γραφή και τεχνολογίες διαχείρισης της γλώσσας

παραλειπόμενα του Γρηγοριανού ημερολογίου

1789, 1871, 1917. Σημεία σταθμοί στην πολιτική ιστορία της Ευρώπης που σηματοδοτούνται από τρεις αριθμούς. Τρεις αριθμοί που αυτόματα παραπέμπουν σε και πλέον ταυτίζονται με έναν αντίστοιχο αριθμό γεγονότων: γαλλική επανάσταση, παρισινή κομμούνα και οκτωβριανή επανάσταση. Η διασύνδεση αυτών των λίγων αριθμών με τα εν λόγω ιστορικά γεγονότα είναι τόσο βαθιά που αρκεί η παράθεση και μόνο των ημερομηνιών για να ανακληθεί στο μυαλό ενός εγγράματου, «μορφωμένου» δυτικο-ευρωπαίου ένα ολόκληρο σύμπαν όχι μόνο γεγονότων αλλά κι ερμηνειών, αντιπαραθέσεων και συναισθηματικών φορτίσεων. Γιατί όμως έχουν τέτοια δύναμη αυτοί οι συγκεκριμένοι αριθμοί κι όχι οποιοιδήποτε άλλοι; Πρόκειται φυσικά για ημερομηνίες του λεγόμενου γρηγοριανού ημερολογίου κι ως τέτοιες δεν αποτελούν τίποτα άλλο παρά μία τυπική σύμβαση για την καταμέτρηση του χρόνου που θα μπορούσε «απλά» να αντικατασταθεί απί μία άλλη. Για παράδειγμα, εξίσου εύχρηστοι θα ήταν και οι αριθμοί 1203, 1288 και 1336 που είναι οι ίδιες ημερομηνίες αλλά με βάση το ισλαμικό ημερολόγιο – το οποίο είναι σεληνιακό, εξ ου και οι αποκλίσεις στην καταμέτρηση των ετών που έχουν περάσει από τη μία ημερομηνία στην επόμενη (π.χ., 82 έτη μεταξύ της κομμούνας και της γαλλικής επανάστασης με βάση το γρηγοριανό ημερολόγιο, αλλά 85 με βάση το ισλαμικό).

Ένα θετικιστικά προσανατολισμένο μυαλό θα ξεμπέρδευδε με τέτοιες «ανούσιες» συζητήσεις παραμένοντας απλώς στη διαπίστωση περί συμβατικότητας των συστημάτων χρονολόγησης και σηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους όσον αφορά στο ποιο είναι προτιμητέο. Ένα περισσότερο υποψιασμένο μυαλό ίσως έκανε την παρατήρηση ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση πολιτισμικής επιβολής δυτικο-ευρωπαϊκών προτύπων πάνω στην ιστορία και στις μεθόδους χρονολόγησης, γεγονός όχι άσχετο με την παγκόσμια κυριαρχία χριστιανικών χωρών. Παρά την ορθότητα αυτής της επισήμανσης, παραμένει ένα βαθύτερο ζήτημα που χρειάζεται την εξήγησή του. Γιατί υφίσταται αυτή η ανάγκη για τοποθέτηση των ιστορικών γεγονότων πάνω σε μία χρονική γραμμή με ένα αυστηρό σημείο αναφοράς, είτε αυτό το σημείο προέρχεται από τον χριστιανισμό είτε από τον ισλαμισμό είτε και από αυστηρώς επιστημονικά συστήματα χρονολόγησης, όπως συμβαίνει στην αρχαιολογία, στην παλαιο-ανθρωπολογία ή στην κοσμολογία; Και πότε ακριβώς ανέκυψε αυτή η ανάγκη;

Η άγνοια που έχουμε για τα πιο καθημερινά ζητήματα όσο και για θεσμούς που μας έχουν διαποτίσει τόσο βαθιά ώστε να μας έχουν γίνει δεύτερη φύση είναι όντως εντυπωσιακή. Εξίσου εντυπωσιακή όσο και γόνιμη αποδεικνύεται όμως και η κριτική αναδίφηση του παρελθόντος ώστε να αρθούν τα αλλεπάλληλα πέπλα του αυτονόητου που μας σκεπάζουν τα μάτια και που ανεπαίσθητα δίνουν κατεύθυνση στους τροπισμούς της σκέψης μας. Μία απλή διερεύνηση αυτών των ερωτημάτων περί της καταγωγής των συστημάτων χρονολόγησης αρκεί για να φέρει στην επιφάνεια ένα πλήθος ζητημάτων, μεταξύ των οποίων κι ένα κομβικής σημασίας για την εξέλιξη των ευρωπαϊκών κοινωνιών τους τελευταίους αιώνες: το ζήτημα των – κατ’ αρχάς – τεχνικών και – στη συνέχεια – τεχνολογιών της γραφής. Φυσικά, την ίδια στιγμή ανακύπτει αναπόφευκτα και το στενά συνδεδεμένο με τη γραφή ζήτημα της τεχνικής και τεχνολογικής διαχείρισης της ίδιας της γλώσσας.

Εν συντομία, λοιπόν, μερικές προκαταρκτικές παρατηρήσεις. Παρότι το ιουλιανό ημερολόγιο  – πρόγονος του γρηγοριανού – είχε εφευρεθεί ήδη από τον 6ο αιώνα μ.χ., η χρήση του δεν εξαπλώθηκε παρά μόνο προς τα τέλη του μεσαίωνα, μεταξύ 11ου και 14ου αιώνα. Καθοριστικό ρόλο στην εξάπλωσή του έπαιξε η διάδοση την ίδια εποχή των τεχνικών της γραφής, ήδη πριν την εμφάνιση της τυπογραφίας. Ο συνήθης ως τότε τρόπος χρονολόγησης χρησιμοποιούσε ως σημεία αναφοράς γεγονότα με άμεσα βιωματικό περιεχόμενο, π.χ., σαν να λέγαμε «μία γενιά μετά την οκτωβριανή» για να αναφερθούμε στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Επιτρέποντας την απόσπαση των γεγονότων από τα βιωματικά συμφραζόμενά τους και την παρατακτική παράθεση τους στο χαρτί, η γραφή «ανακάλυψε» την ανάγκη για «αντικειμενικά» συστήματα χρονολόγησης που υπερβαίνουν τις γενιές και τις τοπικές ιδιορρυθμίες.

«Έπρεπε να φτάσουμε στον 13ο αιώνα ώστε οι συμβολαιογράφοι να αρχίσουν να χρονολογούν μια διαδικασία τόσο τετριμμένη όσο η μεταβίβαση ιδιοκτησίας ενός κομματιού γης με βάση τη γέννηση του Κυρίου μας κι επομένως να την τοποθετήσουν μέσα στην ιστορία της απολύτρωσης του ανθρώπου. Μέσω αυτής της μεθόδου, η ιστορία της απολύτρωσης πιστώθηκε την ιστορία του κόσμου.
Ως αποτέλεσμα αυτής της χρονολόγησης, ο χρόνος, διαμέσου του κειμένου, μεταμορφώθηκε σε κάτι καινούριο: δεν ήταν πλέον η υποκειμενική εμπειρία μιας σχετικής απόστασης μέσα στην πορεία του κόσμου ή κατά το προσκύνημα του γραφέα, αλλά ένας άξονας απόλυτης αναφοράς πάνω στον οποίο μπορούσαν να καρφιτσωθούν σαν ετικές μισθώματα και καταστατικά. Μέχρι το τέλος του 14ου αιώνα, τα μισθώματα μπορούσαν πλέον να συνδεθούν και με το μηχανικό ρολόι που δέσποζε στους πύργους. “Circiter nona pulsatione horologi (σ.τ.μ. την ώρα που το ρολόι χτυπάει εννιά)”, ανήγγειλε το συμβόλαιο και στις εννέα ακριβώς έμπαινε η υπογραφή. Η μνήμη εκβλάστησε μια νέα διάσταση. Οι αναμνήσεις μπορούσαν τώρα να τοποθετηθούν στα ράφια η μία πίσω από την άλλη, όχι με βάση τη σημασία ή τη συνάφειά τους, αλλά με βάση την ημερομηνία έκδοσής τους. Και στον Χορό του Θανάτου, ο σκελετωμένος Χάρος αρχίζει να εμφανίζεται κραδαίνοντας μια κλεψύδρα: Μπαίνοντας στον 15ο αιώνα, υπενθυμίζει επίμονα ότι ο χρόνος είναι πια ένα σπάνιο αγαθό.»

Από το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο των I. Illich και B. Sanders, «The Alphabetization of the Popular Mind», North Point Press, 1988.
μνήμη χωρίς γραφή

Η σύνδεση της γραφής με τη μνήμη είχε γίνει ήδη από την εποχή που ο Πλάτωνας «καταριόταν» τη γραφή ως την τεχνική εκείνη που θα οδηγούσε σε μαρασμό των ανθρωπίνων δυνατοτήτων απομνημόνευσης, όντας ο ίδιος συστηματικός χρήστης της γραφής, χωρίς την οποία δεν θα μπορούσε να σταθεί το μεταφυσικό του οικοδόμημα. 1 Χρειάστηκαν να περάσουν αιώνες ολόκληροι μέχρι τον όψιμο Μεσαίωνα ώστε τελικά η γραφή να ανέβει στο βάθρο των τεχνικών απομημόνευσης και να θεωρηθεί ως η κατεξοχήν αξιόπιστη μέθοδος «αποθήκευσης» των αναμνήσεων. 2 Όπως κι αν αξιολογεί κανείς τη γραφή όμως, σε καμμία περίπτωση δεν αποτελεί το μοναδικό μέσο χειρισμού της μνήμης και η ταύτιση της γραφής με τη μνήμη – στη λογική του «κοινωνίες δίχως γραφή» να ισοδυναμεί με «κοινωνίες δίχως μνήμη» – αποκτάει μια ευλογοφάνειεα μόνο σε κοινωνίες υψηλής εγγραματοσύνης που οι ίδιες έχουν ξεχάσει να θυμούνται χωρίς τη γραφή – όσο παράδοξο κι αν ακούγεται κάτι τέτοιο. Η γραφή λοιπόν ανήκει σε ένα ευρυ φάσμα τεχνικών της μνήμης κι ακόμα ειδικότερα συνιστά έναν ιδιάζοντα τρόπο οργάνωσης της μνήμης (και όχι μόνο) πάνω σε συγκεκριμένα μοτίβα, με τις δικές του απαιτήσεις· κάτι σαν ένα παράδειγμα (paradigm) οργάνωσης της μνήμης. 3

Και απ’ όλες τις τεχνικές της μνήμης ωστόσο, όσες συνδέονται κατά κάποιον τρόπο με τον λόγο, είτε προφορικό είτε γραπτό, καταλαμβάνουν ένα μέρος του φάσματος και πάντως όχι ολόκληρο· το ίδιο το σώμα είναι εκείνο το πρωταρχικό μέσο που σε όλες τις κοινωνίες, όσο πολιτισμικά και τεχνολογικά αναπτυγμένες κι αν είναι, «συσσωρεύει» κι «αποθηκεύει» μνήμες. 4 Κάθε κοινωνία εφευρίσκει και καλλιεργεί μεθόδους συγκράτησης της συλλογικής μνήμης (που αναπόφευκτα μεταφράζεται και σε ατομική μνήμη) μέσω τεχνικών του σώματος, για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Marcel Mauss, για τις πιο ποικίλες δραστηριότητες της: από τις απλούστερες, όπως αυτή του βαδίσματος, μέχρι τις πιο περίπλοκες, όπως αυτή της γέννας. 5 Ακόμα και οι χειρονομίες ή η στάση του σώματος που επιστρατεύονται σε καθημερινή βάση φέρουν το στίγμα της συλλογικής μνήμης· και για να το διαπιστώσει αυτό κανείς αρκεί να παρατηρήσει τον εαυτό του όταν είναι μόνος του στο σπίτι του σε σχέση με τη συμπεριφορά του σε μια δημόσια υπηρεσία. Οι τρόποι καλής συμπεριφοράς, ακόμα και η χρήση του πιρουνιού στο τραπέζι, δεν είναι τίποτα άλλο παρά το αποτέλεσμα μιας μακράς διαδικασίας εκμάθησής τους, όπως αυτή έλαβε χώρα στην ευρώπη μεταξύ του 16ου και του 18ου αιώνα, εμποτισμένης με συγκεκριμένες ηθικές αξίες. Το να τρώει κανείς με το χέρι, όπως ακόμα συνηθίζεται σε πολλές αραβικές χώρες, προκαλεί απποστροφή μόνο σε εκείνους των οποίων η σωματική συλλογική μνήμη τούς έχει κατασκευάσει τα αντίστοιχα αντανακλαστικά αηδίας. Πέρα από αυτές τις τεχνικές προσαρμογής του σώματος σε πολιτισμικές επιταγές, υφίσταται παράλληλα και μια ακόμα σειρά πρακτικών με πιο άμεσο συλλογικό αναφερόμενο. Κι εδώ φυσικά αναφερόμαστε στον πλούσιο κόσμο των τελετουργιών οι οποίες, ειδικά στις πιο «πρωτόγονες» κοινωνίες, σημαδεύουν κάθε κρίσιμη φάση της συλλογικής ζωής και συχνά αποτελούν μια κιβωτό συλλογικής γνώσης καθώς και βασικό εργαλείο νοηματοδότησης του κόσμου. Στις τεχνολογικά αναπτυγμένες κοινωνίες υψηλού καταμερισμού εργασίας οι τελετουργίες έχουν χάσει μεγάλο μέρος της αίγλης και της δυναμής τους, αλλά δεν είναι ολοκληρωτικά απούσες. Όσοι συνηθίζετε να παρακολουθείτε αγώνες, ειδικά πηγαίνοντας στο γήπεδο, σκεφτείτε αν απλώς διασκεδάζετε ή αν ταυτόχρονα συμμετέχετε και σε μια τελετουργία…

Η έννοια της τελετουργίας μάς εισάγει πλέον και σε μορφές μνήμης όπου υπεισέρχεται και το στοιχείο του προφορικού λόγου, καθώς αυτές συχνά συνοδεύονται από απαγγελίες λατρευτικών ασμάτων ή ακόμα κι ακατάληπτων φράσεων. Και πάλι ωστόσο, ο τελετουργικός λόγος απέχει πολύ από την έννοια του λόγου με την οποία είμαστε εξοικειωμένοι: αυτή μιας διατεταγμένης σειράς συμβόλων. Πρόκειται για ένα είδος λόγου που διατηρεί ισχυρά στοιχεία σωματικότητας, μέσω της επαναλήπτικής του δομής με τις αυστηρές ρυθμικές και μετρικές απαιτήσεις του που συχνά παρακινεί και σε χορευτικές κινήσεις. Όχι τυχαία, είναι ένα παρόμοιο είδος λόγου που τελικά εκβάλλει και στα πρώτα μεγάλα – και προφορικά – λογοτεχνικά έργα της ανθρωπότητας: στα έπη. Το ότι πίσω από τα έπη οφείλει να βρίσκεται κάποιος συγγραφέας τους (ή έστω πολλοί συγγραφείς που συμπλήρωναν ο επόμενος τον προηγούμενο) γινόταν σχεδόν ανεξέταστα αποδεκτό μέχρι πρόσφατες έρευνες να αναδείξουν την κεντρικότητα της προφορικότητας για τη σύνθεσή τους. 6 Τα μνημονικά κατορθώματα των ραψωδών δεν οφείλονταν σε κάποια τερατώδη «φωτογραφική» μνήμη κι ούτε ήταν κύριο μέλημά τους η κατά λέξη αναπαραγωγή των επών. Αντίθετα, βουτούσαν μέσα σε ένα συλλογικά παραδομένο απόθεμα λογοτύπων – τυποποιημένων φράσεων με συγκεκριμένες μετρικές μορφές που απομνημονεύονταν εύκολα – κι αφηγηματικών προτύπων ώστε να μπορούν να ανασυνθέσουν μια ιστορία με επακριβή σε γενικές γραμμές αλλά ποτέ ταυτόσημο τρόπο. Οι ισχυρές δόσεις αυτοσχεδιασμού (όπως ακόμα συμβαίνει στη ζωντανή μουσική) επιβάλλονταν όχι μόνο από κάποια αδυναμία επακριβούς ανάκλησης, αλλά γίνονταν κι εσκεμμένα, ανάλογα με το κοινό στο οποίο απευθυνόταν ο ραψωδός – κι ο όρος ραψωδός παρεμπιπτόντως, δηλαδή αυτός που συγκολλάει και ράβει, αποδεικνύεται τελικά πολύ πιο ακριβής για τα έπη από αυτόν του «συγγραφέα».

Εν πάσει περιπτώσει, παρόμοιες πρακτικές απομνημόνευσης μπορεί να απαριθμήσει κανείς πολλές, αλλά υπάρχει μια κρίσιμη παρατήρηση που πρέπει να γίνει σε αυτό το σημείο. Η χρήση των λέξεων «συσσώρευση» κι «αποθήκευση», όπως έγινε παραπάνω, μπορεί να γίνεται μόνο εντελώς καταχρηστικά όταν πρόκειται για τέτοιες πρακτικές, εξ ου και τα εισαγωγικά. Σε τέτοιες τεχνικές του σώματος, οι σωματικές, ή ακόμα και οι προφορικές, μνήμες δεν διατάσσονται σε μία σειρά για να ανακληθούν κατά το δοκούν και μια ανάμνηση δεν είναι μια αφηρημένη και συμβολοποιημένη πληροφορία που βρίσκεται κάπου αποθηκευμένη, παρά η ανάκλησή της είναι αξεδιάλυτα δεμένη με την εκτέλεση μιας πράξης. Η ανάμνηση ταυτίζεται με ένα ενέργημα, γεγονός που σημαίνει ότι και η όποια αποθήκευση ή συσσώρευση είναι αδύνατη ή, με άλλα λόγια, η μνήμη διαθέτει μια εγγενή κι απαραμείωτη αξία χρήσης. Την ίδια στιγμή, η ταύτιση ανάκλησης και πράξης συνοδεύεται και από μια άλλη ταύτιση, αυτή μεταξύ συλλογικής κι ατομικής μνήμης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και μορφές ατομικής μνήμης, με τη διαφορά ότι αυτές δεν διαθέτουν κάποια βαρύνουσα κοινωνική σημασία (π.χ., η έννοια ενός προσωπικού ημερολογίου ή μιας αυτοβιογραφίας είναι αδιανόητη). Είναι το συλλογικό παρόν που επιβάλλει το τι και πώς αξίζει να διακρατηθεί, να μεταβολισθεί και να αναπαραχθεί· σαν να λέμε ότι το παρελθόν ποτέ δεν έχει κριθεί οριστικά παρά περιμένει πάντα το παρόν για να βρει το νοημά του. 7 Χρειάστηκε κάτι τόσο απλό όσο ένα χαρτί και μια πένα, δύο απλά εργαλεία που εισάγουν την αναστολή και την απόσταση (όπως συμβαίνει πάντοτε με τα εργαλεία), για να μετατοπιστεί το νόημα του λόγου. 8

γραφή, γλώσσα και μνήμη

Μιλώντας για τη γραφή μέχρι τώρα, ουσιαστικά αναφερόμαστε σε έναν συγκεκριμένο ορισμό της, αυτόν που τη θέλει να συνίσταται σε μια σειρά οπτικών συμβόλων από τα οποία μπορούν να εξαχθούν λέξεις ή λίγο – πολύ επακριβή νοήματα. Για αναλυτικούς και μεθοδολογικούς λόγους θα παραμείνουμε  σε αυτόν τον ορισμό, ωστόσο χρειάζονται κάποιες διευκρινίσεις. Από ιστορική άποψη, αυτό το είδος γραφής πιθανότατα εμφανίστηκε γύρω στο 3.500 π.χ. στην περιοχή της Μεσοποταμίας υπό τη μορφή σφηνοειδών συμβόλων και οι σκοποί που εξυπηρετούσε ήταν κατά πάσα πιθανότητα λογιστικής φύσης (π.χ., καταμέτρηση προϊόντων). Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι εμφανίστηκε ξαφνικά, ως επίνοια κάποιων εμπόρων ή γραφειοκρατών. Πριν την σφηνοειδή γραφή, υπήρξε μια μακρά εξέλιξη στις τεχνικές οπτικής απεικόνισης κι αναπαράστασης νοημάτων και η πραγματικότητα είναι ότι δεν υπάρχει κάποιο αυστηρό κριτήριο που να διαχωρίζει το τι θα πρέπει να θεωρείται γραφή και τι οπτική απεικόνιση που δεν έχει τα χαρακτηριστικά της γραφής. Φαίνεται αρκετά πιθανό ότι ο πρόγονος της γραφής ήταν η ίδια η ζωγραφική, ήδη 35.000 χρόνια πριν, αρχικά υπό τη μορφή ρυθμικών εγχάρακτων μοτίβων και στη συνέχεια σε πιο νατουραλιστικές εκδοχές της. 9 Η πρωταρχική λειτουργία της επομένως δεν ήταν λογιστικής φύσης, αλλά λατρευτικής – μαγικής. Βλέποντας σήμερα απομεινάρια αυτού του είδους ζω-γραφής (ζώσας γραφής), όπως στις περίφημες βραχογραφίες του Lascaux, είναι δύσκολο να εξαγάγουμε κάποιο νόημα και να τα αντιληφθούμε ως (νεκρή) γραφή. Τα σημάδια από ακόντια πάνω στα ζωγραφισμένα ζώα όμως παρέχουν έναν οδοδείκτη: επρόκειτο για αναπαραστάσσεις που ήταν μέρη μαγικών πρακτικών κι επομένως η ανασύσταση του νοήματος απαιτούσε ακόμα την ενεργό παρουσία του ζωγράφου – «συγγραφέα» και της ομάδας του.

Η γραφή ως σύστημα συμβόλων με μονοσήμαντο νόημα προέκυψε μέσα από πολλαπλά στάδια αφαίρεσης των εξω-κειμενικών νοημάτων από τις πρωταρχικές ζωγραφικές απεικονίσεις, για να φτάσει τελικά στο είδος της αλφαβητικής γραφής που μας είναι τόσο οικεία. Ακόμα και σε αυτήν την περίπτωση βέβαια διατηρούνται ενίοτε απηχήσεις εκείνου του «πρωτόγονου» παρελθόντος. Τα σημιτικά αλφάβητα, για παράδειγμα, διαθέτουν σύμβολα μόνο για τα σύμφωνα, ενώ τα φωνήεντα πρέπει να τα συμπληρώνει ο ίδιος ο αναγνώστης. Είναι σαν να γράφαμε στα ελληνικά «ββλ» και «ββλθκ» και ο αναγνώστης να έπρεπε να ανασυνθέσει προφορικά τις λέξεις «βιβλίο» και «βιβλιοθήκη». Πρόκειται για ένα είδος αλφαβήτου που δεν είναι τόσο δύσκολο να το χειριστεί κανείς όσο ίσως φαίνεται εκ πρώτης όψης· υπό μία προϋπόθεση όμως: ότι ο αναγνώστης κατέχει ήδη τη γλώσσα του κειμένου, αφού πρώτα την έχει μιλήσει ο ίδιος ώστε η συμπλήρωση των φωνηέντων να γίνεται αβίαστα. Αυτή ακριβώς την απαίτηση κατάφερε να καταργήσει τελικά η φωνητική γραφή των αρχαίων ελλήνων με το πλήρες αλφάβητο της. Κι αυτό δεν είναι ένα απλό ιστορικό αξιοπερίεργο, αλλά πραγματικό σημείο καμπής στις τεχνικές γραφής. Προσπαθήστε να διαβάσετε τη λέξη «λμπρρ». Και μετά την ίδια λέξη, συμπληρωμένη με τα ελλίποντα φωνήεντα: «λάιμπραρυ». Το «λάιμπραρυ» θα μπορούσε άνετα να το διαβάσει κι ένας ελληνόφωνος, χωρίς να γνωρίζει ούτε μία αγγλική λέξη· όχι όμως και το «λμπρρ». Δεν πρόκειτα για παιχνίδι με τις λέξεις, αλλά για ένα παράδειγμα του πώς η φωνητική γραφή επιτρέπει την εκφώνηση μιας λέξης ακόμα κι αν ο αναγνώστης δεν την γνωρίζει. Ή, ειπωμένο αλλιώς, για το πώς η φωνητική γραφή μπορεί να αποσπάσει μια λέξη από τα συμφραζόμενά της και από τα βιωματικά της αναφερόμενα. Αν η ζω-γραφική ήταν η πρωταρχική, ζώσα γραφή, η φωνητική γραφή ήταν η πρωταρχική ψηφιοποίηση της γλώσσας, το μέσο μετάβασης από τη ζωντανή κι εφήμερη στη νεκρή κι επαναχρησιμοποιούμενη γλώσσα  – για να δανειστούμε το μαρξιανό σχήμα της ζωντανής – νεκρής εργασίας. Είναι το σημείο στο οποίο και η ίδια η μνήμη μπορεί πλέον να αποθηκεύεται και κατόπιν να ανακαλείται χωρίς την παρουσία του συγγραφέα, χωρίς την (μπενγιαμινική) «αίγλη» της πρωταρχικής εκφοράς. Κι αν η μνήμη μπορεί να ταυτίζεται πλέον με τη (νεκρή) γλώσσα, δεν χρειάζεται παρά ένα μικρό βήμα ώστε και ολόκληρη η σκέψη να ταυτιστεί με αυτό το είδος γλώσσας και τελικά ο αφηρημένος Λόγος να μπει στην κορυφή των φιλοσοφικών οικοδομημάτων της αρχαίας ελλάδας.
Από τη στιγμή που έγινε εφικτό να δαμαστεί η γλώσσα μέσω της κατάτμησής της σε σύμφωνα και φωνήεντα, ο δρόμος για την τυποποίησή της ήταν πλέον ανοικτός. Οι πρώτες γραμματικές, αν και με έντονο φιλολογικό χαρακτήρα, εμφανίστηκαν ήδη από τους ελληνιστικούς χρόνους. Οι μεσαιωνικές κοινωνίες παρέμειναν ωστόσο σε μγάλο βαθμό προφορικές  με τη γραφή να αφορά κατά κύριο λόγο στα ιερά κείμενα. Όπως αναφέρθηκε ήδη στην εισαγωγή, μόνο προς το τέλος του Μεσαίωνα (και πριν την τυπογραφία), με τη βοήθεια τεχνικών προόδων στην παραγωγή χαρτιού, η γραφή απέκτησε ένα νέο κύρος, όταν και άρχισε να αποδίδεται νομική υπόσταση στα έγγραφα – μέχρι τότε ένα γραπτό κείμενο όχι μόνο δεν διέθετε κάποια αξιοπιστία αλλά και ήταν στόχος καχυποψίας εφόσον τα όσα ανέφερε δεν μπορούσαν να υποστηριχτούν μέσω ζωντανής παρουσίας. Λίγο μετά την ανακάλυψη της τυπογραφίας 10 έκανε και την εμφάνισή της η πρώτη γραμματική μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής γλώσσας, η περίφημη Gramática Castellana του Antonio de Nebrija· με τη διαφορά ότι αυτή η γραμματική είχε πλέον σαφείς νομο-κανονιστικές προθέσεις, εφόσον ρητός σκοπός της ήταν να επιβάλει στους υπηκόους του Ισπανικού στέμματος, καθώς αυτό άρχισε να δομείται στη λογική του κράτους, μία ενιαία, «ορθή» γλώσσα, αποκαθαρμένη από τις ιδιοσυγκρασίες των τοπικών διαλέκτων. Η νεκρή γλώσσα μπαίνει πλέον στην υπηρεσία του κράτους.

η αναπαραγωγή της γλώσσας… και η παραγωγή της

Κάναμε μια κάπως εκτεταμένη αναδρομή στην ιστορία της γραφής γιατί χωρίς αυτή μάλλον θα ήταν δύσκολο να φανεί το ότι το σύμπλοκο γραφής – μνήμης – γλώσσας διαθέτει πολλαπλές αποχρώσεις, πέρα από αυτή της απλής ταύτισής τους. Η μνήμη διαθέτει διαστάσεις σωματικές που υπερβαίνουν τα όρια της γλώσσας, είτε προφορικής είτε γραπτής. Η σκέψη, μόνο υπό έναν πολύ στενό κι επί της ουσίας ταυτολογικό ορισμό, μπορεί να φτάσει στο σημείο να συμπέσει με τη γλώσσα, εκτός κι αν κανείς δεν θεωρεί τη μνήμη ως σκέψη… Αλλά και η ίδια η γλώσσα μπορεί να γίνει αντιληπτή από διαφορετικές οπτικές ενώ η γραμματική πρόσληψή της προϋποθέτει ήδη τη γραφή και μάλιστα ένα συγκεκριμένο είδος της. Επιπλέον, αυτή η αναδρομή βοηθάει στο να αναφανεί με κάποια ευκρίνεια το δίπολο μεταξύ ζωντανής και νεκρής γλώσσας, ένα δίπολο που δεν φιλοδοξεί απαραίτητα να έχει αξιολογική χροιά. Πρόκειται κατ’ αρχάς για μια διάκριση αναλυτικού χαρακτήρα. Θα μπορούσε πειστικά να υποστηρίξει κανείς ότι μια αμιγώς προφορική κοινωνία, όπως έχει υπάρξει η πλειοψηφία των ανθρώπινων κοινωνιών μέχρι σήμερα, θέτει στον εαυτό της κάποια μη αποδεκτά όρια από τη στιγμή που, χωρίς γραφή, φαίνεται αδύνατο να αναπτυχθεί η αφηρημένη, αναλυτική σκέψη, η ίδια η επιστήμη, ακόμα και η ιστορία. Μόνο που το ερώτημα μπορεί και να αντιστραφεί. Τι θα σήμαινε για μία κοινωνία αν οι λειτουργίες της υπάγονταν στη λογική της γραφής και της νεκρής γλώσσας; Μήπως πρόκειται για ένα σοφιστικό ερώτημα ή για μια άνευ αντικειμένου άσκηση σκέψης; Κατά τη γνώμη μας όχι κι αυτό ακριβώς θα υποστηρίξουμε, αρχικά υπό τη μορφή προγραμματικής θέσης: ένα από τα διακυβεύματα της 4ης βιομηχανικής επανάστασης είναι η υπαγωγή των κοινωνικών λειτουργιών στη λογική της νεκρής γλώσσας.

Μέχρι και την εμφάνιση της φωτογραφίας, του γραμμοφώνου και του κινηματογράφου, το μέσο του έντυπου λόγου υπήρξε βασικό για τη «μετάδοση πληροφορίας» και δικαιολογημένα θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για μια κυριαρχία της γραφής. Από τότε κι έπειτα όμως, ειδικά μετά την εγκατάσταση μέσα στα σπίτια της τηλεόρασης αρχικά και των υπολογιστών στη συνέχεια, έγινε ενδημικός ο πληθωρισμός ηχητικών και οπτικών ερεθισμάτων, σε τέτοιο βαθμό ώστε θα μπορούσε να γίνει λόγος για μια επιστροφή στην προφορικότητα. 11 Κι όντως έτσι φαίνεται σε πρώτη ματιά αν συγκρίνει κανείς τη δύναμη της τηλεόρασης σε σχέση με αυτή των εφημερίδων ή τη δημοφιλία των ταινιών σε σχέση με αυτή των μυθιστορημάτων· για να μην αναφερθούμε καν στον πολυμεσικό ποταμό του διαδικτύου.

Όμως επειδή τα φαινόμενα έχουν την τάση να απατούν καμμιά φορά, χρειάζεται μια βαθύτερη εξέταση αυτού του ζητήματος. Η απόδραση από τη γραφή και η επιστροφή στην προφορικότητα θα μπορούσαν να θεωρηθούν όντως ως υπαρκτά φαινόμενα… μέχρι την 3η βιομηχανική επανάσταση: την (πρώτη) επανάσταση της πληροφορικής. Στις δεκαετίες που έχουν μεσολαβήσει έκτοτε η διαδικασία της ψηφιοποίησης έχει προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό ώστε πλέον κανένα «είδος πληροφορίας», ούτε η (ακίνητη ή κινούμενη) εικόνα ούτε ο ήχος, δεν νοείται αν πρώτα δεν έχει μετατραπεί σε ψηφιακή μορφή. Αυτό που ίσως δεν είναι πάντα προφανές είναι ότι όταν μιλάμε για ψηφιοποίηση επί της ουσίας μιλάμε και για γλωσσοποίηση. Η γλώσσα των υπολογιστών απέχει αρκετά από οποιαδήποτε φυσική γλώσσα, όμως δεν παύει να είναι γλώσσα. Για την ακρίβεια έχει όλα τα χαρακτηριστικά νεκρής γλώσσας και μάλιστα στην πιο καθαρή τους μορφή. Πρόκειται για ακολουθίες διακριτών συμβόλων, αποθηκεύσιμων και δυνητικά αναπαραγόμενων επ’ άπειρον με μοναδική ακρίβεια όπου το νόημα έχει φτάσει στον μέγιστο δυνατό βαθμό ευκρίνειας – για την ακρίβεια η μονοσημαντότητα δεν είναι απλά αποτέλεσμα της ψηφιοποίησης αλλά όρος λειτουργίας της. Όταν λοιπόν γίνεται λόγος για «πολυμέσα», θα έπρεπε πάντα να μπαίνει ένας αστερίσκος ότι, σε ένα μέτα-επίπεδο, αυτό που επί της ουσίας συμβαίνει είναι η εντατική μονοκαλλιέργεια ενός μέσου, αυτού της γραπτής, νεκρής γλώσσας.

Ένα διαφορετικό όνομα για αυτή τη νεκρο-γλωσσοποίηση των ερεθισμάτων θα μπορούσε να είναι και το «εμπορευματοποίηση των αισθήσεων». Έφοσον κάθε ερέθισμα μπορεί να κατατμηθεί, να αποθηκευτεί και να συσσωρευτεί, απομένει πλέον ένα μικρό μόνο βήμα μέχρι την επιβολή πάνω του μιας ανταλλακτικής αξίας· ένα βήμα που φυσικά έχει ήδη γίνει. Δεν πρόκειται μόνο για την εργατική δύναμη που έχει γίνει εμπόρευμα ούτε για προϊόντα που αναγκαστικά αναλώνονται μέσω των αισθήσεων. Στο επίκεντρο βρίσκονται οι ίδιες οι αισθήσεις, μια συνολική εμβάπτιση του σώματος στη λογική της ανταλλαγής, ακόμα κι όταν δεν συμμετέχει άμεσα στους παραδοσιακούς κύκλους του εμπορεύματος. 12 Σε δεύτερο χρόνο τώρα, εμφανίζεται επιτακτικά και το ζήτημα του νοήματος, ήτοι της ένταξης των ερεθισμάτων σε ένα επεξηγηματικό και συνεκτικό πλαίσιο. Παρά τις διακηρύξεις περί διαδραστικότητας των νέων μέσων, δεν είναι τυχαίο ότι όταν απόπειρες συμμετοχικής ένταξης των χρηστών γίνονται σε μαζική κλίμακα, τα τελικά αποτελέσματα είναι εξαιρετικά φτωχά. Η συμμετοχή εξαντλείται στην επιλογή από μία προ-κατασκευασμένη λίστα εναλλακτικών. Ακόμα και μια απλή περιήγηση στο διαδίκτυο, χωρίς ενεργητική συμμετοχή, ειδικά όταν αυτή γίνεται χαζολογώντας και όχι με κάποια στόχευση, μπορεί να αποκαλύψει περισσότερα απ’ όσα φαίνονται με πρώτη ματιά. Πόσοι άραγε έχουν σκεφτεί τι σημαίνει ότι το επόμενο βίντεο στο youtube είναι ήδη έτοιμο προς κατανάλωση στη λίστα με τα προτεινόμενα· και ότι η επιλογή για αυτόματη αναπαραγωγή είναι ήδη ενεργοποιημένη; Και πόσες φορές άραγε έχετε αφήσει να σας «ταξιδέψει» το youtube σε νέες μουσικές; Το γεγονός ότι τα ερεθίσματα έχουν ήδη συνδεθεί σε μια σειρά για λογαριασμό του χρήστη χωρίς καν αυτός να έχει συμμετάσχει (άμεσα) στην κατασκευή της πόσο απέχει από τη λογική του ετοιμοπαράδοτου νοήματος;

Τραβώντας αυτή τη γραμμή σκέψεων ένα βήμα παραπέρα, τίθεται ένα ακόμα πιο προκλητικό ερώτημα: μήπως βρισκόμαστε μπροστά σε μια αλλαγή παραδείγματος για τη λειτουργία της ίδιας της μνήμης, σε μια φάση μετάβασης από τη μνήμη ως «μεταβολισμό» στη μνήμη ως «αναπαραγωγή του ίδιου»; Για να το πούμε απλούστερα, υπάρχει μια συγκεκριμένη εννόηση της μνήμης, όπως έχουμε αναφέρει ήδη, που τη θέλει να κρατάει το παρελθόν σε μια κατάσταση μη οριστικής νοηματοδότησής του, ένα πολεμικό πεδίο αναμέτρησης που πρέπει να κρατηθεί ανοιχτό και να κρίνεται σε κάθε παρόν ξανά και ξανά σε μια διαδικασία συνεχούς «μεταβολισμού». 13 Μιλάμε φυσικά για μια εξόχως πολιτική μνήμη που αρνείται να εκχωρήσει το παρελθόν στους νικητές της ιστορίας γιατί αρνείται να θεωρήσει ως τετελεσμένο γεγονός τη νοηματοδότηση του. Όταν το νόημα έρχεται με delivery στην οθόνη του υπολογιστή όμως, μαγειρεμένο και πακεταρισμένο, η μνήμη απονεκρώνεται μέσα σε μια λογική ανάκλησης κι αναπαραγωγής αυτού που υπάρχει ήδη.

Κι αν τα όσα «ζοφερά» έχουμε περιγράψει ήδη θα μπορούσε να τα αποδώσει κανείς στην λογική της αναπαραγωγής εν γένει, χωρίς δηλαδή να προϋποθέσει αναγκαστικά την ψηφιοποίηση και τη γλωσσοποίηση, υπάρχει μια ακόμα διάσταση του ζητήματος που χωρίς αυτές πιθανότατα δεν θα υφίστατο. Αναφερόμαστε στη δυνατότητα προγραμματισμού, δηλαδή στη δυνατότητα επαναληπτικής εφαρμογής της ίδιας (γλωσσικής) επεξεργασίας σε μαζική κλίμακα. Είναι μάλλον προφανές το τι δυνατότητες χειρισμού κι ελέγχου διανοίγονται μέσω του προγραμματισμού, ειδικά από τη στιγμή που επιχειρείται μια καθολική υπαγωγή του κοινωνικού στην ψηφιακή γλώσσα.

Εδώ θα σταθούμε σε ένα ιστορικό «παράδοξο» της γραφής που ίσως φέρνει στην επιφάνεια ένα διακύβευμα κομβικής σημασίας για την 4η βιομηχανική επανάσταση.  Έχουμε συνηθίσει να αντιλαμβανόμαστε τη μαζική παραγωγή ως τελικό αποτέλεσμα «εκλέπτυνσης» των μεθόδων παραγωγής που αναπτύχθηκαν κατά την 1η και 2η βιομηχανική επανάσταση – και από ιστορική και κοινωνική άποψη μια τέτοια αντίληψη είναι όντως δικαιολογημένη. Όμως η πρώτη μηχανή μαζικής παραγωγής δεν ήταν κάποιος μηχανικός αργαλειός ή η αλυσίδα μιας αυτοκινητοβιομηχανίας, αλλά η τυπογραφική μηχανή. Το πρώτο προϊόν μαζικής ανα-παραγωγής ήταν ο γραπτός λόγος. Πού έγκειται το παράδογο σε αυτή τη διαπίστωση; Στο γεγονός ότι, ενώ ο γραπτός λόγος βρέθηκε στην πρωτοπορία της μαζικής ανα-παραγωγής, δεν ακολούθησε αυτή την εξέλιξη μέχρι την τελική της συνέπεια που λέγεται και μαζική παραγωγή. Διατήρησε μια διάκριση που σε άλλους τομείς άρχισε να καταργείται ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα: τη διάκριση μεταξύ της παραγωγής ενός πρωτοτύπου που μαστορεύεται από έναν άνθρωπο και της μηχανικής αναπαραγωγής αντιγράφων. Στη μαζική παραγωγή αυτοκινήτων, παραδείγματος χάριν, μια τέτοια διάκριση δεν έχει κανένα νόημα· η παραγωγή και η αναπαραγωγή επί της ουσίας ταυτίζονται, καθιστώντας έτσι την παραγωγή άνευ σημασίας αν αυτή δεν γίνεται σε μαζική κλίμακα.

Αυτό που κατάφερε η 3η  βιομηχανική επανάσταση ήταν να εντείνει στο έπακρο τις δυνατότητες αναπαραγωγής του γραπτού, ψηφιακού λόγου και να υποτάξει σε αυτόν τις πιο διαφορετικές όψεις της πραγματικότητας, απαιτώντας ωστόσο πάντα στην αρχή της διαδικασίας ψηφιοποίησης την παρουσία ενός ανθρώπου – προγραμματιστή που μαστορεύει το πρωτότυπο του αλγορίθμου. Αυτό που υπόσχεται από την άλλη η 4η βιομηχανική επανάσταση είναι η ανάπτυξη έξυπνων αλγοριθμικών συστημάτων που θα μπορούν να μαθαίνουν μόνα τους, που θα μπορούν να γλωσσοποιούν την πραγματικότητα αυτόματα, ελαχιστοποιώντας την παρουσία του γλωσσο-μάστορα και την απαίτηση για ύπαρξη ενός πρωτοτύπου. Από μια άλλη άποψη, αυτό που φαίνεται να υπόσχεται είναι η έσχατη «λογική» συνέπεια της εξέλιξης των τεχνικών και τεχνολογιών του λόγου: η ενοποίηση της παραγωγής και της αναπαραγωγής της γλώσσας μέσα σε μια ενιαία διαδικασία. Κι εδώ προκύπτει ένα ακόμα «παράδοξο», που όμως, από καπιταλιστική άποψη είναι απόλυτα αναμενόμενο. Ο αναγκαστικός πληθωρισμός μιας τέτοιας γλώσσας μαζικής παραγωγής δεν μπορεί παρά να επιφέρει και την αποστέωσή της και την μετατροπή της σε ένα γενικό επικοινωνιακό ισοδύναμο· κι όπως συμβαίνει με όλα τα γενικά ισοδύναμα, την υποτίμησή της σε πρώτο χρόνο και τη διατίμησή της σε δεύτερο. Οι φυσικές γλώσσες του μέλλοντος μπορεί να μην χρειάζεται να ξαπλώσουν στο προκρούστειο κρεβάτι μιας ομογενούς γραμματικής· καθολου απίθανο να υπάρξει και μια αναβίωση του ενδιαφέροντος για τοπικές διαλέκτους κι εξωτικές γλώσσες. Όμως αυτό θα έχει γίνει δυνατό αφού πρώτα όλες οι φυσικές γλώσσες θα έχουν περάσει από το νεκρο-κρέβατο της ψηφιοποίησής τους.  

Separatrix
cyborg #12 – 6/2018

  1. Για το παράδοξο της πλατωνικής στάσης απέναντι στη γραφή, καθώς και για μια εκτεταμένη ανάλυση της εγγραματοσύνης, βλ. το «Προφορικότητα και Εγγραματοσύνη» του W. Ong, μεταφ. Κ. Χατζηκυριάκου, επιμ. Θ. Παραδέλλης, εκδ. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης (αγγλική έκδοση 1982). ↩︎
  2. Έχουμε υπόψιν μας τις δημοφιλείς θεωρίες του Ντεριντά περί «φωνο-λογο-κεντρισμού», αλλά δεν θα ασχοληθούμε ιδιαίτερα. Παρότι έχουν ένα κάποιο (περιορισμένο) φιλοσοφικό ενδιαφέρον, κάνουν τέτοια κατάχρηση υλικού ώστε να ταιριάξουν τα ιστορικά στοιχεία με ένα προκατασκευασμένο θεωρητικό σχήμα ώστε τελικά καταλήγουν να μην είναι ιδιαίτερα γόνιμες. ↩︎
  3. Το θέμα της μνήμης εν γένει είναι τεραστίων διαστάσεων κι εδώ θα περιοριστούμε σε μερικές επισημάνσεις όσον αφορά στη σχέση της με τη γραφή. Επιφυλασσόμαστε να επανέλθουμε στο μέλλον. Βλ. και την εισήγηση από το φεστιβάλ του Game Over, «Memory plugged in: η μνήμη ως μέσο παραγωγής της λήθης». ↩︎
  4. Βλ. το βιβλίο του P. Connerton, «How Societies Remember», Cambridge University Press, 1989. ↩︎
  5. Για μερικές επιπλέον λεπτομέρειες σχετικές με το βάδισμα και την μετακίνηση, βλ. την εισήγηση από το φεστιβάλ του Game Over, «Ο δρόμος που φτιάχτηκε περπατώντας: μια ιστορία για τη σχέση τεχνικής και κοινωνίας». ↩︎
  6. Βλ. και πάλι το βιβλίο του W. Ong. ↩︎
  7. Ίσως αυτό να σας θυμίζει κάτι από W. Benjamin… ↩︎
  8. Γνωρίζουμε ότι απόψεις που τοποθετούν σε μια πρωταρχική (όχι απαραίτητα αξιολογικά) θέση τον προφορικό λόγο σε σχέση με τον γραπτό θεωρούνται κάπως «ρομαντικές» και «ξεπερασμένες». Επειδή δεν έχουμε πειστεί ακόμα για την ευρετική γονιμότητα των όποιων «προοδευτικών» απόψεων που αίρουν αυτή τη διάκριση, επιλέγουμε να παραμείνουμε «παρωχημένοι» – εκτός κι αν διασταλούν αρκετά τα κριτήρια περί προφορικότητας κι εγγραματοσύνης, οπότε κι ανοίγουν άλλα πεδία συζήτησης σχετικά με τις εκφραστικές δυνατότητες του ανθρώπου. Δεν θα επεκταθούμε εδώ. ↩︎
  9. Βλ. «Το έργο και η ομιλία του ανθρώπου. Α’ Τεχνική και γλώσσα.», André Leroi-Gourhan, μεταφ. Α. Ελεφάντης, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ (γαλλική έκδοση 1964). ↩︎
  10. Τεχνικές παραγωγής χαρτιού υψηλής αντοχής διέθεταν επίσης και οι Κινέζοι (απ’ όπου εξάλλου μεταφέρθηκαν, μέσω Αράβων, και στην Ευρώπη). Όπως επίσης κατείχαν τεχνολογίες κινητών στοιχείων με τις οποίες μπορούσαν να αναπαράγουν σχέδια. Όμως η κινέζικη γραφή, όντας μη φωνητική, δεν είναι τόσο επιδεκτική κατάτμησης σε εναλλάξιμα στοιχεία που μπαίνουν και βγαίνουν εύκολα σε μια πρέσσα. Επίσης, η δομή του κινέζικου κράτους μάλλον επεφύλασσε το προνόμιο της γραφής για μια γραφειοκρατική ελίτ. ↩︎
  11. Οι αναλύσεις του M. McLuhan είναι τυπικές προς αυτή την κατεύθυνση, αν και ο ίδιος δεν είχε προλάβει τη διάδοση του διαδικτύου. Βλ. το βιβλίο του «Media: Οι προεκτάσεις του ανθρώπου», μεταφ. Σ. Μάνδρος, εκδ. Κάλβος, αγγλική έκδοση 1964. ↩︎
  12. Στο παρελθόν έχουμε αναφέρει πλευρές αυτής της διαδικασίας. Ενδεικτικά, βλ. «Fitter, happier, more productive… (περί αυτοποσοτικοποίησης)», Cyborg, τ. 2 και «σώμα, εγκυμοσύνη, καταγραφή, αναπαράσταση: η αλλαγή του “κανονικού”», Cyborg, τ. 7. ↩︎
  13. Μέχρι τη δικαίωση του παρελθόντος, αν και όποτε… Δεν θα το κρύψουμε, και πάλι W. Benjamin… ↩︎