβιετικοί από το να έχουν τη δική τους συμβολή στη νίκη κατά της Ιαπωνίας, κάτι που θα είχε αναγκάσει την Ουάσινγκτον να επιτρέψει στη Μόσχα να συμμετέχει στη μεταπολεμική κατοχή και ανοικοδόμηση της χώρας. Επιπλέον, πρόθεση των Η.Π.Α. ήταν να εκφοβίσουν τη σοβιετική ηγεσία κι έτσι να αποσπάσουν από αυτή παραχωρήσεις όσον αφορά τη μεταπολεμική διευθέτηση της Γερμανίας και της Ανατολικής Ευρώπης. Τέλος, αυτό που τελικά εξώθησε το Τόκυο να παραδοθεί δεν ήταν η καταστροφή της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι, αλλά η σοβιετική είσοδος στον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας.
Μετά τη γερμανική αναδίπλωση στις αρχές Μαΐου του 1945, ο πόλεμος είχε επί της ουσίας φτάσει στο τέλος του. Οι νικητές (οι λεγόμενοι Τρεις Μεγάλοι) βρίσκονταν πλέον αντιμέτωποι με το σύνθετο και λεπτεπίλεπτο ζήτημα της μεταπολεμικής αναδιοργάνωσης της Ευρώπης. Οι Η.Π.Α. είχαν μπει στον πόλεμο με σημαντική καθυστέρηση, τον Δεκέμβριο του 1941. Η συμβολή τους στη νίκη κατά της Γερμανίας ήταν μάλιστα αρκετά περιορισμένη μέχρι τον Ιούνιο του 1944, όταν και άρχισαν τις αποβάσεις στη Νορμανδία, δηλαδή ούτε έναν χρόνο πριν από το τέλος των εχθροπραξιών στην Ευρώπη. Όταν, ωστόσο, ο πόλεμος κατά της Γερμανίας έληξε, ο θείος Σαμ είχε εξασφαλίσει μία θέση στο τραπέζι των νικητών, απολύτως έτοιμος και καθόλα πρόθυμος να διασφαλίσει τα συμφέροντά του και να επιτύχει τους πολεμικούς του στόχους – αποτελεί μύθο το ότι είχε μια βαθιά ριζωμένη διάθεση απομονωτισμού και ότι απλώς ήθελε να αποσυρθεί από την Ευρώπη: οι πολιτικοί, στρατιωτικοί και οικονομικοί ηγέτες των Η.Π.Α. είχαν ισχυρούς λόγους για να επιδιώκουν μια παρουσία στη γηραιά ήπειρο. Παρομοίως, η Βρετανία και η Σοβιετική Ένωση, οι άλλες δύο νικήτριες μεγάλες δυνάμεις, επιχείρησαν να διασφαλίσουν τα δικά τους συμφέροντα. Όπως ήταν φανερό, κανείς από τους τρεις δεν θα μπορούσε να τα έχει όλα για τον εαυτό του και θα χρειάζονταν να γίνουν κάποιοι συμβιβασμοί. Στα μάτια των Αμερικάνων, οι βρετανικές προσδοκίες δεν συνιστούσαν ιδιαίτερο πρόβλημα· δεν ίσχυε το ίδιο όμως για τις φιλοδοξίες των σοβιετικών. Ποιοι ήταν, λοιπόν, οι πολεμικοί στόχοι της Σοβιετικής Ένωσης;
Όντας η χώρα που είχε μακράν τη σημαντικότερη συμβολή στην κοινή νίκη κατά της ναζιστικής Γερμανίας, αλλά ταυτόχρονα και τεράστιες απώλειες, η Σοβιετική Ένωση είχε δύο μεγάλους στόχους. Πρώτον, να εξασφαλίσει από τη Γερμανία γενναία ποσά ως αποζημίωση για τις ανυπολόγιστες καταστροφές που είχε προκαλέσει η γερμανική επιθετικότητα, όπως είχαν κάνει η Γαλλία και το Βέλγιο με τις αποζημιώσεις που απαίτησαν από το Ράιχ μετά το τέλος του Α παγκοσμίου πολέμου. Δεύτερον, να ασφαλιστεί έναντι μελλοντικών απειλών εκ μέρους της Γερμανίας. Αυτά τα ζητήματα ασφάλειας ενέπλεκαν και την Ανατολική Ευρώπη, ιδιαιτέρως την Πολωνία η οποία θα μπορούσε να λειτουργήσει ως εφαλτήριο της γερμανικής επιθετικότητας κατά της Ε.Σ.Σ.Δ. Για την Μόσχα ήταν επιτακτικό να εξασφαλίσει ότι ποτέ ξανά στο μέλλον δεν θα έβρισκε απέναντί της εχθρικά καθεστώτα στη Γερμανία, στην Πολωνία και στην υπόλοιπη Ανατολική Ευρώπη. Οι σοβιετικοί επιπλέον προσδοκούσαν ότι οι δυτικοί σύμμαχοί τους θα συναινούσαν στην επανενσωμάτωση περιοχών που η Ρωσία είχε χάσει κατά την επανάσταση και τον εμφύλιο πόλεμο και ότι θα αναγνώριζαν τη μεταμόρφωση των τριών βαλτικών κρατών από ανεξάρτητες χώρες σε αυτόνομες δημοκρατίες εντός της Σοβιετικής Ένωσης. Και τώρα που ο εφιάλτης του πολέμου είχε τελειώσει, οι σοβιετικοί ανέμεναν ότι θα μπορούσαν πλέον να συνεχίσουν το έργο της οικοδόμησης μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Όπως είναι γνωστό, ο σοβιετικός ισχυρός άνδρας, ο Στάλιν, πίστευε βαθύτατα ότι ο «σοσιαλισμός σε μία χώρα» ήταν όχι μόνο δυνατός αλλά και απαραίτητος, σε αντίθεση με τον Τρότσκυ που ευαγγελιζόταν την παγκόσμια επανάσταση, εξ ου και η μεταξύ τους εχθρότητα. Αυτό που είναι λιγότερο γνωστό όμως είναι ότι ο Στάλιν, καθώς ο πόλεμος πλησίαζε στο τέλος του, δεν είχε καμμία πρόθεση να επιβάλει κομμουνιστικά καθεστώτα στη Γερμανία ή στις άλλες ανατολικο-ευρωπαϊκές χώρες που είχε απελευθερώσει ο κόκκινος στρατός. Στη Γαλλία, στην Ιταλία και σε άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης που είχαν απελευθερωθεί από τους Αμερικάνους και τους συμμάχους τους είχε μάλιστα αποτρέψει τα εκεί κομμουνιστικά κόμματα από το να επιχειρήσουν μια κατάληψη της εξουσίας. Ήδη από το 1943 είχε σταματήσει με τον πιο επίσημο τρόπο να προωθεί την παγκόσμια επανάσταση, όταν και διέλυσε την Κομιντέρν, την διεθνή κομμουνιστική οργάνωση που είχε δημιουργήσει ο Λένιν το 1919 για αυτόν ακριβώς τον σκοπό. Ήταν μία γραμμή που έβρισκε αντίθετους πολλούς κομμουνιστές εκτός της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά ικανοποιούσε τους δυτικούς συμμάχους της Μόσχας, ειδικά τις Η.Π.Α. και τη Βρετανία. Επιθυμία του Στάλιν ήταν να διατηρήσει καλές σχέσεις μαζί τους, καθώς χρειαζόταν την καλή τους θέληση και τη συνεργασία τους ώστε να επιτύχει τους στόχους που αναφέρθηκαν παραπάνω σχετικά με τις αποζημιώσεις, την ασφάλεια της Σοβιετικής Ένωσης και τη δυνατότητά της να συνεχίσει το έργο της οικοδόμησης μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Από την πλευρά τους, οι Αμερικάνοι και Βρετανοί εταίροι του ποτέ τους δεν είχαν αναφέρει ρητά ή υπονοήσει ότι θεωρούσαν παράλογες τις προσδοκίες των σοβιετικών. Αντιθέτως, η νομιμότητα των σοβιετικών πολεμικών στόχων είχε επανειλημμένα αναγνωριστεί, είτε άμεσα είτε έμμεσα, στην Τεχεράνη, στη Γιάλτα και αλλού.

Οι Αμερικανοί, μαζί με Βρετανούς, Καναδούς και άλλους συμμάχους τους είχαν απελευθερώσει το μεγαλύτερο κομμάτι της δυτικής Ευρώπης μέχρι το τέλος του 1944. Επιπλέον, είχαν φροντίσει ώστε στην Ιταλία, στη Γαλλία και σε άλλες χώρες να έρθουν στην εξουσία καθεστώτα φιλικά προς τους ίδιους, ακόμα και αν δεν ήταν τόσο φιλικά προς τους υπηκόους τους. Κατά κανόνα αυτό σήμαινε ότι οι κατά τόπους κομμουνιστές παραγκωνίζονταν σχεδόν ολοκληρωτικά. Στις περιπτώσεις που αυτό δεν ήταν δυνατό, όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση της Γαλλίας, το μερίδιο εξουσίας που τους παραχωρούσαν ήταν τελείως αναντίστοιχο με το βάρος του ρόλου τους στη διάρκεια της αντίστασης και με το εύρος της λαϊκής υποστήριξης που απολάμβαναν. Και παρόλο που οι συμφωνίες μεταξύ των συμμάχων προέβλεπαν ότι οι «τρεις μεγάλοι» θα συνεργάζονταν στενά στο κομμάτι της διαχείρισης και ανοικοδόμησης των απελευθερωμένων χωρών, οι Αμερικάνοι και οι Βρετανοί αρνήθηκαν την εμπλοκή των Σοβιετικών σε περιπτώσεις όπως της Ιταλίας, της πρώτης χώρας που απελευθερώθηκε ήδη από 1943. Οι Αμερικάνοι και οι Βρετανοί έθεσαν στο περιθώριο τους Ιταλούς κομμουνιστές, που ήταν εξαιρετικά λαοφιλείς λόγω του ρόλου τους στην αντίσταση, τασσόμενοι υπέρ ορισμένων πρώην φασιστών, όπως ο Badoglio, και αρνούμενοι οποιαδήποτε συμμετοχή των Σοβιετικών. Αυτό το modus operandi δημιούργησε ένα προηγούμενο κρίσιμης σημασίας. Ο Στάλιν δεν είχε επιλογή παρά να δεχτεί αυτή τη ρύθμιση, αλλά, όπως σημειώνει ο Αμερικάνος ιστορικός Gabriel Kolko, «οι Ρώσσοι αποδέχτηκαν αυτή τη λύση χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό, αλλά δεν θα την ξεχνούσαν στο μέλλον και θα τη χρησιμοποιούσαν ως προηγούμενο – οι Σοβιετικοί δικαιούνταν αναμφισβήτητα να έχουν λόγο στα ζητήματα της Ιταλίας, εφόσον στην επιχείρηση Μπαρμπαρόσα συμμετείχαν και ιταλικά στρατεύματα» (που πάτησαν σε ρωσικό έδαφος).
Το διάστημα 1943-1944, οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί απελευθερωτές δρούσαν κατά βούληση στη δυτική Ευρώπη, αγνοώντας όχι μόνο τις επιθυμίες μεγάλου τμήματος του ντόπιου πληθυσμού, αλλά και τα συμφέροντα του σοβιετικού συμμάχου τους, με τον Στάλιν να αποδέχεται αυτή τη συνθήκη. Όταν ήρθε το 1945 όμως, η κατάσταση είχε αντιστραφεί: οι Σοβιετικοί είχαν ένα καθαρό πλεονέκτημα στην ανατολική Ευρώπη την οποία και είχε απελευθερώσει ο κόκκινος στρατός. Παρ’ όλα αυτά, οι δυτικοί σύμμαχοι είχαν την ελπίδα ότι ίσως κατάφερναν να συμμετέχουν με κάποιον τρόπο στην αναδιοργάνωση και αυτού του κομματιού της Ευρώπης. Τα πάντα ήταν ακόμα δυνατά εκεί. Οι Σοβιετικοί προφανώς ευνοούσαν τους κατά τόπους κομμουνιστές, χωρίς όμως να έχουν δημιουργήσει ακόμα τετελεσμένα. Από την πλευρά τους, οι δυτικοί γνώριζαν πολύ καλά ότι ο Στάλιν προσέβλεπε στη δική τους καλή θέληση και συνεργασία και ότι επομένως θα ήταν διατεθειμένος να κάνει παραχωρήσεις. Η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία στην Ουάσινγκτον και στο Λονδίνο θεωρούσε ότι ο Στάλιν είχε κάθε λόγο να είναι υποχωρητικός απέναντί τους, υπό το φόβο των ενδεχόμενων συνεπειών σε διαφορετική περίπτωση. Ο Σοβιετικός ηγέτης είχε σαφή επίγνωση του πόσο τεράστιο ήταν το επίτευγμα της χώρας του να βγει νικήτρια στη μάχη της μέχρι θανάτου με το ναζιστικό τέρας. Όμως ήξερε επίσης ότι αρκετοί εντός της αμερικάνικης και βρετανικής ηγεσίας, προεξαρχόντων του Patton και του Τσώρτσιλ, έτρεφαν βαθύ μίσος για τη Σοβιετική Ένωση, μέχρι του σημείου να σκέφτονται ακόμα και το ενδεχόμενο ενός πολέμου εναντίον της αμέσως μετά την ήττα του κοινού εχθρού της Γερμανίας, κατά προτίμηση με μία πορεία προς τη Μόσχα, αγκαλιά με τα ναζιστικά απομεινάρια· το σχέδιο, ονόματι Επιχείρηση Αδιανόητο (Operation Unthinkable), ήταν γέννημα του Τσώρτσιλ. Ο Στάλιν είχε κάθε λόγο να θέλει να αποφύγει αυτό το σενάριο.
Οι βλέψεις των Σοβιετικών σχετικά με πιθανές αποζημιώσεις και την ασφάλειά τους δεν ήταν καθόλου παράλογες· η βρετανική και η αμερικανική ηγεσία είχαν αναγνωρίσει τη νομιμότητά τους, είτε άμεσα είτε εμμέσως, κατά τη διάρκεια μίας συνάντησης των Τριών Μεγάλων στη Γιάλτα τον Φεβρουάριο του 1945. Παρ’ όλα αυτά, η Ουάσινγκτον και το Λονδίνο δεν έβλεπαν με καλό μάτι την πιθανότητα να λάβουν οι Σοβιετικοί ό,τι τους αναλογούσε μετά από όλες τις θυσίες που είχαν κάνει και την προσπάθεια που είχαν καταβάλει στο όνομα του κοινού αντι-ναζιστικού αγώνα. Ειδικότερα οι Αμερικάνοι είχαν τα δικά τους σχέδια τόσο σχετικά με την μεταπολεμική Γερμανία όσο και για την ανατολική και δυτική Ευρώπη γενικότερα. Για παράδειγμα, οι αποζημιώσεις ενδεχομένως να έδιναν τη δυνατότητα στους Σοβιετικούς να συνεχίσουν με επιτυχία το έργο της οικοδόμησης μιας κομμουνιστικής κοινωνίας, ενός συστήματος αντίθετου προς το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα του οποίου οι Η.Π.Α. ήταν ο αναμφισβήτητος ηγέτης.
Αυτό που κυρίως επιδίωκε ο θείος Σαμ για την Πολωνία και την υπόλοιπη ανατολική Ευρώπη ήταν να επιβάλει κυβερνήσεις, δημοκρατικές ή μη, που θα ακολουθούσαν μια φιλελεύθερη οικονομική πολιτική «ανοιχτών θυρών» για τα αμερικάνικα προϊόντα και τα επενδυτικά κεφάλαια. Ενώ ο Ρούζβελτ είχε επιδείξει μία κάποια κατανόηση για τους Σοβιετικούς, μετά τον θάνατό του στις 12 Απριλίου 1945, ο Χάρρυ Τρούμαν που τον διαδέχτηκε δεν είχα καμμία διάθεση αναγνώρισης ή κατανόησης της σοβιετικής πλευράς. Τόσο ο ίδιος όσο και οι σύμβουλοί του απεχθάνονταν την ιδέα του να λάβουν σημαντικές αποζημιώσεις οι Σοβιετικοί από τους Γερμανούς, από τη στιγμή που κάτι τέτοιο αυτόματα θα απέκλειε το ενδεχόμενο να μετατραπεί η Γερμανία σε μία προσοδοφόρα αγορά για τα αμερικάνικα προϊόντα και επενδυτικά κεφάλαια. Συν τοις άλλοις, το θεωρούσαν αδιανόητο να χρησιμοποιήσουν οι σοβιετικοί τα γερμανικά χρήματα για να χτίσουν ένα σοσιαλιστικό σύστημα το οποίο θα ερχόταν σε αντίθεση με το καπιταλιστικό.
Οι σοβιετικές βλέψεις ήταν απολύτως εύλογες και οι Σοβιετικοί ηγέτες, συμπεριλαμβανομένου του Στάλιν (για τον οποίο υπάρχει συχνά η λανθασμένη εντύπωση ότι έπαιρνε μόνος του όλες τις αποφάσεις), είχαν την πρόθεση να προχωρήσουν σε σοβαρές παραχωρήσεις. Υπήρχε περιθώριο διαλόγου μαζί τους, όμως ένας τέτοιος διάλογος απαιτούσε από τους δυτικούς να επιδείξουν υπομονή και κατανόηση της σοβιετικής πλευράς και να αποδεχτούν το γεγονός ότι η Σοβιετική Ένωση δεν είχε σκοπό να φύγει με άδεια χέρια από τις όποιες διαπραγματεύσεις. Ο Τρούμαν από την πλευρά του δεν είχε καμμία διάθεση να εμπλακεί σε έναν τέτοιο διάλογο – το ότι το ενδιαφέρον του Στάλιν για διάλογο ήταν γνήσιο και ότι ο ίδιος δεν είχε παράλογες απαιτήσεις θα φαινόταν αργότερα στην περίπτωση των μεταπολεμικών ρυθμίσεων για τη Φινλανδία και την Αυστρία· όταν ήρθε η ώρα, ο κόκκινος στρατός αποχώρησε από αυτές τις χώρες χωρίς να αφήσει πίσω του κάποιο κομμουνιστικό καθεστώς.
Ο Τρούμαν και οι σύμβουλοί του ήλπιζαν ότι θα ανάγκαζαν τελικά τους σοβιετικούς να παραιτηθούν από το αίτημα των γερμανικών αποζημιώσεων και ότι θα αποσύρονταν όχι μόνο από την ανατολική Γερμανία αλλά επίσης και από την Πολωνία και την υπόλοιπη ανατολική Ευρώπη. Με αυτόν τον τρόπο οι Αμερικάνοι και οι Βρετανοί θα είχαν το ελεύθερο να δράσουν σε αυτές τις περιοχές όπως είχαν κάνει και στη δυτική Ευρώπη. Ο Τρούμαν επιπλέον ήλπιζε ότι θα μπορούσε να εξωθήσει τους Σοβιετικούς να θέσουν ένα τέρμα στο κομμουνιστικό τους πείραμα το οποίο αποτελούσε ακόμα πηγή έμπνευσης για διάφορους «κόκκινους» ριζοσπάστες και επαναστάτες παντού στη γη, ακόμα και μέσα στις Η.Π.Α.
Την άνοιξη του 1945 ο Τσώρτσιλ είχε πετάξει την ιδέα για μια κοινή επιχείρηση αμερικανικών και βρετανικών στρατευμάτων, μαζί με τα ναζιστικά υπολείμματα, κατά της Μόσχας. Όμως το σχέδιο αυτό, ονόματι Επιχείρηση Αδιανόητο, τελικά εγκαταλείφθηκε, κυρίως λόγω της αντίδρασης εκ μέρους στρατιωτών και πολιτών, όπως είχε συμβεί και με την πιθανότητα ένοπλης επέμβασης στον ρωσσικό εμφύλιο πόλεμο. Ο Τρούμαν μάλλον απογοητεύτηκε από αυτή την εξέλιξη, όπως μάλλον θα απογοητεύτηκε και ο Patton, ο οποίος ανέμενε ότι θα έπαιζε πάλι κρίσιμο ρόλο. Όμως στις 25 Απριλίου 1945, λίγες μόνος μέρες πριν τη γερμανική παράδοση, έλαβε μία συγκλονιστική είδηση. Τον ενημέρωσαν σχετικά με το άκρως απόρρητο σχέδιο Μανχάταν για την κατασκευή της ατομικής βόμβας, ή S-1, όπως ήταν το κωδικό του όνομα. Αυτό το νέο και ισχυρό όπλο, στο οποίο οι Αμερικάνοι δούλευαν για χρόνια, ήταν σχεδόν έτοιμο και αν οι δοκιμές ήταν επιτυχείς σύντομα θα ήταν διαθέσιμο προς χρήση. Ο Τρούμαν και οι σύμβουλοί του μοιάζει σαν ξαφνικά να μαγεύτηκαν από ένα «όραμα παντοδυναμίας», όπως το έχει αποκαλέσει ο διακεκριμένος Αμερικάνος ιστορικός William Appleman Williams. Ήταν πλέον πεπεισμένοι ότι αυτό το νέο όπλο θα τους επέτρεπε να επιβάλουν τη θέλησή τους στη Σοβιετική Ένωση. Για τον Τρούμαν, η ατομική βόμβα ήταν ένα «σφυρί» που θα μπορούσε να το κραδαίνει απειλητικά πάνω από τα κεφάλια «εκείνων των αγοριών του Κρεμλίνου».
Χάρη στη βόμβα, θα ήταν πλέον δυνατό να εξαναγκαστεί η Μόσχα σε απόσυρση του κόκκινου στρατού από τη Γερμανία και να αγνοηθεί ο Στάλιν στα θέματα των μεταπολεμικών ρυθμίσεων. Επιπλέον, τώρα έμοιαζε δυνατό να εγκατασταθούν φιλοδυτικά ή ακόμα και αντικομμουνιστικά καθεστώτα στην Πολωνία και σε άλλες χώρες της ανατολικής Ευρώπης και να αποκλειστεί η πιθανότητα επιρροής του Στάλιν σε αυτές. Μάλιστα, από το μυαλό ορισμένων περνούσε μέχρι και η ιδέα ότι η Σοβιετική Ένωση θα γινόταν δεκτική όχι μόνο στα αμερικανικά επενδυτικά κεφάλαια αλλά και εν γένει στην αμερικανική πολιτική και οικονομική επιρροή και ότι αυτή η αιρετική κομμουνιστική χώρα θα επέστρεφε στις αγκάλες της παγκόσμιας καπιταλιστικής εκκλησίας. Όπως γράφει ο Γερμανός ιστορικός Jost Dülffer, «υπάρχουν ενδείξεις ότι ο Τρούμαν πίστευε πως το μονοπώλιο της ατομικής βόμβας θα λειτουργούσε ως ένα πασπαρτού για τις Η.Π.Α. και για τα σχέδιά τους για μία νέα παγκόσμια τάξη». Πράγματι, έχοντας το ατομικό πιστόλι στα χέρια του, ο Αμερικανός πρόεδρος δεν ένιωθε καμμία ανάγκη να συμπεριφέρεται στα «αγόρια του Κρεμλίνου» σαν να ήταν ισότιμοι του, από τη στιγμή που δεν διέθεταν ένα τέτοιο υπερ-όπλο. Ο Gabriel Kolko γράφει ότι «η αμερικανική ηγεσία επέμενε να κατακρίνει αυτάρεσκα τη Ρωσσία και αρνιόταν να διαπραγματευτεί σοβαρά μαζί της απλώς επειδή, ως μία οικονομική και στρατιωτική υπερδύναμη με υπερβάλλουσα αυτοπεποίθηση, είχε την αίσθηση ότι αυτή έπρεπε να ορίσει τη νέα τάξη».
Η κατοχή ενός τόσο ισχυρού νέου όπλου άφηνε να διαφανούν και νέες δυνατότητες σε σχέση με τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην άπω ανατολή και τις μεταπολεμικές διευθετήσεις που θα λάμβαναν εκεί χώρα, οι οποίες ήταν κρίσιμης σημασίας για την αμερικανική ηγεσία. Παρ’ όλα αυτά, θα έπρεπε πρώτα η βόμβα να δοκιμαστεί επιτυχώς και να να είναι διαθέσιμη προς χρήση, πριν βγει αυτός ο άσσος από το μανίκι των Η.Π.Α. Ο Τρούμαν έπρεπε να περιμένει την κατάλληλη στιγμή. Επομένως, δεν είχε ανάγκη τις συμβουλές του Τσώρτσιλ κατά τη διάρκεια των συζητήσεών του με τον Στάλιν για το άμεσο μέλλον της Γερμανίας και της ανατολικής Ευρώπης, ακόμα και «πριν λιώσουν οι στρατιές της δημοκρατίας», δηλαδή πριν αποσυρθούν τα αμερικανικά στρατεύματα από την Ευρώπη. Εν τέλει, ο Τρούμαν αποδέχτηκε να γίνει μία συνάντηση κορυφής των Τριών Μεγάλων στο Βερολίνο, αλλά όχι πριν το καλοκαίρι, όταν και αναμενόταν να είναι έτοιμη η βόμβα.
Η συνάντηση τελικά έλαβε χώρα από τις 17 Ιουλίου μέχρι τις 2 Αυγούστου του 1945, όχι στο βομβαρδισμένο Βερολίνο, αλλά στο κοντινό Πότσνταμ. Εκεί ήταν που ο Τρούμαν έλαβε τελικά το πολυαναμενόμενο μήνυμα ότι η ατομική βόμβα είχε δοκιμαστεί επιτυχώς στις 16 Ιουλίου στο Νέο Μεξικό. Νιώθοντας πλέον αρκετά ισχυρός, μπορούσε να κάνει τις κινήσεις του. Δεν τον ενδιέφερε πλέον να παρουσιάσει ρεαλιστικές προτάσεις στον Στάλιν, παρά μόνο να εγείρει κάθε είδους αδιαπραγμάτευτες απαιτήσεις· την ίδια στιγμή απέρριπτε συνοπτικά όλες τις προτάσεις της σοβιετικής πλευράς, όπως αυτές σχετικά με τις γερμανικές αποζημιώσεις. Ο Στάλιν, ωστόσο, δεν υποχωρούσε, ούτε ακόμα και όταν ο Τρούμαν προσπάθησε να τον εκφοβίσει, ψιθυρίζοντάς του στο αυτό ότι οι Η.Π.Α. διέθεταν πλέον ένα πανίσχυρο νέο όπλο. Ο σοβιετικός ηγέτης, ο οποίος σίγουρα θα είχε πληροφορηθεί για το σχέδιο Μανχάταν από τους κατασκόπους του, παρέμεινε ανέκφραστος και σιωπηλός. Ο Τρούμαν κατέληξε ότι μόνο μια πραγματική επίδειξη της ατομικής βόμβας θα έπειθε τελικά τους σοβιετικούς να υποχωρήσουν. Ως αποτέλεσμα, καμμία συμφωνία επί σημαντικών θεμάτων δεν επιτεύχθηκε στο Πότσνταμ.
Εν τω μεταξύ, οι Ιάπωνες συνέχιζαν να μάχονται στην άπω ανατολή, παρότι βρίσκονταν σε απελπιστική κατάσταση. Δεν ήταν αρνητικοί στο ενδεχόμενο να παραδοθούν, όμως όχι άνευ όρων, όπως απαιτούσαν οι Αμερικάνοι. Στα μάτια των Ιαπώνων, μία άνευ όρων συνθηκολόγηση θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την υπέρτατη ταπείνωση: να εξαναγκαστεί ο αυτοκράτορας Χιροχίτο σε παραίτηση και να δικαστεί για εγκλήματα πολέμου. Η αμερικανική ηγεσία είχε πλήρη επίγνωση της κατάστασης και κάποιοι στο εσωτερικό της, π.χ. ο James Forrestal, υφυπουργός άμυνας που επέβλεπε το πολεμικό ναυτικό, πίστευαν, όπως γράφει ο ιστορικός Gar Alperovitz, ότι «μία δήλωση που θα διαβεβαίωνε τους Ιάπωνες πως η άνευ όρων παράδοση δεν θα συνεπαγόταν την εκθρόνιση του αυτοκράτορα θα έβαζε ένα οριστικό τέλος στον πόλεμο.»
Η άνευ όρων παράδοση σε καμμία περίπτωση δεν συνιστούσε μία επιτακτική απαίτηση που δεν μπορούσε να παρακαμφθεί· εξάλλου στις 7 Μαΐου, στα κεντρικά του στρατηγού Eisenhower στη Reims, είχε γίνει δεκτό το γερμανικό αίτημα για μία καθυστέρηση της κατάπαυσης πυρός για τουλάχιστον 45 ώρες, διάστημα που θα επέτρεπε σε ένα μεγάλο τμήμα των στρατευμάτων τους να διαφύγουν από το ανατολικό μέτωπο έτσι ώστε να καταλήξουν στα χέρια των Αμερικανών και των Βρετανών και όχι των Σοβιετικών. Ακόμα και σε αυτό το τελευταίο στάδιο του πολέμου, πολλές από αυτές τις μονάδες παρέμεναν σε ετοιμότητα (με τα όπλα τους, τις στολές τους και υπό τις διαταγές των δικών τους αξιωματικών) για πιθανή χρήση κατά του κόκκινου στρατού, όπως παραδέχτηκε ο Τσώρτσιλ μετά τον πόλεμο. Επομένως, μία ιαπωνική συνθηκολόγηση ήταν σαφώς μέσα στα πλαίσια του εφικτού, παρά την απαίτηση των Ιαπώνων για παραχώρηση ασυλίας στον Χιροχίτο. Εν τέλει, ο όρος αυτός που έθετε το Τόκυο ήταν ούτως ή άλλως επουσιώδης. Μετά την άνευ όρων παράδοση της Ιαπωνίας, οι Αμερικάνοι δεν ενδιαφέρθηκαν καν να αποδώσουν κατηγορίες στον Χιροχίτο και μόνο χάρη στη δική τους στήριξη ήταν που κατάφερε να παραμείνει αυτοκράτορας για μερικές ακόμα δεκαετίες.
Για ποιον λόγο οι Ιάπωνες πίστευαν ότι είχαν την πολυτέλεια να θέτουν όρους σχετικά με την παράδοσή τους; Ο λόγος ήταν ότι ο κύριος κορμός των δυνάμεών τους στην Κίνα παρέμενε ακέραιος. Θεωρούσαν ότι θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν αυτά τα στρατεύματα για την υπεράσπιση της Ιαπωνίας και ότι με αυτόν τον τρόπο θα ανάγκαζαν τους Αμερικάνους να πληρώσουν βαρύ τίμημα για την αναπόφευκτη τελική τους νίκη. Επρόκειτο όμως για ένα σχέδιο που θα μπορούσε να πετύχει μόνο αν η Σοβιετική Ένωση δεν εμπλεκόταν στο μέτωπο της Άπω Ανατολής, κάτι που θα ανάγκαζε τους Ιάπωνες να διατηρήσουν μεγάλες δυνάμεις στην ηπειρωτική Κίνα. Ήταν, επομένως, η σοβιετική ουδετερότητα που έδινε μία κάποια ελπίδα στην Ιαπωνία· όχι ελπίδα νίκης βέβαια, αλλά ελπίδα ότι η Ουάσινγκτον τελικά θα αποδεχόταν τον όρο τους σχετικά με τον αυτοκράτορα. Ο λόγος που ο πόλεμος με την Ιαπωνία τραβούσε σε μάκρος είναι, σε έναν βαθμό, το γεγονός ότι η Ε.Σ.Σ.Δ. δεν είχε εμπλακεί σε αυτόν. Ωστόσο, ο Στάλιν είχε υποσχεθεί ήδη από το 1943 ότι θα κήρυττε τελικά τον πόλεμο στην Ιαπωνία εντός τριών μηνών μετά τη γερμανική συνθηκολόγηση, υπόσχεση που είχε επαναλάβει και στις 17 Ιουλίου 1945 από το Πότσνταμ. Συνεπώς, η Ουάσινγκτον ανέμενε μία σοβιετική επίθεση κατά της Ιαπωνίας στις αρχές του Αυγούστου. Γνώριζε πολύ καλά ότι οι Ιάπωνες βρίσκονταν σε απελπιστική κατάσταση. «Μόλις γίνει και αυτό, τέλειωσαν οι γιαπωνέζοι», θα έγραφε ο Τρούμαν στο ημερολόγιό του, αναφερόμενος στην αναμενόμενη σοβιετική επέμβαση στην άπω ανατολή.
Επιπλέον, το αμερικανικό ναυτικό διαβεβαίωνε την Ουάσινγκτον ότι ήταν σε θέση να αποτρέψει κινήσεις των Ιαπώνων με την πρόθεση να μεταφέρουν στρατεύματα από την Κίνα στην πατρίδα τους ώστε να βοηθήσουν στην άμυνα κατά μιας αμερικανικής εισβολής. Σε τελική ανάλυση, ήταν αμφίβολο αν θα ήταν καν απαραίτητη μία αμερικανική εισβολή στην Ιαπωνία, από τη στιγμή που ο ισχυρός αμερικανικός στόλος θα μπορούσε απλά να προχωρήσει σε αποκλεισμό των ιαπωνικών νήσων κι έτσι να φέρει τους Ιάπωνες προ του διλήμματος του να συνθηκολογήσουν ή να πεθάνουν από την πείνα.
Ο Τρούμαν είχε, επομένως, πολλές εναλλακτικές αν ήθελε να τελειώσει τον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας χωρίς να εξαναγκαστεί σε περαιτέρω θυσίες. Κατ’ αρχάς μπορούσε να αποδεχτεί τον ασήμαντο όρο των Ιαπώνων για παραχώρηση ασυλίας στον αυτοκράτορά τους. Μπορούσε να περιμένει μέχρι ο κόκκινος στρατός να επιτεθεί στους Ιάπωνες στην περιοχή της Κίνας, αναγκάζοντας το Τόκυο να αποδεχτεί μία άνευ όρων παράδοση. Τέλος, μπορούσε να προβεί σε ναυτικό αποκλεισμό της Ιαπωνίας, κάτι που θα την εξανάγκαζε να υποχωρήσει αργά ή γρήγορα. Ο Τρούμαν και οι σύμβουλοί του απέρριψαν όλες αυτές τις εναλλακτικές. Αντιθέτως, επέλεξαν να θέσουν την Ιαπωνία εκτός μάχης με την ατομική βόμβα.
Αυτή η μοιραία απόφαση που θα κόστιζε τη ζωή σε εκατοντάδες χιλιάδες, κατά κύριο λόγο απλούς πολίτες, προσέφερε, από την άλλη, κάποια σημαντικά πλεονεκτήματα στους Αμερικανούς. Πρώτον, υπήρχε το ενδεχόμενο η βόμβα να εξαναγκάσει το Τόκυο σε παράδοση πριν οι σοβιετικοί εμπλακούν πολεμικά στην Ασία. Σε αυτή την περίπτωση, δεν θα υπήρχε λόγος να επιτραπεί στη Μόσχα να συμμετέχει στις αποφάσεις για τη μεταπολεμική Ιαπωνία, για τα εδάφη που είχε καταλάβει (π.χ., την Κορέα και την Μαντζουρία) και γενικότερα για την Άπω Ανατολή και την περιοχή του Ειρηνικού. Οι Η.Π.Α. θα είχαν έτσι τη δυνατότητα να αποκτήσουν απόλυτη ηγεμονία επί αυτού του μέρους του κόσμου, κάτι που αποτελούσε τον πραγματικό, αν και όχι δημόσια δεδηλωμένο, σκοπό της Ουάσινγκτον στη σύγκρουσή της με την Ιαπωνία. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο απορρίφθηκε η επιλογή του ναυτικού αποκλεισμού: θα χρειάζονταν μήνες προτού συνθηκολογήσει η Ιαπωνία, κάτι που θα έδινε χρόνο στη Σοβιετική Ένωση ώστε να προλάβει να μπει στον πόλεμο.
Ο κίνδυνος από μία σοβιετική επέμβαση στον πόλεμο της Άπω Ανατολής ήταν να αποκτήσουν οι σοβιετικοί το ίδιο πλεονέκτημα που είχαν αποκτήσει και οι Αμερικάνοι με τη δική τους, σχετικά καθυστερημένη, επέμβαση στον πόλεμο της Ευρώπης, δηλαδή να αποκτήσουν δικαίωμα συμμετοχής στις συζητήσεις και στις αποφάσεις που θα λαμβάνονταν για τη μοίρα του ηττημένου εχθρού, για τα νέα σύνορα και για τις μεταπολεμικές κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές δομές, κάτι που θα τους προσκόμιζε τεράστιο κύρος και άλλα ωφελήματα. Η Ουάσινγκτον δεν ήθελε σε καμμία περίπτωση να αποκτήσει η Σοβιετική Ένωση ένα τέτοιο δικαίωμα. Αφού πρώτα είχαν εξουδετερώσει τον μεγάλο ιμπεριαλιστή ανταγωνιστή τους σε αυτή την πλευρά του κόσμου, οι Αμερικάνοι δεν είχαν καμμία διάθεση να βρεθούν ενώπιον ενός νέου αντιπάλου, του οποίου, συν τοις άλλοις, η απεχθής κομμουνιστική ιδεολογία έβρισκε όλο και περισσότερα ευήκοα ώτα σε πολλές ασιατικές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Κίνα. Η χρήση της ατομικής βόμβας θα έδινε στην αμερικανική ηγεσία τη δυνατότητα να αποτελειώσει την Ιαπωνία πιο γρήγορα και να ξεκινήσει την αναδιοργάνωση της άπω ανατολής χωρίς τη συμμετοχή των ενοχλητικών Σοβιετικών.
Η ατομική βόμβα προσέφερε ένα ακόμα σημαντικό πλεονέκτημα στην αμερικανική ηγεσία. Μετά τη συνάντηση στο Πότσνταμ, ο Τρούμαν ήταν πλέον πεπεισμένος ότι μόνο μία επίδειξη αυτού του νέου όπλου σε πραγματικές συνθήκες θα έκανε τον Στάλιν πιο διαλλακτικό. Η ισοπέδωση μίας ιαπωνικής πόλης με την ατομική βόμβα έμοιαζε να είναι το τέλειο τέχνασμα που θα εκφόβιζε τους σοβιετικούς και θα τους εξανάγκαζε να κάνουν γενναίες παραχωρήσεις όσον αφορά στις μεταπολεμικές ρυθμίσεις για τη Γερμανία, την Πολωνία και άλλες χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Ο James F. Byrnes, υπουργός εξωτερικών της κυβέρνησης Τρούμαν, λέγεται ότι δήλωσε αργότερα πως η ατομική βόμβα χρησιμοποιήθηκε με σκοπό να λειτουργήσει ως μία επίδειξη ισχύος που θα έκανε τους Σοβιετικούς πιο παραχωρητικούς στα θέματα της Ευρώπης.
Εφόσον ο επιθυμητός στόχος ήταν η τρομοκράτηση των Σοβιετικών (αλλά και του υπόλοιπου κόσμου), τότε προφανώς η βόμβα θα έπρεπε να πέσει σε μία μεγάλη πόλη. Πιθανότατα για αυτόν τον λόγο ήταν που ο Τρούμαν απέρριψε την πρόταση μερικών επιστημόνων από το σχέδιο Μανχάταν να γίνει επίδειξη της ισχύος της μέσω της ρίψης της σε κάποιο ακατοίκητο νησί του Ειρηνικού: οι καταστροφές και το θανατικό δεν θα είχαν την απαραίτητη έκταση. Το άλλο πρόβλημα ήταν το ενδεχόμενο εξευτελισμού των Αμερικανών, σε περίπτωση που η βόμβα δεν λειτουργούσε όπως αναμενόταν και πάθαινε κάποια βλάβη. Μία τέτοια αστοχία της βόμβας θα περνούσε, από την άλλη, απαρατήρητη αν αυτή έπεφτε αναπάντεχα και χωρίς προηγούμενες ανακοινώσεις σε κάποια ιαπωνική πόλη. Έπρεπε να βρεθεί κάποια μεγάλη ιαπωνική πόλη, αλλά όχι το Τόκυο, το οποίο εξάλλου ήταν ήδη ισοπεδωμένο από προηγούμενους συμβατικούς βομβαρδισμούς, με αποτέλεσμα να υπάρχει το ενδεχόμενο η όποια επιπλέον καταστροφή από την ατομική βόμβα να μη φαντάζει αρκετά εντυπωσιακή. Πολύ λίγες πόλεις ήταν αρκετά «παρθένες» για την ατομική βόμβα. Ο λόγος; Στις αρχές Αυγούστου του 1945 μόνο δέκα πόλεις άνω των 100.000 κατοίκων παρέμεναν σχετικά άθικτες από τους βομβαρδισμούς, με αρκετές από αυτές να βρίσκονται εκτός εμβέλειας των βομβαρδιστικών (λόγω της ανύπαρκτης ιαπωνικής αεράμυνας, τα βομβαρδιστικά είχαν αρχίσει πλέον να καταστρέφουν πόλεις με λιγότερους από 30.000 κατοίκους). Η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι δεν είχαν αυτή την τύχη.
Η κατασκευή της ατομικής βόμβας ολοκληρώθηκε ακριβώς την κατάλληλη στιγμή, πριν προλάβει η Σοβιετική Ένωση να εμπλακεί στην άπω Aνατολή. Η Χιροσίμα ισοπεδώθηκε στις 6 Αυγούστου 1945, αλλά η ιαπωνική ηγεσία δεν προσέφερε αμέσως μία άνευ όρων συνθηκολόγηση. Ο λόγος ήταν ότι το μέγεθος της καταστροφής ήταν φυσικά μεγάλο, αλλά όχι μεγαλύτερο από αυτό που είχαν προκαλέσει προηγούμενες αεροπορικές επιδρομές στο Τόκυο, όπως, π.χ., αυτές στις 9 και 10 Μαρτίου 1945 όταν χιλιάδες βομβαρδιστικά προκάλεσαν περισσότερες καταστροφές και θανάτους από την «παρθενική» ατομική επίθεση στη Χιροσίμα. Αυτή η εξέλιξη χάλασε σε ένα βαθμό τα σχέδια του Τρούμαν. Στις 8 Αυγούστου 1945 (τρεις μήνες ακριβώς μετά τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας στο Βερολίνο), πριν ακόμα το Τόκυο παραδοθεί, η Ε.Σ.Σ.Δ. κήρυξε τον πόλεμο στην Ιαπωνία και την επόμενη ημέρα ο κόκκινος στρατός εξαπέλυσε επίθεση κατά των ιαπωνικών στρατευμάτων στη βόρεια Κίνα. Από αυτό το σημείο και μετά, ο σκοπός του Τρούμαν και των συμβούλων του ήταν να τερματίσουν τον πόλεμο όσο το δυνατόν γρηγορότερα έτσι ώστε να περιορίσουν κάπως τη «ζημιά» (όπως αυτοί την αντιλαμβάνονταν) από την σοβιετική επέμβαση.
Στις 10 Αυγούστου 1945, μόλις μία ημέρα μετά την είσοδο της Σοβιετικής Ένωσης στον πόλεμο της άπω ανατολής, έπεσε και η βόμβα στο Ναγκασάκι. Σχετικά με αυτόν τον βομβαρδισμό, στον οποίο χάθηκαν και πολλοί Ιάπωνες καθολικοί, ένας Αμερικανός, πρώην στρατιωτικός ιερέας, είχε κάνει την εξής δήλωση: «Αυτός νομίζω ότι είναι ένας λόγος που έριξαν τη δεύτερη βόμβα. Να συντομεύουν τα πράγματα. Να τους αναγκάσουν να παραδοθούν πριν έρθουν οι Ρώσσοι» (ο ιερέας αυτός ίσως δεν γνώριζε ότι, μεταξύ των 75.000 ανθρώπινων πλασμάτων που «αποτεφρώθηκαν, απανθρακώθηκαν και εξατμίστηκαν ακαριαία» στο Ναγκασάκι, ήταν και αρκετοί Ιάπωνες καθολικοί, αλλά και άγνωστος αριθμός συμμαχικών αιχμαλώτων πολέμου που κρατούνταν σε στρατόπεδα και των οποίων η παρουσία ήταν γνωστή στην αεροπορική διοίκηση, χωρίς αυτό να τη συγκινήσει).


Ο λόγος που η Ιαπωνία παραδόθηκε δεν ήταν οι ατομικές βόμβες, αλλά η είσοδος των Σοβιετικών στον πόλεμο. Μετά την ολοσχερή καταστροφή τόσων μεγάλων πόλεων, ο αφανισμός της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι, όσο απεχθής κι αν φάνταζε, δεν είχε μεγάλη σημασία από στρατηγική άποψη. Όμως η σοβιετική κήρυξη πολέμου αποτελούσε μοιραίο πλήγμα, μιας και απέκλειε πλέον κάθε ελπίδα να μπορέσει το Τόκυο να υποβάλει έστω κάποιους όρους ήσσονος σημασίας στην αναπόφευκτη συνθηκολόγησή του. Επιπλέον, η ιαπωνική ηγεσία γνώριζε ότι θα χρειάζονταν μήνες πριν τα αμερικανικά στρατεύματα καταφέρουν να αποβιβαστούν στην Ιαπωνία, παρά τους βομβαρδισμούς στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι. Ο κόκκινος στρατός, από την άλλη, προχωρούσε τόσο γρήγορα ώστε υπολογιζόταν ότι μέσα σε δέκα ημέρες θα είχε περάσει τα ιαπωνικά σύνορα. Με άλλα λόγια, λόγω της σοβιετικής εμπλοκής, το Τόκυο ξέμεινε από χρόνο, αλλά και από εναλλακτικές, πέραν αυτής της άνευ όρων παράδοσης. Η Ιαπωνία παραδόθηκε λόγω της σοβιετικής κήρυξης πολέμου και όχι λόγω του βομβαρδισμού της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι. Ακόμα και χωρίς τις ατομικές βόμβες, η σοβιετική είσοδος στον πόλεμο θα ήταν αρκετή ώστε να οδηγήσει το Τόκυο σε παράδοση. Η ιαπωνική ηγεσία χρειάστηκε, όμως, λίγο χρόνο. Η επίσημη συνθηκολόγηση έλαβε χώρα στις 14 Αυγούστου 1945.
Η αξιοσημείωτη πρόοδος του κόκκινου στρατού κατά τις τελευταίες αυτές μέρες του πολέμου προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια στον κύκλο του Τρούμαν. Οι Σοβιετικοί είχαν αρχίσει μάλιστα να εκδιώκουν τους Ιάπωνες από την κορεατική αποικία τους, συνεργαζόμενοι με ένα κορεατικό απελευθερωτικό κίνημα υπό την ηγεσία του Κιμ Ιλ-Σουνγκ, το οποίο αποδείχθηκε εξαιρετικά λαοφιλές κι επομένως προοριζόταν να αναλάβει τα ηνία της χώρας μετά την απελευθέρωσή της από τον επαχθή ιαπωνικό ζυγό της αποικιοκρατίας. Ωστόσο, η προοπτική μιας ανεξάρτητης σοσιαλιστικής Κορέας δεν ήταν μέσα στα αμερικανικά σχέδια για την μεταπολεμική άπω ανατολή. Η Ουάσινγκτον έσπευσε, λοιπόν, να στείλει στρατεύματα για να καταλάβουν το νότιο τμήμα της χερσονήσου, με τους σοβιετικούς να συμφωνούν σε μία διχοτόμηση της χώρας η οποία υποτίθεται ότι θα ήταν προσωρινή, αλλά τελικά κρατάει μέχρι σήμερα.
Όπως έδειχναν τα πράγματα, οι Αμερικάνοι θα αναγκάζονταν τελικά να φορτωθούν και τους Σοβιετικούς συμμάχους τους στα θέμα της άπω Ανατολής, αλλά ο Τρούμαν φρόντισε να αποτρέψει αυτό το ενδεχόμενο. Αρνήθηκε να δεχτεί ότι η πρότερη συνεργασία των τριών μεγάλων δυνάμεων στην Ευρώπη είχε δημιουργήσει κάποιο προηγούμενο κι έτσι απέρριψε το αίτημα του Στάλιν στις 15 Αυγούστου 1945 για μια σοβιετική κατοχική ζώνη μέσα στην ηττημένη χώρα του ανατέλλοντος ήλιου. Και στην τελετή παράδοσης της Ιαπωνίας στις 2 Σεπτεμβρίου 1945 πάνω στο αμερικανικό θωρηκτό Μιζούρι, που είχε αράξει στον κόλπο του Τόκυο, επιτράπηκε μεν σε αντιπροσώπους της Σοβιετικής Ένωσης και άλλων συμμάχων, όπως της Μεγάλης Βρετανίας και της Ολλανδίας να είναι παρόντες, αλλά μόνο σαν ασήμαντοι κομπάρσοι. Η Ιαπωνία δεν τεμαχίστηκε σε ζώνες κατοχής, όπως η Γερμανία. Μόνο οι Αμερικάνοι θα είχαν δικαιώματα πάνω της. Ο στρατηγός MacArthur, ως Αμερικανός αντιβασιλέας στο Τόκυο, φρόντισε ώστε καμία άλλη δύναμη να μην έχει λόγο στα ζητήματα της μεταπολεμικής Ιαπωνίας, ανεξαρτήτως του πόσο είχε συμβάλει στην από κοινού νίκη εναντίον της.
Οι Αμερικάνοι κατακτητές αναδιοργάνωσαν τη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου σύμφωνα με τις δικές τους ιδέες και τα δικά τους συμφέροντα. Τον Σεπτέμβριο του 1951, οι Η.Π.Α., όντας πλέον πλήρως ικανοποιημένες, θα υπέγραφαν τελικά συνθήκη ειρήνης με την Ιαπωνία. Η Ε.Σ.Σ.Δ., από την άλλη, της οποίας τα συμφέροντα δεν είχαν ληφθεί καθόλου υπόψιν, δεν την συνυπέγραψε. Οι σοβιετικοί αποσύρθηκαν από τις περιοχές που είχαν απελευθερώσει στην Κίνα και στην Κορέα, αλλά αρνήθηκαν να αποχωρήσουν και από ιαπωνικά εδάφη, όπως η νήσος Σαχαλίνη και οι Κουρίλες νήσοι, που είχαν καταληφθεί από τον κόκκινο στρατό κατά τις τελευταίες ημέρες του πολέμου. Οι Αμερικάνοι θα τους ασκούσαν σκληρή κριτική για αυτή τους τη στάση κατόπιν, συμπεριφερόμενοι σαν η δική τους στάση να μην είχε καμμία σχέση με αυτή των Σοβιετικών.
Η αμερικανική ηγεσία θεωρούσε ότι, μετά τον βιασμό της Κίνας από τους Ιάπωνες, μετά τον εξευτελισμό των μεγάλων, παραδοσιακών, αποικιοκρατικών δυνάμεων, όπως η Μ. Βρετανία, η Γαλλία και η Ολλανδία και μετά τη δική της νίκη επί της Ιαπωνίας, το μόνο που έμενε για να πραγματοποιήσει το όνειρό της περί μίας απόλυτης κυριαρχίας σε αυτό το κομμάτι του κόσμου ήταν ο αποκλεισμός της Ε.Σ.Σ.Δ. από την Άπω Ανατολή, κάτι που φαινόταν σχεδόν βέβαιο. Όταν η Κίνα «χάθηκε», πέφτοντας στα χέρια των κομμουνιστών του Μάο μετά τον πόλεμο, η απογοήτευση και η δυσαρέσκειά τους εντάθηκαν ακόμα περισσότερο. Τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα όταν το βόρειο κομμάτι της Κορέας, μία πρώην ιαπωνική αποικία την οποία οι Η.Π.Α. φιλοδοξούσαν να μετατρέψουν, μαζί με την Ιαπωνία, σε υποτακτικό σε αυτές κράτος, αποφάσισε να ακολουθήσει το δικό της, ιδιοσυγκρασιακό δρόμο προς τον σοσιαλισμό· ενώ στο Βιετνάμ ένα λαοφιλές κίνημα ανεξαρτησίας υπό την ηγεσία του Χο Τσι Μινχ σχεδίαζε επίσης ένα μέλλον για τη χώρα του που ήταν ασύμβατο με τις μεγαλεπήβολες φιλοδοξίες των Η.Π.Α. Οι πόλεμοι στην Κορέα και στο Βιετνάμ επομένψς δεν αποτέλεσαν έκπληξη. Οι Η.Π.Α. παραλίγο να εμπλακούν σε ένοπλη σύγκρουση ακόμα και με την «κόκκινη Κίνα».
Για την παράδοση της Ιαπωνίας δεν ήταν αναγκαίο να χρησιμοποιηθούν οι ατομικές βόμβες. Όπως θα παραδεχόταν και μια εις βάθος αμερικανική μελέτη «είναι βέβαιο ότι η Ιαπωνία θα είχε παραδοθεί πριν τις 31 Δεκεμβρίου 1945, ακόμα και αν δεν είχε γίνει χρήση των ατομικών βομβών, ακόμα και αν η Ρωσσία δεν είχε μπει στον πόλεμο, ακόμα και αν δεν υπήρχαν σχέδια για μία εισβολή». Στην ίδια παραδοχή έχουν προχωρήσει και πολλοί από την στρατιωτική αμερικανική ηγεσία, μεταξύ των οποίων ο Henry “Hap ” Arnold, ο Chester Nimitz, ο William “Bull ” Halsey, ο Curtis LeMay, ακόμα και ο μελλοντικός πρόεδρος Dwight Eisenhower. Παρ’ όλα αυτά, ο Τρούμαν επέμενε στη χρήση της βόμβας για διάφορους λόγους και όχι απλά για να εξαναγκάσει τους Ιάπωνες σε παράδοση. Ο στόχος του ήταν να κρατήσει τους σοβιετικούς μακριά από την Άπω Ανατολή και να τρομοκρατήσει την ηγεσία τους έτσι ώστε να μπορεί η Ουάσινγκτον να επιβάλει τη θέλησή της στα ζητήματα της Ευρώπης. Και για αυτούς τους λόγους έγιναν σκόνη η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Δεν είναι λίγοι οι Αμερικάνοι ιστορικοί που γνωρίζουν καλά τι συνέβη. Ο Sean Dennis Cashman γράφει: «Καθώς τα χρόνια έχουν περάσει, πολλοί ιστορικοί έχουν καταλήξει πλέον ότι ο βόμβα χρησιμοποιήθηκε για πολιτικούς λόγους… Ο Vannevar Bush (επικεφαλής του αμερικανικού Γραφείου Επιστημονικής Έρευνας και Ανάπτυξης) δήλωσε ότι η βόμβα “ήταν έτοιμη προς παράδοση ακριβώς την κατάλληλη στιγμή ώστε να μη χρειαστεί να γίνουν παραχωρήσεις προς τη Ρωσσία μετά το τέλος του πολέμου”. Ο υπουργός εξωτερικών (επί Τρούμαν) James F. Byrnes ποτέ του δεν αρνήθηκε μία δήλωση που του αποδίδεται σύμφωνα με την οποία η βόμβα χρησιμοποιήθηκε ως επίδειξη της αμερικανικής ισχύος προς τη Σοβιετική Ένωση ώστε αυτή να γίνει πιο διαλλακτική στην Ευρώπη.»
Ο ίδιος ο Τρούμαν, ωστόσο, δήλωνε υποκριτικά εκείνη την εποχή ότι ο σκοπός των δύο πυρηνικών βομβαρδισμών ήταν «να φέρουν πίσω τα αγόρια μας από το μέτωπο», δηλαδή να τελειώσει γρήγορα ο πόλεμος χωρίς να χρειαστούν περαιτέρω θυσίες από την αμερικανική πλευρά. Τα αμερικανικά μέσα πρόβαλαν αυτή την εξήγηση χωρίς καμμία διάθεση κριτικής και έτσι δημιουργήθηκε ο σχετικός μύθος, με τη βοήθεια και ιστορικών του συρμού, τόσο στις Η.Π.Α. όσο και ανά τον κόσμο γενικότερα, αλλά και με τη βοήθεια του Χόλιγουντ.
Ο μύθος ότι δύο ιαπωνικές πόλεις βομβαρδίστηκαν με πυρηνικά ώστε να εξαναγκαστεί το Τόκυο σε παράδοση κι έτσι να συντομευτεί ο πόλεμος και να σωθούν ζωές είναι ένας μύθος που φέρει πάνω του τη σφραγίδα made in U.S.A. Έγινε όμως αποδεκτός με μεγάλη προθυμία ακόμα και στην Ιαπωνία, της οποίας οι ηγέτες μετά τον πόλεμο, λειτουργώντας ως βασάλοι των Η.Π.Α., έβρισκαν κάτι το πολύ χρήσιμο σε αυτόν. Πρώτον, ο αυτοκράτορας και οι υπουργοί του, οι οποίοι έφεραν σε μεγάλο βαθμό την ευθύνη για έναν πόλεμο που είχε φέρει τόση αθλιότητα στον ιαπωνικό λαό, μπορούσαν να ρίξουν την ευθύνη για την ήττα τους σε αυτό το «καταπληκτικό επιστημονικό επίτευγμα που κανείς δεν ήταν σε θέση να προβλέψει». Πίσω από το εκτυφλωτικό φως των ατομικών εκρήξεων, αυτοί μπορούσαν να κρύψουν τα δικά τους λάθη και παραλείψεις. Ήταν πολλά τα ψέματα που είχε ακούσει ο ιαπωνικός λαός σχετικά με την κρισιμότητα της κατάστασης στο μέτωπο και σχετικά με το πόσο έπρεπε να υποφέρουν όλο και περισσότερο απλά και μόνο για να σώσουν τον αυτοκράτορα. Η βόμβα όμως παρείχε την τέλεια δικαιολογία για την ήττα. Κανένας δεν χρειαζόταν να κατηγορηθεί και να αναλάβει ευθύνες και κανένα εξεταστικό δικαστήριο δεν χρειαζόταν να στηθεί. Οι ηγέτες της Ιαπωνίας ήταν σε θέση να ισχυρίζονται ότι έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν. Κι έτσι η βόμβα χρησιμοποιήθηκε ώστε να εκτρέψει τις όποιες μομφές μακριά από την ιαπωνική ηγεσία.
Δεύτερον, η βόμβα επιδαψίλευσε στην Ιαπωνία τη διεθνή συμπαράσταση. Όπως και η Γερμανία, η Ιαπωνία είχε διεξαγάγει ένα επιθετικό πόλεμο, διαπράττοντας ένα σωρό εγκλήματα πολέμου. Ήταν σημαντικό και για τις δύο αυτές χώρες να βρουν έναν τρόπο ώστε να βελτιώσουν τη διεθνή τους εικόνα, βγάζοντας το μανδύα του θύτη και φορώντας αυτόν του θύματος. Αυτή την λογική ακολούθησε μετά τον πόλεμο η δυτική Γερμανία, εφευρίσκοντας τον μύθο του κόκκινου στρατού, ο οποίος ξεχύθηκε προς το Βερολίνο με την ορμή μίας ορδής φυλετικά κατώτερων Μογγόλων, βιάζοντας στην πορεία του ξανθές Fräulein και λεηλατώντας όποια γραφική πολίχνη έβρισκε στην πορεία του. Με τον ίδιο τρόπο, η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι έδωσαν στην Ιαπωνία τη δυνατότητα να παρουσιάζεται ως ένα έθνος θυματοποιημένο, ένα έθνος που είχε δεχτεί άδικη επίθεση με ένα απάνθρωπο και τρομακτικό όργανο πολέμου.
Τρίτον, με το να επαναλαμβάνουν και οι ίδιοι οι Ιάπωνες σαν φερέφωνα ότι η βόμβα είχε επισπεύσει το τέλος του πολέμου, φρόντιζαν να κρατούν ικανοποιημένους τους Αμερικάνους επικυριάρχους τους. Και αυτοί οι τελευταίοι με τη σειρά τους θα φρόντιζαν να παρέχουν προστασία στις ανώτερες ιαπωνικές τάξεις κατά αιτημάτων για δραστικές κοινωνικές αλλαγές, όπως αυτά που εκφράζονταν από ριζοσπαστικά στοιχεία, μεταξύ των οποίων και οι κομμουνιστές που είχαν μεγάλη απήχηση στα φτωχότερα ιαπωνικά στρώματα με τις απειλές τους κατά της πλουτοκρατίας. Αλλά για μεγάλο διάστημα οι ιαπωνικές ελίτ ανησυχούσαν ότι οι Αμερικάνοι μπορεί να καταργούσαν τον θεσμό του αυτοκράτορα και να δίκαζαν πολλούς κυβερνητικούς αξιωματούχους, τραπεζίτες και βιομηχάνους για εγκλήματα πολέμου. Είχαν, επομένως, κάθε λόγο να ευαρεστούν τους Αμερικάνους. Όπως έχει γράψει ένας Ιάπωνας ιστορικός «αν αυτοί θέλανε να πιστεύουν ότι ήταν η βόμβα που κέρδισε τον πόλεμο, γιατί να τους το χαλάσουμε;» Η αποδοχή του μύθου της Χιροσίμα εκ μέρους των Ιαπώνων έδινε τη δυνατότητα στους Αμερικάνους να φιλοτεχνήσουν για τον εαυτό τους, τόσο στην Ιαπωνία όσο και στην υπόλοιπη Ασία, την εικόνα στρατιωτικά πανίσχυρου αλλά εν τέλει φιλειρηνικού κράτους το οποίο θα εκμεταλλευόταν το μονοπώλιό του επί της ατομικής βόμβας μόνο αν ήταν απολύτως απαραίτητο. Όπως αναφέρει ο Ward Wilson:
«Αν, από την άλλη, η σοβιετική είσοδος στον πόλεμο ήταν αυτή που θα εξανάγκαζε την Ιαπωνία σε παράδοση, τότε οι σοβιετικοί θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι κατάφεραν μέσα σε τέσσερις μέρες ό,τι δεν κατάφεραν οι Η.Π.Α. μέσα σε τέσσερα χρόνια, κάτι που θα προσέδιδε κύρος στον σοβιετικό στρατό και στη σοβιετική διπλωματία. Από τη στιγμή που ξεκίνησε και ο ψυχρός πόλεμος, το να γίνει αποδεκτό ότι η σοβιετική είσοδος ήταν ο κύριος παράγοντας που έκρινε τον πόλεμο θα ισοδυναμούσε με το να προσφέρει κανείς βοήθεια στον εχθρό.»
Με το πέρασμα του χρόνου ο μύθος ότι ο πυρηνικός βομβαρδισμός δύο ιαπωνικών πόλεων ήταν δικαιολογημένος έχει χάσει μεγάλο μέρος από την ευλογοφάνειά του και στις δύο πλευρές του Ειρηνικού. Το 1945 το 85% των Αμερικανών συμμερίζονταν αυτή την άποψη, αλλά το ποσοστό έπεσε στο 63% το 1991 και στο 29% το 2015. Μεταξύ των Ιαπώνων, το 29% ήταν σύμφωνο το 1991 και μόλις το 14% το 2015. Ήταν εμφανές ότι ο μύθος χρειαζόταν μια ενίσχυση, κάτι που έπραξε ένας από τους διαδόχους του Τρούμαν, ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα.
Ο Ομπάμα επισκέφθηκε τη Χιροσίμα τον Μάιο του 2016. Σε μία δημόσια ομιλία, περιέγραψε σε ήρεμο τόνο την ισοπέδωση της πόλης από την ατομική βόμβα το 1945 ως «θάνατο που πέφτει από τον ουρανό», σαν να ήταν χαλάζι ή κάποιο άλλο φυσικό φαινόμενο με το οποίο η δική του χώρα δεν είχε καμμία σχέση και απέφυγε να εκστομίσει την παραμικρή λέξη μετάνοιας ή απολογίας εκ μέρους του θείου Σαμ. Οι New York Times, σε μία ενθουσιώδη αναφορά τους σχετικά με αυτή την προεδρική παράσταση, έγραφαν ότι «πολλοί ιστορικοί είναι της άποψης ότι οι βόμβες στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι, που κόστισαν τη ζωή σε παραπάνω από 200.000 ανθρώπους, τελικά έσωσαν περισσότερες ζωές, εφόσον μία εισβολή θα είχε προκαλέσει πολύ μεγαλύτερη αιματοχυσία». Δεν αναφέρθηκε καν το γεγονός ότι υπάρχουν πολλά γεγονότα που αντικρούουν αυτήν την «πεποίθηση» και ότι πολλοί ιστορικοί πιστεύουν το ακριβώς αντίθετο. Με αυτόν τον τρόπο είναι που διατηρούνται στη ζωή οι μύθοι, ακόμα και αυτοί που βρίσκονται στα τελευταία τους.
Μετάφραση, απόδοση:
Separatrix
