“free” as in “free software”: μικρό αφιέρωμα στο ελεύθερο λογισμικό

Σε θέματα σχετικά με την κατανάλωση και χρήση των ηλεκτρονικών προϊόντων/εμπορευμάτων, συχνά μπορεί κανείς να διαπιστώσει φαινόμενα οπαδισμού μεταξύ των χρηστών / καταναλωτών τους. Η μάχη για το ποιο είναι το καλύτερο κινητό απέναντι στον ανταγωνισμό, ποιο είναι το καλύτερο λειτουργικό σύστημα για PC ή το καλύτερο πρόγραμμα για μια συγκεκριμένη χρήση (π.χ. σχεδιαστική) συγκεντρώνει γύρω από τα αντίστοιχα προϊόντα έναν μεγάλο αριθμό πληρωμένων ή μη δημοσιευμάτων σε ηλεκτρονικά portals, σχολίων, links, και λοιπού ηλεκτρονικού θορύβου, που άλλοτε δηλώνουν απλώς την πίστη σε μια εταιρία, άλλοτε συνοδεύονται από εκτενή τεχνικά κείμενα που δικαιολογούν την προτίμηση του/της αρθρογράφου.

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, των δημοφιλών αναζητήσεων του τύπου “X vs Y”, είναι πιθανό να βρεθεί κανείς μπροστά στο ερώτημα “Windows vs Linux”. Και κάπως έτσι μπορεί να έρθει σε μια πρώτη επαφή με τους όρους free software ή open source software, που δεν αφορούν μόνο το λειτουργικό σύστημα Linux, αλλά και ένα πλήθος άλλων προγραμμάτων που προορίζονται για χρήση σε υπολογιστές. Με μια δεύτερη (προσαρμοσμένη) αναζήτηση των προηγούμενων όρων ο/η κυβερνοναύτης του παραδείγματος μας μπορεί να διαπιστώσει ότι βρίσκεται μπροστά σε μια θάλασσα πληροφοριών και απόψεων που πλέον ξεφεύγουν από τεχνικά ζητήματα και επεκτείνονται σε θέματα φιλοσοφικά, ακόμα και πολιτικά. Μπορεί, για παράδειγμα, να δει ότι οι παραπάνω κατηγορίες λογισμικού αμφισβητούν τα μονοπώλια στην αγορά του λογισμικού και, λιγότερο ή περισσότερο, περιορίζουν ή καταργούν την επιβολή πνευματικών δικαιωμάτων στον “πηγαίο κώδικα” του εκάστοτε προγράμματος, χρησιμοποιώντας μια ανεστραμμένη εκδοχή του copyright (copyleft).

Προχωρώντας ακόμα περισσότερο, και ξεφεύγοντας ίσως πια εντελώς από τον οπαδισμό της κατανάλωσης που περιγράφουμε στην αρχή, θα ανακαλύψει ένα ευρύ φάσμα ακαδημαϊκών ερευνών και θεωρητικών αναλύσεων σχετικά με την ομότιμη παραγωγή (peer-to-peer production – p2p) που βασίζεται στα “κοινά”, απόψεις περί cyber-communism, προσδοκίες για την αλλαγή των σχέσεων παραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος από-τα-μέσα, πολιτισμικές αναλύσεις για την κοινότητα των hackers και την ηθική τους, φιλελεύθερες απόψεις για τη σημασία του “ανοιχτού” στο σύγχρονο καπιταλισμό… Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πάνω στο θέμα “νέες τεχνολογίες και πολιτική”, τα ζητήματα γύρω από το λογισμικό ανοιχτού κώδικα είναι από τα πιο πολυσυζητημένα. Σε τέτοιο βαθμό, που είναι αδύνατο να επιχειρήσουμε εδώ μια επαρκή χαρτογράφηση των απόψεων που κυκλοφορούν. Ακόμα περισσότερο, αν λάβουμε υπόψη ότι ο χαρακτηρισμός “ανοιχτό” – περισσότερο από ότι το “ελεύθερο”, και θα δούμε παρακάτω γιατί – έχει επεκταθεί και συνοδεύει μια πληθώρα πρωτοβουλιών, κινημάτων και θεσμών, που ξεκινούν από το φιλελεύθερο αίτημα για ανοιχτή πρόσβαση, διαφάνεια και συνεργασία και φτάνουν στα ανοιχτά δεδομένα, την ανοιχτή εκπαίδευση ακόμα και την ανοιχτή διακυβέρνηση.1

Σε κάθε περίπτωση, αυτό που θα πρέπει να αναγνωριστεί είναι ότι η ιστορία του ελεύθερου λογισμικού και στη συνέχεια και του λογισμικού ανοιχτού κώδικα αποτελεί κεντρικό σημείο αναφοράς για όσους προσπαθούν να κάνουν πολιτική πάνω στην έννοια του “ανοιχτού” – και δεν είναι λίγοι. Καθώς αντιλαμβανόμαστε ότι αυτή η έννοια αποκτά ολοένα και πιο περίοπτη θέση στη ρητορική της τεχνολογικής αναδιάρθρωσης, αρχικά θα προσεγγίσουμε την ιστορία του free software. Είναι δύσκολο ψάχνοντας για την ιστορία αυτή να αποφύγει κανείς τη “μυθολογία” που την περιβάλλει, κυρίως λόγω της ύπαρξης και του ρόλου προσωπικοτήτων του χώρου μέσα στον οποίο εκτυλίχθηκε.

Το επόμενο κείμενο αποτελείται από επιλεγμένα αποσπάσματα από το βιβλίο του Cristopher Kelty με τίτλο “Two Bits: The Cultural Significance of Free Software” 2 , το οποίο σε αρκετά σημεία του καταφέρνει, κατά τη γνώμη μας, να ξεγλιστρήσει από αυτή την μυθολογία των προσωπικοτήτων και μπαίνει περισσότερο στο ζουμί της υπόθεσης. Στα αποσπάσματα αυτά – άθελα του ή όχι – ο συγγραφέας σκιαγραφεί, μέσα από συγκεκριμένα στιγμιότυπα της ιστορίας του free software, ένα σύνολο κοινωνικών, οικονομικών, νομικών, τεχνικών – εν τέλει πολιτικών – διαδικασιών και διεργασιών, σχετικών με την σφαίρα παραγωγής των ηλεκτρονικών εμπορευμάτων, στην κατηγορία του λογισμικού. Στα επόμενα κείμενα, μέσα από δικές μας σημειώσεις, θα επιχειρήσουμε να επαναφέρουμε κάποια ζητήματα, που προκύπτουν γύρω από την παραγωγή του λογισμικού, από το σύννεφο του καταναλωτισμού και της ακαδημαϊκής (αριστερής ή/και φιλελεύθερης) φλυαρίας στην σύγχρονη πραγματικότητα των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.

για την γέννηση της αλεπούς (Firefox)3
[…]
Το Free Software και η προέλευση του μπορούν να εξιστορηθούν λεπτομερώς μέσα από την ιστορική αφήγηση συγκεκριμένων ειδών πρακτικής: τη δημιουργία ενός κινήματος, το μοίρασμα του πηγαίου κώδικα4, τη σύλληψης της ανοιχτότητας ή των ανοιχτών συστημάτων, τη συγγραφή αδειών copyright και copyleft και τον συντονισμό των συμπράξεων / συνεργασιών [collaborations]. Όλες αυτές οι ιστορίες μαζί περιγράφουν το Free Software. Οι ιστορίες αυτές έχουν το καταληκτικό τους σημείο (ή την αφετηρία τους, μιλώντας γενεαλογικά) τα έτη 1998-99, όταν το Free Software έσκασε στο προσκήνιο: στο εξώφυλλο του περιοδικού Forbes, σαν μέρος της φούσκας του dotcom, και στις αίθουσες συνδεδριάσεων των εταιριών επιχειρηματικού κεφαλαίου (venture-capital firms) και επιχειρήσεων όπως η IBM και η Netscape.

Η πρώτη από αυτές τις πρακτικές – η μορφοποίηση του Free Software σε κίνημα – είναι τόσο η αμέσως προφανής όσο και η δυσκολότερη στην κατανόηση της. Με τον όρο κίνημα αναφέρομαι στην πρακτική, μεταξύ των geeks, να φιλονικούν και να συζητούν για τη δομή και τη σημασία του free software: από τι αποτελείται, περί τίνος πρόκειται, για το αν είναι ή δεν είναι κίνημα. Κάποια geeks αποκάλουν το Free Software κίνημα, και κάποια όχι· κάποια μιλούν για την ιδεολογία και τους σκοπούς του  Free Software και κάποια όχι. Κάποια το αποκαλούν Free Software, ενώ άλλα το αποκαλούν Open Source. Ωστόσο, παρόλες αυτές τις διαφωνίες, τα geeks του Free Software αναγνωρίζουν ότι όλα κάνουν το ίδιο πράγμα: η πρακτική της δημιουργίας ενός κινήματος είναι η πρακτική του να μιλούν για τη σημασία και την αναγκαιότητα των υπόλοιπων τεσσάρων πρακτικών. Ήταν το 1998-99 που τα geeks έρχονται να αναγνωρίσουν ότι όλα κάνανε το ίδιο πράγμα και, σχεδόν αμέσως, να διαφωνήσουν στο γιατί.5

Ένας τρόπος να κατανοήσουμε το κίνημα είναι μέσα από την ιστορία της Netscape και του Mozilla Web browser (που τώρα έιναι γνωστός ως Firefox).

Το Free Software διακλαδώθηκε το 1998 όταν ο όρος Open Source ξαφνικά εμφανίστηκε (ένας όρος που προηγουμένως χρησιμοποιούταν από τη CIA για να αναφερθεί σε αταξινόμητες [ΣτΜ μη εμπιστευτικές] πηγές). Οι δύο όροι είχαν ως αποτέλεσμα δύο διαφορετικά είδη αφήγησης: το πρώτο, που αφορά το Free Software, πηγαίνει πίσω στα 1980s, προωθώντας την ελευθερία του λογισμικού και την αντίσταση στην “περίφραξη” του ιδιόκτητου λογισμικού,  όπως την αποκαλεί ο Richard Stallman, επικεφαλής του Free Software Foundation6· το δεύτερο, που αφορά το Open Source, σχετίζεται με τη φούσκα του dotcom και το κήρυγμα του φιλο-επιχειρηματικού Eric Raymond, ο οποίος εστίασε στην οικονομική αξία και τον περιορισμό του κόστους που αντιπροσώπευε το Open Source, που περιλαμβάνει την πραγματιστική (και πολυμαθησιακή) προσέγγιση που επικρατούσε στην καθημερινή χρήση του Free Software σε μερικές από τις μεγαλύτερες online start-ups (η Amazon, η Yahoo!, η HotWired και άλλες “προωθούσαν” το Free Software χρησιμοποιώντας το για να τρέξουν τα μαγαζιά τους).

Το γεγονός που επέσπευσε αυτο το επιχειρούμενο σημασιολογικό πραξικόπημα ήταν η ελευθέρωση του κώδικα για τον Communicator, Web browser της Netscape. Η σημασία της Netscape για τις  τύχες του Free Software, είναι πολύ δύσκολο να υποτιμηθεί.

Η απόφαση της Netscape να μοιραστεί τον πηγαίο κώδικα θα μπορούσε να φαντάζει αναπάντεχη μόνο στο πλαίσιο της διαδεδομένης πρακτικής της τήρησης του πηγαίου κώδικα ως μυστικού. Η μυστικότητα ήταν μια ευρέως ακολουθούμενη πρακτική προκειμένου να εμποδιστεί η αντιγραφή ενός προγράμματος από τους ανταγωνιστές και η εμφάνιση ενός ανταγωνιστικού προϊόντος, αλλά ήταν και ένα μέσο για τον έλεγχο της αγοράς καθεαυτής.

Κατά τη διάρκεια των 1990s οι “browser wars” αποτέλεσαν αιτία τόσο για τη Netscape όσο και για τη Microsoft να μείνουν μακριά από αυτό το όραμα: κάθε μία είχε υλοποιήσει τις δικές της επεκτάσεις και “χαρακτηριστικά” στους browsers και τους servers… Σε αυτές τις υλοποιήσεις υπήρχαν διάφορα είδη “κακού” που μπορούσαν να κάνουν τους browsers να αποτυγχάνουν στη λειτουργία τους σε διάφορα λειτουργικά συστήματα ή σε συγκεκριμένους τύπους servers.7 Οι “browser wars” επαναλάμβαναν τη μάχη των ανοιχτών συστημάτων από τα 1980s, μια μάχη στην οποία η προσπάθεια προτυποποίησης ενός δικτυακού λειτουργικού συστήματος (UNIX) εμποδιζόταν από τον ανταγωνισμό και τη μυστικότητα, την ίδια στιγμή που τα αφιερωμένα στην ανοιχτότητα κονσόρτσιουμ σχηματίζονταν προκειμένου να προλάβουν την εξάπλωση του κακού. Παρά το γεγονός ότι τόσο η Microsoft όσο και η Netscape ήταν μέλη του W3C [σ.τ.μ.: World Wide Web Consortium], η ασυμβατότητα των browsers τους αντιπροσώπευε ξεκάθαρα τη χειραγώγηση της διαδικασίας προτυποποίησης στο όνομα του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος.

Η δημόσια ανακοίνωση του πηγαίου κώδικα του Communicator αντιμετωπίστηκε έτσι, ως ο μόνος ίσως τρόπος να παρακαμφθεί το δηλητηριασμένο πηγάδι των ανταγωνιστικά εμπλεκόμενων, μη προτυποποιημένων υλοποιήσεων των browsers. Ένας Open Source browser μπορούσε να δημιουργηθεί ώστε να συμμορφώνεται με τα πρότυπα – αν όχι από τα άμεσα μέλη που εμπλέκονται στη δημιουργία του, αλλιώς δημιουργώντας μια διακλάδωση (fork) του προγράμματος που να είναι συμβατή με τα πρότυπα – χάρη στα δικαιώματα αναδιανομής που σχετίζονταν με την Open Source άδεια. Το Open Source θα ήταν η λύση για το πρόβλημα των ανοιχτών συστημάτων που ποτέ δεν είχε λυθεί γιατί ποτέ δεν είχε έρθει ευθέως αντιμέτωπο με το θέμα των πνευματικών δικαιωμάτων. Το Free Software, αντιθέτως, διέθετε μια καλά αναπτυγμένη λύση στην GNU General Public License (GNU GPL), που είναι επίσης γνωστή ως άδεια copyleft, η οποία θα επέτρεπε στο λογισμικό να παραμένει ελεύθερο και θα αναβίωνε την ελπίδα για τη διατήρηση των ανοιχτών προτύπων.

Ωστόσο, η Netscape αμέσως ενεπλάκη σε πολεμική διαμάχη με τους Free Software hackers επειδή επέλεξε να συγγράψει τις δικές της καπαρωμένες άδειες για τη διανομή του πηγαίου κώδικα. Αντί να βασιστεί στις υπάρχουσες άδειες όπως την GNU GPL ή τη Berkeley Systems Distribution (BSD) ή τις άδειες του ΜΙΤ, δημιούργησε τις δικές της: την Netscape Public License (NPL) και την Mozilla Public License. Οι άμεσες ανησυχίες της Netscape είχαν να κάνουν με το υπάρχον δίκτυο συμβολαίων και συμφωνιών με άλλους, τρίτους developers – τόσο με αυτούς που είχαν συνεισφέρει κομμάτια του υπάρχοντα πηγαίου κώδικα  (που η Netscape δεν θα μπορούσε να αναδιανείμει σαν Free Software) όσο και αυτούς που ανέμεναν στο μέλλον να αγοράσουν και να αναδιανείμουν μια εμπορική έκδοση. Οι υπάρχουσες Free Software άδειες ήταν είτε πολύ ανεκτικές, δίνοντας σε τρίτους δικαιώματα που η ίδια η Netscape μπορεί να μην διέθετε είτε πολύ περιοριστικές, δεσμεύοντας τη Netscape να καθιστά τον πηγαίο κώδικα ελεύθερα διαθέσιμο (π.χ. GPL) ενώ είχε ήδη υπογράψει συμβόλαια με αγοραστές για διάθεση μη ελεύθερα διαθέσιμου κώδικα … Προκειμένου να ξεθυμώσει τα geeks του Free Software, η Netscape συνέγραψε μια άδεια για τον υπάρχοντα κώδικα (την NPL) και μια διαφορετική άδεια για νέες συνεισφορές: την Mozilla Public License.

Ένα από τα ατού για την πώληση του Free Software, και ειδικά του μάρκετινγκ του ως Open Source, είναι ότι κινητοποιεί την εργασία χιλιάδων ή εκατοντάδων χιλιάδων εθελοντών συνεισφερόντων [contributors] δια μέσου του Internet. Ένας τέτοιος ισχυρισμός οδηγεί σε μια επίπλαστη συζήτηση για “αυτο-οργανωμένα” συστήματα και τις αναδυόμενες ιδιότητες της κατανεμημένης σύμπραξης/ συνεργασίας [collaboration]. Το δελτίο τύπου της Netscape υποσχόταν την “χρησιμοποίηση της δημιουργικής δύναμης χιλιάδων προγραμματιστών στο Internet ενσωματώνοντας τις καλύτερες από τις βελτιώσεις τους”…”Χαρίζοντας τον πηγαίο κώδικα για μελλοντικές εκδόσεις, μπορούμε να βάλουμε μπρος τη δημιουργική ενεργητικότητα ολόκληρης της Δικτυακής κοινότητας και να δώσουμε καύσιμο σε πρωτοφανή επίπεδα καινοτομίας στην αγορά των browsers”.

Το software engineering είναι ένα εμφανώς δύσκολο πρόβλημα. Οι αίθουσες της βιομηχανίας software είναι χαραγμένες από πτώματα νεκρών μεθοδολογιών λογισμικού που κείτονται προειδοποιητικά. Η ανάπτυξη λογισμικού την περίοδο της φούσκας του dotcom δεν είχε διαφορά εκτός του ότι η ταχύτητα των κύκλων έκδοσης λογισμικού και η ταχύτητα/ένταση της χρηματοδότησης (η υπερ-χρηματοδότηση με χρήση επιχειρηματικών κεφαλαίων, πλεονασματικά των εσόδων, “burn-rate”) ήταν πιο γρήγορη από ποτέ. Οι εσωτερικές μεθοδολογίες ανάπτυξης κώδικα της Netscape ήταν σχεδιασμένες ώστε να ανταπεξέρχονται σε αυτές τις πιέσεις, και όπως μπορούν να επιβεβαιώσουν πολλοί που εργάζονται σε αυτόν τον τομέα αυτή η μέθοδος είναι κάποια εκδοχή μιας ημι-δομημένης διαδικασίας καθοδηγούμενης από προθεσμίες, καφεΐνη και έξυπνα-ποτά-σαν-καύσιμο στην κούρσα για την επόμενη έκδοση.

Η δημόσια έκδοση του κώδικα του Mozilla, επομένως, απαιτούσε ένα σύστημα συντονισμού που θα διέφερε από την συνηθισμένη εσωτερική πρακτική ανάπτυξης λογισμικού που γίνεται από πληρωμένους προγραμματιστές. Χρειαζόταν να ενσωματώνει τις συνεισφορές εκτός του κατεστημένου κύκλου – developers που δεν δούλευαν για την Netscape.

Συνοπτικά, αν κάποια μαγική Open Source αυτο-οργάνωση επρόκειτο να λάβει χώρα, αυτό θα απαιτούσε ένα πλήρως διαφανές, Internet-based σύστημα συντονισμού.

Κατά την έναρξη αυτό σήμαινε πρακτικά πράγματα: την απόκτηση του domain name mozilla.org· το στήσιμο (και στη συνέχεια την ανάρτηση του πηγαίου κώδικα σε αυτό) ενός συστήματος ελέγχου της έκδοσης (Free Software standard cvs), της διεπαφής του συστήματος ελέγχου της έκδοσης (Bonsai), το “σύστημα δόμησης” (“build system”) που διαχειριζόταν και απεικόνιζε τα διάφορα δέντρα και (σπασμένες) διακλαδώσεις ενός σύνθετου software project (Tinderbox) και ένα σύστημα αναφοράς (bug-reporting system) για την παρακολούθηση σφαλμάτων (bugs) που υποβάλλονταν από τους χρήστες και από τους developers (Bugzilla). Απαιτούσε ένα οργανωτικό σύστημα στο εσωτερικό του Mozilla project, στο οποίο οι έμμισθοι developers θα ορίζονταν να ελέγχουν τις υποβολές τόσο από μέσα όσο και απ’ έξω και οι συντηρητές [maintainers] ή συντάκτες [editors] θα ορίζονταν να προσέχουν και να επικυρώνουν αν αυτές οι συνεισφορές θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν.

για τις σχέσεις ιδιοκτησίας

Η εξιστόρηση του προηγούμενου κειμένου επικεντρώνεται σε ένα πραγματικά κομβικό σημείο, όχι μόνο για την εξέλιξη των διαδικασιών παραγωγής του λογισμικού γενικά, αλλά και για τη δημιουργία βιώσιμων όρων για την επέκταση της χρήσης του διαδικτύου. Η συμμόρφωση των λογισμικών περιήγησης (browsers) με συγκεκριμένα πρότυπα ήταν, και εξακολουθεί να είναι, βασική προϋπόθεση καλής λειτουργίας της πρόσβασης στο Internet για το σύνολο των επιχειρηματικών και καταναλωτικών δραστηριοτήτων που σχετίζονται λιγότερο ή περισσότερο με τη δυνατότητα πρόσβασης σε οποιαδήποτε ιστοσελίδα ανά πάσα στιγμή. Η πρόβλεψη των στελεχών της Netscape αποδείχθηκε εξαιρετικά ακριβής: “Χαρίζοντας τον πηγαίο κώδικα… μπορούμε να βάλουμε μπρος τη δημιουργική ενεργητικότητα ολόκληρης της Δικτυακής κοινότητας και να δώσουμε καύσιμο σε πρωτοφανή επίπεδα καινοτομίας στην αγορά των browsers”· και όχι μόνο, θα μπορούσαμε σήμερα να συμπληρώσουμε.

Με την δημόσια ανακοίνωση του κώδικα πράγματι φαίνεται να απελευθερώθηκαν οι δυνάμεις που σταδιακά οδήγησαν στην επιτάχυνση της ανάπτυξης του πληροφορικού βραχίονα της καπιταλιστικής τεχνολογικής αναδιάρθρωσης. Οι παραγωγικές δυνάμεις σε αυτή τη σφαίρα παραγωγής και ειδικά στην περίπτωση της ανάπτυξης λογισμικού συναπαρτίζονται από τις πρωτοφανείς δυνατότητες που προσφέρει η συλλογική εργασία σε συνδυασμό με τα τεχνικά μέσα των PCs και των δικτύων.
Το “δυναμικό” αυτό, έχοντας κάνει ήδη αισθητή την παρουσία του, περιορισμένο όμως αρχικά στον underground χώρο των hackers, των geeks και στο εσωτερικό κάποιον ακαδημαϊκών ιδρυμάτων και εταιριών, επιχειρείται μεθοδικά να βγει στο κλαρί της νέας επιχειρηματικότητας· στην επιφάνεια της ανάπτυξης των τεχνολογιών αιχμής. Την ίδια στιγμή που η πρακτική του μοιράσματος του κώδικα αμφισβητεί, τις περισσότερες φορές με ένα φιλελεύθερο ή και απολιτίκ ιδεολογικό μανδύα, την πνευματική ιδιοκτησία πάνω στη συγγραφή του κώδικα, η ίδια μορφή ιδιοκτησίας και η εκτεταμένη τότε εφαρμογή της στην αγορά εμφανίζεται σαν εμπόδιο της ίδιας της τεχνολογικής ανάπτυξης. Για αυτήν την περίπτωση,  θα ήταν τόσο εύκολο όσο και λάθος να μιλήσουμε απλά για την ενσωμάτωση ενός κινήματος.

Με μια πρώτη καθαρά ιδεολογική, επιφανειακή και γενικόλογη προσέγγιση, κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι ο ένας φιλελευθερισμός (αυτός που έχει σαν προέλευση τις ιδέες περί ελευθερίας του λόγου) ήρθε σε σύγκρουση με έναν άλλο φιλελευθερισμό, αυτόν που έχει σαν προέλευση τον σεβασμό και την προστασία της ιδιοκτησίας.

Ο πρώτος εμφανίζεται έντονα προοδευτικός απέναντι στον δεύτερο – το laissez-aller του απελευθερωμένου κώδικα άλλωστε, ακόμα και στις πιο περιοριστικές (για την ιδιοποίηση) copy-left άδειες, δεν είχε κανένα σκοπό να εμποδίσει την πώληση των προϊόντων στην αγορά λογισμικού και την κερδοφορία ενός νέου τύπου επιχειρήσεων. Αντίθετα, φαίνεται ότι δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την ομαλοποίηση του ανταγωνισμού, την επέκταση των αγορών και των αντίστοιχων νέων μορφών επιχειρηματικότητας. Ακόμα, θα δημιουργούσε δυνατότητες για τη δημιουργία νέων “περιφράξεων”.

Εδώ, όμως το θεωρητικό σχήμα των “κοινών και των περιφράξεων” δυσκολεύεται να βρει την καθαρή πρακτική του εφαρμογή. Αυτό, γιατί στην περίπτωση του free software η μία απελευθέρωση σε ένα σημείο μπορεί συχνά να σηματοδοτεί την de facto δημιουργία μιας νέας “περίφραξης” λίγο δεξιότερα στο εσωτερικό της ίδιας σφαίρας παραγωγής ακόμα και πάνω στο ίδιο ακριβώς το προϊόν που “απελευθερώνεται”. Πρακτικά αυτό αποτυπώνεται από την πληθώρα των παραλλαγών των αδειών που συγγράφονται γύρω από τα δικαιώματα χρήσης, τροποποίησης και αναδιανομής του κώδικα του λογισμικού.8

Ενώ αυτές μπορεί να έχουν σαν κοινή αφετηρία το αριστερό (με την έννοια του copy-left) άκρο της GNU GPL, ανάλογα με τις απαιτήσεις της αγοράς γύρω από τη διάθεση του προϊόντος, οι συγγραφείς τους μπορούν να ελίσσονται και να γνέφουν προς το δεξιό άκρο του copy-right. Αυτή η ευελιξία της ad-hoc εφαρμογής ή απόρριψης των πνευματικών δικαιωμάτων, δεν ήρθε μόνο σαν απάντηση της αγοράς στα “κοινά” των δημιουργών, αλλά ταίριαζε και “γάντι” στο trade-off μεταξύ της φθηνής και συνάμα υπερ-παραγωγικής εργασίας των κοινοτήτων και των εσόδων από τα πνευματικά δικαιώματα.

Ένα πρώτο πράγμα είναι ότι όλες αυτές οι άδειες, από τις πλέον copy-left ως τις ξεκάθαρα copy-right, σπάνια διαβάζονται ολόκληρες. Ακόμα και για τον πλέον “ιδεολόγο” κάτι τέτοιο θα ήταν εξουθενωτικό. Εκτός κι αν αυτός είναι ο τρόπος που “βγάζει το ψωμί του”. Ο περιβόητος Richard Stallman, ιδρυτής του Free Software Foundation και εκδότης της GNU GPL αποτελεί ακριβώς ένα τέτοιο παράδειγμα, καθώς χρόνια τώρα αρθρογραφεί πάνω στα θέματα αυτά και δίνει διαλέξεις σε ινστιτούτα ανά τον κόσμο, ευαγγελιζόμενος την πραγματική ελευθερία και τα δημοκρατικά διακαιώματα των δημιουργών και των χρηστών του software.

Ένα δεύτερο, και πιο σημαντικό, είναι ότι οι ίδιες οι παραγωγικές δυνάμεις, που αναπτυσσόμενες  συγκρούονται με την πνευματική ιδιοκτησία, επιστρατεύονται για την επέκταση των σχέσεων ιδιοκτησίας σε νέες αγορές που δυναμικά δημιουργούνται. Αυτό αφορά τον προσανατολισμό, τη χρήση και τη λειτουργία του λογισμικού, άσχετα με το είδος της άδειας που φέρει ο κώδικάς του. Η κατεύθυνση των επενδύσεων σχετικά με το open source λογισμικό σήμερα – σε ανάλογα μεγέθη με τη φούσκα του dotcom, στα τέλη των ’90s – κυκλοφορεί κάτω από τις κωδικές ονομασίες “cloud computing” και “big data analysis”. Σε αυτό το σημερινό παράδειγμα, αν ο κώδικας του λογισμικού δεν υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα, αλλά τα δεδομένα που διαχειρίζονται ή/και αναλύονται από αυτό υπόκεινται στην ιδιοκτησία της εκάστοτε εταιρίας, τότε; Είναι όλα ok; Ο αντίλογος, ότι όταν ο κώδικας είναι ανοιχτός η κοινότητα των χρηστών (κάποιοι πιο “είδικοί” στο εσωτερικό της) μπορεί να τον μελετήσει και να καταλάβει αν οδηγεί στην “κατασκοπευτική” ανάλυση των δεδομένων, δεν μπορεί να σημαίνει και πολλά στη μετά-Snowden εποχή. Μόνο ίσως την απόδοση μιας αόριστης θετικότητας στην έννοια του ανοιχτού, του είδους “θέλουμε να μπορούμε να ξέρουμε αν και πώς μας παρακολουθείτε”. Είτε στην περίπτωση της “κρυμμένης”  απόσπασης και ανάλυσης των δεδομένων είτε σε αυτήν της οικειοθελούς εκχώρησης τους, αλλά και σε όλες τις ενδιάμεσες καταστάσεις (π.χ. εκχώρηση λόγω άγνοιας), τα δεδομένα (μας), που κυκλοφορούν έτσι κι αλλιώς ελεύθερα στο δίκτυο, “περιφράσσονται” καθώς περιέρχονται στην ιδιοκτησία μιας εταιρίας, η οποία κάλλιστα μπορεί στις υποδομές της να χρησιμοποιεί ελεύθερο λογισμικό με δημόσιο τον κώδικα του.

Μήπως το ζήτημα της ανοιχτότητας, τότε, θα έπρεπε να επεκταθεί και στα δεδομένα; Ένας νέος όρος που έχει γίνει της μόδας τελευταία είναι τα οpen data. Τι συμβαίνει όμως όταν τα data αυτά είναι ανοιχτά για τον οποιονδήποτε; Αν είναι ανοιχτά για τον οποιονδήποτε, τότε σίγουρα είναι περισσότερο ανοιχτά για τις open-data εταιρίες που μπορούν να τα αναλύσουν, να τα πακετάρουν σε προϊον και να τα πουλήσουν. Νέες δυναμικές μορφές ιδιοκτησίας εμφανίζονται και πάλι, η έννοια της ανοιχτότητας επεκτείνεται και έτσι τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο περίπλοκα…

για την κοινωνικότητα και την εμκετάλλευση της εργασίας

Σαν ένα πρώτο συμπέρασμα, μπορούμε να κρατήσουμε τουλάχιστον αυτό: η υψηλή (υψηλότατη!) παραγωγικότητα της εργασίας που βασίζεται σε υψηλότατα επίπεδα συνεργασίας και αλληλεξάρτησης, αυτό που αναφέρεται ως αυξημένη κοινωνικότητα της εργασίας,9 είναι δυνατό να οδηγήσει στο ξεπέρασμα και την αμφισβήτηση της ιδιοκτησίας, στην περίπτωση μας της πνευματικής, ακόμα και χωρίς να προ-απαιτείται η ανατρεπτική διάθεση ενός κάποιου κινήματος. Ακριβώς για αυτό το λόγο, την ίδια στιγμή ή και προκαταβολικά το κεφάλαιο, μέσα από τη στρατηγική που εφαρμόζεται από τις πιο “προοδευτικές” επιχειρήσεις του εκάστοτε πεδίου παραγωγής, φροντίζει για τη δημιουργία νέων αγορών όπου επαναφέρονται δυναμικά οι σχέσεις ιδιοκτησίας.
Αν η αμφισβήτηση της ιδιοκτησίας αποτελεί μια προσωρινή ρωγμή στην πραγματικότητα ενός κόσμου που μεταβάλλεται γρήγορα, αυτή η ρωγμή θα πρέπει να καλυφθεί από την  ίδια τη γρήγορη μεταβολή. Αυτό δεν αποτελεί καθόλου μια εξαίρεση σε μια υποτιθέμενη καπιταλιστική ομαλότητα, αλλά είναι η κεντρική πραγματικότητα της καπιταλιστικής κρίσης/αναδιάρθρωσης. Ποια είναι λοιπόν η σταθερά ανάμεσα σε αυτές τις ρωγμές; Δεν είναι άλλη από την εργασία και την εκμετάλλευσή της· τη διατήρηση της υπαγωγής της στο κεφάλαιο, στη στενή βάση των σχέσεων ιδιοκτησίας.10
Οι θεωρίες περί ομότιμης παραγωγής με βάση τα “κοινά” σαν βελτίωση ή/και ξεπέρασμα των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και της αλλοτρίωσης ή ακόμα ο “καθαγιασμός” της διανοητικής εργασίας ως άυλης και αιθέριας πράξης που επεκτείνεται πέρα από τον εργάσιμο χρόνο αναδύθηκαν και έγιναν της μόδας σαν απόψεις κατά τη δεκαετία του 2000, ως και το ξέσπασμα της τελευταίας οξείας φάσης της καπιταλιστικής κρίσης/αναδιάρθρωσης .

Αρκετοί ακαδημαϊκοί, τόσο της φιλελεύθερης όσο και της μετα-μαρξιστικής διανόησης, “είδαν ψωμί” και βιάστηκαν να αφομοιώσουν ως παραδειγματικές τις διεργασίες παραγωγής του open source. Καθόλου όμως δεν άργησαν, απ’ τη μεριά τους, και τα αφεντικά και οι διαφημιστές των start-ups, αλλά και παλιότερων εταιριών, να στήσουν με αστραπιαίους ρυθμούς μικρότερα ή μεγαλύτερα κάτεργα παντού στον κόσμο, ευαγγελιζόμενοι την ελευθερία του ανοιχτού κώδικα· αυτοί κάνανε απλά τη δουλειά τους. Για αυτό και στη συνέχεια, θα αφήσουμε κατά μέρους τις θεωρίες των ακαδημαϊκών και θα προσπαθήσουμε να εστιάσουμε στην πραγματικότητα των σχέσεων παραγωγής.11

Οι software developers, σαν μέρος του ηλεκτρονικού προλεταριάτου (σε αντίθεση με τα καλοπληρωμένα στελέχη και τους managers που πολλαπλασιάζονται σαν αμοιβάδες) εξακολουθούν να ασφυχτιούν ρίχνοντας μερόνυχτα πάνω στα πληκτρολόγια.12 Καθώς το μεγαλύτερο μέρος του κόστους παραγωγής του λογισμικού αντιστοιχεί σε “κόστος ανάπτυξης”, δηλαδή εργασίας, η ελαχιστοποίηση των μισθών μέχρι και την εθελοντική “δωρεάν” εργασία αποτελεί σταθερή επιδίωξη των εταιριών του κλάδου. Τα ίδια επιχειρήματα που για κάποιους μπορεί και να φαντάζουν ριζοσπαστικά επανατροφοδοτούν τα “παραραδοσιακά” μανατζερίστικα κλισέ: “σημασία έχει να σου αρέσει αυτό που κάνεις”, “εδώ είμαστε όλοι μια οικογένεια που στηρίζεται στη συμμετοχή και τη συνεργασία και είμαστε όλοι ισότιμοι”, “εδώ δεν το λέμε υπερωρίες… είναι… πως το λένε; η ζώη μας αυτό”(!)… Όλα αυτά αποτελούν μια ανεστραμμένη εκδοχή της υιοθέτησης εργαλείων ολοένα και πιο σκληρού ελέγχου της διανοητικής εργασίας, μέσα από την ποσοτικοποίησή της και την ανάλυση της σε μικρά ελέγξιμα υπο-έργα (sub-tasks). Η μέτρηση των γραμμών του κώδικα που εναποτίθεται καθημερινά από τους προγραμματιστές και η καταγραφή του ιστορικού των τροποποιήσεων, η αυτοματοποιημένη ανάλυση της ποιότητας του κώδικα με βάση συγκεκριμένα κριτήρια “ορθής συγγραφής”, η χρήση δικτυακών εργαλείων project management ακόμα και για μέτρηση των “καθαρών” ωρών εργασίας, η εκτίμηση της πορείας προς την κάλυψη στόχων ή/και προθεσμιών και η αξιολόγηση του burndown13  αποτελούν κάποια μόνο από τα μέσα που χρησιμοποιούνται στο σύγχρονο μάνατζμεντ των μικρότερων ή μεγαλύτερων εταιριών ανάπτυξης λογισμικού. Μπορεί αυτά τα εργαλεία να είναι open source, μπορεί και να μην είναι, το ίδιο και τα προϊόντα που παράγονται,  who cares? Όπως και στην περίπτωση του Mozilla project τότε, έτσι και τώρα, κατά την εφαρμογή όλων αυτών των εργαλείων δεν υπάρχει καμία μαγεία της αυτο-οργάνωσης της κοινότητας. Πλέον, υπερτερεί το στρες, ο ανταγωνισμός και οι επιδόσεις.

Οι ίδιοι οι προγραμματιστές και οι προγραμματίστριες, που τώρα μπορεί να προτιμούν την πιο trendy ονομασία “developers” και να γουστάρουν open-source, όταν συμβαίνει να δουλεύουν κάτω από αυτές τις συνθήκες, δύσκολα μπορούν να απωθήσουν το στρες που το μάνατζμεντ τους προκαλεί. Την ίδια στιγμή, οι εταιρίες αιχμής του open-source ανταγωνίζονται για το ποια θα ενσωματώσει στις υπηρεσίες της την περισσότερη φθηνή, αν όχι δωρεάν, εργασία των πάλαι-ποτέ κοινοτήτων του free software, ενώ παράλληλα διαφημίζουν την εικόνα του ακριβοπληρωμένου στελέχους για τους έμμισθους υπαλλήλους τους “στα κεντρικά”.

Hippie or Yuppie? Καταμεσής της χρηματιστηριακής φούσκας των dot.com, ο Linus Torvalds, δημιουργός και βασικός developer του Linux Kernel, που αποτελεί πλέον τον πυρήνα της πλειοψηφίας των λειτουργικών συστημάτων που τρέχουν σε servers και στο android της google, σε (δισ)εκατομμύρια συσκευές, ποζάρει στο εξώφυλλο του περιοδικού forbes.
για το κέρδος και την υπεραξία

Ένα ερώτημα που μπορεί να προκύψει εδώ είναι το πώς στο καλό τελικά κερδοφορούν και αναπτύσσονται αυτές οι εταιρίες; Το επιχειρηματικό παράδειγμα της Microsoft είναι πιο ξεκάθαρο. Τα βασικά της προϊόντα προστατεύονται από άδειες copyright οπότε, καθώς κρατάει μυστική τη συνταγή, μπορεί να δημιουργεί στην αγορά συνθήκες μονοπωλίου, ενώ μπορεί να παρέχει συνοδευτικά και υπηρεσίες υποστήριξης. Επιπλέον, εφόσον ο κώδικας του λογισμικού της είναι ιδιόκτητος, μπορεί να εμφανίζει κέρδη νοικιάζοντας δικαιώματα σε τρίτους.
Στην περίπτωση του λογισμικού ανοιχτού κώδικα μια εταιρία μπορεί βέβαια να πουλήσει το λογισμικό σαν προϊόν. Ακόμα, ανάλογα με την άδεια που συνοδεύει τον κώδικά, το  μελλοντικό “κλείσιμό” του από την ίδια ή μια άλλη εταιρία μπορεί να επιτρέπεται να συμβεί ή να απαγορεύεται. Σε κάθε περίπτωση, ο κώδικας μπορεί να χρησιμοποιηθεί από την τελευταία ανοιχτή του εκδοχή θεωρητικά από οποιαδήποτε κοινότητα προγραμματιστών.14

Τα στοιχεία αφορούν την ανάπτυξη του πυρήνα του λειτουργικού συστήματος Linux για το έτος 2015. Ο ρυθμός ανάπτυξης αναφέρεται ως ο ταχύτερος μέχρι εκείνη τη στιγμή.
H παραγωγικότητα της εργασίας εξακολουθεί να αυξάνεται με φρενήρεις ρυθμούς, οι developers που συνεισφέρουν αυξάνονται, ενώ οι μεγάλες εταιρίες (το Top 15 φαίνεται στο τέλος του info-γραφήματος) έχουν μπει εδώ και χρόνια για τα καλά στο παιχνίδι της ανάπτυξης της κορωνίδας του open-source.
Η συμμετοχή υπαλλήλων εταιριών, σύμφωνα με τα πιο αναλυτικά στοιχεία που δίνει το Linux Foundation στην ιστοσελίδα του, για το 2008 ξεπερνάει το 70% (το μεγαλύτερο μέρος του οποίου αποδίδεται στις “Top” εταιρίες), το 13,9% φέρονται ως άσχετοι με κάποια εταιρία (πιθανώς εθελοντές), ενώ το 12,9% των contributors είναι άγνωστης συσχέτισης με κάποια εταιρία ή οργανισμό.
Τα αντίστοιχα νούμερα για το 2015 είναι περισσότερο από 80% για υπαλλήλους εταιριών, 12,4% για αυτούς που δεν πληρώνονται επί τούτου από κάποια εταιρία, ενώ οι άγνωστης προέλευσης είναι στο 4%.

Αυτό σημαίνει ότι αν κάποια εταιρία, που ανταγωνίζεται την πρώτη, μπορεί να πάρει με το μέρος της ένα ικανό κομμάτι της κοινότητας και αποφασίσει να διαθέσει τόσο τον κώδικα όσο και το λογισμικό δωρεάν η αξία του προϊόντος λογισμικού της αρχικής εταιρίας υποβαθμίζεται. Λόγω αυτής της ιδιαιτερότητας του ανταγωνισμού μεταξύ τέτοιων εταιριών, οι περισσότερες από αυτές οφείλουν την κερδοφορία τους στην παροχή υπηρεσιών που συνοδεύουν την πώληση του προϊόντος. Επιδιορθωτές (bug-fixers), συντηρητές (maintainers), προγραμματιστές (developers), διαχειριστές συστημάτων (system administrators) αλλά και τηλεφωνικά κέντρα πωλήσεων και παροχής τεχνικής υποστήριξης που στήνονται είτε από την ίδια την εταιρία είτε σαν υπεργολαβία της συμβάλλουν ώστε να παρέχεται η just-in-time αναβάθμιση, υποστήριξη και προώθηση των προϊόντων λογισμικού. Η δωρεάν εθελοντική εργασία των κοινοτήτων συνδυάζεται με τη μισθωτή εργασία και τις πιο “παραδοσιακές” μεθόδους εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας, όπου το ύψος των μισθών καθορίζεται ανάλογα με τη χώρα που είναι στημένα κάθε φορά τα γραφεία της εταιρίας.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Red Hat, μια από τις μεγαλύτερες εταιρίες του είδους, που εμπορεύεται κυρίως πακέτα open source λογισμικού, με κεντρικό προϊoν το λειτουργικό σύστημα Red Hat Enterprise Linux (RHEL) και τις υπηρεσίες υποστήριξης γύρω από αυτό.15 Η Red Hat αφενός υποστηρίζει και στηρίζεται στην κοινότητα της Linux διανομής Fedora, που διανέμεται δωρεάν. Οι συμμετέχοντες στην κοινότητα υπογράφουν μια συμφωνία (Fedora Project Contributor Agreement) με την οποία καθορίζονται οι τύποι των αδειών πνευματικής ιδιοκτησίας που μπορούν να εφαρμοστούν στις συνεισφορές τους. Με αυτόν τον τρόπο μπορούν να δοκιμάζονται και να αξιολογούνται νέα χαρακτηριστικά, να αναφέρονται και να επιλύονται τα όποια προβλήματα, από το σύνολο αυτής της κοινότητας αλλά και των χρηστών της Fedora, πριν αυτά ελεγχθούν από το έμμισθο προσωπικό και ενσωματωθούν σε μια μελλοντική έκδοση του τελικού εμπορικού προϊόντος της Red Hat.
Παράλληλα, επειδή ο κώδικας κάθε νέας έκδοσης του εμπορικού λειτουργικού συστήματος RHEL υποχρεωτικά ανακοινώνεται δημόσια, λόγω των copy-left αδειών που συνοδεύουν τα επιμέρους στοιχεία του, μπορούν να προκύψουν δωρεάν εκδοχές του ίδιου του εμπορικού λογισμικού. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η Linux διανομή CentOS. Η εταιρία Red Hat όχι μόνο δεν ενοχλείται από την ύπαρξη μιας δωρεάν διανομής που είναι πανομοιότυπη με το εμπορικό προϊόν της αλλά αντίθετα, το 2014, ενσωμάτωσε στους κόλπους της τους βασικότερους συντελεστές αυτής της διανομής και υποστηρίζει πλέον η ίδια την ταχύτατη – και πάντα δωρεάν – κυκλοφορία της, που συνοδεύει κάθε νέα έκδοση του εμπορικού λειτουργικού της συστήματος. Με αυτόν τον τρόπο ελέγχει δύο εκδοχές του ίδιου λειτουργικού συστήματος· μία που συνοδεύεται από παροχή υπηρεσιών υποστήριξης με χρηματική συνδρομή (RHEL) και μια δεύτερη, σχεδόν πανομοιότυπη με την πρώτη, αλλά χωρίς την παροχή υπηρεσιών υποστήριξης (CentOS).

Η δεύτερη, καθώς διανέμεται δωρεάν, διαθέτει ευρεία κοινότητα χρηστών και “εθελοντών” οι  οποίοι συνεισφέρουν με τη σειρά τους στη βελτίωση του προϊόντος. Εν μέσω της “κοινότητας χρηστών” πολλοί είναι υπάλληλοι εταιριών, οι οποίες προτιμούν να αποφύγουν τη συνδρομή για την απόκτηση του εμπορικού προϊόντος και αναθέτουν την επίλυση τυχόν προβλημάτων, αν και όποτε προκύψουν, ή την εφαρμογή βελτιώσεων, όταν χρειάζεται, στους υπαλλήλους τους οι οποίοι παροτρύνονται να συμμετέχουν στην αντίστοιχη κοινότητα (όπου συμμετέχουν κι άλλοι σαν αυτούς, από άλλες εταιρίες-”πελάτες”). Με αυτόν τον τρόπο, η Red Hat κερδίζει σε βελτίωση του προϊόντος, καθώς η κοινότητα που εκμεταλλεύεται μπορεί πλέον να περιλαμβάνει και υπαλλήλους (με αρκετά εξειδικευμένες γνώσεις) άλλων εταιριών-”πελατών”, παρότι φαινομενικά χάνει από τις πωλήσεις. Από την άλλη μεριά, η εταιρία-”πελάτης” υιοθετεί ένα μοντέλο έντασης εργασίας, όπου η “επίλυση ενός προβλήματος” συνήθως αποτελεί μια κλασική, πιθανώς απλήρωτη, υπερωρία, ενώ ταυτόχρονα εκμεταλλεύεται και αυτή ένα μερίδιό της “δωρεάν” εργασίας, αξιοποιώντας τις τρομερά παραγωγικές δυνατότητες της συλλογικής εργασίας των κοινοτήτων μέσα στις οποίες επιλύονται τα όποια προβλήματα.

Τι συμβαίνει όμως όταν εταιρίες όπως η Red Hat ανταγωνίζονται στην ίδια αγορά εταιρίες όπως η Microsoft; Στην περίπτωση του λογισμικού όπου το μεγαλύτερο μέρος του κόστους παραγωγής είναι οι μισθοί, η μέση τιμή του τελικού προϊόντος καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τον μέσο όρο των μισθών στο σύνολο του τομέα παραγωγής. Επομένως, μια εταιρία που θα επιστρατεύσει μια καινοτομία που θα μειώσει θεαματικά το κόστος παραγωγής, στην περίπτωση μας τους μισθούς, θα αυξήσει θεαματικά τα κέρδη της, τις τιμές των μετοχών της κλπ. Με αυτόν τον τρόπο η υπεραξία που θα λάβει η εταιρία που θα εφαρμόσει μια τέτοια καινοτομία οφείλεται και στην ύπαρξη ενός ικανού αριθμού άλλων ανταγωνιστικών εταιριών που δεν έχουν ακόμα υιοθετήσει μια ανάλογη καινοτομία που θα μειώσει και για αυτές το κόστος παραγωγής. Στo παράδειγμα μας, η καινοτομία της Red Hat απέναντι στη Microsoft είναι η επιστράτευση μεγάλων ποσοτήτων φτηνής ή και δωρεάν εργασίας η οποία επιπλέον, λόγω της κοινωνικότητας της αποδεικνύεται και υπερ-παραγωγική σε σχέση με τα κλασικά εταιρικά μοντέλα, παράγοντας πολλές φορές ανώτερης ποιότητας προϊόντα.16 Με άλλα λόγια η διατήρηση και η αύξηση του κέρδους από την υπεραξία για τις εταιρίες που παράγουν και εμπορεύονται λογισμικό ανοιχτού κώδικα οφείλεται στη συνύπαρξη εντός της ίδιας αγοράς του χαμηλού μέσου όρου των μισθών στο εσωτερικό τους (εξαιτίας της εκμετάλλευσης της εργασίας των κοινοτήτων) με τον υψηλό μέσο όρο των μισθών σε ανταγωνιστικές εταιρίες. Η “καινοτομία” εδώ, που εννοούμενη απλά σαν τέτοια αποκρύπτει την εκμετάλλευση της εργασίας, ονομάζεται  crowdsourcing. Η σύνθεση ενός τέτοιου crowd δεν είναι μονοδιάστατη. Δεν πρόκειται απλά για κάποια geeks.

Διαφήμιση της Sun Microsystems για τον ετήσιο τζίρο του 1 δις δολαρίων που πέτυχε το 1988 (η αρχή του διαγράμματος είναι το 1983, με έτος ίδρυσης της εταιρίας το 1982). Η εταιρία αποδίδει – όχι άδικα – την επιτυχία της στην υιοθέτηση “ανοιχτών συστημάτων και προτύπων”. Έκτοτε φρόντισε να χτίσει καλές σχέσεις με τις κοινότητες open source και free software, προκειμένου να σχηματιστεί και η ίδια μια κοινότητα που θα δουλεύει για αυτήν. Το 1987, παράλληλα με το ιδιόκτητο λειτουργικό σύστημα Solaris (που περιείχε, με χρήση ειδικής άδειας πνευματικών δικαιωμάτων, τόσο “ανοιχτό” όσο και “κλειστό κώδικα”) η εταιρία εξέδωσε και μια open-source εκδοχή του (που δεν περιείχε καθόλου τα “κλειστά” κομμάτια του), με την ονομασία OpenSolaris. Παρόμοιες στρατηγικές εφάρμοσε και για άλλα προϊόντα λογισμικού της. Παράλληλα, με το που σχηματίστηκε η κοινότητα, εφάρμοσε και ένα δημοκρατικό μοντέλο λήψης αποφάσεων για την πορεία του project, που περιελάμβανε ένα συμβούλιο με μέλη 2 υπαλλήλους της, 2 εκλεγμένα μέλη από την κοινότητα και ένα μέλος της κοινότητας ορισμένο από την εταιρία. Οι σκοποί της εταιρίας για τη χρησιμοποίηση της κοινότητας ήταν ξεκάθαροι, και αυτή η διαφάνεια των σκοπών γινόταν λίγο-πολύ σεβαστή. Μεταφράζουμε από την ετήσια αναφορά της εταιρίας, το 2009, 22 χρόνια μετά: “Οι open source πρωτοβουλίες μας στοχεύουν στην αύξηση της συμμετοχής στη σχεδίαση του software και του hardware… Χτίζουμε σχέσεις με αυτές τις κοινότητες των developers για να τονώσουμε τη ζήτηση για τα εμπορικά προϊόντα και τις υπηρεσίες μας.”
Ένα χρόνο μετά, το 2010, η Sun εξαγοράστηκε από την Oracle, η οποία σε διάφορες περιπτώσεις επιχείρησε να σταματήσει τα παιχνίδια με το open source• άλλωστε το λειτουργικό σύστημα Solaris είχε ήδη υποσκελιστεί από το GNU/Linux. Μπορείτε να το φανταστείτε: Πανικός στις κοινότητες!
για τους προγραμματιστές (ή developers – το ίδιο κάνει)17

Μετά από δύο-τρεις δεκαετίες διεργασιών εκμετάλλευσης των κοινοτήτων από εταιρίες, ο κάποτε “εθελοντισμός των geeks”, αποκτά ξεκάθαρα χαρακτηριστικά κακοπληρωμένης δουλειάς ή/και δωρεάν εργασίας σαν αυτο-εκπαίδευση για-το-βιογραφικό. Ποια είναι τα στοιχεία της υποκειμενικότητας αυτού του “crowd” μέσα σε συνθήκες κρίσης; Από τη μία οι προγραμματιστές/τριες αισθάνονται σχετικά ασφαλείς αν όχι από το φόβο της απόλυσης ή της ανεργίας – αυτό πάντα παίζει· αρκεί να δει κανείς τις αναγγελίες περί job-cuts ακόμα και σε εταιρίες κολοσσούς της πληροφορικής – αλλά κυρίως τοποθετώντας τους εαυτούς τους εκτός της “υπόλοιπης” αγοράς εργασίας όπου η δυσκολία να βρεθεί εκεί δουλειά φαντάζει πολύ μεγαλύτερη. Παράλληλα με τον κλασικό καριερισμό που συνοδεύεται από την υποτίμηση  για άλλες “υποδεέστερες” σε μισθό και status δουλειές, αυτό που παίζει ιδιαίτερο ρόλο αφορά μια ιδιότυπη “φροντίδα του εαυτού” που περιλαμβάνει απαραίτητα την καλλιέργεια γνώσεων και  ικανοτήτων σχετικών με τη δουλειά, στον χρόνο εκτός εργασίας.

Ο παλιομοδίτικος πλέον όρος “προγραμματιστής”, στα ’90s χαρακτήριζε όχι απλώς ένα επάγγελμα αλλά και μια κοινωνική φιγούρα που θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή ως το mainstream του hacker· ενώ από την άλλη πλευρά θα μπορούσε να τέμνεται με το σίγουρα ευρύτερο σύνολο των yuppies. Αυτή η φιγούρα, ο “προγραμματιστής” ήταν κατά κύριο λόγο αυτό (προγραμματιστής) στο σύνολο του εργάσιμου και μη εργάσιμου χρόνου του και δευτερεύοντος οτιδήποτε άλλο. Πρόκειται για μια ακόμα ταυτότητα που μοιάζει με τις εμπορευματοποιημένες (υπο-)κουλτούρες της post-’70s εποχής και καθορίζεται τόσο από τη δουλειά όσο και από την κατανάλωση και τροποποίηση της χρήσης μηχανημάτων, λογισμικού και gadgets στον μη εργάσιμο χρόνο.18 Στο θέμα μας όμως – που σε αυτό το σημείο δεν είναι άλλο από την εκμετάλλευση αυτής της “φροντίδας του εαυτού” – αυτή η “φροντίδα” (είτε μεταφράζεται σε συμμετοχή σε ερασιτεχνικές δικτυακές κοινότητες προγραμματιστών, είτε σε ατομικά οικιακά project που ποτέ δεν βγαίνουν στο δίκτυο) απετέλεσε και αποτελεί καταρχήν μια δωρεάν – για το αφεντικό – μορφή  αυτο-εκπαίδευσης υψηλών προδιαγραφών, πολλές φορές ανώτερη από οποιονδήποτε γνωστό σχετικό τίτλο σπουδών (πτυχίο, μετα-πτυχίο, διδακτορικό). Ταυτόχρονα, αποτελεί και το holy-grail των recruiters των τμημάτων διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού των εταιριών. Αυτά τα στελέχη κάπως θα έπρεπε να μπορούν να αναγνωρίζουν, να ξεχωρίζουν και να ταξινομούν τις ικανότητες και τις δεξιότητες ενός καλού προγραμματιστή από έναν όχι και τόσο καλό.

Μια επίσημη αφετηρία αυτής της “ιστορίας” μπορεί να εντοπιστεί σε ένα συνέδριο με χορηγό/διοργανωτή την Επιστημονική Επιτροπή του ΝΑΤΟ (ΝΑΤΟ Sciense Commitee) τον Οκτώβριο του 1968.19 Ο τίτλος του συνεδρίου ήταν ο πρωτο-χρησιμοποιούμενος τότε όρος “Software Engineering”, που στη συνέχεια αποτέλεσε την ταμπέλα μιας καινούριας κλάσης στελεχών. Η δουλειά τους είναι να χωρίζουν ένα software project σε επιμέρους κομμάτια, να επιβάλλουν τις νόρμες και να καθορίζουν τα κριτήρια αξιολόγησης κατά την ανάπτυξη του λογισμικού. Με αυτόν τον τρόπο προσπαθούν να πετύχουν και την τυποποίηση, ταξινόμηση και αναγνώριση των αντίστοιχων ικανοτήτων και δεξιοτήτων που απαιτούνται από έναν προγραμματιστή. Επιπλέον, ενώ ο κώδικας ήταν δυνατό να περιέλθει στην ιδιοκτησία μιας εταιρίας, κάτι τέτοιο δεν θα σήμαινε και πολλά, αν ο μόνος που θα μπορούσε να τον καταλάβει και να τον τροποποιήσει ήταν ο ίδιος ο συγγραφέας του. Από τη γενέθλια πράξη του Software Engineering έχουν μεσολαβήσει πολλά στο πεδίο της οργάνωσης των μεθοδολογιών συγγραφής κώδικα, της επιτήρησης και του ελέγχου επί της εργασίας, της ποιότητας του αποτελέσματος και της διαλογής των ικανοτήτων των developers. Πιο πάνω, στο κείμενο “για την κοινωνικότητα και την εκμετάλλευση της εργασίας” αναφερθήκαμε σε κάποιες από τις σύγχρονες μεθόδους μάνατζμεντ και τα αντίστοιχα εργαλεία που χρησιμοποιούνται. Οι ομοιότητες αλλά και οι διαφορές τους από τον ταιηλορισμό των φορντικών εργοστασίων μένει να αναζητηθούν και να αναλυθούν.

Όσον αφορά τη διαλογή και τη διατίμηση των προγραμματιστικών ικανοτήτων στις μέρες μας, το ηλεκτρονικό βιογραφικό των developers τείνει να περιλαμβάνει πολλά περισσότερα από ένα απλό pdf όπου βρίσκονται αραδιαμένες κάποιες γλώσσες προγραμματισμού. Ολοένα και περισσότεροι εργοδότες αναζητούν ποιοτικά αλλά και ποσοτικοποιημένα ίχνη των υποψήφιων για τη δουλειά ελέγχοντας τις συνεισφορές τους σε open source projects στο διαδίκτυο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η διαδικτυακή πλατφόρμα github, που πρωτοεμφανίστηκε το 2008 και συνδυάζει ένα σύστημα ελέγχου της έκδοσης, με πλήρη τήρηση του ιστορικού των αλλαγών στον κώδικα (git), με τις λειτουργίες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Η πλατφόρμα αυτή αποτελεί τη μεγαλύτερη “δημόσια” συλλογή αποθετήριων (repositories) ανοιχτού κώδικα.

Με τον ίδιο τρόπο που ένας εργοδότης μπορεί να ελέγξει το προφίλ των υποψήφιων του στο facebook, στο github μπορεί να ελέγξει μέσα από το προφίλ τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά χαρακτηριστικά των συνεισφορών του/της υποψηφίου developer σε open source projects. Με αυτόν τον τρόπο η κατάλληλη “φροντίδα-του-εαυτού” με την μορφή της προσεκτικής καλλιέργειας ενός προφίλ στο εξειδικευμένο μέσο κοινωνικής δικτύωσης τείνει να γίνει το απόλυτο “must” για τους developers (όσο το facebook για όλους), ώστε να έχουν να δείξουν ένα “καλό πρόσωπο” στον εντεινόμενο ανταγωνισμό της αγοράς εργασίας. Μεταφράζουμε από τα συμπεράσματα μιας σχετικής έρευνας,20 που περιλαμβάνει συνεντεύξεις τόσο εργαζόμενων όσο και εργοδοτών σχετικά με το ζήτημα:

“Το είδος της διαφάνειας στο οποίο πρωτοπορεί το GitHub μπορεί να έχει επιπτώσεις για το μέλλον των διαδικασιών πρόσληψης. Οι εργοδότες μπορούν να ξεκινήσουν να αναμένουν από τους αιτούντες να παρέχουν ένα πλούσιο ιστορικό ιχνών δραστηριότητας σε λεπτομερείς εργασίες. Όσοι αναζητούν εργασία μπορούν με τη σειρά τους να στραφούν ολοένα και περισσότερο προς εταιρίες που θα τους επιτρέπουν να αναπτύσσουν ένα δημόσια-διαθέσιμο (ή κοινόχρηστο) χαρτοφυλάκιο (portfolio) της δουλειάς τους. Οι επιχειρήσεις μπορούν να δουν ότι οι εργαζόμενοι επιθυμούν από αυτές να μοιράζονται ως ένα βαθμό τη δουλειά σαν open source, και να δουν τις πολιτικές της ανοιχτότητας ως παροχές. Ήδη βλέπουμε αυτήν την τάση σε πεδία όπως η γραφιστική καθώς τα άτομα συχνά δουλεύουν για τον εαυτό τους ώστε να διατηρούν την ικανότητα να προωθούν τη δουλειά τους εμφανώς.”

Και συνεχίζει, κλείνοντας:

“Οι επιπτώσεις των αποτελεσμάτων μας επεκτείνονται πέρα από την ανάπτυξη λογισμικού καθώς η εργασία γίνεται ολοένα και πιο ψηφιακή. Η παροχή προσβάσιμων, αξιόπιστων ιχνών του ιστορικού της δουλείας ενός ατόμου μπορεί να υποστηρίξει ακριβέστερες αποτυπώσεις άγνωστων συντελεστών. Αυτές οι αποτυπώσεις θα σχηματίζουν τις αποφάσεις σχετικά με τις στρατολογήσεις, τις πρόσληψεις και τις προαγωγές σε παραδοσιακές αλλά και σε νέες μορφές οργανωτικών δομών όπως η Wikipedia και το crowdsourcing. Τέτοιες αποτυπώσεις είναι επίσης πιθανό να επηρεάσουν τις συνεργατικές δυναμικές της εργασίας. Είναι σημαντικό για τους σχεδιαστές συστημάτων και τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να μελετήσουν ποιες δράσεις και δραστηριότητες μπορούν και πρέπει να καταγράφονται και να παραμένουν εμφανείς. Τα αποτελέσματά μας θα πρέπει να βοηθήσουν αυτούς που παίρνουν τις αποφάσεις να αναπτύξουν χρήσιμους και αποδοτικούς τρόπους ώστε να παρέχουν σε διάφορες ομάδες τις πληροφορίες που χρειάζονται ενώ προστατεύουν τα ατομικά δικαιώματα.”

Οι όροι και οι συνθήκες διαλογής που επιβάλλονται στην εργασία που  “γίνεται ολοένα και πιο ψηφιακή”, γίνονται ολοένα και πιο διαφανείς, ολοένα και πιο “συνεργατικές”. Στην πραγματικότητα προάγεται η ανοιχτότητα σαν επίφαση της αξίας της συνεργασίας, που καθώς εξατομικεύεται και ποσοτικοποιείται παράγει πολλαπλά οφέλη και, φυσικά, κέρδη για τα αφεντικά. Τα πράγματα φαίνεται να χειροτερεύουν για τους νέους/ες “ψηφιακά απασχολούμενους/ες”. Ίσως το μόνο που θα μπορεί να απομένει, σαν τελευταίο ψέμα, για όσους και όσες δεν είναι διατεθειμένες να μπουν σε ένα τέτοιο στίβο διαφάνειας είναι μια ψευδαίσθηση της διατήρησης του εικονικού τους status στην αγορά εργασίας. Πρόκειται για την ψευδαίσθηση της οικειοποίησης/ιδιοχρησίας των ανοιχτών, περισσότερο από ποτέ άλλοτε – είναι η αλήθεια, ψηφιακών μέσων παραγωγής, σαν μικρο-enterpreneurship: μια startup από δω, μια ατομική επιχείρηση (γραφειάκι ή freelancer) από κει, μια δουλειά με-τους-φίλους/ες-μου-που-είναι-και-αυτοί/ες-ίδια-φάση λίγο παραπέρα. So long!

συγκεντροποίηση: υλικό, λογισμικό και data ως κεφάλαιο

Σαν ειρωνεία για την ιστορία του free software, οι μεγαλύτερες επενδύσεις εταιριών-κολοσσών των τεχνολογιών πληροφορικής τα τελευταία χρόνια αφορούν την ανάπτυξη τεχνολογιών “cloud” και “big data” που βασίζονται σε open source software. Τον Σεπτέμβρη του 2013, η IBM ανακοίνωσε επιχειρηματικό πλάνο για την “επένδυση 1 δις δολαρίων για καινοτομίες στο Linux και το οpen  source”. Σύμφωνα με το δελτίο τύπου της εταιρίας:

“Η επένδυση στοχεύει στο να βοηθήσει τους πελάτες μας να κεφαλαιοποιήσουν πάνω στις τεχνολογίες big data και cloud computing με συγχρονα συστήματα που είναι φτιαγμένα ώστε να διαχειρίζονται το νέο κύμα εφαρμογών που έρχονται στα data centers στην μετα-PC εποχή.”

Το Μάιο του 2014, ανάλογη ανακοίνωση για “επενδύσεις μεγαλύτερες του 1 δις δολαρίων σε open-source cloud-computing” ακολούθησε και από την Hewlett-Packard.

Ταυτόχρονα, ο στρατηγικός σχεδιασμός περί cloud computing, δεν διαφεύγει καθόλου από τους κεντρικούς σχεδιασμούς των κρατών. Η ευρωπαϊκή ένωση στα πλαίσια της “ενιαίας ψηφιακής αγοράς” που υιοθετήθηκε το Μάιο του 2015, περιλαμβάνει μεταξύ άλλων πρωτοβουλιών την “European Cloud Iniative” σαν συνέχεια της εφαρμογής της “European Cloud Computing Strategy” που ανακοινώθηκε το Σεπτέμβρη του 2012, ενώ οι ηπα είχαν ήδη διαμορφώσει τη δικιά τους “Federal Cloud Computing Strategy” από το Φλεβάρη του 2011. Και αυτές οι κεντρικες κρατικές στρατηγικές δεν παραλείπουν να δώσουν την πρέπουσα σημασία στα “open source data analysis tools”.

O Christofer Kelty, συγγραφέας του βιβλίου από το οποίο πήραμε την αφορμή για αυτό το αφιέρωμα, τον Ιούλιο του 2013, σε ένα άρθρο του με τον βαρύ τίτλο “Τhere is no free software”  γράφει,21 με ομολογημένη πικρία και απογοήτευση, κάτι σαν επικήδειο για το ελεύθερο λογισμικό. Αν η ρωγμή του ξεπεράσματος των πνευματικών δικαιωμάτων στον κώδικα “μπαζώθηκε” με τη δημιουργία νέων μορφών ιδιοκτησίας πάνω στα data, πώς διαμορφώνονται πλέον αυτές; Ο Kelty, προς το τέλος το άρθρου του, κάνει τις παρακάτω παρατηρήσεις:

“Η τρέχουσα επιτυχία του “cloud” έχει να κάνει πιο συγκεκριμένα με την υλική μεταμόρφωση του  Internet από ένα ετερογενές οικοσύστημα μικρού και μεσαίου μεγέθους κόμβων (απλοί servers και μικρές συστοιχίες από servers) σε μια χούφτα τεράστιων data centers και server farms που τρέχουν εικονικές εκδοχές του ίδιου του Internet στο εσωτερικό τους. Οι μεγαλύτερες από αυτές τις εγκαταστάσεις, όπως της Google της Amazon ή της Rackspace όλες τρέχουν “open source” software – αλλά η έννοιά του βγάζει ολοένα και λιγότερο νόημα όσο αυτά τα συστήματα γίνονται μεγαλύτερα και πιο ελεγχόμενα. Αν η κρίσιμη δύναμη του open source είχε να κάνει με την ανοιχτότητά του, τις δυνατότητές του γενικά και την δυνατότητα τροποποίησης, τότε η αντι-κρίσιμη δύναμη είναι απλά το μονοπώλιο· ο έλεγχος όλων των servers, που ακόμα κι αν τρέχουν open source software, αυτό συμβαίνει μόνο για την απόλαυση της κυριαρχίας…
Στον χώρο τον καταναλωτικών προϊόντων, έχει συμβεί μια παρόμοια αλλαγή: τι διαφορά υπάρχει αν το iTunes [ΣτΜ ηλεκτρονικό κατάστημα της Apple] ή το Android Marketplace τρέχουν σε free software; … Τώρα θα πρέπει να υποταχθούμε στην κυριαρχία της Apple για να παίξουμε (ή της Google ή της Amazon). Αρκετοί από τους πιο αφοσιωμένους υποστηρικτές του free software μπορεί να κλαίνε και λίγο όταν αναλογίζονται αυτή την κατάσταση, αλλά το 99% ολοένα και περισσότερο δεν βρίσκει κάποιο προσωπικό ή πολιτικό πρόβλημα με αυτή την κατάσταση – και ίσως έχουν δίκιο, ίσως το ζήτημα να είναι υπερβολικά ακαδημαϊκό…Το θέμα είναι ότι το free software δεν μπορεί να έχει ποια τον αναδρομικό δημόσιο χαρακτήρα του σε αυτούς τους χώρους – ότι η έυθραυστη κρίσιμη δύναμη που είχε εξατμίζεται από τη θερμότητα των μαζικά συγκεντροποιημένων data centers· διαλύεται στην ξέφρενη και μάταιη ανάγκη να λειτουργούν οι συσκευές μας ανά πάσα στιγμή…”

Είτε το θέλουμε είτε όχι το κάθε touch, το κάθε click, παράγει δεδομένα που  “ανεβαίνουν” και αποθηκεύονται σε ένα data center σε κάποιο σημείο του πλανήτη κάπου στο “cloud”, αναλύονται ως “big data”, μετατρέπονται σε προϊόν, πωλούνται, αγοράζονται· ενίοτε μαθαίνουμε ότι βάλαμε κι εμείς το λιθαράκι μας στην εξαγωγή των σημερινών, εβδομαδιαίων, μηνιαίων ή ετήσιων trends – τάσεων του διαδικτύου. Κάπως έτσι το κάθε click, το κάθε touch – καθώς μετά το σήκωμα του δαχτύλου το αποτέλεσμα του περιέρχεται στην ιδιοκτησία της Χ ή της Υ εταιρείας σαν data – “απογειώνεται” και λειτουργεί σαν το απόλυτο καλό ή το απόλυτο κακό· για ελευθερία, ούτε λόγος. Αν λοιπόν το free software πέθανε σαν open source, τότε ζήτω τα “open data!”?

Ο ίδιος ο Kelty, κλείνει το άρθρο του γράφοντας:


“Χρειαζόμαστε μια ανάλυση που να μας δίνει τις έννοιες με τις οποίες θα κατανοήσουμε τι είναι αυτό που κάνει στον κόσμο αυτή η βιομηχανία και οι εγκαταστάσεις της· καθώς συγκεντροποιείται και ξανα-μετατρέπεται σε μονοπώλιο για ν-οστή φορά σε ισόποσες δεκαετίες· καθώς γίνεται ολοένα και πιο δυσδιάκριτη από τον αντιληπτό σε μας κόσμο· καθώς μετατρέπει όσους προγραμματιστές και διαχειριστές συστημάτων ασκούσαν μέχρι πρότινος κριτική σε φιμωμένους υπαλλήλους· καθώς … αποσπά χρήμα και χρόνο … καθώς δημιουργεί στο εσωτερικό της τα ίδια τα εργαλεία για την ανάλυσή της, το μετασχηματισμό και την ανακατασκευή της.”
Δεν υπάρχει free software. Και το πρόβλημα που έλυσε είναι ακόμα εδώ.”

Ή ίσως το ζήτημα της ύπαρξης ή μη του free software να έχει γίνει – πλέον – απλά δευτερεύον…

Rorre Margorp
cyborg #06 – 06/2016

  1. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την έννοια του “ανοιχτού”, τις καταβολές κα τις παραλλαγές της: Tkacz, Nathaniel. (2012) From open source to open government : a critique of open politics. Ephemera: Theory and Politics in Organization, Vol.12 (No.4). pp. 386-405.
    Διαθέσιμο στο: http://www.ephemerajournal.org/contribution/open-source-open-government-critique-open-politics-0. ↩︎
  2. Two Bits: The Cultural Significance of Free Software  (Duke University Press, 2008) by Christopher M. Kelty.  Διαθέσιμο στο: http://twobits.net/pub/Kelty-TwoBits.pdf ↩︎
  3. Οι σημειώσεις του συγγραφέα δεν μεταφέρονται/μεταφράζονται εδώ. Οι παραπομπές στην παρακάτω ενότητα αποτελούν σημειώσεις του μεταφραστή (ΣτΜ), που ορισμένες φορές συνοψίζουν τις σημειώσεις του αρχικού κειμένου ή/και προσθέτουν επιπλέον πληροφορίες, σχετικές με το περιεχόμενο. ↩︎
  4. (Σ.τ.μ.) Ο όρος “πηγαίος κώδικας” αναφέρεται στην αλληλουχία των προγραμματιστικών εντολών που γράφονται σε κάποια ευανάγνωστη για τον άνθρωπο γλώσσα προγραμματισμού. Προκειμένου να τρέξει σε μια υπολογιστική μηχανή, ο πηγαίος κώδικας μπορεί να μετατραπεί από ένα άλλο πρόγραμμα, που ονομάζεται μεταγλωττιστής (compiler), σε εκτελέσιμο κώδικα μηχανής. ↩︎
  5. (Σ.τ.μ.) H διαμάχη μεταξύ των υπερασπιστών της μίας ή της άλλης έννοιας (free software ή open source) μπορεί να αναζητηθεί σε πάμπολλες ιστοσελίδες, forum, mailing lists κλπ. Για όποιον/όποια ενδιαφέρεται μπορεί να ανατρέξει (για αρχή…) στα παρακάτω links, που προέρχονται από αντίστοιχους “κεντρικούς” οργανισμούς που έχουν δημιουργηθεί:
    http://www.gnu.org/philosophy/free-software-for-freedom.html
    http://www.opensource.org/history
    http://www.gnu.org/philosophy/free-sw.html
    http://www.gnu.org/philosophy/words-to-avoid.html
    https://opensource.org/osd-annotated
    Ας σημειωθεί επίσης ότι σήμερα είναι ευρέως διαδεδομένοι οι υβριδικοί όροι FOSS και FLOSS:
    https://en.wikipedia.org/wiki/Alternative_terms_for_free_software ↩︎
  6. (Σ.τ.μ.) Το 1983, ο Richard Stallman ανακοίνωσε το σχέδιό του να δημιουργήσει το GNU OS, στα πλαίσια του Free Software Movement (FSM). Το GNU (ακρωνύμιο του GNU’s Not Unix) αποτελεί κομμάτι του σημερινού λειτουργικού συστήματος GNU/Linux (αυτή είναι η πλήρης ονομασία του). Το GNU OS θα έπρεπε να γραφτεί από την αρχή χωρίς να περιέχει καθόλου ιδιόκτητο κώδικα. Το 1985 o Stallman ίδρυσε τον μη κερδοσκοπικό οργανισμό free software Foundation. Η σημαντικότερη εξέλιξη εκείνης της περιόδου ήταν η συγγραφή αρκετών μεμονωμένων αδειών τύπου copyright που, παρότι στηρίζονταν στο νομικό πλαίσιο των πνευματικών δεικαιωμάτων, ήταν σχεδιασμένες ώστε να εμποδίζουν την πνευματική ιδιοκτησία στον κώδικα που παράγονταν στα πλαίσια του FSM. Κατά έναν τρόπο χρησιμοποιούσαν τον μηχανισμό του copyright ενάντια στον εαυτό του δηλώνοντας στο κείμενό τους τι θα πρέπει να επιτρέπεται και όχι τι θα πρέπει να απαγορεύεται. Το 1989 ο Stallman ανέπτυξε την πρώτη έκδοση της GNU General Public License (GNU GPL) η οποία ήταν σχεδιασμένη ώστε να αντικαταστήσει τις προηγούμενες μεμονωμένες αντι-copyright άδειες και να μεταδοθεί σαν ιός. Η GNU GPL ήταν η πιο προοδευτική του είδους της: Για κάθε κομμάτι κώδικα λογισμικού που γράφεται με αυτή την άδεια θα πρέπει να επιτρέπεται η πρόσβαση σε αυτό, η αντιγραφή, η μετατροπή και η ανα-διανομή του (με ή χωρίς αντίτιμο), αλλά τα ίδια θα πρέπει να επιτρέπονται και για οποιοδήποτε άλλο μελλοντικό πρόγραμμα που ενσωματώνει κομμάτια λογισμικού που έχουν εκδοθεί με την άδεια GNU GPL. Σήμερα η άδεια αυτή, που το είδος της αναφέρεται και ως copyleft, βρίσκεται στην τρίτη της έκδοση (3.0): http://www.gnu.org/licenses/gpl-3.0.html. Κάθε νέα έκδοση της GNU GPL προσπαθεί να κλείσει τυχόν “παράθυρα” για την ταυτόχρονη χρήση κομματιών ιδιόκτητου λογισμικού μέσα στο ίδιο προϊόν, που με τις copyright άδειες τους ακυρώνουν στην πράξη το περιεχόμενό της. Στο μεταξύ έχουν υπάρξει απώλειες: Ο πυρήνας του Linux (Linux Kernel) για παράδειγμα δεν υιοθέτησε την έκδοση 3.0 και παρέμεινε στην 2.0. ↩︎
  7. (Σ.τ.μ.) Η πρόσβαση στο Internet με browser βασίζεται στο μοντέλο client-server (ελλ. πελάτης-εξυπηρετητής). Γενικά μιλώντας, ο browser (στο PC, το laptop, το tablet, το κινητό) λειτουργεί ως client που στέλνει ένα αίτημα στον απομακρυσμένο server (κάπου στο Internet) ο οποίος το εκπληρώνει και επιστρέφει μια απάντηση. Ενώ ο browser δεν σχετίζεται λειτουργικά με την ίδια την επεξεργασία του αιτήματος από το server, θα πρέπει να μπορεί να καταλάβει την απάντηση που έρχεται πίσω ώστε να μπορεί π.χ. να απεικονίσει μια ιστοσελίδα. Εκεί είναι που θα πρέπει να χρησιμοποιούνται συγκεκριμένα, προτυποποιημένα πρωτόκολλα, ώστε οποιοσδήποτε server να μπορεί να λειτουργεί με οποιονδήποτε client. ↩︎
  8. Στη  wikipedia υπάρχει ένας συγκριτικός πίνακας με τα χαρακτηριστικά διάφορων free software και open source αδειών:
    https://en.wikipedia.org/wiki/Comparison_of_free_and_open-source_software_licenses ↩︎
  9. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων: η υψηλή κοινωνικότητα της εργασίας σήμερα, δεν είναι ιδιαιτερότητα του χώρου των τεχνολογιών της πληροφορίας και των επικοινωνιών, αλλά αφορά το σύνολο της καπιταλιστικής παραγωγής. Μπορεί άραγε κανείς να διανοηθεί ακόμα και για το πιο απλό πράγμα (ας πούμε ένα μπουκάλι ή ένα ποτήρι) από πόσα χέρια και πόσα μυαλά περνάει μέχρι να φτάσει στα χέρια του/της; Ακόμα και μια απόπειρα σχετικά χαλαρής περιγραφής αυτής της διαδρομής θα μπορούσε να γεμίσει της σελίδες ενός μικρού βιβλίου. Η αλληλεξάρτηση και η συνεργασία, σαν χαρακτηριστικά της παγκόσμιας εργασίας, για φαινομενικά πιο απλά πράγματα από ότι το λογισμικό φαίνεται να είναι πραγματικά δύσκολο να γίνει άμεσα αντιληπτή, πόσο μάλλον να περιγραφεί με λεπτομέρειες. Και εδώ όμως η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων συμπεριλαμβανομένων των νέων τεχνολογιών έχει κεντρική θέση. Αν και δεν είναι ακριβώς αυτό το θέμα μας, μπορούμε να δεχτούμε την κατηγορία ότι το software είναι μια “εύκολη” περίπτωση, όσο και μυθοποιημένη για τη μοναδικότητά της στην κοινωνικότητα, τη συμμετοχικότητα και τη συνεργασία των εργατών/εργατριών κατά την παραγωγή του. ↩︎
  10. Μόνο με αυτόν τον τρόπο, οι ίδιες οι παραγωγικές δυνάμεις που αναπτύσσονται και εμφανίζονται να ξεπερνούν εδώ ή εκεί την ίδια την αναγκαιότητα της ύπαρξης της τάξης των ιδιοκτητών μπορούν τελικά να αναγνωρίζουν στην ύπαρξη του κεφαλαίου τη μοναδική εφικτή μορφή της συλλογικότητας/κοινωνικότητας τους· καθώς αυτή η κοινωνικότητα στη βάση της – τη ζωντανή εργασία – τεμαχίζεται, αποδυναμώνεται, υποτιμάται, εξατομικεύεται και τελικά συσσωρεύεται σαν πλούτος στα χέρια της τάξης των ιδιοκτητών. Το “Εδώ ή Εκεί” αυτού του ξεπεράσματος, όσο γίνεται αυτο-αναφορικό (και αυτό συμβαίνει συχνά για την περίπτωση του λογισμικού) και δεν αναγνωρίζει αυτές τις διεργασίες της κρίσης των σχέσεων ιδιοκτησίας, της υποτίμησης, της υπαγωγής και της συσσώρευσης σαν διεργασίες που λαμβάνουν χώρα και ισχύουν για το σύνολο της παγκόσμιας παραγωγής (και της παγκόσμιας εργασίας) σηματοδοτεί και κάτι ακόμα: Το πάτημα ενός κουμπιού σαν δυνατότητα (ή/και ελευθερία) Εδώ μπορεί να συμβαίνει ταυτόχρονα με το θάνατο κάποιων Άλλων Εκεί· και να είναι σαν να μην συμβαίνει τίποτα. ↩︎
  11. Σχετικά αναγνώσματα, για το p2p:
    -Bawens, M. (2005). The political economy of peer production, Ctheory.net
    Διαθέσιμο  στο: http://www.ctheory.net/articles.aspx?id=499
    -Benckler, M, Nissenbaum, H. (2006). Commons-Based Peer Production and Virtue, 14(4) J. Political Philosophy 394-419.  Διαθέσιμο στο:
    http://www.nyu.edu/projects/nissenbaum/papers/jopp_235.pdf ↩︎
  12. Με μια δόση (ίσως) υπερβολής: Το πληκτρολόγιο κάπως έτσι μετατρέπεται για πολλούς από αυτούς σε “αναλώσιμο” και αντικαθίσταται το ίδιο τακτικά, με τα μελάνια του εκτυπωτή. Με την παραδοχή ότι το πρώτο γίνεται όλο και πιο συχνά ενώ το δεύτερο όλο και πιο σπάνια. Μόνο λίγοι “παλιακοί” τυπώνουν πλέον συστηματικά σε χαρτί. ↩︎
  13. Ο όρος θα μπορούσε να αφορά το “κάψιμο” των developers. Εδώ όμως αναφερόμαστε σε διαγράμματα αναπαράστασης της πραγματικής πορείας ενός έργου (burndown charts), που περιγράφουν το βαθμό εκπλήρωσης των sub-tasks, και που εκδίδονται σε αντιπαραβολή με μια ιδανική πορεία. Οι μάνατζερς φροντίζουν η “ιδανική” πορεία να αποτελεί το καρότο της υπόθεσης· και το μαστίγιο φυσικά δικό τους. ↩︎
  14. O σχηματισμός τέτοιων “κοινοτήτων” πολλές φορές προκύπτει από τους ίδιους τους προγραμματιστές μια εταιρίας σαν αντίδραση, όταν αυτή προσπαθεί να “κλείσει” με copyright τον κώδικα του λογισμικού. Τις περισσότερες φορές συνοδεύεται από σύσταση “μη κερδοσκοπικών οργανισμών” οι οποίοι συχνά σπονσοράρονται από ανταγωνιστές της πρώτης εταιρίας. Για περισσότερες πληροφορίες και παραδείγματα σχετικά με τέτοιες περιπτώσεις: Birkinbine, Benjamin J.. Conflict in the Commons: Towards a Political Economy of Corporate Involvement in Free and Open Source Software. The Political Economy of Communication, [S.l.], v. 2, n. 2, feb. 2015.
    Διαθέσιμο στο: http://www.polecom.org/index.php/polecom/article/view/35 ↩︎
  15. Η Red Hat, πιθανώς άγνωστη στους οικιακούς χρήστες PC, κατέχει σημαντικό μερίδιο στην αγορά των λειτουργικών συστημάτων για servers. ↩︎
  16. Τα τραπέζια του μπιλιάρδου και του πινγκ-πονγκ, τα γυμναστήρια, οι χώροι ανάπαυσης και συναναστροφής στα campus των μεγάλων ‘κλασικών’ εταιριών πληροφορικής αφενός έχουν σαν σκοπό την επέκταση του χρόνου της εργάσιμης ημέρας. Αφετέρου προσπαθούν να προσομοιώσουν συνθήκες “κοινότητας” (μήπως και…), αλλά αυτά δεν φαίνεται να αρκούν σαν “καινοτομίες”. Ο μέσος όρος των μισθών στις εταιρίες αυτές παραμένει σχετικά υψηλός, ενώ το μερίδιο τους στην αγορά μειώνεται. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που ακόμα και η Microsoft στρέφεται καθυστερημένα μεν, αλλά ολοένα και πιο δυναμικά προς το open source· παρόλο που o ίδιος ο Bill Gates είχε κατηγορήσει, μόλις το 2005, σε συνέντευξή του, τις open source κοινότητες ως μια “νέα επικίνδυνη μορφή κομμουνισμού”(!) ↩︎
  17. Αναφερόμενοι σε όλη την έκταση του αφιερώματος σε προγραμματιστές ή developers, δεν σημαίνει ότι αγνοούμε την ύπαρξη και άλλων ειδών δουλειάς στο εσωτερικό των εταιριών πληροφορικής, που, μεταξύ άλλων, είναι απαραίτητες ώστε να μπορούν οι developers να κάνουν τη δουλειά τους. Χρησιμοποιούμε περισσότερο αυτή τη φιγούρα σχηματικά μιας και μιλάμε για το software. Τα όποια συμπεράσματα, όπως θα δούμε παρακάτω, μπορούν να αφορούν ευρύτερα τμήματα αυτού που προτιμούμε να ονομάζουμε “ηλεκτρονικό προλεταριάτο” και όχι μόνο τις κλασικές (συνήθως λευκές και αρσενικές, αν και αυτό τείνει να αλλάξει – άλλο θέμα) φιγούρες των προγραμματιστών. ↩︎
  18. Σε αυτό το σημείο, πολλά θα μπορούσαμε να πούμε και για τις πρακτικές που οδήγησαν σε αυτό που ονομάζεται “πειρατεία”· στα σπασμένα προγράμματα, στο ψηφιακό μοίρασμα μουσικής, ταινιών, βιβλίων… Πρακτικές που με το δικό τους τρόπο στράφηκαν ενάντια στην πνευματική ιδιοκτησία και άλλαξαν το τοπίο και το εύρος της χρήσης του διαδικτύου. Σήμερα, συνδρομητικές υπηρεσίες όπως το Netflix (για ταινίες) ή το Spotify (για μουσική) οφείλουν την ύπαρξη τους και σε αυτές τις πρακτικές. Η δημιουργία τους είναι η πιο σοβαρή ως τώρα λύση, ώστε, μέσα από την ευκολία που προσφέρουν στη χρήση τους, να γίνεται ανεκτή ξανά μαζικά, μέσω της συνδρομής, η πληρωμή πνευματικών δικαιωμάτων. Ακόμα η γενική τάση και στο ιδιόκτητο λογισμικό (που στρέφεται ενάντια στα “σπασμένα”) είναι να παρέχεται ως συνδρομητική διαδικτυακή υπηρεσία, καθώς μεταφέρεται ένα σημαντικό κομμάτι της εγκατάστασης άρα και της εκτέλεσης των προγραμμάτων από τα οικιακά PCs στο “cloud”, δηλαδή σε υπερυπολογιστικές εγκαταστάσεις υπό τον έλεγχο της εταιρίας. Χαρακτηριστικά έιναι τα παραδείγματα των τελευταίων πακέτων προϊόντων της Adobe αλλά και πολλών γνωστών διαδικτυακών games. ↩︎
  19. Peter Naur and Brian Randell, eds., Software Engineering: Report on a Conference Sponsored by the NATO Science Committee, Garmisch, Germany, 7th to 11th October 1968 (Brussels: Science Affairs Division, NATO, 1969). ↩︎
  20. Marlow, J. & Dabbish, L. (2013). Activity traces and signals in software developer recruitment and hiring. In Proceedings of CSCW, 145–156.
    Διαθέσιμο στο: http://www.cs.cmu.edu/~xia/resources/Documents/Marlow-cscw13.pdf ↩︎
  21. Kelty, C. M. (2013b). “There is no free software.” Journal of Peer Production, 1(3)
    Διαθέσιμο στο:
    http://peerproduction.net/issues/issue-3-free-software-epistemics/debate/there-is-no-free-software/ ↩︎