Μια φενάκη πλανιέται πάνω από τον πρώτο κόσμο, ότι ο πόλεμος είναι αλλού, με χωρικούς και χρονικούς όρους. Συμβαίνει στις παρυφές του πολιτισμού και δεν αφορά “τον κόσμο μας” και “τη γενιά μας” που γαλουχήθηκε στην ευμάρεια, την πρόοδο και την παγκοσμιότητα του δυτικού πεπρωμένου. Κι αν τυχόν “συμβαίνει”, τότε συμβαίνει αλλιώς, αφού η αστρονομικών διαστάσεων τεχνολογικοποίηση της στρατιωτικής πυγμής, κάνει τον πόλεμο χειρουργικό, ακριβείας, καλοκουρδισμένο όργανο επιβολής του “καλού”, χωρίς περιττό αίμα και όλεθρο. Τα υπόλοιπα είναι απλά “ατυχήματα”, “ανθρώπινα λάθη”, “παράπλευρες απώλειες”, δυσλειτουργίες της πολεμικής μεγαμηχανής που ασφαλώς θα επιδιορθωθούν και θα εξαλειφθούν στο επόμενο κύμα τεχνολογικής εξέλιξης. Ευτυχισμένοι όσοι αφήνονται στην θαλπωρή αυτής της φενάκης. Γιατί αγνοούν ότι η ανθρώπινη καταστροφικότητα είναι η κατ’ εξοχήν δημιουργός τεχνολογίας, και μένουν τυφλοί στα σήματα κινδύνου που εκπέμπει το παρελθόν και το παρόν.
μηνύματα από το παρελθόν
Ο ολοκληρωτικός πόλεμος, δηλαδή η μετατροπή σε στόχο του συνόλου της κοινωνίας του αντιπάλου, χωρίς διάκριση μάχιμων – αμάχων, δεν είναι πρόσφατο ιστορικό φαινόμενο, επιβεβαιώνοντας τον Κλαούζεβιτς που υποστήριξε ότι ο πόλεμος από την φύση του οδηγείται υποχρεωτικά στα άκρα. Είναι όμως ο καπιταλισμός το πρώτο κοινωνικό σύστημα που υιοθέτησε μεν το δόγμα του ολοκληρωτικού πολέμου, αλλά το επαναστατικοποίησε, επαναπροσδιορίζοντας το συντακτικό της πολεμικής σύγκρουσης. Αν πριν η ολοκληρωτική καταστροφή προέκυπτε ως η έσχατη μέθοδος προκειμένου να επιτευχθεί η πλήρης και οριστική καθυπόταξη του αντιπάλου, στον καπιταλισμό συμβαίνει στην πραγματικότητα το ανάποδο. Η πλήρης και οριστική επικράτηση επί του αντιπάλου είναι η απαραίτητη συνθήκη προκειμένου να επιτευχθεί ο πρωταρχικός στόχος που είναι η καταστροφή. Γιατί ο καπιταλισμός είναι το σύστημα που σε τελική ανάλυση μπορεί να θεραπεύσει τις κρίσεις του μόνο μέσω της καταστροφής και αδυνατεί να επιβιώσει διαφορετικά. Και εξαιτίας αυτού του λόγου, κάθε πόλεμος στον καπιταλισμό είναι εν εξελίξει ολοκληρωτικός πόλεμος και οδηγεί σε καταστροφή μεγάλης κλίμακας. Η ιστορία του προηγούμενου αιώνα είναι αδιάψευστος μάρτυρας αυτής της θέσης.
Στα θεμέλια του καπιταλισμού εδράζεται η βασική αντινομία του: από την μια η κοινωνικοποίηση της παραγωγής κι από την άλλη η ιδιωτικοποίηση του παραγόμενου πλούτου. Είναι μια αντινομία που διατρέχει όλες τις κοινωνικές δραστηριότητες, αυτοαναπαράγεται σε κάθε πεδίο και γεννάει μια πληθώρα παραλλαγών της: ανάμεσα στην αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας και την εντεινόμενη υποτίμηση των εργατών και εργατριών· ανάμεσα στο τι είναι δυνατόν να παραχθεί και άρα να εξασφαλίσει υπεραξία στα χέρια των αφεντικών και στο τι είναι δυνατόν να καταναλωθεί κι έτσι να πραγματοποιηθεί η υπεραξία· ανάμεσα στην συστηματική υποτίμηση της δημιουργικότητας των προλετάριων και την συστηματική εμπορευματοποίηση των αναγκών και των επιθυμιών τους… Η αντινομία αυτή είναι ταυτόχρονα ο λόγος ύπαρξης του καπιταλισμού και η μήτρα των κρίσεών του (και η σημερινή κρίση ακριβώς τέτοια καταγωγή έχει). Καθώς ο καπιταλισμός αναπτύσσεται, ταυτόχρονα διογκώνεται η θεμελιώδης αντινομία του, μέχρι του σημείου να απειλείται ολόκληρο το σύστημα με κατάρρευση· και τότε μια καταστροφή μεγάλης κλίμακας γίνεται η μόνη εναλλακτική.
Ήδη από τον 19ο αιώνα, το κομμουνιστικό μανιφέστο είχε περιγράψει με σαφήνεια αυτήν την διαδικασία:
Μια κοινωνική επιδημία ξεσπά, που σε άλλες εποχές θα φαινόταν παραλογισμός: η επιδημία της υπεραπαραγωγής. Η κοινωνία, έξαφνα, βρίσκεται οπισθοδρομημένη σε μια κατάσταση στιγμιαίας βαρβαρότητας. Νομίζει κανείς πως της κόπηκαν όλα τα μέσα της διατροφής, από καμιά πείνα ή από κανένα εξολοθρευτικό πόλεμο. Και γιατί; Γιατί η κοινωνία έχει πάρα πολύ πολιτισμό, πάρα πολλά μέσα διατροφής, πάρα πολλή βιομηχανία, πάρα πολύ εμπόριο.
Με ποιόν τρόπο ξεπερνά η μπουρζουαζία τις κρίσεις; Απ’ τη μια μεριά καταστρέφοντας αναγκαστικά ένα σωρό παραγωγικές δυνάμεις. Και απ’ την άλλη με το να κατακτά νέες αγορές και να εκμεταλλεύεται πιο εντατικά και πιο πλατιά όλες τις παλιές αγορές.
Μέχρι τον 19ο αιώνα, ο καπιταλισμός μπορούσε, σε γενικές γραμμές κι όχι απόλυτα, να “ελέγχει” την αντινομία του και να εκτρέπει τις κρίσεις ακολουθώντας βασικά την δεύτερη μέθοδο, της επέκτασης και της κατάκτησης νέων αγορών. Μέσω του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας μπορούσε να εξάγει τα προβλήματά του στις τέσσερις γωνιές της οικουμένης και να εισάγει πλούτο και σταθερότητα στις μητροπόλεις. Αλλά αυτή ήταν μια διαδικασία με περιορισμούς, γιατί ακόμη και για τον καπιταλισμό ο πλανήτης ήταν και τότε γεωγραφικά πεπερασμένος. Μολονότι η επέκταση δεν σταμάτησε ποτέ, μέσω της αποικιοποίησης από το εμπόρευμα όλο και περισσότερων πεδίων του κοινωνικού βίου, ο καπιταλισμός στράφηκε αποφασιστικά στην πρώτη μέθοδο, της καταστροφής και έριξε μεγάλο βάρος στην τεχνολογία, καθιστώντας την βασικό εργαλείο πειθάρχησης και ελέγχου για τις “ειρηνικές” περιόδους, και βασική μηχανή καταστροφής για τις περιόδους που κρίση γινόταν πλέον ανεξέλεγκτη. Για το καπιταλιστικό σύστημα η καταστροφή δεν είναι συμπωματικό προϊόν του πολέμου. Δεν είναι συνέπεια αγριότητας, ανικανότητας ή αδυναμία του ενός ή του άλλου αντιπάλου, αλλά εξ αρχής ζητούμενο, ο ανομολόγητος στόχος και η τεχνολογία είναι αυτή που μπορεί να προμηθεύσει τα μέσα ενός τέτοιου στόχου. Η ιστορική εμπειρία των τριών προηγούμενων παγκοσμίων πολέμων είναι αποκαλυπτική.
οι τρεις παγκόσμιοι πόλεμοι
Επί έναν αιώνα σχεδόν, από τους ναπολεόντειους πολέμους μέχρι το 1914, ο καπιταλισμός διένυσε την μεγαλύτερη περίοδο σχετικής ηρεμίας της ιστορίας του, με πολεμικές συγκρούσεις που δεν πήραν παγκόσμιες διαστάσεις. Η εποχή αυτή έφτασε στο τέλος της όταν ξέσπασε η κρίση, παρά την διαδεδομένη ψευδαίσθηση ότι η τότε “παγκοσμιοποίηση” θα απέτρεπε κάθε συμπλοκή. Μετά από δεκαετίες ανάπτυξης, το χάσμα ανάμεσα στο τι ήταν δυνατόν να παραχθεί και τι ήταν δυνατόν να καταναλωθεί ήταν τόσο μεγάλο, ώστε χρειάστηκε όχι ένας, αλλά δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, μια καταστροφή δηλαδή ανθρώπων, υποδομών και εμπορευμάτων πρωτόγνωρης κλίμακας στην ιστορία, προκειμένου να επιτευχθεί μια νέα ισορροπία.
Μ’ άλλα λόγια, η εργατική δύναμη υψηλής παραγωγικότητας αφού δεν ήταν δυνατόν να αξιοποιηθεί σαν “ειρηνική δύναμη”, μετατράπηκε σε εργασία υψηλής καταστροφικότητας, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για ένα νέο κύκλο. Χωρίς την υπερεντατική εφαρμογή όλο και περισσότερων, όλο και νεώτερων τεχνολογικών μέσων, η διαδικασία αυτή θα ήταν αδύνατον να ολοκληρωθεί. Μέσω των δύο πρώτων παγκοσμίων πολέμων, η τεχνολογία έγινε η “παγκόσμια σταθερά” της δημιουργικής καταστροφής.
Η εντατική χρήση της τεχνολογίας στον Α’ ΠΠ σηματοδότησε το βίαιο πέρασμα στην εποχή της βιομηχανοποίησης και της μαζικής παραγωγής. Όταν ξεκίνησε, η λαϊκή εικονογραφία του πολέμου ήταν αυτή του ιππικού και του κομψευμένου αξιωματικού με το ξίφος· όταν έληξε, στα πεδία της μάχης – και τον κόσμο όλο πλέον – κυριαρχούσαν τα πυροβόλα όπλα, τα δηλητηριώδη αέρια, τα χημικά όπλα, το πετρέλαιο, τα υποβρύχια, τα αεροπλάνα, η μετεωρολογία, η εξελιγμένη μηχανική και φυσικά, η κορωνίδα των μοντέρνων καιρών, τα οχήματα με κινητήρα εσωτερικής καύσης. Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος, όλοι πίστευαν ότι θα είναι υπόθεση εβδομάδων και “οι φαντάροι θα κάνουν χριστούγεννα στα σπίτια τους”· όταν έφτασε στον τέταρτο χρόνο κάθε διαθέσιμος πόρος και παραγωγική δυνατότητα είχε υπαχθεί στον πολεμικό σχεδιασμό. Σύσσωμες οι κοινωνίες των αντιπάλων είχαν επιστρατευτεί στην πολεμική προσπάθεια. Κατά μία έννοια, ο πρώτος παγκόσμιος ήταν πόλεμος ανάμεσα στις τεχνολογίες του 20ου αιώνα από την μία και των παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων (και στρατιωτικών πρακτικών) του 19ου από την άλλη.
Παρά την εκατόμβη θυμάτων, ο Α’ ΠΠ άφησε πίσω του άλυτα προβλήματα και εκκρεμότητες, οδηγώντας αναγκαστικά σε νέο κύκλο αναμέτρησης και καταστροφής, δύο δεκαετίες αργότερα. Στο μεσοδιάστημα, οι δυνάμεις της επιστήμης και της τεχνολογίας κινητοποιήθηκαν σχεδόν αποκλειστικά για στρατιωτικούς σκοπούς, ιδίως προς το τέλος του μεσοπολέμου. Το βασικό χαρακτηριστικό του Β’ ΠΠ και αυτό που αύξησε εκθετικά την καταστροφική παραγωγικότητά του, ήταν το γεγονός ότι το τεχνολογικό υπόδειγμα κατά την λήξη του πολέμου ήταν συντριπτικά διαφορετικό από αυτό της αφετηρίας.
Πράγματι, όταν ξεκίνησαν οι μάχες, οι περισσότεροι στρατοί χρησιμοποιούσαν τεχνολογίες που ελάχιστα είχαν αλλάξει από τον Α’ ΠΠ ή ακόμη κι από τον 19ο αιώνα (ακόμη και τα χαρακώματα αλλά και το ιππικό έκαναν την εμφάνισή τους τον πρώτο καιρό). Ο καταλύτης υπήρξε ο “αστραπιαίος πόλεμος” (blietzkrieg) των ναζί – ουσιαστικά η εντατική μηχανοποίηση των δυνάμεων εφόδου – που κατέστησε άχρηστη κάθε προηγούμενη τακτική και πρακτική και υποχρέωσε τους αντιπάλους σε τεχνολογικά άλματα. Μέσα σε έξι μόλις χρόνια, από τότε που το πολωνικό ιππικό κλήθηκε να αντιμετωπίσει τα γερμανικά τανκς, οι εμπόλεμοι είχαν στην διάθεσή τους αεριωθούμενα αεροπλάνα, σύγχρονα ραντάρ, βαλλιστικούς πυραύλους, ασύρματες τεχνολογίες, υπολογιστικές μηχανές, ακόμη και πυρηνικά όπλα.
Στην υποθετική αναμέτρηση ενός στρατού του 1939 μ’ έναν αντίστοιχο του 1945, ο δεύτερος θα επικρατούσε κατά κράτος. Εντωμεταξύ, η γραμμή συναρμολόγησης και η μαζική παραγωγή που εγκαινίασε ο Α’ ΠΠ έγιναν οριστικά καθεστώς χάρη στον Β’ ΠΠ (και μαζί τους, εξίσου καθεστώς έγινε το στρατο-βιομηχανικό σύμπλεγμα). Ενδεικτικά, μόνο οι ηπα μεταξύ 1939 και 1945 κατασκεύασαν 100.000 τεθωρακισμένα, 800.000 πυροβόλα, 36 δισεκατομμύρια οβίδες, 41 δισεκατομμύρια φυσίγγια και 500.000 πολεμικά αεροσκάφη. Ανάλογη ήταν και η παραγωγή οπλισμού από τη σοβιετική ένωση, κυρίως κατά τα τελευταία χρόνια του πολέμου. Από τις στάχτες και την καταστροφή των δύο παγκοσμίων πολέμων, ανέτειλε πλέον ο μοντέρνος κόσμος.
Η τελευταία πράξη του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου ήταν η πρώτη του τρίτου: η καταστροφή της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι με την ρίψη ατομικών βομβών. Ο “ψυχρός πόλεμος”, όπως ονομάζεται επίσημα, με διάρκεια από το 1945 μέχρι το 1991, ήταν από όλες τις απόψεις ο τρίτος στη σειρά παγκόσμιος. Πράγματι, ήταν μια αναμέτρηση παγκόσμιας εμβέλειας, ενέπλεξε τα περισσότερα κράτη του πλανήτη και ήταν ολοκληρωτικός αφού κινητοποιήθηκαν συντεταγμένα όλες οι παραγωγικές δυνάμεις στην διεξαγωγή του και στόχος ήταν το σύνολο των δομών των αντίπαλων κοινωνιών. Εν τέλει (και θα το εξηγήσουμε αυτό) η καταστροφή που προκλήθηκε ήταν τέτοιας κλίμακας που μόνο με τους προηγούμενους παγκόσμιους πολέμους μπορεί να συγκριθεί. Κι όλα αυτά χωρίς τυπικά να πέσει ούτε ένας πυροβολισμός ανάμεσα στους δύο επίσημους αντιπάλους, τις ηπα και την εσσδ. Επιπλέον, ο Γ’ ΠΠ εμφάνισε καινοφανή χαρακτηριστικά που κληροδοτήθηκαν ατόφια στον πόλεμο της νέας εποχής του 21ου αιώνα.
Ήδη από το τέλος του Β’ ΠΠ, η τεχνολογική ανάπτυξη είχε αποκτήσει τη δική της αυτοτροφοδοτούμενη δυναμική. Η έρευνα και επένδυση σε νέα εξελιγμένα συστήματα, που ήταν ευκαιριακή πριν τον Α’ ΠΠ και περισσότερο συστηματική πριν τον Β’, έγινε στην διάρκεια του ψυχρού θεμελιώδες χαρακτηριστικό του πολέμου, σε βαθμό που να μας επιτρέπει να θεωρήσουμε την ίδια την τεχνολογία ως ένα στρατηγικό πεδίο μάχης, με τη νίκη σε αυτό να έχει καθοριστική σημασία. Η «κούρσα εξοπλισμών», όπως είχε ονομαστεί η διαρκής τεχνολογική αναβάθμιση των πολεμικών μέσων, δεν αποσκοπούσε απλά στην υπεροπλία, αλλά στο γονάτισμα του αντιπάλου με την εξάντληση των πόρων του. Η τεχνολογία έπαψε να είναι ένα μέσο του πολέμου κι έγινε πόλεμος η ίδια.
Ο τρίτος παγκόσμιος είναι ο πόλεμος της πυρηνικής τεχνολογίας· για πρώτη φορά στην ιστορία οι εμπόλεμοι είχαν την τεχνική δυνατότητα ενός συντριπτικού χτυπήματος στον αντίπαλο, της ισοπέδωσής του και κατά συνέπεια – λόγω των αντιποίνων – της ολοσχερούς καταστροφής του πλανήτη. Ήταν μια ιδιάζουσα συνθήκη με παράδοξα αποτελέσματα. Η άμυνα με την κλασσική στρατιωτική έννοια είχε χάσει την σημασία της και η καταστροφική δύναμη της πυρηνικής τεχνολογίας είχε φτάσει σε τέτοιο ακραίο βαθμό αποτελεσματικότητας, ώστε πρακτικά κατέληγε στην αυτο-αναίρεσή της. Το αποτέλεσμα ήταν να πάρει ο Γ’ ΠΠ τον χαρακτήρα μιας παρατεταμένης πολιορκίας ολοκληρωτικού χαρακτήρα, που χωρίς να ενεργοποιεί τα πυρηνικά μέσα κι εφαρμόζοντας κατά κόρον τεχνικές προπαγάνδας, σαμποτάζ, προβοκάτσιας, οικονομικού πολέμου και συγκρούσεων μέσω τρίτων, στόχευε στην εξουθένωση και την εκ των έσω κατάρρευση του εχθρού.
Όταν ο πόλεμος έληξε με την ήττα του ανατολικού μπλοκ, ούτε η Ευρώπη, η αγαπημένη ήπειρος της καταστροφής, είχε γίνει ένα σωρός ερειπίων, ούτε κάποιος στρατός είχε αποδεκατιστεί, ούτε κάποια ταπεινωτική συνθήκη υπογράφτηκε. Μοιάζει σαν ένας ολοκληρωτικός πόλεμος να έκλεισε χωρίς τον προαπαιτούμενο επίλογο της καταστροφής μεγάλης κλίμακας. Αλλά αυτή είναι μια παραπλανητική εικόνα. Γιατί στην πραγματικότητα αυτό που συνέβη ήταν η αμείλικτη συσσώρευση της καταστροφικότητας στο παρασκήνιο επί τέσσερις δεκαετίες και το ορμητικό ξέσπασμά της σε δεύτερο χρόνο. Ας μην μας ξεγελούν τα χρονολόγια. Μπορεί η αναμέτρηση να έληξε το 1991, με την πτώση του τείχους, αλλά το ανατολικό μπλοκ γνώρισε την κατάρρευση και την καταστροφή στη συνέχεια, σε τέτοια κλίμακα ώστε να μην έχει ορθοποδήσει πλήρως ούτε καν μέχρι σήμερα. Η ρωσία και η ανατολική Ευρώπη μετατράπηκαν το 1991 σε μια απέραντη κοινωνική έρημο.
πόλεμος τέταρτης γενιάς
Ο τρίτος παγκόσμιος, εξαιτίας της ανελαστικής πυρηνικής συνθήκης, είχε θέσει στα στρατιωτικά επιτελεία ένα ακανθώδες ερώτημα: πώς θα μπορούσε να διεξαχθεί ένας πόλεμος, εάν και η παραμικρή στρατιωτική κινητοποίηση θα μπορούσε να οδηγήσει σε πυρηνική καταστροφή; Μ’ άλλα λόγια: πώς θα μπορούσε να “μεταμφιεστεί” ο πόλεμος ώστε να μην οδηγήσει σε πυρηνική κλιμάκωση; Οι απαντήσεις που δόθηκαν και οι τάσεις που άρχισαν να σχηματοποιούνται ίσως να μην καθόρισαν την έκβαση του τρίτου είχαν όμως μεγάλη επίδραση στον πόλεμο που έμελλε να ακολουθήσει.
Το 1989, μόλις λίγες μέρες πριν την πτώση του τείχους και δύο χρόνια πριν λήξει οριστικά ο Γ’ ΠΠ, η αμερικανική στρατιωτική εφημερίδα Marine Corps Gazette δημοσίευσε ένα θεωρητικό κείμενο με τίτλο Το μεταβαλλόμενο πρόσωπο του πολέμου: προς μία τέταρτη γενιά (The Changing Face of War: Into the Fourth Generation). Συγγραφείς του κειμένου ήταν μια ομάδα αναλυτών, αξιωματικών του αμερικανικού στρατού. Πρόθεση των συγγραφέων ήταν να σκιαγραφήσουν, ή μάλλον να ανιχνεύσουν, τη μορφή του πολέμου στο εγγύς μέλλον. Με βάση την προσέγγισή τους, εντόπισαν τρεις γενιές πολέμου. Η πρώτη ήταν αυτή των μεγάλων στρατιωτικών σχηματισμών που βάδιζαν συντεταγμένα κατά του αντιπάλου. Η δεύτερη ήταν αυτή της μεγάλης πυροβολικής ισχύος. Η τρίτη εγκαινιάστηκε με τον γερμανικό blietzgrieg κι έριχνε βάρος στην διείσδυση στα μετόπισθεν του αντιπάλου. Εξετάζοντας τα χαρακτηριστικά των προηγούμενων γενιών, σε συνδυασμό με τις τεχνολογικές εξελίξεις, οι συγγραφείς προσπάθησαν να σχηματίσουν την εικόνα ενός ενδεχόμενου πολέμου τέταρτης γενιάς. Για την ακρίβεια, άρχισαν να περιγράφουν πώς θα μπορούσε να είναι ένας άτυπος παγκόσμιος πόλεμος στον 21ο αιώνα:
Βλέπουμε δύο κρίσιμους καταλύτες προς την αλλαγή στις προηγούμενες γενεαλογικές μετατοπίσεις: την τεχνολογία και τις ιδέες. Ποια οπτική μας ανοίγεται από αυτές τις προηγούμενες μετατοπίσεις καθώς κοιτούμε προς μια πιθανή τέταρτη γενιά πολέμου;
Οι προηγούμενες μετατοπίσεις, ιδίως από την δεύτερη στην τρίτη γενιά, σημαδεύτηκαν από την εντεινόμενη έμφαση σε ορισμένες κεντρικές ιδέες. Τέσσερις από αυτές φαίνεται ότι θα συνεχίσουν στην τέταρτη γενιά και μάλιστα θα ενισχυθεί η σημασία τους.
Η πρώτη είναι οι διαταγές. Κάθε γενεαλογική μετατόπιση σημαδεύτηκε από την όλο και μεγαλύτερη διασπορά στο πεδίο της μάχης. Το πεδίο μάχης της τέταρτης γενιάς είναι πιθανόν να συμπεριλάβει το σύνολο της κοινωνίας του εχθρού. Μια τέτοια διασπορά… θα απαιτήσει ακόμη κι από τα κατώτερα κλιμάκια να δρουν ευέλικτα στη βάση των προθέσεων της διοίκησης.
Η δεύτερη είναι η μειωμένη εξάρτηση από την κεντρική επιμελητεία…
Η τρίτη είναι η μεγαλύτερη έμφαση στους ελιγμούς. Η μαζική δύναμη, ανδρών ή πυρός, δεν θα είναι πλέον ένας καθοριστικός παράγοντας… Μικρές, εξαιρετικά ευέλικτες, επιθετικές δυνάμεις θα τείνουν να κυριαρχούν.
Η τέταρτη είναι ο στόχος της κατάρρευσης του εχθρού εκ των έσω παρά η φυσική καταστροφή του. Οι στόχοι θα περιλαμβάνουν πράγματα όπως την υποστήριξη του πληθυσμού προς τον πόλεμο ή την κουλτούρα του εχθρού.
Σε γενικές γραμμές, ο πόλεμος τέταρτης γενιάς φαίνεται ότι θα είναι ευρέως εξαπλωμένος κι εξαιρετικά απροσδιόριστος· η διάκριση μεταξύ πολέμου και ειρήνης θα θολώσει μέχρι του σημείου να εξαφανιστεί. Θα είναι μη γραμμικός, πιθανά μέχρι του σημείου να μην έχει καν προσδιορισμένα πεδία μάχης ή μέτωπα. Η διάκριση μεταξύ “πολίτη” και “στρατιωτικού” ίσως χαθεί. Οι δράσεις θα συμβαίνουν ταυτόχρονα σε όλο το βάθος του αντιπάλου, περιλαμβανομένης της κοινωνίας ως κουλτούρας κι όχι μόνο ως φυσικής δομής…
Εάν συνδυάσουμε τα παραπάνω γενικά χαρακτηριστικά με την νέα τεχνολογία, μπορούμε να διακρίνουμε ένα πιθανό περίγραμμα της νέας γενιάς… Η ανάπτυξη της ρομποτικής, τα τηλεκατευθυνόμενα οχήματα, η μικρή πιθανότητα υποκλοπής επικοινωνιών και η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να προσφέρουν την δυνατότητα ριζικού μετασχηματισμού των τακτικών… Μικρές, εξαιρετικά ευέλικτες μονάδες, απαρτιζόμενες από εξαιρετικά ευφυείς στρατιώτες οπλισμένους με όπλα τελευταίας τεχνολογίας, μπορεί να κινούνται σε μεγάλη ακτίνα αναζητώντας στόχους. Οι στόχοι μπορεί να βρίσκονται περισσότερο στον πολιτικό παρά τον στρατιωτικό τομέα. Όροι όπως “μέτωπο – μετόπισθεν” μπορεί να αντικατασταθούν από το δίπολο “στοχοποιημένο – μη στοχοποιημένο”… Το τακτικό και το στρατηγικό επίπεδο θα αναμειχθούν καθώς η πολιτική δομή και η κοινωνία του αντιπάλου θα μετατραπούν σε στρατιωτικούς στόχους. Εξαιρετικά σημαντική θα είναι η απομόνωση αντιπάλων που θα έχουν διεισδύσει στα μετόπισθεν, επειδή και ο μικρότερος αριθμός ανθρώπων θα μπορεί να προκαλέσει την μεγαλύτερη ζημιά σε ελάχιστο χρόνο.
Οι ψυχολογικές επιχειρήσεις ίσως γίνουν το κυρίαρχο επιχειρησιακό και στρατηγικό όπλο με την μορφή επέμβασης στα μήντια και την πληροφορία. Προγραμματιστικές βόμβες και ιοί υπολογιστών ίσως χρησιμοποιηθούν για να διαταράξουν πολιτικές αλλά και στρατιωτικές επιχειρήσεις. Οι πολεμιστές τέταρτης γενιάς θα είναι ειδικοί στο χειρισμό των μήντια και στον επηρεασμό της τοπικής και διεθνούς κοινής γνώμης σε τέτοιο βαθμό ώστε η επιτυχημένη οργάνωση ψυχολογικών επιχειρήσεων να καθιστά ορισμένες φορές περιττή την δέσμευση μάχιμων δυνάμεων. Ένας μεγάλος στόχος θα είναι η υποστήριξη του πληθυσμού στην κυβέρνησή του και τον πόλεμο. Οι τηλεοπτικές ειδήσεις θα γίνουν ένα ισχυρότερο επιχειρησιακό όπλο από τις πάνοπλες μεραρχίες.
…
Η τεχνολογία ήταν η κινητήρια δύναμη της δεύτερης γενιάς πολέμου· οι ιδέες ήταν η κινητήρια δύναμη της τρίτης. Μια τέταρτη γενιά στηριγμένη σε ιδέες είναι επίσης νοητή.
Για περίπου 500 χρόνια, η Δύση καθόρισε τον πόλεμο· ένας στρατός για να είναι αποτελεσματικός έπρεπε γενικά να ακολουθεί τα δυτικά μοντέλα. Επειδή η δύναμη της Δύσης είναι η τεχνολογία, ίσως έχουμε την τάση να συλλαμβάνουμε την τέταρτη γενιά με τεχνολογικούς όρους.Ωστόσο, η Δύση δεν κυριαρχεί πλέον στον κόσμο. Η τέταρτη γενιά μπορεί να αναδυθεί από μη δυτικές κουλτούρες, όπως η ισλαμική ή η ασιατική. Το γεγονός ότι ορισμένες μη δυτικές περιοχές, όπως ο ισλαμικός κόσμος, δεν έχουν δύναμη στην τεχνολογία, μπορεί να τις οδηγήσει στο να αναπτύξουν μια τέταρτη γενιά μέσω ιδεών παρά τεχνολογίας.
Η γένεση μιας τέταρτης γενιάς στηριγμένης σε ιδέες ίσως είναι ορατή στην τρομοκρατία. Δεν υποστηρίζουμε ότι η τρομοκρατία είναι πόλεμος τέταρτης γενιάς, αλλά ότι στοιχεία της μπορεί να είναι σημάδια που δείχνουν προς μια τέταρτη γενιά… Οι πιο επιτυχημένοι τρομοκράτες φαίνεται να δρουν με βάση ευρείες κατευθύνσεις παρά συγκεκριμένες διαταγές. Το “πεδίο μάχης” είναι εξαιρετικά διεσταλμένο και περιλαμβάνει το σύνολο της κοινωνίας του εχθρού… Η τρομοκρατία επιδιώκει την κατάρρευση του εχθρού εκ των έσω καθώς έχει μικρή δυνατότητα να προκαλέσει γενικευμένες καταστροφές. Επιδιώκει να παρακάμψει εντελώς τον στρατό του αντιπάλου και να χτυπήσει κατευθείαν στα μετόπισθεν σε πολιτικούς στόχους. Ιδεατά, ο στρατός του εχθρού είναι αδιάφορος στον τρομοκράτη.
…
Η τρομοκρατία επίσης φαίνεται να εκπροσωπεί μια λύση σε ένα πρόβλημα που είχε προκληθεί από τις προηγούμενες γενεαλογικές μετατοπίσεις, αλλά δεν επιλύθηκε από καμία. Είναι η αντίθεση ανάμεσα στη φύση του μοντέρνου πεδίου μάχης και την παραδοσιακή στρατιωτική κουλτούρα. Αυτή η κουλτούρα, με την ιεραρχία, τους χαιρετισμούς, τις στολές, κτλ… είναι μία κουλτούρα τάξης. Την εποχή που αναπτύχθηκε ήταν συμβατή με το πεδίο μάχης, επειδή και εκείνο κυριαρχούνταν από την τάξη. Ωστόσο κάθε νέα γενιά προκάλεσε μια μεγάλη ώθηση προς ένα πεδίο αταξίας κι έτσι η στρατιωτική κουλτούρα, που παρέμενε κουλτούρα τάξης, έχει γίνει αντιθετική στο πεδίο μάχης… Η αντίθεση ανάμεσα στην στρατιωτική κουλτούρα και την φύση του μοντέρνου πολέμου θέτει στους παραδοσιακούς στρατούς ένα δίλλημα. Οι τρομοκράτες απαντούν στο δίλλημα εξαλείφοντας την κουλτούρα της τάξης…Δεν ισχυριζόμαστε ότι η τρομοκρατία είναι η τέταρτη γενιά… Ωστόσο, τι αποτελέσματα θα έχουμε αν συνδυάσουμε την τρομοκρατία με την νέα τεχνολογία; … Για να περιγράψουμε ακόμη περισσότερο την ενδεχόμενη τέταρτη γενιά, τι θα συμβεί αν συνδυάσουμε την τρομοκρατία με την νέα τεχνολογία και τα παρακάτω επιπρόσθετα στοιχεία;
Μια μη εθνική η διεθνική βάση, όπως η ιδεολογία ή η θρησκεία. Οι δυνατότητες άμυνας είναι σχεδιασμένες να λειτουργούν εντός ενός κρατικού πλαισίου. Έξω από το πλαίσιο αυτό, έχουν τρομερές δυσκολίες…
Μια ευθεία επίθεση στην κουλτούρα του εχθρού που μπορεί να παρακάμψει όχι μόνο τον εχθρικό στρατό αλλά και το κράτος το ίδιο…
Πολύ εξελιγμένες επιχειρήσεις ψυχολογικού πολέμου. Κάποιοι τρομοκράτες ξέρουν ήδη να παίζουν αυτό το παιχνίδι… Εάν βομβαρδίσουμε μια εχθρική πόλη, οι εικόνες των νεκρών πολιτών του εχθρού θα παίξουν το ίδιο βράδυ από τις ειδήσεις σε κάθε σπίτι και μπορεί να μετατρέψουν μια στρατιωτική επιτυχία σε σοβαρή ήττα.
Όλα αυτά τα στοιχεία ήδη υπάρχουν. Δεν είναι προϊόντα “φουτουρισμού”, ούτε τα βλέπουμε μέσα από κρυστάλλινες σφαίρες. Απλά ρωτάμε τι θα αντιμετωπίσουμε αν όλα αυτά συνδυαστούν… Ο στόχος μας είναι να θέσουμε μια ερώτηση, όχι να την απαντήσουμε.
Αν λάβουμε υπόψη αφενός την εικοσιπενταετή ηλικία του κειμένου κι αφετέρου τις συνθήκες στα σύγχρονα πολεμικά μέτωπα, τότε πρέπει να παρατηρήσουμε ότι οι συγγραφείς ήταν εξαιρετικά οξυδερκείς. Τόσο οξυδερκείς ώστε να πρέπει να μας απασχολήσει σοβαρά το ζήτημα αν έχουμε να κάνουμε είτε με βάσιμες εικασίες και μελλοντολογία, είτε με αυτοεκπληρούμενες προφητείες ή αποκάλυψη ήδη υπαρκτών προθέσεων, σχεδιασμών και πρακτικών. Γιατί το σχεδιάγραμμα του “πολέμου 4ης γενιάς” αφενός προαναγγέλλει τη μορφή του “εχθρού” (η “τρομοκρατία”) και τον γεωγραφικό χώρο των εστιών του (ο ισλαμικός κόσμος και η Ασία) κι αφετέρου αποκαλύπτει, αποδίδοντάς τες στον κατασκευασμένο εχθρό, τεχνικές και πρακτικές που συστηματικά εφαρμόζει τα τελευταία είκοσι χρόνια ο αμερικανικός στρατός στις επιχειρήσεις του. Αν συνοψίσουμε τα χαρακτηριστικά της τέταρτης γενιάς, καταλήγουμε σε αυτά: μετατροπή του συνόλου της κοινωνίας του αντιπάλου σε πεδίο μάχης· στόχος είναι η εκ των έσω κατάρρευση του εχθρού· πόλεμος άτυπος, απροσδιόριστος κι εξαιρετικά εξαπλωμένος· ευρεία διασπορά των μαχών· θολή έως ανύπαρκτη διάκριση πολέμου – ειρήνης, στρατιωτικών – πολιτικών στόχων, στρατιωτών – αμάχων· κεντρική σημασία της προπαγάνδας και των επιχειρήσεων ψυχολογικού πολέμου· ηλεκτρονικός πόλεμος και τέλος θεμελιώδης ρόλος της τεχνολογίας και των αυτοματοποιημένων, ρομποτικών οπλικών συστημάτων αιχμής. Αν πρέπει λοιπόν να βγάλουμε ένα συμπέρασμα από τα παραπάνω, είναι ότι το αμερικανικό κράτος είχε ήδη ξεκινήσει από την δεκαετία του ’80 να κατασκευάζει τις προϋποθέσεις προκειμένου να διεξάγει έναν πόλεμο τέταρτης γενιάς. Γιατί αυτό που περιγράφουν οι συγγραφείς είναι ο πόλεμος που πριν 15 χρόνια ονομάστηκε “πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία”, ο οποίος έτσι όπως εξελίχτηκε και συνεχίζεται ακόμη, αποδεικνύεται ότι είναι ο πιο πρόσφατος, τέταρτος στην σειρά, παγκόσμιος πόλεμος.
μηνύματα από το πρόσφατο παρελθόν, το παρόν και το δυσοίωνο μέλλον
Πριν καν λήξει και τυπικά ο Γ’ ΠΠ (25 Δεκεμβρίου 1991 διαλύθηκε η εσσδ), τον Αύγουστο του ’90 οι ηπα ξεκίνησαν πολεμικές προετοιμασίες και τον Ιανουάριο του επόμενου έτους εισέβαλλαν στο ιράκ. Η “καταιγίδα της ερήμου” ήταν ένας πόλεμος που διεξήχθη εκ μέρους των ηπα με έναν στρατό προετοιμασμένο για μάχες του ψυχρού πολέμου εναντίον του ανατολικού μπλοκ, ο οποίος αποβιβάστηκε στην Μέση Ανατολή βαρυφορτωμένος με όλη την σχετική τεχνολογία. Ο ιρακινός στρατός πρακτικά αποδείχτηκε ανύπαρκτος απέναντι στον αντίπαλό του, πράγμα που ενίσχυσε την αντίληψη ότι ένας σκληρά τεχνολογικοποιημένος στρατός με ξεκάθαρο προβάδισμα έναντι κάθε αντιπάλου, αφενός είναι εγγύηση νίκης κι αφετέρου είναι πρακτικά απρόσβλητος κι άτρωτος.
Η αντίληψη αυτή ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο με τους πολέμους στην Βοσνία και το Κόσσοβο, όπου οι ηπα και οι σύμμαχοί τους είχαν κυριολεκτικά μηδενικές απώλειες. Στα Βαλκάνια μάλιστα, οι δυτικοί διεξήγαγαν ένα πόλεμο χωρίς καν να χρειαστεί να πατήσουν πόδι στα πεδία της μάχης, στηριζόμενοι αποκλειστικά στην αεροπορική υπεροπλία τους και την εκτόξευση πυραύλων από την ασφάλεια πλοίων ή βάσεων χιλιόμετρα μακριά από το “μέτωπο” (μόνο στο Κόσσοβο, το νατο πραγματοποίησε 38.000 αεροπορικές επιδρομές). Πολλοί μίλησαν τότε για “αποστειρωμένο πόλεμο”, για την τεχνολογική δυνατότητα δηλαδή ενός πολέμου πλήρως προγραμματισμένου, διεκπεραιωμένου από υψηλής πιστότητας μηχανές, εναντίον τεχνολογικά υποδεέστερων αντιπάλων που καταλήγει στη νίκη με την προβλεψιμότητα μιας χειρουργικής επέμβασης ρουτίνας.
Αλλά αυτή ήταν μια ψευδής εικόνα. Στο ιράκ, η επέμβαση του 1991 και όσες ακολούθησαν έχουν δημιουργήσει μια κιβωτό του χάους, με ανυπολόγιστες καταστροφές και θύματα που κατά ορισμένες μελέτες φτάνουν το ένα εκατομμύριο. Στα Βαλκάνια, την ώρα που στον αέρα ξεδιπλωνόταν η εποποιία της εναέριας επέμβασης “ακριβείας”, στο έδαφος της Βοσνίας εξελισσόταν η χειρότερη σφαγή μετά τον Β’ ΠΠ σε ευρωπαϊκό έδαφος και στο Κόσσοβο, περισσότεροι από 500.000 έγιναν πρόσφυγες εγκαταλείποντας τις ισοπεδωμένες εστίες τους.
Μεγάλη επίδραση στην διαμόρφωση του σύγχρονου πολέμου στον 21ο αιώνα άσκησε (και συνεχίζει να ασκεί) επίσης, ο πόλεμος του ισραήλ κατά των παλαιστινίων. Αν και είναι ίσως καταχρηστικός ο όρος “πόλεμος”, στο βαθμό που έχουμε να κάνουμε περισσότερο με μια μονομερή, διαρκή εκστρατεία αφανισμού των παλαιστινίων και περιστασιακά μόνο με μια πραγματική αναμέτρηση, ως προς τις τακτικές, τα μέσα και τους στόχους του ισραήλ στην παλαιστίνη, είναι ένα πρόωρο παράδειγμα και μικρογραφία του τετάρτου παγκοσμίου πολέμου. Επίσημα και τυπικά, ο πόλεμος αυτός “δεν υφίσταται”, παρά μόνο όταν το ισραηλινό κράτος κάνει κάποια εισβολή / βομβαρδισμό μεγάλης κλίμακας της Λωρίδας της Γάζα ή της Δυτικής Όχθης. Αντίθετα, εξαιτίας μιας εκτεταμένης, διεθνούς μηντιακής καμπάνιας, σε μια οργουελιανής έμπνευσης διαστροφή, οι επιχειρήσεις εμφανίζονται ως “αυτοάμυνα ενάντια σε τρομοκράτες”. Σε επίπεδο μέσων και πρακτικών, η ισραηλινή πολεμική μηχανή κάνει συστηματική κι εντατική χρήση κάθε νέας τεχνολογίας αιχμής και δικαιολογημένα ο ισραηλινός στρατός συγκαταλέγεται (ή αυτοδιαφημίζεται να είναι) μεταξύ των πιο τεχνολογικά εξελιγμένων. Σε επίπεδο στόχων τέλος, δεν υφίσταται καμία διάκριση μεταξύ στρατιωτικών και κοινωνικών δομών, μεταξύ ενόπλων και αμάχων· η εφαρμοσμένη τακτική είναι αυτή της συστηματικής εξολόθρευσης. Το αποτέλεσμα είναι η κατασκευή μιας κατάστασης που παραπέμπει σε μια παρατεταμένη, άτυπη πολιορκία (ανακαλώντας έτσι την ιστορική εμπειρία του Γ’ ΠΠ). Οι παλαιστίνιοι έχουν εγκλωβιστεί σε τεράστια φυλακή που είναι η ίδια τους η χώρα, υπομένοντας μια διαρκή πολιορκία και τις τακτικές δολοφονικές επιθέσεις ενός πάνοπλου εχθρού που δρα (ή πιστεύει ότι έχει την δυνατότητα να δρα) ανεξέλεγκτα χάρη στην συντριπτική υπεροπλία του. Τίποτε από όλα αυτά δεν θα ήταν εφικτό με τέτοιο τρόπο και σε τέτοιο βαθμό, αν το “απελευθερωμένο τζίνι” της τεχνολογίας δεν παρείχε τα μέσα. Μια άτυπη φυλακή, υπό άτυπη πολιορκία, σε έναν άτυπο πόλεμο, με στόχο την φυσική ή/και κοινωνική εξόντωση ενός ολόκληρου πληθυσμού· καλώς ήλθατε στο μοντέλο του τετάρτου παγκοσμίου πολέμου!
Όταν ξεκίνησε ο “πόλεμος στην τρομοκρατία” (δηλαδή η δεύτερη φάση του Δ’ ΠΠ, με την πρώτη να είναι η εισβολή και κατοχή του ιράκ) η έννοια του πολέμου 4ης γενιάς αναπτύχθηκε σχεδόν πλήρως κι όλα τα κεντρικά χαρακτηριστικά του βρήκαν πεδίο εφαρμογής. Τα πεδία μάχης διασπάρθηκαν σε μια έκταση που ξεκινούσε από την υποσαχάρια Αφρική, περνούσε στην Μέση Ανατολή και κατέληγε στην κεντρική και νοτιανατολική Ασία (σημειώστε τα κράτη όπου έχουν διεξαχθεί ή διεξάγονται επίσημες επιχειρήσεις: ιράκ, υεμένη, αφγανιστάν, πακιστάν, κασμίρ, φιλιππίνες, σομαλία, τσιμπουτί, κένυα, αιθιοπία, μάλι, τσαντ, νίγηρας, μαυριτανία). Όλη αυτή η τεράστια γεωγραφική ζώνη τελεί εδώ και δεκαπέντε χρόνια πρακτικά υπό πολιορκία από έναν εχθρό που δρα καταστροφικά, χωρίς περιορισμούς, όσο διαθέτει (ή πιστεύει ότι διαθέτει) τεχνολογικό πλεονέκτημα και την υπεροπλία (μέχρι φυσικά να εμφανιστεί κάποιος υπολογίσιμος αντίπαλος που να αμφισβητήσει την υπεροπλία αυτή). Ο πόλεμος μόνο συγκυριακά και σπάνια είναι επίσημα κηρυγμένος και στο μεγαλύτερο μέρος του διεξάγεται άτυπα πίσω από προσχηματικές “ανθρωπιστικές επεμβάσεις”, ακαριαία χτυπήματα, αποστολές “συμβούλων” ή ανάπτυξη ιδιωτικών εταιρειών πολέμου. Οι μουσουλμανικές κοινωνίες αφενός έχουν τεθεί ολόκληρες και σ’ όλο τους το βάθος στο στόχαστρο κι αφετέρου δοκιμάζονται διαρκώς από την δυτική, ρατσιστική, αντιμουσουλμανική προπαγάνδα (συνθήκες που έχουν επιδεινωθεί μετά την “αραβική άνοιξη”). Η διάκριση στρατιωτικών και πολιτικών στόχων έχει εξαφανιστεί με πρόσχημα την διείσδυση ή διάβρωση από “τρομοκράτες” των κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών δομών. Τέλος, γίνεται συστηματική χρήση υπερεξελιγμένων πολεμικών συστημάτων που είτε δρουν αυτοματοποιημένα και τηλεχειριζόμενα, είτε είναι πλήρως αυτόνομα κι ενεργούν βάσει του προγραμματισμού τους, χωρίς καμία ανθρώπινη παρέμβαση.
Πρέπει όμως να διακρίνουμε δύο διαδικασίες, δύο τάσεις, που δείχνουν καταρχήν ασυμβατότητα μεταξύ τους. Από την μια γίνεται υπερεντατική χρήση των σύγχρονων μηχανών θανάτου (βομβαρδιστικά και επιθετικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη, ρομποτικά οπλικά συστήματα, “έξυπνες” βόμβες, εξελιγμένα συστήματα παρακολούθησης και στοχοποίησης…) που αυξάνουν κατακόρυφα τα θύματα και προκαλούν την καταστροφή, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα το απρόσβλητο για τους χειριστές τους. Από την άλλη, έχουν αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στο έδαφος ιδιωτικοί στρατοί μισθοφόρων που αναλαμβάνουν εργολαβικά επιχειρήσεις, αλλά κι ένοπλες οργανώσεις κατασκευασμένες και υποστηριζόμενες από μυστικές υπηρεσίες, που προκαλούν την καταστροφή και σκορπούν τον όλεθρο με τον πιο βάρβαρο τρόπο (ακόμη και η μετατροπή της Μεσογείου σε νεκροταφείο μεταναστών, σε αυτή την τάση θα πρέπει να αποδίδεται). Γιατί η δεύτερη τάση, όταν η πρώτη έχει αποδειχτεί εξαιρετικά αποτελεσματική στην φονικότητά της; Επειδή δρουν συμπληρωματικά, εξυπηρετώντας την ίδια σκοπιμότητα, την πρόκληση του μέγιστου δυνατού χάους. Μοιάζει σαν η οργανική αύξηση του πολεμικού κεφαλαίου να μην επαρκεί προκειμένου ν’ αποδώσει πλήρη “κέρδη” ο πόλεμος και να χρειάζεται μια “αντίρροπη τάση”, λιγότερο τεχνολογική κι εξαιρετικά ωμή, ένα κεφάλαιο έντασης καταστροφικής εργασίας, ώστε να επιτευχθούν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα.
πρώτα συμπεράσματα
Το πολεμικό έπος της τεχνολογίας είναι ακόμη σε εξέλιξη, χωρίς περιορισμούς και χωρίς ορατό τέλος· η σχετική κριτική έρευνα οφείλει κι αυτή να συνεχίσει. Αλλά με βάση τα παραπάνω, μπορούμε να συνοψίσουμε τέσσερα συμπεράσματα:
– Η σύγχρονη τεχνολογία δεν είναι “ουδέτερη”, ούτε “χρωματισμένη”. Πέρα από τέτοιες άκαιρες κατηγοριοποιήσεις, η τεχνολογία είναι προϊόν του πεδίου μάχης και των στρατιωτικών προτεραιοτήτων κι η ανάπτυξή της είναι συνυφασμένη με τον πόλεμο. Κάθε τεχνολογικό μέσο που χρησιμοποιούμε σήμερα, φέρει ανεξίτηλο το ίχνος του πολέμου και η έσχατη χρήση του θα είναι ξανά πολεμική.
– Εξαιτίας και της τεχνολογίας οι κύκλοι κρίσης / πολέμου / δημιουργικής καταστροφής επαναλαμβάνονται όλο και συχνότερα. Ο Α’ ΠΠ ξεκίνησε έναν αιώνα μετά τον προηγούμενο· ο δεύτερος, είκοσι χρόνια μετά· ο τρίτος, ταυτόχρονα με την λήξη του δευτέρου· ο τέταρτος πριν καν λήξει ο τρίτος. Η βία επιταχύνεται και η τεχνολογία είναι από τους κύριους επιταχυντές.
– Οι νέες τεχνολογίες είναι το κατεξοχήν εργαλείο του ολοκληρωτικού πολέμου. Παρά την υποτιθέμενη “ευφυΐα” και “ακρίβειά” τους, η χρήση τους δεν αποσκοπεί στο επιλεκτικό χτύπημα στρατιωτικών στόχων, αλλά στην στοχοποίηση των αμάχων, την καταστροφή ζωτικών υποδομών και την ολοκληρωτική αποσάθρωση της κοινωνίας του αντιπάλου. Τα υπερεξελιγμένα πολεμικά συστήματα δεν αυξάνουν απλά την στρατιωτική αποτελεσματικότητα, ούτε μετατρέπουν τον πόλεμο σε προγραμματισμένη ρουτίνα· όση περισσότερη τεχνολογία, τόση περισσότερη γενικευμένη, αδιαφοροποίητη, μαζική καταστροφή.
– Οι νέες τεχνολογίες ούτε περιθωριοποιούν, ούτε ακυρώνουν, αντίθετα ευνοούν την αναβίωση κι ανάπτυξη ακόμη και των πιο αρχαϊκών και θηριωδών τεχνικών του πολέμου. Η ωμή κτηνωδία είναι ο εκθέτης της τεχνολογίας στην εξίσωση της δημιουργικής καταστροφής.
Harry Tuttle
cyborg #03 – 06/2015