don’t believe the hype: social media και μαύρη προπαγάνδα

Αυτό που επικοινωνείται είναι εντολές και… εκείνοι που τις δίνουν λένε επίσης και τι εννοούν.

Guy Debord, Σχόλια πάνω στην κοινωνία του θεάματος, 1988

Εδώ για να «μιλήσεις» πρέπει να αρνηθείς να επικοινωνήσεις,
και για να «επικοινωνήσεις» πρέπει να αρνηθείς να μιλήσεις…

R. Curcio & A. Franceschini, Σταγόνες ήλιου στη στοιχειωμένη πόλη, 1982

– Πιστεύω ότι τα κοινωνικά δίκτυα είναι εργαλεία απελευθέρωσης και χειραφέτησης… Η ελευθερία να επικοινωνείς ανοιχτά και τίμια δεν είναι κάτι που πρέπει να θεωρούμε δεδομένο. Σε χώρες όπου τα παραδοσιακά media είναι εργαλεία ελέγχου, αυτοί οι νέοι και πραγματικά κοινωνικοί δίαυλοι έχουν την δύναμη να αλλάξουν ριζοσπαστικά τον κόσμο μας. Στα μάτια μου, τα κοινωνικά δίκτυα είναι ένα από τα σημαντικότερα παγκόσμια άλματα προς τα εμπρός στην πρόσφατη ιστορία της ανθρωπότητας. Παρέχουν τα μέσα για αυτό-έκφραση και προωθούν την αλληλοκατανόηση. Επιτρέπουν τον ταχύ σχηματισμό δικτύων και προβάλλουν τις κοινές ανθρώπινες αξίες πάνω από τις πολιτιστικές διαφορές. Συνδέουν ανθρώπους, τις ιδέες και τις αξίες τους, με έναν τρόπο πρωτόγνωρο. Από την κινητοποίηση νεαρών ψηφοφόρων στις ΗΠΑ μέχρι τις ρίζες της Αραβικής Άνοιξης στην Μέση Ανατολή, το Twitter, το YouTube, το Facebook κι άλλα δίκτυα, έπαιξαν όχι απλά έναν σημαντικό ρόλο, αλλά τον ρόλο του ενορχηστρωτή…

– Υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα λογοδοσίας μεταξύ του τι κάνουν οι εταιρείες τεχνολογίας και του τι επιτρέπεται στο κοινό να γνωρίζει. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με αποκάλυψη εταιρικών «μυστικών», αλλά με την δυνατότητα να ελέγχουμε την επιρροή που ασκούν τέτοιες εταιρείες, όπου υπερβολικά ισχυροί άντρες, και κάποιες λίγες γυναίκες, έχουν μεγάλη δύναμη στα χέρια τους χωρίς καμία διαφάνεια, πέρα από τις τρίμηνες εκθέσεις κερδών, που είναι έτσι κι αλλιώς αχρείαστα κρυπτογραφικές… Αυτό που αποκάλυψε η κρίση με τις ψεύτικες ειδήσεις στο Facebook είναι ότι πλέουμε σε αχαρτογράφητα νερά. Ποτέ άλλοτε μια ιδιωτική εταιρεία δεν είχε τέτοια άμεση  εξουσία πάνω στον τρόπο που ενεργούμε, αισθανόμαστε, σκεφτόμαστε, συναντιόμαστε, αγοράζουμε, αντιμαχόμαστε, οτιδήποτε. Και είναι αδύνατον, αν θες να ζήσεις στον σύγχρονο κόσμο, να αποφύγεις το Facebook ή την Google…

– Το Facebook έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στις [αμερικανικές] εκλογές του 2016 – όχι όμως για τους λόγους που θα ήθελε. Τις ημέρες μετά τις εκλογές βρέθηκε κάτω από σκληρά πυρά, επειδή κατασκεύασε έναν μηχανισμό ενίσχυσης κι επιβεβαίωσης προκαταλήψεων κι επέτρεψε σε πολλούς εντυπωσιολάγνους πλαστογράφους και κατασκευαστές ψευδών ειδήσεων να διαπρέψουν… Κι ενώ μάλλον δεν ήταν ποτέ στις προθέσεις της εταιρείας να φτιάξει ένα σύστημα που ενθαρρύνει τους ανθρώπους να ακούν μόνο όσα θέλουν – ασχέτως αν είναι αλήθεια ή ψέματα – το Facebook δεν έφτασε εδώ κατά λάθος. Έκανε συστηματικές προσπάθειες τα τελευταία τέσσερα χρόνια να γίνει πηγή ειδήσεων· να μετατραπεί στην «τέλεια προσωποποιημένη εφημερίδα» για τα 1,8 δισεκατομμύρια ενεργών χρηστών του…

– Ήρθε η ώρα να ξεφορτωθούμε την ροή ειδήσεων του Facebook, γιατί απλούστατα δεν είναι ειδήσεις… Οι αλγόριθμοι του Facebook είναι τέλειοι στο να κρατάνε τους ανθρώπους κολλημένους στην οθόνη, αλλά είναι παντελώς αποτυχημένοι στο να διακρίνουν τις πραγματικές από τις πλαστές ειδήσεις. Κι όμως, μια από τις σημαντικότερες λειτουργίες του Facebook ονομάζεται «ροή ειδήσεων». Με δεδομένη την σχεδόν ιλαροτραγική ανικανότητα της εταιρείας να προσδιορίσει τι είναι είδηση, η λειτουργία αυτή έχει ξεκάθαρα ένα αποπροσανατολιστικό όνομα που εξαπατά. Επιτέλους Facebook, συμμαζέψου ή βγάλε τον σκασμό!

Από «εργαλείο απελευθέρωσης», «μηχανισμός χειραγώγησης»; Μοιάζει σαν να ‘χουν έρθει τα πάνω κάτω! Σαν να έχει μεσολαβήσει μια αιωνιότητα από τότε που το «παγκόσμιο χωριό» έκθαμβο παρατηρούσε τις δήθεν ριζοσπαστικές δυνατότητες των social media (των δικτύων γενικευμένης ψηφιακής μεσολάβησης στην επικοινωνία, ορθότερα) στην μακρινή Μέση Ανατολή, μέχρι τη στιγμή που το ίδιο «χωριό» έντρομο έγινε μάρτυρας της σκοτεινής πλευράς των κολοσσών του διαδικτύου. Κι όμως το αρχικό απόσπασμα απέχει από τα επόμενα μόλις δύο χρόνια. Το πρώτο είναι από ένα άρθρο του 2014, του Pierre Omidyar, ιδρυτή του eBay και πρωτοπόρου του internet, με θέμα τον ρόλο των social media στην Αραβική Άνοιξη του ’10-’12. Τα επόμενα τρία είναι μια σταχυολόγηση από πρόσφατα άρθρα γύρω από την πλημμύρα ψεύτικων ειδήσεων που έχει πνίξει το facebook και κατά ορισμένες βαθυστόχαστες αναλύσεις έφτασε μέχρι στο να αλλάξει το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών. Κι όμως, κανένα «πραξικόπημα» δεν μεσολάβησε που να έκανε τα κοινωνικά δίκτυα έρμαιο σατανικών διαφθορέων, ούτε κάποια κατακλυσμιαία μετάλλαξη που να ακύρωσε τον «επαναστατικό» χαρακτήρα τους. Αν κάτι πράγματι μεσολάβησε είναι το βάθεμα της διανοητικής παρακμής των πρωτοκοσμικών κοινωνιών, ιδίως εκείνων των ευκατάστατων μεσαίων στρωμάτων – προοδευτικών στην κοσμοαντίληψή τους, αριστερών στις καταβολές τους και φιλελεύθερων στις πρακτικές τους – που αυτοκολακεύονται με την ιδέα ότι χειρίζονται με μαεστρία τις κοινωνικές διαστάσεις των νέων τεχνολογιών, αλλά κατά τα άλλα υποφέρουν από αφόρητη τυφλότητα ως προς τις πραγματικές συγκρούσεις που επηρεάζουν την πορεία του κόσμου. Οι δικές τους θορυβώδεις αντιδράσεις, σαν βασιλιάδων μιας ιντερνετικής επικράτειας που εκπέσανε εξαιτίας κάποιας ανταρσίας των λούμπεν «τεχνολογικά πρωτόγονων», είναι που συσκοτίζει το θέμα κι αποπροσανατολίζει από τις ουσιαστικές διακυβεύσεις. Αν αυτή η παρακμή ήταν το μόνο σημαντικό σύμπτωμα, η «κρίση των ψεύτικων ειδήσεων» θα ήταν ήσσονος σημασίας υπόθεση, αλλά πίσω από τον θόρυβο κρύβονται μερικές αξιοσημείωτες διεργασίες.

η περίπτωση των αραβικών εξεγέρσεων

Μόλις έξι χρόνια πριν – διάστημα μικρό από ιστορική άποψη, αλλά τεράστιο για την κλίμακα του κυβερνοχώρου – ο τεχνολογικά προηγμένος κόσμος έπεισε τον εαυτό του ότι παρακολούθησε ζωντανά την πιο εκτεταμένη και μαζική πραγματοποίηση του αρχετυπικού μύθου του διαδικτύου. Οι εξεγέρσεις στην βόρεια Αφρική και την Μέση Ανατολή βαφτίστηκαν «επανάσταση του twitter» και υποτίθεται αποδείχτηκε με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο ότι τα ηλεκτρονικά δίκτυα και η ψηφιακή μεσολάβηση αποτελούν την «βασιλική οδό» προς την χειραφέτηση. Βέβαια, το να προσπαθεί κανείς να εξηγήσει γιατί είναι χοντροκομμένη ανοησία να πιστώνεται στα social media η Αραβική Άνοιξη, είναι ανάλογη με την απόπειρα να εξηγηθεί γιατί δεν ευθύνεται ο τηλέγραφος για την οκτωβριανή επανάσταση ή το φαξ για την πτώση του ανατολικού μπλοκ. Επειδή αποτελούν εργαλεία, που όσο κι αν μετεωρίζονται στην αιχμή της τεχνολογίας δεν παύουν να είναι εργαλεία, απλά τεχνικά μέσα και δεν μπορούν να προκαλέσουν επαναστάσεις από το τίποτε κι εξεγέρσεις με βάση το αυθόρμητο. Και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την σκληρή πολιτική δουλειά και τις επίπονες μακροχρόνιες προσπάθειες – συνήθως αόρατες στα μάτια της εξουσίας και των εξωτερικών παρατηρητών – με στόχο να μετασχηματιστούν βαθιές κοινωνικές διεργασίες, που τα αποτελέσματά τους συσσωρεύονται και μετασχηματίζονται για χρόνια, σε άμεση, ζωντανή δράση στο δρόμο.

Μπορεί τα social media να μην έπαιξαν τον ρόλο του καταλύτη ή πυροδότη των εξεγέρσεων, αλλά σε έναν τομέα είχαν πράγματι καθοριστικό ρόλο. Μεσολάβησαν κατ’ αποκλειστικότητα στη σχέση των δυτικών παρατηρητών με τα γεγονότα κι έγιναν ο παραμορφωτικός φακός μέσω του οποίου οι πρώτοι κατανόησαν, ερμήνευσαν κι εντέλει διαστρέβλωσαν την Αραβική Άνοιξη. Έτσι η στερεοτυπική ερμηνεία που επικράτησε στον πολιτισμένο πρώτο κόσμο ήταν η απλοϊκή «tweets στάλθηκαν – δικτάτορες ανατράπηκαν, επομένως internet = δημοκρατία» τελεία και παύλα· κάτι σαν τα flash mobs, αλλά στο πιο επαναστατικό. Ήταν μία ιδεοληπτική ερμηνεία που δεν στερούνταν δολιότητας. Πρώτον, αδιαφορούσε για τους πραγματικούς λόγους που ωθούσαν τους ανθρώπους στον αγώνα κι έριχνε όλο το βάρος στα τεχνικά μέσα που επέλεξαν για να οργανωθούν. Δεύτερον, η έμφαση στα μέσα σε βάρος του ανθρώπινου παράγοντα, υπέκρυπτε μια απόπειρα απαλλοτρίωσης της εξέγερσης. Εφόσον η εξέγερση χρωστάει τα μέγιστα «στα δικά μας» τεχνολογικά επιτεύγματα, στα social media που «εμείς φτιάξαμε», τότε ένα μεγάλο ποσοστό της επιτυχίας «μας ανήκει». Τέλος, ήταν μια ερμηνεία φτιαγμένη ώστε να μετριάζει τα αισθήματα ενοχής των πρωτοκοσμικών για την δική τους στείρα εξάρτηση από αυτά τα τεχνολογικά μέσα· αφού εκεί τα social media έπαιξαν τέτοιο επαναστατικό ρόλο, πάει το σκεπτικό, τότε δεν είναι τόσο τραγικό να σπαταλάς τη ζωή σου αναρτώντας ανούσια σχόλια σε κάποιο τοίχο του facebook…

Η «επανάσταση των social media» εντέλει δεν έλεγε απολύτως τίποτε για τους εξεγερμένους της Μέσης Ανατολής, είπε όμως πάρα πολλά για τις συνθήκες ύπαρξης των πρωτοκοσμικών υπηκόων στις δυτικές κοινωνίες. Ότι η γενικευμένη πληροφοριοποίηση και η πληθώρα των ψηφιακών τεχνικών μέσων που την συνοδεύουν, έχουν αναλάβει τον ρόλο του γενικού μεσολαβητή μεταξύ των υποκειμένων και της πραγματικότητας. Κι ότι αυτή η μεσολάβηση έχει αρχίσει να παράγει ένα είδος, πρωτότυπο από κάποιες απόψεις, ψηφιακά διαμορφωμένης διανοητικής εξαχρείωσης. Αυτή ακριβώς η εξαχρείωση είναι που εμφανίστηκε θριαμβευτικά με αφορμή την «κρίση των ψεύτικων ειδήσεων».

η ψηφιακή αρχιτεκτονική της προπαγάνδας

Στις τελευταίες αμερικανικές εκλογές, Νοεμβρίου 2016, το θέαμα του κυβερνοχώρου ως κρίσιμου συντελεστή των εξελίξεων, επαναλήφθηκε ακόμη μία φορά μετά τις αραβικές εξεγέρσεις, όμως εντελώς αντεστραμμένο. Τα social media που πανηγυρικά είχαν ανακηρυχτεί τότε «φορείς απελευθέρωσης», τώρα κατηγορήθηκαν ως μέσα εξαπάτησης του κοινού και πλαστογράφησης της αλήθειας. Οι παρακάτω τίτλοι άρθρων της σχετικής ειδησεογραφίας είναι ενδεικτικοί: «πώς η βόμβα των εκλογών έσκασε στα χέρια του facebook», «να πώς το facebook σε σπρώχνει στα άκρα», «η κρίση με τις ψεύτικες ειδήσεις στο facebook βαθαίνει», «οι περισσότεροι αμερικανοί που διαβάζουν ψεύτικες ειδήσεις, τις πιστεύουν», «η μολυσμένη λίμνη της google και του facebook», «καθώς τα ψέματα καταλαμβάνουν το facebook, πολλοί εκλαμβάνουν την σάτιρα για πραγματικότητα», «ψεύτικες ειδήσεις: μια ύπουλη τάση που εξελίσσεται σε παγκόσμιο πρόβλημα»…

Μια πρώτη εύλογη και ιστορικά δικαιολογημένη απάντηση, είναι πως ο θόρυβος είναι υπερβολικός, μιας και τα ψηφιακά δίκτυα απλώς επαναλαμβάνουν το «γονιδιακό» χαρακτηριστικό των παραδοσιακών μμε, δηλαδή να ψεύδονται ασύστολα, ιδίως σε κρίσιμα θέματα όπως είναι για παράδειγμα μια εκλογική διαδικασία στις ΗΠΑ. Ισχύει μεν αυτό το επιχείρημα, αλλά δεν κατορθώνει να συλλάβει όλη την έκταση, γιατί εδώ δεν έχουμε να κάνουμε απλά με μία ακόμη επιβεβαίωση του ρόλου των media. Δεν είναι μόνο η ασυνήθιστη έκταση κι ένταση της διασποράς ψευδών ειδήσεων που δύσκολα μπορεί να εντοπιστεί σε ανάλογο βαθμό στα προ internet media. Η πρωτοτυπία εδώ είναι διπλή. Πρώτον, στον κυβερνοχώρο το ψεύδος συνυπάρχει με την ίδια του την διάψευση στα ίδια μέσα και κυκλοφορούν ταυτόχρονα μέσω των ίδιων διαύλων. Η «αλήθεια» δεν θάβεται, ούτε επαφίεται σε τρίτους να την αναστυλώσουν, είναι εκεί το ίδιο ορατή με τα ψέματα, το ίδιο εύκολα ανιχνεύσιμη μέσω μιας οποιασδήποτε μηχανής αναζήτησης και μερικών κλικς, φιλοξενούμενη στο ίδιο δίκτυο που προωθεί το ψεύδος. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μία αναβαθμισμένη εκδοχή της κριτική των Καταστασιακών, που είχαν εγκαίρως προειδοποιήσει ότι μέσα στον πραγματικά ανεστραμμένο κόσμο, το αληθινό είναι μια στιγμή του ψεύτικου. Τώρα το αληθινό απολαμβάνει ισότιμη θέση και προβολή με το ψέμα, αλλά παρόλα αυτά εξαϋλώνεται κάτω από τον ψηφιακό ήλιο του κυβερνοχώρου. Δεύτερον, οι εκστρατείες πλαστογράφησης δεν είναι πλέον υπόθεση «ειδικών» (δημοσιογράφων, συγκροτημάτων τύπου, κρατικών υπηρεσιών…) αλλά μια άκρως κοινωνικοποιημένη δραστηριότητα. Χάρη στις αναβαθμισμένες τεχνικές δυνατότητες, είναι το πλέον εύκολο ακόμη και για τον πιο «ερασιτέχνη» εγκάθετο να καρατομήσει την όποια αλήθεια και να σερβίρει στην θέση της το ψέμα που εξυπηρετεί καλύτερα τις επιθυμίες, τα συμφέροντα και τις προκαταλήψεις του (ώστε να επιβεβαιωθεί κιόλας ο αρχαίος cyber χρησμός ότι «στο internet μπορεί ο καθένα να γίνει παραγωγός κι εκδότης του περιεχομένου του»).

Οι δύο αυτοί παράγοντες αποκαλύπτουν με την σειρά τους την ζοφερή σύγχρονη πραγματικότητα. Ότι ένα σημαντικό τμήμα των καταναλωτών ψηφιακού περιεχομένου, αδιαφορεί για την διάκριση πραγματικότητας – πλαστογραφίας και ικανοποιείται να διαβάζει ως «αληθινά» όσα επιβεβαιώνουν την οπτική του για τον κόσμο· ό,τι ταιριάζει στις προκαταλήψεις του και τις εμμονές του. Με βάση το συμπέρασμα αυτό, μπορούμε να αντιληφθούμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με κανενός τύπου κρίση των «ψεύτικων ειδήσεων», γιατί απλούστατα δεν υπάρχουν εξαπατημένοι, αλλά πιστοί διαφόρων κάλπικων εκδοχών της πραγματικότητας. Αρκεί να ανατρέξει κανείς στην θεματολογία και τους τίτλους της ψεύτικης ειδησεογραφίας για να καταλάβει το απλό, ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για μια εκτεταμένη και μαζική ακροδεξιά και ρατσιστική προπαγάνδα, κατάλληλη να μανιπουλάρει και να οξύνει τα φασιστικά συμπλέγματα της μικροαστικής ψυχοσύνθεσης· και απέναντι στον παραληρηματικό ακροδεξιό λόγο το λιγότερο που μπορεί να αντιτείνει κανείς είναι ότι «ψεύδεται». Κι επιτρέψτε μας εδώ να σημειώσουμε προκαταβολικά κάτι που θεωρούμε κρίσιμης σημασίας. Μια τέτοια συνθήκη όπως αυτή που πιο πάνω επισημάναμε, δεν προσιδιάζει γενικά κι αόριστα στον «βρώμικο» ρόλο που επιτελούν τα media, αλλά ειδικά στο ρόλο που καλούνται να παίξουν κατά τη διάρκεια ενός πολέμου· είτε αυτός είναι επίσημος ή υπόρρητος, είτε είναι ταξικός ή διακρατικός.

Αλλά ας επιστρέψουμε στην πεζή πληροφοριοποιημένη πραγματικότητα, προκειμένου να εξετάσουμε πώς τα social media, βασικά το facebook του 1,6 δις χρηστών, εξελίχτηκαν σε μηχανές μαύρης προπαγάνδας. Το σημείο αφετηρίας μπορούμε να το τοποθετήσουμε πριν τέσσερα χρόνια, όταν κατά τη διάρκεια της τότε εκλογικής περιόδου στις ΗΠΑ, το facebook υπέστη μια αναπάντεχη επιχειρηματική ήττα από ένα ανερχόμενο τότε, αλλά πολύ μικρότερο δίκτυο, το twitter. Χάρη στην αμεσότητα, την ευκολία δημοσίευσης και τις τηλεγραφικές διατυπώσεις των αναρτήσεων του, οι χρήστες στράφηκαν μαζικά για ενημέρωση στο twitter, αναδεικνύοντας το «νικητή» στην κόντρα με τον μεγάλο ανταγωνιστή του1. Το facebook κρίνοντας δικαιολογημένα ότι έχανε την μάχη της «ενημέρωσης», δεν άργησε να απαντήσει αναβαθμίζοντας τον ειδησεογραφικό του χαρακτήρα και την ήδη υπάρχουσα υπηρεσία «news feed» σε βάρος της μέχρι τότε συνηθισμένης του λειτουργίας (του «πίνακα προσωπικών ανακοινώσεων» των χρηστών). Σ’ αυτό το πλαίσιο, μόλις οχτώ μέρες μετά τις εκλογές, στις 14 Νοέμβρη 2012, εγκαινίασε το κουμπί «share» στην έκδοση για φορητές συσκευές, σε μια προσπάθεια να μιμηθεί τη λειτουργία «retweet» του ανταγωνιστή του (το share, όπως και το retweet, πρακτικά είναι λειτουργίες αναδημοσίευσης με κοινοποίηση προς τους ψηφιακούς «φίλους» του χρήστη). Η κίνηση αυτή στην αρχή έμοιαζε μικρής σημασίας, αλλά έθεσε τις βάσεις για μια αλλαγή συμπεριφοράς των χρηστών στο facebook, ενθαρρύνοντας τους να μοιράζονται μεταξύ τους περιεχόμενο, κυρίως από την σφαίρα της τρέχουσας επικαιρότητας, όλο και γρηγορότερα, με όλο και λιγότερη σκέψη κι αυτό με την σειρά του οδήγησε σε μια έκρηξη διαμοιρασμού σε όλο το δίκτυο του facebook. Ενώ όμως στην έκδοση για σταθερούς υπολογιστές, η λειτουργία share περιλαμβάνει την δυνατότητα ενός μικρού σχολιασμού των άρθρων, στις φορητές συσκευές, επειδή η δακτυλογράφηση είναι μπελάς, αυτή η δυνατότητα αφαιρέθηκε. Τελικά, το αποτέλεσμα ήταν ένα είδος μανίας που κατέλαβε τους χρήστες του facebook καθώς σε έναν φρενήρη ρυθμό έκαναν share το ένα link μετά το άλλο. Τον Αύγουστο του ’13, έγινε το επόμενο σημαντικό βήμα με την προσθήκη της υπηρεσίας «trending» με σκοπό να παρουσιάζονται στις σελίδες των χρηστών τα περιεχόμενα που απασχολούν κάθε στιγμή περισσότερο τα μέλη εντός της «κοινότητας» του facebook.

Αυτή η τριάδα υπηρεσιών – news feed, share και trending2 – μπορεί επιφανειακά να δείχνει θεμελιωμένη στο πεδίο της επικαιρότητας και να παραπέμπει σε τυπικές ειδησεογραφικές πρακτικές, πρακτικά όμως αυτό που κατάφερε, σε συνδυασμό με την διαδικτυακή συμπεριφορά των χρηστών, ήταν να φτιάξει το ψηφιακό περιβάλλον μέσα στο οποίο άνθισαν κάθε είδους πλαστογράφοι, απατεώνες και προπαγανδιστές των πιο παρανοϊκών, συνωμοσιολογικών, ρατσιστικών απόψεων. Πράγματι, αυτό συνέβη· από την πρώτη στιγμή που οι χρήστες απόκτησαν την δυνατότητα να κάνουν ανεξέλεγκτο sharing κάθε κουταμάρας μ’ εντυπωσιακό τίτλο στην οποία έπεφτε το μάτι τους και  το facebook επικύρωνε αυτή την πρακτική ανεβάζοντας τέτοιες «ειδήσεις» στο news feed, η πλατφόρμα κατακλύστηκε από «άρθρα» περιθωριακών ακροδεξιών sites. Τη συνέχεια ανέλαβαν οι επιτήδειοι που εντόπισαν σε αυτόν τον τρόπο λειτουργίας του facebook μια χρυσή επιχειρηματική ευκαιρία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα (και όχι το μοναδικό, ούτε καν ένα από λίγα) είναι το National Report, ένα site σατυρικό κατά δήλωση του, που δημοσιεύει αποκλειστικά ψευδείς ειδήσεις, τέτοιες που ικανοποιούν κι εξάπτουν τα ένστικτα των ακροδεξιών. «Θέλαμε οπωσδήποτε να μπούμε σ’ αυτήν την ιστορία με τις προκαταλήψεις που παρουσιάζονται ως ειδήσεις. Αυτό που υποθέσαμε ότι θέλει να ακούει ο κόσμος, αυτό ακριβώς του πουλάμε» είχε δηλώσει σε μια συνέντευξη ο ιδρυτής του national report. Χάρη στο facebook, το site απογειώθηκε και μέσα στο 2014 δέχτηκε πάνω από 30 εκατομμύρια επισκέψεις, με τα ανάλογα κέρδη από τις διαφημίσεις. Το γεγονός ότι «πουλούσε φούμαρα» δεν είχε καμία σημασία· υπερπροβλήθηκε μέσω του facebook, έγινε ειδησεογραφική πηγή για το συντηρητικό Fox News κι αφού δημοσίευσε μια πλαστή είδηση ότι προνοιακά κουπόνια φαγητού ανταλλάσσονται στα φαρμακεία με κάνναβη οδήγησε μέχρι και σε ψήφιση νόμου απ’ την βουλή του Κολοράντο που απαγόρευσε μια τέτοια «πρακτική».

Τον Νοέμβριο του 2014 ο ρόλος του facebook ως «ειδησεογραφικού» διαύλου είχε παγιωθεί τόσο, ώστε ο Zuckerberg (ιδρυτής, μεγαλομέτοχος, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας) ανακοίνωσε ότι «στόχος μας είναι να χτίσουμε την τέλεια προσωποποιημένη εφημερίδα για κάθε άνθρωπο στον κόσμο». Αναμφίβολα μεγαλεπήβολος στόχος, με δεδομένο ότι τα τοξικά ψέματα είχαν ήδη γίνει το βασικό προϊόν που διακινούσε το facebook. Προκειμένου να φτιαχτεί η «τέλεια προσωποποιημένη εφημερίδα», η υπηρεσία news feed έπρεπε να γίνει η κόλλα που θα κρατούσε τους χρήστες προσκολλημένους κι ικανοποιημένους στην πλατφόρμα. Για να επιτευχθεί αυτό, το facebook άρχισε να παρακολουθεί και να καταγράφει συστηματικά την ηλεκτρονική συμπεριφορά των χρηστών του, προκειμένου να διαπιστώσει τι ευχαριστεί τους καταναλωτές του και τους κρατάει περισσότερο online, ώστε με αυτά τα δεδομένα να τροφοδοτείται κατάλληλα η ροή ειδήσεων στην προσωπική σελίδα κάθε χρήστη. Φανταστείτε μια εφημερίδα που σταδιακά κι ανεπαίσθητα αλλάζει μέρα την ημέρα, ανάλογα με το τι διάβασες την προηγούμενη και σου άρεσε, ώστε στο τέλος να καταλήγει σε μια φυλλάδα που φιλοξενεί αποκλειστικά «ειδήσεις» που σε ευχαριστούν. Είναι φανερό ότι με τέτοιες προϋποθέσεις, το αποτέλεσμα δεν παραπέμπει σε «εφημερίδα», αλλά σε μηχανισμό ανακύκλωσης κι επιβεβαίωσης στερεοτύπων και προκαταλήψεων· ό,τι ευχαριστεί τον πελάτη!

Δύο παράλληλες τροποποιήσεις στην οργάνωση του facebook, το 2015, ισχυροποίησαν ακόμη περισσότερο αυτόν τον μηχανισμό. Αφενός η εταιρεία εγκαινίασε την υπηρεσία «instant» που επιτρέπει στους εκδότες (κάθε είδους, όχι μόνο «αναγνωρισμένους» ειδησεογραφικούς οργανισμούς) να αναρτούν απευθείας περιεχόμενο στο facebook και να μοιράζονται τα διαφημιστικά κέρδη. Αφετέρου άλλαξε ο αλγόριθμος του news feed ώστε να μην δίνεται πλέον ιδιαίτερο βάρος στις ειδήσεις που προέρχονται από παραδοσιακά ειδησεογραφικά συγκροτήματα, αλλά μεγαλύτερη βαρύτητα να έχουν τα «νέα» που διακινούν όσοι ανήκουν στον κύκλο «φίλοι κι οικογένεια» του χρήστη. Πρακτικά αυτό σήμαινε ότι από εκείνο το σημείο κι ύστερα, είτε επρόκειτο για κάποιο ρεπορτάζ του Reuters (για παράδειγμα) σχετικά με τους βομβαρδισμούς στο Χαλέπι, είτε για την «συνταρακτική αποκάλυψη! η αλήθεια που μας κρύβουν» του κυρ-τέτοιου σχετικά με τον «κίνδυνο ισλαμοποίησης», όλα είχαν την ίδια αντιμετώπιση και προηγούνταν εκείνο που συγκέντρωνε τα περισσότερα shares. Ποιο άραγε;

Στα μέσα του 2015, η βιομηχανία ψεμάτων και μαύρης προπαγάνδας δούλευε πλέον ρολόι. Σχεδόν οι μισοί αμερικανοί (44% σύμφωνα με μία έρευνα κι υποψιαζόμαστε ότι το ποσοστό είναι ανάλογο και στην Ευρώπη) είχαν στραφεί πλέον για «ενημέρωση» αποκλειστικά στο facebook. Από τον τελευταίο Αύγουστο κι ύστερα, τα κάλπικα «νέα» είχαν ξεπεράσει σε (καταμετρημένη) απήχηση τις κανονικές ειδήσεις εντός του facebook. Ο διαμοιρασμός «πρωτότυπου υλικού», η ανάρτηση δηλαδή από τους χρήστες δικών τους κειμένων, φωτογραφιών, βίντεο, κλπ, έπεφτε κατακόρυφα κι αντίστροφα το σκέτο πάτημα του κουμπιού «share» είχε γίνει η ταχύτερα αναπτυσσόμενη υπηρεσία του facebook. Μέχρι το τέλος του χρόνου, η ανάρτηση πρωτότυπου υλικού είχε πέσει 21% και το κενό είχε γεμίσει από κουτσομπολιά, σκάνδαλα, απόκρυφες αλήθειες, συνωμοσίες και κηρύγματα μίσους, κάτω από τον μανδύα της «ειδησεογραφίας». Ο αλγόριθμος λειτουργίας του facebook είχε μετατρέψει το δίκτυο των 1,6 δις ενεργών χρηστών σε προνομιακό δίαυλο ενίσχυσης και προβολής της μικροαστικής παράνοιας και μισαλλοδοξίας.

Ο μηχανισμός ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 2016, όταν άλλαξε ριζικά ο τρόπος λειτουργίας του «trending». Μέχρι τότε η επιμέλεια της ροής των κορυφαίων θεμάτων «που απασχολούν την κοινότητα» και η επιλογή τους ήταν στα χέρια ανθρώπων, υπαλλήλων της εταιρείας, οι οποίοι «έκοβαν» τις κραυγαλέα ψευδείς και παραπλανητικές ειδήσεις. Όταν όμως το facebook βρέθηκε αντιμέτωπο με τις κατηγορίες της δεξιάς για «μεροληψία» κι ότι οι επιμελητές συστηματικά «θάβουν» τις απόψεις της συντηρητικής παράταξης, προκειμένου να διατηρήσει το προφίλ της ουδετερότητας, η εταιρία ξήλωσε το ανθρώπινο προσωπικό του trending και το αντικατέστησε από έναν αλγόριθμο. Ο ίδιος ο Zuckerberg συναντήθηκε στις 18 Μαΐου με μια ομάδα ηγετικών στελεχών των συντηρητικών, προκειμένου να τους δώσει διαβεβαιώσεις καλής συνεργασίας κι εμπιστοσύνης. Σύμφωνα με την ανακοίνωση του ίδιου, συναντήθηκε μαζί τους προκειμένου «να συζητήσουν το πώς μπορούν να εξασφαλίσουν ότι το facebook θα συνεχίσει να είναι μια πλατφόρμα για όλες τις ιδέες, από όλο το φάσμα της πολιτικής… Η επιτυχία της κοινότητάς μας εξαρτάται από την άνεση που έχει ο καθένας να μοιράζεται ό,τι θέλει… Η αλήθεια είναι ότι οι συντηρητικοί και οι ρεπουμπλικάνοι ήταν πάντα σημαντικό κομμάτι του facebook. Ο Donald Trump έχει πολλούς περισσότερους οπαδούς στο facebook από κάθε άλλο υποψήφιο. Και το δίκτυο Fox News έχει την ισχυρότερη σελίδα στο facebook από κάθε άλλο ειδησεογραφικό οργανισμό. Παρόλα αυτά γνωρίζω ότι πολλοί συντηρητικοί δεν πιστεύουν ότι προβάλλουμε τα περιεχόμενα χωρίς πολιτική προκατάληψη. Ήθελα να ακούσω προσωπικά τις ανησυχίες τους και να συζητήσουμε ανοιχτά για το πώς μπορούμε να χτίσουμε την μεταξύ μας εμπιστοσύνη». Δύο μέρες μετά τη συνάντηση αυτή και την ανάληψη της επιμέλειας του trending από ένα αλγόριθμο, η πρώτη ψευδής είδηση βρήκε τον δρόμο της για την λίστα, συμπληρώνοντας έτσι την ήδη διαβρωμένη από τα ψέματα υπηρεσία news feed. Έκτοτε, η ανάρτηση ψεμάτων στη λίστα με τα «top θέματα» έγινε ρουτίνα  και τα όσα επακολούθησαν, απλώς επιβεβαιώνουν την δέσμευση facebook και δεξιών για «χτίσιμο μιας σχέσης εμπιστοσύνης».

Παράδειγμα ρατσισμού σε συσκευασία «αποκαλυπτικής είδησης» μέσω internet.
το περιθώριο κέρδους του ψέματος

Η βιομηχανία του ψέματος στο διαδίκτυο δεν θα είχε πάρει τέτοιες διαστάσεις, αν έλειπε ένας κρίσιμος παράγοντας: η δυνατότητα να βγουν λεφτά από την ιστορία αυτή. Εδώ είναι που μπαίνει στο παιχνίδι ο άλλος τεχνολογικός γίγαντας, η google, με την υπηρεσία adsense. Η υπηρεσία αυτή δίνει την δυνατότητα σε όποιον διαθέτει ένα site να βγάλει κέρδη από αυτό, παραχωρώντας στην google την δυνατότητα να εγκαθιστά διαφημίσεις στις ιστοσελίδες του και αποδίδοντάς του ένα μερίδιο από τα διαφημιστικά έσοδα, ανάλογα με την επισκεψιμότητα του site· όσες περισσότερες επισκέψεις, τόσα περισσότερα έσοδα. Η όλη διαδικασία είναι εξαιρετικά εύκολη κι ο ιδιοκτήτης του site πρακτικά δεν χρειάζεται να κάνει τίποτε περισσότερο από το να εγγραφεί στην υπηρεσία, να έχει έναν τραπεζικό λογαριασμό κι από κει και πέρα η google αναλαμβάνει όλα τα υπόλοιπα. Για τα μεγάλα εταιρικά site, τα πιθανά έσοδα από το adsense μπορεί να είναι πενιχρά, αλλά για μικρομεσαίους κυνηγούς του εύκολου κέρδους κι απατεώνες διαθέσιμους να πουλήσουν «φύκια για μεταξωτές κορδέλες», η απόδοση μπορεί να είναι τεράστια. Μολονότι το adsense υπάρχει από το 2003, τον τελευταίο καιρό έχει απογειωθεί χάρη στην τεράστια αύξηση του sharing στο facebook που επιτρέπει σε κάθε είδους ψηφιακό περιεχόμενο να διαδίδεται σαν πυρκαγιά στα ξερόχορτα του κυβερνοχώρου. Το επιχειρηματικό μοτίβο είναι εξαιρετικά απλό. Η google προσφέρει το κίνητρο του κέρδους, ενώ το facebook προσφέρει μια τεράστια δεξαμενή καταναλωτών ήδη εκπαιδευμένων στο να μοιράζονται μεταξύ τους και να διαδίδουν το οτιδήποτε κραυγαλέο κι εντυπωσιακό. Αυτό που έλειπε ήταν το κατάλληλο «προϊόν» που θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τις δυνατότητες που παρείχαν οι δύο κολοσσοί του internet. Αυτό το «προϊόν» δεν ήταν άλλο από το χοντροκομμένο ψέμα, σε συσκευασία ακροδεξιάς προπαγάνδας. Αφού αυτό κατανάλωνε το κοινό, ήταν αναπόφευκτο να βρεθούν εκείνοι που θα το πρόσφεραν αφειδώς σε τεράστιες ποσότητες με το αζημίωτο· μέχρι πνιγμού… Η μεθοδολογία είναι επίσης υπόδειγμα απλότητας. Sites παραγεμισμένα με κάθε είδους κατασκευασμένη είδηση· υλικό ανακυκλούμενο και συνήθως κλεμμένο από άλλες αντίστοιχες «πηγές»· τίτλοι όσο πιο προβοκατόρικοι γίνεται προκειμένου να λειτουργούν σαν δόλωμα· μερικές δεκάδες ψεύτικα προφίλ στο facebook, σαν μαγιά, που ανακυκλώνουν διαρκώς τα ψέματα, και αυτό είναι: οι χρήστες μαζεύονται σαν τις μύγες στα σκατά και τα κέρδη από το adsense τρέχουν στον λογαριασμό. Αναφερθήκαμε ήδη στο παράδειγμα του national report στις ΗΠΑ, αλλά ένα ακόμη καλύτερο παράδειγμα, αντάξιο κιόλας του «παγκόσμιου ψηφιακού χωριού», βρίσκεται στο Βέλες της Μακεδονίας.

Το Βέλες είναι μια μικρή πόλη 50.000, χωρίς κάτι το ιδιαίτερο που να προσελκύει το παγκόσμιο ενδιαφέρον, όπου όμως είχε στηθεί μια από τις καλύτερες διαδικτυακές μηχανές προπαγάνδας υπέρ του Τραμπ στις αμερικανικές εκλογές. Από την αρχή του 2016, λες και κάποιος ιντερνετικός «πυρετός του χρυσού» κατέλαβε τους κατοίκους της πόλης, ωθώντας τους να στήσουν δεκάδες websites (ο βρετανικός guardian  μέτρησε 150) με πολιτικό περιεχόμενο. Τα sites αυτά είχαν αμερικανοπρεπή ονόματα, όπως WorldPoliticus.com, TrumpVision365.com, USConservativeToday.com, DonaldTrumpNews.co και σχεδόν όλα δημοσίευαν ακραία προεκλογικά άρθρα υπέρ του Τραμπ, στοχεύοντας στους δεξιούς, συντηρητικούς ψηφοφόρους στις ΗΠΑ. Βέβαια, οι νεαροί πίσω από αυτά τα sites το τελευταίο που τους απασχολούσε ήταν το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών, μιας και τα κίνητρά τους ήταν ξεκάθαρα οικονομικά. Σύμφωνα με δικές τους δηλώσεις (σε συνεντεύξεις που έδωσαν ανώνυμα σε αμερικανικά και βρετανικά μέσα), ο στόχος τους ήταν να βγάλουν λεφτά μέσω του adsense κι είχαν σωστά αντιληφθεί ότι ο καλύτερος τρόπος για να αυξήσουν την επισκεψιμότητα στα sites τους ήταν να διαδοθεί το περιεχόμενο μέσω του facebook –  κι ο καλύτερος τρόπος για να κερδίσουν shares στο facebook ήταν να δημοσιεύουν τα πιο τραβηγμένα κι ακραία ψέματα που υποστήριζαν την εκστρατεία της ακροδεξιάς στις ΗΠΑ. Τα «άρθρα» ήταν συνήθως κατευθείαν δανεισμένα από αμερικανικά περιθωριακά κι ακροδεξιά sites, οι τίτλοι πειράζονταν για να προσελκύουν την μέγιστη προσοχή και τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά. Οι made in the balkans πλαστογραφίες έφτασαν να ξεπερνούν ορισμένες φορές σε διαδικτυακή απήχηση ακόμη και άρθρα εφημερίδων όπως η New York Times, ενώ τα κέρδη ήταν ανάλογα. Στο αποκορύφωμα της προεκλογικής εκστρατείας, τα πιο επιτυχημένα από αυτά τα sites έφτασαν να αποφέρουν μέχρι και 5.000 ευρώ τον μήνα. Το ψέμα πουλάει και πουλάει καλά…

Παραδείγματα ψευδών ειδήσεων από sites «υποστήριξης» στον Τραμπ, με έδρα το Βέλες.
η καταγωγή του ψηφιακού φασισμού

Μετά τα όσα εκθέσαμε, είναι εύλογο το διπλό ερώτημα, αφενός αν η υπόθεση της μαύρης προπαγάνδας μέσω internet είναι πρόσφατη υπόθεση κι αφετέρου αν το facebook και εν γένει τα social media είναι τελικά τα μόνα υπεύθυνα για την έκρηξη στην παραγωγή του ψέματος. Η απάντηση και στα δύο είναι ασφαλώς όχι. Αν κάτι άλλαξε στο πρόσφατο διάστημα είναι ότι τάσεις που προϋπήρχαν από χρόνια στον κυβερνοχώρο εκδηλώθηκαν απροκάλυπτα και χωρίς καμία προσπάθεια «μεταμφίεσης». O online ρατσισμός και μισογυνισμός, το μίσος για τους μετανάστες και τους μουσουλμάνους, ο χριστιανικός φονταμενταλισμός, ο σκληρός εθνικισμός εκδηλώθηκαν σε τέτοια έκταση κι ένταση, χωρίς κανένα προκάλυμμα και κόμπλεξ, ωμά και στεγνά. Και σε αυτό προφανώς συνετέλεσε το facebook παρέχοντας τα απαραίτητα τεχνικά μέσα και λειτουργώντας σαν ενισχυτής και γενικός διανομέας της ακροδεξιάς προπαγάνδας· αλλά δεν έφτιαξε το facebook όλους αυτούς τους μικρούς, λευκούς, μικροαστούς φασιστάκους που κανιβαλίζουν με την πιο μεγάλη ευκολία στο διαδίκτυο (κι ενίοτε εκτός αυτού). Αν πάμε κάποια χρόνια πίσω, θα τους βρούμε ήδη να δρουν διαδικτυακά σαν ανθρώπινα γουρούνια στα φόρουμ τύπου 4chan και reddit· εκεί, με πρόσχημα τον «χαβαλέ» ή την «μπάλα» ή τις «συνωμοσίες που εξυφαίνουν αυτοί» ή όποια άλλη «τρελή θεωρία», είχαν αρχίσει να σχηματοποιούνται μεγάλες κοινότητες που μοιράζονταν τις ίδιες απόψεις για το «ποια είναι η θέση της γυναίκας», «ποια είναι η θέση του μετανάστη» και «πόσο βάρβαροι» είναι οι Άλλοι. Μέσα από τέτοια φόρουμ και κοινότητες ήταν εδώ και καιρό το πιο εύκολο να ξεκινήσει κάποιος χρήστης από μια γελοιογραφία για τους μουσουλμάνους, για παράδειγμα, σε κάποια ανύποπτη συζήτηση, και να καταλήξει μετά από μερικά κλικς στις πιο σκληροπυρηνικές ιστοσελίδες ρατσιστών. Το ίδιο παλιά είναι και η ιντερνετική βιομηχανία ψεμάτων σε sites σχετικά με την υγεία και τον αθλητισμό, αφού αυτοί οι δύο τομείς έχουν το πολύ χρήμα. Πόσα επικίνδυνα σκευάσματα έχουν παραγγελθεί και κυκλοφορήσει εξαιτίας του υγιεινισμού και για χάρη καλοθρεμμένων μυώνων και πόσα παράνομα στοιχήματα παίχτηκαν online στο κυνήγι της «μεγάλης μπάζας» είναι κάτι που ξεφεύγει από το news feed του facebook κι έχει την δικιά του δυναμική. Δήθεν σατυρικές ιστοσελίδες με αποκλειστικά κατασκευασμένες ειδήσεις ήταν trend στο διαδίκτυο πολύ πριν τις προωθήσουν ακόμη περισσότερο τα social media. Οι ψεύτικες «αποκλειστικότητες» που δημοσίευαν, και καλά ως χιούμορ, πολύ γρήγορα αποκτούσαν στάτους αυθεντικότητας, μετά από κάμποσες αναδημοσιεύσεις που εξαφάνιζαν στην πορεία την επισήμανση «fake». Το κουτσομπολιό, η αδιακρισία, η υπερβολή, η σκανδαλολογία, η αχόρταγη πείνα για σκανδαλιστικές λεπτομέρεια της ζωής κάποιου διάσημου φελλού, όλα αυτά είναι κληροδοτήματα στο internet απευθείας από την ένδοξη εποχή της τηλεόρασης και του τύπου. «Κινήματα» με το πιο φοβικό ή παρανοϊκό περιεχόμενο, όπως αυτό για τους αεροψεκασμούς ή ενάντια στα εμβόλια ή για την ύπαρξη εξωγήινων ανάμεσά μας, ανθούσαν ακόμη και με chain mails και λαθρόβια blogs, χωρίς να χρειάζονται μερικές εκατοντάδες χιλιάδες shares από το facebook. Τέλος, ο δεκαεξάχρονος πλέον «πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία», με τα αιματηρά συνακόλουθά του (τυφλά χτυπήματα, δολοφονίες αμάχων, αιμοσταγείς τρομοκράτες, σκοτεινές οργανώσεις…) και την χαλύβδινη πανοπλία από μυστικά και ψέματα που τον περιβάλλει, έχει «εκπαιδεύσει» εντατικά το πρωτοκοσμικό κοινό όχι απλά στο να καταναλώνει αδιαμαρτύρητα το ψεύδος, αλλά και να το αποδέχεται σαν μια έγκυρη, «εναλλακτική» εκδοχή της πραγματικότητας· «έτσι είναι, αφού έτσι λένε οι ομιλούσες κεφαλές των κρατών»…

Όταν πια τα social media έγιναν ο μεγάλος μεσολαβητής στην επικοινωνία, ξεπερνώντας τον παραδοσιακό έντυπο τύπο και την tv, ένα σημαντικό μέρος του κοινού είχε ήδη εθιστεί στην ψευδολογία και την παραπλάνηση. Όταν τα social media αποφάσισαν να γίνουν εκτός από κοινωνικά και πολιτικά δίκτυα, οι μικροαστοί καταναλωτές τους είχαν κάνει ήδη τις επιλογές τους: μισαλλοδοξία, ρατσισμός και «τσακίστε τους παρείσακτους». Όταν το facebook αποφάσισε να μοιράσει «ειδησεογραφική» τροφή στα μέλη της κοινότητάς του, των περισσότερων ο οργανισμός είχε ήδη δυσανεξία σε οτιδήποτε δεν ταίριαζε στα στερεότυπά τους και μόνο προπαγάνδα μπορούσε να δεχτεί. Όταν οι ιεροκήρυκες της ακροδεξιάς ξεκίνησαν την καμπάνια τους, βρήκαν ήδη έτοιμους ακροατές στο facebook · το μόνο που χρειάστηκε ήταν να ενεργοποιήσουν τις αστείρευτες δυνατότητες του δικτύου.

Επομένως, όχι, δεν έφτιαξε το facebook την μάζα των παραληρούντων φασιστών, τους βρήκε έτοιμους. Αλλά σαν πρωτοπόρα εταιρεία που είναι, δούλεψε αποτελεσματικά και κερδοφόρα με το υλικό που είχε διαθέσιμο. Και τα κατάφερε περίφημα…

Χαρακτηριστική ανάρτηση στο δίκτυο 4chan, από έναν γερμανό χρήστη, μια βδομάδα πριν την εκλογή Τραμπ. Στο ίδιο πνεύμα και μια ανάρτηση της ημέρας των εκλογών: «Τρέμω από συγκίνηση αδέλφια! Εκλέξαμε κανονικά μια γελοιογραφία για πρόεδρο.»
Η φιγούρα που συνοδεύει την ανάρτηση είναι ο Pepe the Frog, αντιπροσωπευτική της εξέλιξης και διάχυσης της ρατσιστικής κουλτούρας στο διαδίκτυο. Ο βάτραχος σχεδιάστηκε το 2005 ως καλόκαρδος ήρωας σε παιδικές ιστορίες. Επί δέκα χρόνια περιπλανήθηκε στα πιο αλλόκοτα και περιθωριακά μέρη του διαδικτύου, μεταλλάχτηκε κι έγινε η μασκότ πολλών «κοινοτήτων» στο 4chan και το reddit. Όταν η αμερικανική νέα ακροδεξιά αναδύθηκε μέσα από τέτοια φόρουμ, έφερε μαζί της και τον Pepe που είχε υιοθετηθεί πλέον από τα ρατσιστικά τρολς και πρωταγωνιστούσε σε γκροτέσκες απεικονίσεις της «λευκής ανωτερότητας» και του αντισημιτισμού.
ο μικρός ξάδελφος του μεγάλου αδελφού

Το γεγονός ότι η «κρίση των ψεύτικων ειδήσεων» αντανακλά πραγματικές κοινωνικές κινήσεις και το facebook λειτούργησε σαν πολλαπλασιαστής των ακροδεξιών μηνυμάτων, δεν σημαίνει ότι αποκλείεται το ενδεχόμενο της παρασκηνιακής ενορχήστρωσης και σκηνοθεσίας· δηλαδή, να μεθοδεύτηκαν και να σπρώχτηκαν τα πράγματα προς την κατάλληλη κατεύθυνση, ώστε να καταλήξουν σε ένα σοβινιστικό υπερθέαμα. Μιλάμε για την περίπτωση η όλη ιστορία να ήταν και υπόθεση χειραγώγησης. Είτε από την εταιρεία του facebook, είτε από κρατικές υπηρεσίες, είτε από ένα συνδυασμό των δύο. Στοιχεία που να συνηγορούν σε κάτι τέτοιο, υπάρχουν – και κατά μία λεπτή ειρωνεία, διατίθενται ελεύθερα μέσω διαδικτύου, αρκεί να συνδυαστούν κριτικά. Γνωρίζουμε για παράδειγμα, από τα αρχεία που έδωσε στην δημοσιότητα ο Edward Snowden, ότι το facebook συμμετέχει από το 2009 στο απόρρητο πρόγραμμα prism της αμερικανικής NSA (εθνική υπηρεσία ασφαλείας). Το prism έχει πρόσβαση κι επεξεργάζεται τα προσωπικά δεδομένα των χρηστών τουλάχιστον εννιά εταιρειών του διαδικτύου (google, microsoft, yahoo, youtbe, skype, apple…) κι αυτή είναι μόνο η πλευρά που έγινε γνωστή. Το δεδομένο είναι ότι υπάρχει ανοιχτός και σταθερός δίαυλος επικοινωνίας και συνεργασίας μεταξύ facebook και μυστικών υπηρεσιών.

Επιπλέον, πριν δύο χρόνια αποκαλύφθηκε – επίσημα, σε επιστημονικό συνέδριο – ότι κάποια στιγμή μέσα στο 2012, το facebook οργάνωσε κι έφερε σε πέρας ένα πείραμα μεγάλης κλίμακας, μετατρέποντας εν αγνοία τους 689.000 χρήστες σε πειραματόζωα. Αντικείμενο του πειράματος ήταν να μελετηθεί το πώς επηρεάζει το news feed την διάθεση και την συμπεριφορά των χρηστών. Οι χρήστες είχαν χωριστεί σε δύο ομάδας και η κάθε ομάδα λάμβανε πειραγμένα αποτελέσματα στο news feed προκειμένου να διαπιστωθούν οι αντιδράσεις τους. Το news feed της μίας ομάδας φιλτράρονταν ώστε οι χρήστες να λαμβάνουν αποκλειστικά θετικά νέα κι αντίστροφα η άλλη ομάδα λάμβανε αποκλειστικά ειδήσεις με δυσάρεστη χροιά. Το αποτέλεσμα ήταν τα μέλη της πρώτης ομάδας να αναρτούν εξ αρχής όλο και θετικότερα περιεχόμενα, ενώ το ακριβώς αντίστροφο συνέβη με τους δεύτερους. Το συμπέρασμα ήταν ότι θα μπορούσαν να κάνουν τους χρήστες να αισθάνονται πιο θετικά ή αρνητικά «μολύνοντας» τους με τα ανάλογα συναισθήματα των οικείων τους:  «Δείξαμε, μέσω ενός μαζικού  (Ν = 689.003) πειράματος στο facebook, ότι οι συναισθηματικές καταστάσεις μπορούν να μεταδοθούν σε άλλους μέσω συναισθηματικής επιμόλυνσης, οδηγώντας τους ανθρώπους να βιώνουν τα ίδια συναισθήματα εν αγνοία τους… Διαθέσεις που εκφράζονται από φίλους, μέσω online κοινωνικών δικτύων, επηρεάζουν τις διαθέσεις μας, καθιστώντας το συμπέρασμα αυτό, σύμφωνα με όσα ξέρουμε, την πρώτη πειραματική απόδειξη της δυνατότητας συναισθηματικής επιμόλυνσης σε μαζική κλίμακα, μέσω κοινωνικών δικτύων». Ας το επαναδιατυπώσουμε: το facebook πειραματίστηκε με 689 χιλιάδες χρήστες εν αγνοία τους, τροφοδοτώντας εσκεμμένα το news feed με επιλεγμένες ειδήσεις για να διαπιστώσει αν μπορεί να τους κατευθύνει συναισθηματικά. Μια ακόμη φορά, για να το εμπεδώσουμε: το facebook έκανε το 2012 πείραμα χειραγώγησης των χρηστών μέσω των ειδήσεων και συμπέρανε ότι μπορεί να επηρεάσει την συμπεριφορά τους προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις. Κι ενώ η διεξαγωγή του πειράματος αυτού είναι γνωστή εδώ και δύο χρόνια τουλάχιστον, μάλιστα στην Βρετανία έγινε αντικείμενο κοινοβουλευτικής έρευνας κι εξετάστηκε το ενδεχόμενο να ασκηθεί δίωξη στο facebook, δεν θεωρήθηκε ότι υπάρχει σύνδεση με την τωρινή «κρίση των ψεύτικων ειδήσεων».

Η ιστορία όμως έχει κι άλλα επίπεδα. Το πείραμα διεξήγαγαν για λογαριασμό του facebook ο καθηγητής Jeff Hancock και η ομάδα του, του πανεπιστημίου Cornell της Νέας Υόρκης. Τόσο ο καθηγητής, όσο και το πανεπιστήμιο, έχουν ενεργητική συμμετοχή στο πρόγραμμα Minerva Research Initiative του αμερικανικού υπουργείου άμυνας. Το πρόγραμμα ξεκίνησε το 2008, εν μέσω της οξυμένης κρίσης, με στόχο την μελέτη της δυναμικής των κοινωνικών αναταραχών παγκοσμίως. «Η πρωτοβουλία Minerva ξεκίνησε για να βοηθήσει το υπουργείο να συνεργαστεί καλύτερα με τα πανεπιστήμια, προκειμένου να βελτιωθεί η κατανόηση των κοινωνικών, πολιτιστικών, συμπεριφορικών και πολιτικών δυνάμεων που αλλάζουν περιοχές του κόσμου με στρατηγική σημασία για τις ΗΠΑ» σύμφωνα με ανακοίνωση του ίδιου του υπουργείου. Το Cornell είναι ένα από τα πανεπιστήμια που συμμετέχει δραστήρια στη πρωτοβουλία, με χρηματοδότηση ως το 2017 από το γραφείο ερευνών της πολεμικής αεροπορίας για μία έρευνα με θέμα την κατασκευή ενός εμπειρικού μοντέλου «της δυναμικής της κινητοποίησης και της μετάδοσης των κοινωνικών κινημάτων». Η έρευνα αυτή στοχεύει να μελετήσει «τον κρίσιμο βαθμό μαζικότητας στην διασπορά ενός κινήματος», μελετώντας  τα ψηφιακά ίχνη στις περιπτώσεις «της αιγυπτιακής επανάστασης του 2011, των ρωσικών εκλογών του 2011, της πετρελαϊκής κρίσης στη Νιγηρία το 2012 και τις διαμαρτυρίες στο πάρκο Γκεζί της Τουρκίας το 2013».

Ας το συνοψίσουμε, τρίτη φορά, για να έχουμε πιο ολοκληρωμένη εικόνα: το 2012 το facebook έκανε ένα μυστικό πείραμα χειραγώγησης 689.003 χρηστών, πετυχαίνοντας να κατευθύνει τις αντιδράσεις τους τροφοδοτώντας τους με συγκεκριμένες ειδήσεις και νέα, υπό την επιστημονική καθοδήγηση ενός καθηγητή κι ενός πανεπιστημίου που συνεργάζονται στενά με το αμερικανικό υπουργείο άμυνας, ερευνώντας με βάση τα ψηφιακά τους ίχνη την δυναμική και την μεταδοτικότητα των κοινωνικών κινημάτων.

Τελικά, χέζουν οι αρκούδες στο κυβερνοδάσος;3

Το slide αυτό προέρχεται από το υλικό που έδωσε στην δημοσιότητα ο Snowden και δείχνει τις χρονολογίες που ξεκίνησε η συνεργασία των εταιρειών του διαδικτύου με το πρόγραμμα prism.
ο ψηφιακός ήχος των τυμπάνων

Ένα λάθος που επαναλαμβάνουν στις μέρες μας όλο και συχνότερα όσοι αποφασίζουν να αναμετρηθούν με το παλιρροιακό κύμα των ψεμάτων είναι η πίστη ότι αρκεί η δημόσια ανατροπή της πλαστογράφησης και η αποκάλυψη του αίσχους, ψέμα το ψέμα, προκειμένου να αποκατασταθεί (μια κάποια) αλήθεια. Παρόλη την τιμιότητα και το φιλότιμο όμως, τέτοιες προσπάθειες είναι αναπόφευκτο να χτυπούν άδοξα στον τοίχο της πραγματικότητας. Γιατί, το επαναλαμβάνουμε, δεν υπάρχουν εξαπατημένοι. Όσοι περιδιαβαίνουν τις ψηφιακές λεωφόρους συλλέγοντας ανατριχιαστικές «ειδήσεις» για τους μετανάστες ή συνταρακτικές «αποκαλύψεις» για συνωμοσίες εναντίον τους, δεν τους υποκινεί η ευπιστία και η αφέλεια, αλλά η ιδιοτέλεια. Δεν αρκεί να τους «αποκαλυφθεί» (μια κάποια) αλήθεια για να παραδεχτούν ότι κάνουν λάθος, γιατί απλούστατα έχουν διαλέξει ένα συγκεκριμένο στρατόπεδο κι επιλέγουν να φιλτράρουν την πραγματικότητα μέσα από τα δόγματα της παράταξής τους. Δεν είναι δα πρωτόγνωρη μια τέτοια συνθήκη· ονομάζεται πόλεμος. Και στον πόλεμο το πρώτο θύμα είναι η αλήθεια.4

Στην Κοινωνία του Θεάματος, ο Debord γράφει ότι «το θέαμα είναι η αυτοπροσωπογραφία της εξουσίας στην εποχή της ολοκληρωτικής διαχείρισης των συνθηκών ύπαρξης… Το θέαμα είναι ο εφιάλτης της σύγχρονης αλυσοδεμένης κοινωνίας, που δεν εκφράζει τελικά παρά την επιθυμία της να κοιμηθεί. Το θέαμα είναι ο φρουρός αυτού του ύπνου». Αν έγραφε σήμερα, στην εποχή που το θέαμα έχει ενδυθεί την πληροφοριοποιημένη αιθερικότητα του κυβερνοχώρου, θα έπρεπε να συμπληρώσει ότι εκτός από φρουρός του ύπνου, αν οι συνθήκες το απαιτήσουν, το θέαμα επιτελεί εξίσου ρόλο στρατολόγησης, υποκίνησης και μεγέθυνσης των πιο επαίσχυντων εκστρατειών. Οι συνθήκες σήμερα συντρέχουν, λόγω της κρίσης και των ανοιχτών πολεμικών μετώπων (στο εσωτερικό κι εξωτερικό), επομένως δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη η εξάπλωση της μαύρης προπαγάνδας μέσω των social media· κι ας μην παραξενευτούμε αν τα ψέματα διαδεχτούν τα εμβατήρια.

Harry Tuttle
cyborg #08 – 02/2016

Ηλεκτρονική διασπορά του φόβου μέσω ψεμάτων: από τον 2015, μέχρι τουλάχιστον το καλοκαίρι του 2016, ψεύτικες ειδήσεις για «τρομοκρατικά χτυπήματα» είχαν διαδοθεί κι αναπαραχθεί σε μεγάλη έκταση σε σελίδων χρηστών του facebook στις ΗΠΑ, την Βρετανία, τον Καναδά και την Νέα Ζηλανδία. Οι «ειδήσεις» αυτές ήταν σχεδόν πανομοιότυπες στο στήσιμό τους, με διάφορες παραλλαγές ως προς το όνομα της πόλης που δήθεν δέχτηκε το χτύπημα και είχαν τέτοια απήχηση ώστε σε αρκετές περιπτώσεις χρειάστηκε να εκδοθούν καθησυχαστικές ανακοινώσεις από τις κατά τόπους αστυνομίες και προειδοποιήσεις προς το κοινό ότι επρόκειτο περί απάτης. Όπως αποδείχτηκε, πηγή όλων αυτών των πλαστών ειδήσεων ήταν sites με έδρα το κράτος της Γεωργίας και οι αυτουργοί ακολουθούσαν πανομοιότυπη μεθοδολογία. Πρώτα, έστηναν ένα site με κάποιο παραπλανητικό όνομα (πχ, bbc-breaking-news ή cnn-international) και το γέμιζαν με ψεύτικες ειδήσεις για τρομοκρατικές ενέργειες σε διάφορες πόλεις. Στη συνέχεια, είτε δημιουργούσαν δεκάδες λογαριασμούς στο facebook είτε χάκαραν ήδη υπαρκτούς για να διαδώσουν τα ψέματα. Ο στόχος ήταν να βρεθούν κάποια ανυποψίαστα θύματα που θα έκαναν κλικ στην «είδηση» και θα οδηγούνταν στο αρχικό γεωργιανό site και εκεί είτε θα «κολλούσαν» κάποιο malware, είτε θα τους ζητούνταν προσωπικά στοιχεία (στα πλαίσια κάποιας «έρευνας»).
Οι ομοιότητες με την υπόθεση των sites στο Βέλες είναι φανερή και πέρα από τον απατεωνίστικο χαρακτήρα τους, δύο σημεία θα έπρεπε να μας απασχολούν. Πρώτον, μπορεί τα sites να είχαν έδρα το Βέλες ή την Γεωργία, αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι στήθηκαν από ντόπιους ή ότι η απάτη ενορχηστρώθηκε επιτόπου. Δεύτερον, το ότι υπάρχει απάτη στην μέση δεν σημαίνει ότι υποχρεωτικά όλες οι επιδιώξεις ήταν οικονομικές· κάποιοι μπορεί να ήταν στο κόλπο για το χρήμα, άλλοι μπορεί να επιδίωκαν τη συντήρηση ενός κλίματος πανικού και σύγχυσης.
Το ένα δεν αναιρεί το άλλο…
  1. Το facebook (όπως και η google και οι υπόλοιπες διαδικτυακές πλατφόρμες που παρέχουν υπηρεσίες δωρεάν) βγάζει λεφτά κυρίως από τις διαφημίσεις. Που σημαίνει ότι «καίγεται» για όλο και περισσότερους χρήστες/συνδρομητές, που μένουν όλο και περισσότερο προσκολλημένοι στην οθόνη τους. Η απώλεια χρηστών μεταφράζεται άμεσα σε απώλεια εσόδων. Το «κυνήγι πελατών», που διαπερνά και υπερκαθορίζει κάθε εξαγγελία, σχέδιο και καινοτομία της εταιρείας (ας μην το ξεχνάμε: τα «social media» είναι οι ηλεκτρονικές βιτρίνες τεράστιων επιχειρήσεων· η «κοινωνικότητά» τους εξαντλείται στον μεταξύ τους ανταγωνισμό) σημαίνει με την σειρά του ότι πάση θυσία οι χρήστες δεν πρέπει να δυσαρεστούνται· πρέπει να κρατούνται διαρκώς σε μια κατάσταση «ψηφιακής θετικής διάθεσης» ώστε να παρατείνεται η παραμονή τους στο δίκτυο. ↩︎
  2. Για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με την λειτουργία του facebook, το news feed, το share και το trending δεν είναι υπηρεσίες που εμφανίζονται σε κάποια «κεντρική σελίδα» του facebook, αλλά σε όλες τις προσωπικές σελίδες των χρηστών. ↩︎
  3. Στην υπόθεση της ενδεχόμενης παρέμβασης κρατικών υπηρεσιών που μεθόδευσαν την διάβρωση του διαδικτύου με ψεύτικες ειδήσεις, προστέθηκαν τον τελευταίο καιρό (ενώ είχε ήδη ολοκληρωθεί η συγγραφή αυτού του κειμένου) οι αμερικανικές κατηγορίες εναντίον της Μόσχας για ανάμειξη στην εκλογική διαδικασία μέσω κυβερνο-επιθέσεων και προπαγάνδας. Οι κατηγορίες αυτές, που είχαν αρχίσει να δουλεύονται μήνες πριν, όσο ακόμη έτρεχε η προεκλογική περίοδο, εν τέλει κωδικοποιήθηκαν σε μια κοινή, δημόσια έκθεση τριών αμερικανικών υπηρεσιών ασφαλείας (cia, fbi, nsa).
    Η έκθεση δεν λέει τίποτε σαφές και συγκεκριμένο, πέρα από το να παραφουσκώνει τις συνηθισμένες πρακτικές των μυστικών υπηρεσιών προκειμένου να εμφανίσει το Κρεμλίνο σαν περίπου «μπαμπούλα» του internet. Πέρα όμως από τις γενικότητες και τα αφελή επιχειρήματα, το θέμα είναι ότι και μόνο η δημοσιοποίηση και η υπερπροβολή του δήθεν βρώμικου ρόλου της Ρωσίας στις αμερικανικές εκλογές, ακυρώνουν τις ίδιες τις κατηγορίες. Επειδή η παραδοχή ότι οι «δημοκρατικές διαδικασίες» είναι διαβρωμένες και ξέφραγο αμπέλι συνιστά αναγνώριση μιας θεμελιώδους ήττας κι αποτυχίας κι αν πράγματι είχε συμβεί κάτι τέτοιο, είναι σίγουρο ότι οι πρώτοι που θα φρόντιζαν να το κουκουλώσουν (και να πετάξουν τους υπεύθυνους σε κάποιο χαντάκι) θα ήταν οι ίδιες οι μυστικές υπηρεσίες. Επομένως, αλλού πρέπει να αναζητήσουμε την ουσία κι όχι στην εύκολη δαιμονοποίηση κάποιων «ύπουλων ρώσων χάκερ». Πρώτον, η έκθεση μπορεί να έχει να κάνει με εσωτερικές διεργασίες κι ανταγωνισμούς στο εσωτερικό του αμερικανικού κράτους. Δεύτερον, επειδή κιόλας υπάρχει σχετική αναφορά, μπορεί να αποτελεί ένα είδος προειδοποίησης – μαφιόζικου επιπέδου – προς άσπονδους και μη φίλους και συμμάχους, ότι εύκολα οι εσωτερικές τους πολιτικές διαδικασίες μπορούν να γίνουν «μπάτε σκύλοι αλέστε»· κι αν τυχόν συμβεί «θα φταίνε οι ρώσοι». Τρίτον, αποτελεί δημόσια παραδοχή ότι ο κυβερνοχώρος είναι πεδίο δοκιμής κι εφαρμογής πρακτικών χειραγώγησης κι οι πρακτικές αυτές αποτελούν αντικείμενο επιστημονικά οργανωμένης φροντίδας από τις κρατικές υπηρεσίες. ↩︎
  4. Αυτή η ιστορική φράση είναι χαρακτηριστική περίπτωση της ευκολίας διαστρεβλώσεων και κατασκευών που επικρατεί στο διαδίκτυο. Μια πρόχειρη αναζήτηση στο internet θα σας πει ότι η φράση ανήκει είτε στον Αισχύλο από κάποιο (απροσδιόριστο) έργο του, είτε σε κάποιον αμερικανό γερουσιαστή από τις κοινοβουλευτικές συζητήσεις για την είσοδο των ΗΠΑ στον πρώτο παγκόσμιο. Χρειάζεται εκτενέστερο και προσεκτικότερο ψάξιμο για να διαπιστωθεί ότι και οι δύο εκδοχές είναι ψευδείς και στην πραγματικότητα η φράση είναι βρετανικής κοπής του 1916-17. Αλλά είναι απίστευτο πόσο εύκολα κυκλοφορούν κι αναπαράγονται στο διαδίκτυο άπειρες «εμπνευσμένες προτροπές», «προβλέψεις» κι «αναλύσεις» από κάθε ιστορική προσωπικότητα, που είναι στην πραγματικότητα κατασκευασμένες πλαστογραφίες. Εξίσου απίστευτες είναι οι καθαυτές ιστορικές λαθροχειρίες και οι παρανοϊκές ερμηνείες, ιντερνετικός τομέας στον οποίο μεγαλουργούν οι έλληνες τερατολόγοι. Το ακόμη εντυπωσιακότερο είναι το πώς οι αναρίθμητες αναπαραγωγές στο internet καθιστούν «φερέγγυα» κάθε ανοησία, πείθοντας ακόμη και ανθρώπους που άλλοτε θα ανέτρεχαν σε βιβλιοθήκες κι αρχεία προκειμένου να διασταυρώσουν και να επιβεβαιώσουν οτιδήποτε. Αλλά αυτή η διανοητική νωθρότητα που μετέτρεψε το internet σε μέσο γενικής επικύρωσης, είναι αντικείμενο εξηγήσεων που ξεπερνά αυτό το κείμενο. ↩︎