«Το ζήτημα δεν είναι ότι οι νόμοι δεν έχουν ισχύ, αλλά ότι το έθνος-κράτος δεν έχει ισχύ. Δεν είναι δυνατό να ρυθμιστεί το διαδίκτυο.» Χρονολογία: μέσα της δεκαετίας του 90, όταν το διαδίκτυο βρισκόταν σε φάση απογείωσης και εξάπλωσης σε παγκόσμιο επίπεδο. Φορέας της δήλωσης: ο Νίκολας Νεγκροπόντε, ιδρυτής του περίφημου Media Lab του πανεπιστημίου του MIT και θεωρούμενος ως ένας εκ των γκουρού των νέων τεχνολογιών. Όπως τόσες και τόσες άλλες παρόμοιες κι έμπλεες αισιοδοξίας δηλώσεις της εποχής εκείνης, έτσι κι αυτή αποδείχτηκε εν τέλει εντυπωσιακά άστοχη και πλέον χρησιμοποιείται στις σχετικές με το διαδίκτυο συζητήσεις, ενίοτε με κάποιες δόσεις νοσταλγίας, ως τυπικό δείγμα λανθασμένης πρόβλεψης, προερχόμενης από μια εποχή αφέλειας. Το γεγονός ότι οι (υποτίθεται) καθ’ ύλην αρμόδιοι περί τεχνολογικών ζητημάτων είναι ακριβώς αυτοί που υποπίπτουν τόσο συστηματικά σε τέτοιου είδους λάθη θα «έπρεπε» να έχει ήδη διμιουργήσει εκείνη την κοινωνική μνήμη που θα τους αντιμετώπιζε και ως κατ’ εξοχήν αναρμόδιους να μιλήσουν για ο,τιδήποτε υπερβαίνει τα στενά όρια των εργαστηρίων τους. Όμως η μνήμη δεν είναι το δυνατό χαρτί των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών.
Το ευτύχημα για τέτοιες περιπτώσεις ειδικών είναι ότι έχουν μια συνείδηση αρκετά ελαστική ώστε να τους επιτρέπει να ελίσσονται και να αναδιπλώνονται όποτε η πραγματικότητα αποδεικνύεται λίγη σε σχέση με τις φαντασιώσεις τους. Ο Jerry Yang, ιδρυτής και πρώην CEO της Yahoo, αποτελεί μια τέτοια περίπτωση. Το 2000, όταν η Yahoo είχε ακόμα την αίγλη που σήμερα έχει η Google, ο Yang έλαβε μια κλήση από τα γαλλικά δικαστήρια που καλούσε την Yahoo να λάβει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να αποτρέψει την πρόσβαση εντός της γαλλικής επικράτειας σε σελίδες νεο-ναζιστικού περιεχομένου που φιλοξενούσε στους σέρβερ της. Η πρώτη αντίδραση του Yang κινήθηκε στις ιδεολογικές γραμμές που είχε χαράξει ο Νεγκροπόντε: το διαδίκτυο είναι εκ της φύσεως του «άναρχο» και δεν μπορεί να ρυθμιστεί επειδή έτσι επιτάσσει κάποιος δικαστικός φετφάς. Μετά από μια όχι μακροχρόνια δικαστική διαμάχη (όπου αποδείχτηκε ότι είναι όντως δυνατός ο γεωγραφικός εντοπισμός των χρηστών, σε αντίθεση με όσα ισχυριζόταν η εταιρεία) η Yahoo αναγκάστηκε να αναδιπλωθεί. Όχι μόνο συμμορφώθηκε με τις απαιτήσεις του γαλλικού κράτους, αλλά λίγα μόλις χρόνια αργότερα θα συνεργαζόταν άμεσα και με το κινέζικο για τον εντοπισμό διαφωνούντων δημοσιογράφων. Το δυστύχημα για όσους δεν έχουν επενδυμένα συμφέροντα που να περιστρέφονται γύρω από το διαδίκτυο και τις τεχνολογίες του – δηλαδή, για τους «απλούς χρήστες» του – είναι ότι οι σχετικές συζητήσεις γίνονται στη βάση μιας εντυπασιακά ογκώδους και βαθειάς άγνοιας σχετικά με τη δομή του. Καθόλου αναπάντεχα επομένως, καταλήγουν να είναι συζητήσεις αφορητά κενές περιεχομένου, κολυμπώντας μέσα σε ένα χάος διαρκώς ανακυκλούμενων ιδεολογημάτων, εμπνευσμένων από τεχνοφετιχιστικές αντιλήψεις που εκλαμβάνουν τις επιθυμίες τους ως πραγματικότητα… για να συντριφτούν με συνοπτικές διαδικασίες όταν φτάνει η στιγμή να αναμετρηθούν με αυτή την πραγματικότητα.
Αν λάβει κανείς υπόψιν του το γεγονός ότι η δομή και η λειτουργία του διαδικτύου δεν είναι καθόλου δύσκολο να περιγραφούν και να γίνουν κατανοητές, έστω στις αδρές τους γραμμές, τότε αυτή η άγνοια δεν μπορεί παρά να είναι, εν μέρει τουλάχιστον, κατευθυνόμενη- όπως εξάλλου συμβαίνει κατά κόρον και με τόσες άλλες επιστημονικές και τεχνολογικές έννοιες που, παρότι προσιτές ως προς τη βασική τους σύλληψή, περιβάλλονται τελικά την άλω ενός οιονεί μυστικισμού. Στην απλούστατη ερώτηση «τι είναι τελικά το διαδίκτυο;», η καλύτερη απάντηση στην οποία μπορεί να ελπίζει κανείς, συχνά ακόμα και από υποτιθέμενα ειδικούς, είναι ότι πρόκειται για ένα κατανεμημένο δίκτυο επικοινωνίας μεταξύ υπολογιστών. Από τέτοιες απλοϊκές απαντήσεις προέρχονται και τα συναφή ιδεολογήματα περί αποκεντρωμένης κι επομένως άναρχης δομής του διαδικτύου. Όμως το διαδίκτυο, παρότι έχει όντως κάποια στοιχεία αποκέντρωσης, έχει και πολλά άλλα: όπως μια ιεραρχία με εν πολλοίς αφανείς πρωταγωνιστές στην κορυφή της. Και κάτι ακόμα. Δεν υπάρχει ένα διαδίκτυο που απλά πέρασε από μια πειραματική αρχική φάση για να λάβει τελικά την σημερινή του μορφή, όπως λίγο – πολύ την ξέρουν(;) όλοι. Έχει υποστεί μια σειρά σημαντικών δομικών αναδιαρθρώσεων· αναδιαρθρώσεις οι οποίες ήταν συναρθρωμένες με ευρύτερες κοινωνικές και (γεω-)πολιτικές πιέσεις. Μία απο αυτές λαμβάνει χώρα ακριβώς αυτή τη στιγμή – αν δεν έχει ήδη ολοκληρωθεί κιόλας. Τα απόνερα αυτής της τεκτονικής μετατόπισης γίνονται αισθητά τα τελευταία χρόνια μέσω των διαφόρων «σκανδάλων» σχετικά με την έκταση των κάθε είδους τεχνικών παρακολούθησης κι επιτήρησης, συνοδεύομενων από ένα αίσθημα απαγοήτευσης για την εποχή της αθωότητας που χάνεται. Όμως αυτή η καφικά επαναλαμβανόμενη απογοήτευση είναι η μοίρα όσων γυρνάνε γύρω από τον «πύργο» του διαδικτύου, αντιμετωπίζοντας τους κάθε είδους ειδικούς ως επίφοβους κλειδοκράτορες. Ώρα για μια ματιά στα ενδότερα, λοιπόν. 1
1η φάση: εν αρχή ην το ARPANET
Είναι μάλλον γνωστό ότι οι τεχνολογίες δικτύωσης γεννήθηκαν μέσα από τις έρευνες της διαβόητης ARPA, της υπηρεσίας έρευνας του αμερικανικού πενταγώνου. Αυτό που ίσως δεν είναι τόσο γνωστό είναι ότι το αρχικό κίνητρο για επενδύσεις σε τέτοιες τεχνολογίες δεν ήταν αμιγώς στρατιωτικής φύσης. Κατά τη διάρκεια του Β παγκοσμίου πολέμου οι πρώτοι ηλεκτρονικοί υπολογιστές είχαν καταφέρει να «αποδείξουν» τη χρησιμότητά τους στην εκτέλεση επιστημονικών υπολογισμών σε μαζική κλίμακα και μετά το τέλος του είχαν αρχίσει να εφαρμόζονται και σε ερευνητικά πεδία εκτός του καθαρά στρατιωτικού. Μπαίνοντας στη δεκαετία του 1960 όμως, εμφανίστηκε ένα σοβαρό οικονομικό πρόβλημα διαχείρισης πόρων για την ARPA. Ο θερμός πόλεμος μπορεί να είχε τελειώσει, όμως είχε αφήσει ως κληρονομιά ένα νέο μοντέλο διεξαγωγής της επιστημονικής έρευνας το οποίο, στις βασικές του γραμμές, επιβιώνει μέχρι σήμερα: αντί η τεχνολογική έρευνα να διεξάγεται με βάση τις κυμαινόμενες διαθέσεις κάποιων εταιρειών ή μεμονωμένων εφευρετών και η βασική έρευνα να είναι το προνόμιο κάποιων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, έγιναν στρατηγικός τομέας επένδυσης πόρων από το ίδιο το κράτος ώστε να αποτελέσουν αιχμή του δόρατος για σκοπούς τόσο καπιταλιστικής ανάπτυξης όσο και γεωπολιτικής επέκτασης. Η εποχή της λίγο – πολύ ελεύθερης επιστημονικής δραστηριότητας είχε τελειώσει· όμως είχε ξεκινήσει η εποχή των μεγάλων κονδυλίων και της μαζικής, γραφειοκρατικής παραγωγής τεχνοεπιστημόνων. Ως καίριος βραχίονας αυτού του νέου ερευνητικού μοντέλου, η ARPA είχε αναλάβει τη χρηματοδότηση αρκετών υπολογιστικών κέντρων σε διάφορα αμερικανικά πανεπιστήμια και ιδρύματα. Το πρόβλημα που ανέκυψε τελικά ήταν η συνεχής πίεση προς την ARPA για καινούρια υπολογιστικά μηχανήματα, το κόστος των οποίων ήταν ακόμα εκείνη την εποχή τεράστιο. Αντί να ενδώσει σε αυτή την πίεση, η ARPA επέλεξε έναν διαφορετικό δρόμο: την ανάπτυξη τεχνολογιών δικτύωσης αυτών των υπερ-υπολογιστών ώστε να διαμοιράζονται οι πόροι τους και να έχουν απομακρυσμένη πρόσβαση σε αυτούς ακόμα και όσοι ερευνητές δεν είχαν άμεση, φυσική πρόσβαση· μια απολύτως λογική προσέγγιση από την άποψη της καπιταλιστικής διαχείρισης, ειδικά εφόσον αυτοί οι πανάκριβοι υπολογιστές απλώς παρέμεναν αδρανείς για μεγάλα διαστήματα χρόνου.
Η διασύνδεση κι επικοινωνία μεταξύ δύο υπολογιστών δεν αποτελούσε πρόβλημα από τεχνική άποψη. Το πραγματικό πρόβλημα ήταν το πώς θα μπορούσαν να ενταχθούν σε ένα δίκτυο πολλαπλοί υπολογιστές ώστε ο καθένας να μπορεί δυνητικά να επικοινωνήσει με οποιονδήποτε άλλο. Η απευθείας διασύνδεση όλων των υπολογιστών με όλους τους άλλους θα απαιτούσε έναν πάρα πολύ μεγάλο αριθμό γραμμών και θα είχε τελικά απαγορευτικό κόστος. Από την άλλη, το μοντέλο των τηλεφωνικών δικτύων, που ως ένα σημείο είχαν επιτύχει έναν πυκνό βαθμό διασύνδεσης, είχε ένα άλλο μειονέκτημα: λειτουργούσε στη λογική των κλειστών κυκλωμάτων. Σε κάθε κλήση, οι δύο συσκευές έπρεπε να δημιουργήσουν ένα κλειστό κύκλωμα, με αποτέλεσμα οι γραμμές που συμμετείχαν σε αυτό το κύκλωμα να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν από άλλους χρήστες μέχρι τον τερματισμό της κλήσης. Για τα υπολογιστικά δίκτυα από την άλλη, ήταν σημαντικό οι γραμμές να μπορούν να χρησιμοποιηθούν από πολλαπλούς χρήστες την ίδια στιγμή ώστε ένας υπολογιστής να διαθέτει τους πόρους του ταυτόχρονα σε αυτούς τους χρήστες. 2
Ευτυχώς για τους μηχανικούς της εποχής, η λύση υπήρχε ήδη και δεν χρειάστηκαν πολύ για να την ανακαλύψουν: λεγόταν τηλεγραφικά δίκτυα. Τα τηλεγραφικά δίκτυα λειτουργούσαν εδώ και δεκαετίες στη λογική των γεωγραφικά κατανεμημένων κόμβων και μπορούσαν να στείλουν ένα μήνυμα από οποιοδήποτε γραφείο τους σε οποιοδήποτε άλλο χωρίς γραμμές άμεσης διασύνδεσης όλων των κόμβων. Αυτό που έκαναν οι υπάλληλοί τους όταν παραλάμβαναν ένα μήνυμα ήταν να εξετάζουν την τελικη διεύθυνση-στόχο και να προωθούν το μήνυμα στον επόμενο κόμβο που φαινόταν να είναι πιο κοντά στον τελικό προορισμό. Μιλώντας με ελληνικά γεωγραφικά δεδομένα, ένα τηλεγράφημα από Θεσσαλονίκη προς Χανιά, φτάνοντας στην Αθήνα, ενδεχομένως να μην μπορούσε να σταλεί απευθείας προς Κρήτη, λόγω έλλειψης άμεσης σύνδεσης. Μπορούσε όμως να προωθηθεί νοτιότερα, π.χ. προς Τρίπολη, όπου η ίδια διαδικασία θα επαναλμβανόταν, μέχρι τελικά να καταλήξει στα Χανιά. Το άλλο πλεονέκτημα των τηλεγραφικών δικτύων ήταν η ανοχή τους σε μεγάλους όγκους κίνησης. Όταν κάποιες γραμμές ήταν υπερφορτωμένες, ένα τηλεγράφημα μπορούσε να αποθηκευτεί για όσο καιρό χρειαζόταν μέχρι να ανοίξουν οι γραμμές και να προωθηθεί. Αυτό το μοντέλο λειτουργίας ονομαζόταν μοντέλο αποθήκευσης-και-προώθησης (store-and-forward). Τη δεκαετία του 1960 τα τηλεγραφικά δίκτυα είχαν πλέον μηχανοποιήσει τη δουλειά των υπαλλήλων προώθησης και το μοντέλο τους είχε ήδη αποτελέσει έμπνευση για έρευνες στρατιωτικού τύπου. Το φάσμα μιας πυρηνικής σύγκρουσης είχε δώσει έναυσμα σε έρευνες προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης τηλεπικοινωνιακών υποδομών ανθεκτικών σε πυρηνικά πλήγματα. Ήταν μέσα στα εργαστήρια της RAND (αμερικανικό think tank με στενές σχέσεις με το πεντάγωνο) όπου τα τηλεγραφικά δίκτυα μοντελοποιήθηκαν αλγοριθμικά, ακριβώς επειδή θεωρηθηκάν ανθεκτικά σε αστοχίες – π.χ., αν ο κόμβος της Τρίπολης τεθεί εκτός λειτουργίας, ένα μήνυμα θα μπορούσε να προωθηθεί προς Σπάρτη κι έτσι το δίκτυο να συνεχίσει να λειτουργεί, έστω και με μειωμένες δυνατότητες. Για διάφορους λόγους, οι πρώτες έρευνες της RAND δεν προχώρησαν για να φτάσουν στο σημείο υλοποίησης, όμως ανακαλύφθηκαν από τους μηχανικούς της ARPA μερικά χρόνια αργότερα, όταν κλήθηκαν να λύσουν τα δικά τους προβλήματα δικτύωσης. Μια διαφοροποίηση σε σχέση με τα τηλεγραφικά μηνύματα ήταν ότι τα ψηφιακά, στις περιπτώσεις που ήταν αρκετά ογκώδη, μπορούσαν να κατατμηθούν σε μικρά πακέτα, αυτά τα πακέτα να αποσταλούν ένα-ένα και το αρχικό μήνυμα να ανασυσταθεί από αυτά στον τελικό προορισμό. Αυτή η τεχνική επέτρεπε τον διαμοιρασμό των γραμμών ώστε ένα μεγάλο μήνυμα να μην καταλαμβάνει εξ ολοκλήρου μια γραμμή μέχρι να σταλεί ολόκληρο, εφόσον πακέτα από διαφορετικά μηνύματα μπορούσαν να εναλλάσσονται πάνω στη γραμμή και να ταξιδεύουν «ταυτόχρονα», έστω και με μικρότερες ταχύτητες. Η συγκεκριμένη τεχνική ονομάστηκε τελικά η τεχνική των εναλλασσόμενων πακέτων (packet switching) κι ακόμα βρίσκεται στη βάση των περισσότερων δικτύων υπολογιστών, συμπεριλαμβανομένου του διαδικτύου.
Το πρώτο δίκτυο υπολογιστών τέθηκε σε λειτουργία κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1960, υπό το όνομα ARPANET, και περιλάμβανε μόλις τέσσερις ακαδημαϊκούς κόμβους. Κατά την επόμενη δεκαετία συνέχισαν να προστίθενται κόμβοι (πάντα ακαδημαϊκοί κι ερευνητικοί) στο ARPANET, αλλά και να εμφανίζονται εφαρμογές που πήγαιναν πέρα από τους αρχικούς σχεδιασμούς για διαμοιρασμό υπολογιστικών πόρων. Μία από αυτές ήταν και το περίφημο USENET, ένα είδος πρωτόγονου (με τα σημερινά δεδομένα) ηλεκτρονικού φόρουμ στο οποίο οι συζητήσεις αφορούσαν σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, από επιστημονικές ειδήσεις μέχρι μουσική και συνταγές μαγειρικής. Τη μεγαλύτερη επιτυχία όμως φαίνεται ότι τη γνώρισε το e-mail, που τότε πρωτοεμφανίστηκε κι επέτρεπε την ασύγχρονη αλλά ταχεία επικοινωνία.
Καταλυτικής σημασίας ωστόσο για την περαιτέρω εξέλιξη της δομής των υπολογιστικών δικτύων υπήρξε η εμφάνιση του ίδιου του διαδικτύου. Αυστηρά μιλώντας, το ARPANET ήταν απλώς ένα δίκτυο και όχι το διαδίκτυο. Σχετικά γρήγορα μετά την εμφάνισή του όμως, τόσο εταιρείες όσο κι άλλες κυβερνητικές υπηρεσίες, όπως η NASA, ανέπτυξαν τα δικά τους δίκτυα, λίγο – πολύ πάνω στη λογική του ARPANET. Σε μια προσπάθεια να «κλειδώσουν» τους πελάτες τους στα δικά τους οικοσυστήματα μάλιστα, ορισμένες εταιρείες παρείχαν τόσο hardware όσο και λογισμικό δικής τους κατασκευής για πρόσβαση στα δίκτυά τους, τα οποία όμως ήταν ασύμβατα με άλλα δίκτυα. Για να προλάβει τον κατακερματισμό σε απομονωμένα δίκτυα, η ARPA έσπευσε να αναπτύξει μια σειρά από πρωτόκολλα επικοινωνίας, όπως το γνωστό TCP/IP, που κάθε δίκτυο θα έπρεπε να σέβεται ώστε να μπορεί να συνδεθεί, μέσω κατάλληλων κόμβων, στα υπόλοιπα δίκτυα. Το αποτέλεσμα: η ανάδυση της δια-δικτύωσης (inter-networking), δηλαδή της ικανότητας των δικτύων να δομούνται ιεραρχικά και να επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω κόμβων που βρίσκονται υψηλότερα στην ιεραρχία και που η δουλειά τους είναι να «συρράπτουν» τα επιμέρους δίκτυα.
2η φάση: διαδίκτυο για τις μάζες
Μέχρι σχετικά αργά, ακόμα και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η έννοια του σερφαρίσματος στο διαδίκτυο ήταν κάτι άγνωστο, παρότι οι συνδεδεμένοι υπολογιστές φιλοξενούσαν ήδη αρκετό υλικό, κυρίως υπό τη μορφή ηλεκτρονικών εγγράφων. Ένας χρήστης που ήθελε να αναζητήσει πληροφορίες για ένα θέμα δεν μπορούσε να επισκεπτεί απλώς μια μηχανή αναζήτησης, καθώς τέτοιες δεν υπήρχαν ακόμα – υπήρχαν κάποιες απλοϊκές υπηρεσίες καταλογογράφησης των οποίων οι εγγραφές όμως δεν σχετίζονταν με κάποιο τρόπο μεταξύ τους. Ο καλύτερος τρόπος για να βρει κανείς ένα έγγραφο ήταν να ξέρει εκ των προτέρων σε ποιον κόμβο βρίσκεται. Αλλά και να ήξερε κανείς πού έπρεπε να συνδεθεί, η σύνδεση δεν γινόταν μέσω κάποιου γραφικού περιβάλλοντος, όπως αυτά που διέθεταν αργότερα οι browser, αλλά μέσω ειδικών προγραμμάτων που απαιτούσαν κάπως πιο εξειδικευμένες γνώσεις. Ήταν το γνωστό World Wide Web (www) που άλλαξε την εμπειρία χρήσης του διαδικτύου. Αυστηρά μιλώντας, το www δεν είναι κάποια τεχνολογία, ούτε σε επίπεδο hardware ούτε σε αλγοριθμικό επίπεδο. Δεν πρόκειται καν για κάποιο είδος πρωτοκόλλου. Πρόκειται περισσότερο για μια κοινά αποδεκτή συμφωνία γύρω από τον τρόπο δόμησης των διαδικτυακών κειμένων ώστε να έχουν τη μορφή υπερ-κειμένων (hypertext), δηλαδή κειμένων που επιτρέπουν κάποια μορφή αλληλεπίδρασης, με πιο σημαντική την ύπαρξη υπερ-συνδέσμων που παραπέμπουν από το ένα κείμενο στο άλλο. Χωρίς να είναι κάποια ιδιοφυής σύλληψη, το www ωστόσο άνοιξε δύο πολύ σημαντικές κατευθύνσεις. Πρώτον, αποτελώντας ένα ενιαίο πρότυπο, αποτέλεσε τη βάση για την ανάπτυξη προγραμμάτων περιήγησης (web browser) που είχαν τη δυνατότητα να παρουσιάσουν τα περιεχόμενα οποιασδήποτε σελίδας ακόμα και σε έναν σχετικά αδαή χρήστη. Δεύτερον, οι ενσωματωμένοι στα κείμενα υπερ-σύνδεσμοι επέτρεψαν την ανάπτυξη αλγορίθμων για την αυτόματη σάρωση του διαδικτύου (εφόσον μπορεί να γίνεται αυτόματα η μεταπήδηση από μια σελίδα σε όλες τις παραπομπές της) κι επομένως την αποδοτικότερη χαρτογράφησή του.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990, δεν ήταν καθόλου προφανές ότι το διαδίκτυο θα επικρατούσε ως η αυτονόητη επιλογή για ηλεκτρονική επικοινωνία και πληροφόρηση. Παρέμεινε απλά μια από τις δυνατές επιλογές. Όπως αναφέρθηκε ήδη, αρκετές εταιρείες είχαν επενδύσει σημαντικά ποσά στην ανάπτυξη των δικών τους δικτύων, μέσα από τα οποία προσέφεραν στους πελάτες τους αρκετό υλικό και δυνατότητες επικοινωνίας (το MSN της Microsoft ήταν μια τέτοια περίπτωση). Η ανοιχτή φύση του διαδικτύου, με τη δημόσια πρόσβαση, καθώς και το www που έδινε τη δυνατότητα τόσο για εύκολη περιήγηση όσο και για σχετικά εύκολη παροχή περιεχομένου από οποιονδήποτε μπορούσε να διαθέσει μερικούς φτηνούς σέρβερ, τελικά επέβαλαν το διαδίκτυο ως την ντε φάκτο επιλογή.
Το αποτέλεσμα ήταν και μια δομική μεταβολή του διαδικτύου. Από τη στιγμή που η χρήση του εξαπλώθηκε πέρα από τα ακαδημαϊκά κέντρα κι έφτασε στα σπίτια, έπρεπε να στηθούν και νέες υποδομές. Σε αυτό το σημείο ήταν που εμφανίστηκαν και οι πάροχοι υπηρεσιών διαδικτύου (Internet Service Provider, ISP). Σε αντίθεση με τα κλειστά δίκτυα άλλων εταιρειών, οι ISP δεν ήταν (και δεν είναι) υπεύθυνοι για την παροχή περιεχομένου ή υπηρεσιών. Επί της ουσίας, δανείζουν, έναντι αντιτίμου, την υλική τους υποδομή – τις γραμμές τους και τα κέντρα τους – κι επαφίεται στον χρήστη πλέον να βρει ό,τι θέλει ή να χρησιμοποιήσει όποια υπηρεσία προσφέρεται στο διαδίκτυο (όπως τα e-mail, αν κι αυτή η υπηρεσία είναι συχνά μέρος του πακέτου σύνδεσης). Κανένας ISP όμως δεν έχει τους πόρους για να στρώσει γραμμές σε ολόκληρο τον πλανήτη. Αντιθέτως, εκμεταλλεύονται τις δυνατότητες ιεραρχικής οργάνωσης του διαδικτύου. Τοπικής εμβέλειας πάροχοι είναι υπεύθυνοι για μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή που καλύπτεται από τις γραμμές τους. Για οποιαδήποτε κίνηση μεταξύ κόμβων εντός αυτής της περιοχής, επαρκεί το δικό τους δίκτυο. Σε διαφορετική περίπτωση, αν οι δύο κόμβοι βρίσκονται σε διαφορετικά τοπικά δίκτυα, τότε η κίνηση πρέπει να «ανέβει προς τα πάνω», δηλαδή να περάσει από τα δίκτυα παρόχων μεγαλύτερης εμβέλειας, των οποίων οι κόμβοι είναι στρατηγικά τοποθετημένοι σε διάφορα σημεία του πλανήτη 3 (η ανταλλαγή της κίνησης από το ένα δίκτυο στο άλλο γίνεται μέσω ειδικών κόμβων, των λεγόμενων Internet Exchange Points, IXP). Αυτοί οι ανωτέρου επιπέδου και παγκόσμιας εμβέλειας πάροχοι αποτελούν τη λεγόμενη ραχοκοκαλιά (backbone) του διαδικτύου ή αλλιώς συνιστούν το δίκτυο επιπέδου 1 (tier 1 network).
Κι εδώ τίθεται το ερώτημα: σε ποιον ανήκε η ραχοκοκαλιά του διαδικτύου. Και σε ποιον ανήκει τώρα; Οι χαμηλότερου επιπέδου ISP, ως υπεύθυνοι για το «τελευταίο χιλιόμετρο» (last mile) των γραμμών που φτάνουν στους τελικούς χρήστες, ανήκαν εξαρχής σε ιδιωτικές εταιρείες. Για ένα διάστημα, το κρατικής ιδιοκτησίας ARPANET έπαιξε εκ των πραγμάτων το ρόλο της ραχοκοκαλιάς. Από ένα σημείο και μετά, γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1980, το ρόλο αυτό είχε αναλάβει πλέον το NSFnet, το δίκτυο που είχε στήσει το αμερικανικό εθνικό ίδρυμα ερευνών (National Science Foundation, NSF) και που επίσης ήταν κρατικής ιδιοκτησίας. Μια δεκαετία περίπου αργότερα, όταν φάνηκε ότι το διαδίκτυο θα επικρατούσε έναντι των υπολοίπων κλειστών δικτύων, η αμερικανική κυβέρνηση συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν μπροστά σε μια αχανή έκταση εμπορικής εκμετάλλευσης. Εισηγήθηκε λοιπόν την πλήρη απελευθέρωση του διαδικτύου, δηλαδή την απεμπόληση εκ μέρους της των όποιων δικαιωμάτων είχε μέχρι τότε, σε μια κίνηση που δημιούργησε αρκετό θόρυβο και ξεσήκωσε αντιδράσεις, κυρίως από άτομα του λεγόμενου κυβερνοελευθεριακού χώρου, 4 τα οποία μέχρι τότε είχαν θεωρήσει δεδομένο ότι το αμερικανικό κράτος θα συνέχιζε να τηρεί μια στάση παθητικής αποστασιοποίησης από τις εξελίξεις γύρω από το διαδίκτυο.
Η ματαίωση ήταν πλήρης και απότομη όμως. Το αμερικανικό κράτος δεν αποσύρθηκε μόνο από τη ραχοκοκαλιά του διαδικτύου αλλά και από άλλες κεντρικές λειτουργίες του, όπως αυτή της ονοματοδότησης των ιστοτόπων. Η πραγματική διεύθυνση μιας ιστοσελίδας – πραγματική με την έννοια ότι είναι κατανοητή από τα μηχανήματα προώθησης του διαδικτύου, τους router – είναι απλά μια σειρά από αριθμούς, γνωστή ως διεύθυνση IP. Οι αρκετά πιο ευανάγνωστες και προσιτές διευθύνσεις που χρησιμοποιούν σήμερα οι χρήστες δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια φιλική προς αυτούς μετάφραση των IP διευθύνσεων. Για να γίνει αυτή η μετάφραση όμως, απαιτείται κι ένα «λεξικό» που κάνει την αντιστοίχηση. Το λεξικό αυτό είναι αποθηκευμένο σε ειδικούς σέρβερ (DNS server) ανά τον πλανήτη (οι τοπικοί ISP συνηθίζουν να κρατάνε αντίγραφα του λεξικού σε δικούς τους σέρβερ ώστε να γίνεται πιο γρήγορα η μετάφραση για τους πελάτες τους) και υπάρχουν υπηρεσίες υπεύθυνες για την τήρηση κι ανανέωσή του. Πριν την απελευθέρωση του διαδικτύου, υπεύθυνος για αυτό το λεξικό ήταν επί της ουσίας ένας άνθρωπος που είχε υπό την επίβλεψή του τον κεντρικό DNS σέρβερ: ο Jon Postel, ακαδημαϊκός και θεωρούμενος τότε ως γκουρού του διαδικτύου. Όταν έμαθε ότι και η DNS υποδομή θα μεταβιβαζόταν σε εταιρικά χέρια, αποφάσισε να αντιδράσει σε αυτή την «απαλλοτρίωση», επανακτώντας τον έλεγχο με τεχνικά μέσα που δεν χρειάζεται να περιγράψουμε με λεπτομέρεια – απλά αναφέρουμε ότι «πείραξε» τον λεγόμενο root, το κεντρικό μηχάνημα. Ο τηλεφωνικός διάλογος που ακολουθεί είναι μεταξύ του Postel, ενός αξιωματούχου του πανεπιστημίου που φιλοξενούσε τόσο αυτόν όσο και τον κεντρικό DNS σέρβερ κι ενός κυβερνητικού αξιωματούχου, όπως διεξήχθη την επόμενη μέρα, το 1998:
– [Κυβερν.] Jon, τι συμβαίνει με τον Internet Root;
– [Postel] Απλά τρέχαμε ένα τεστ.
– [Πανεπ.] Τι κάνατε, λέει;
– [Κυβερν.] Jon, δεν έχεις το νομικό δικαίωμα για να κάνεις τεστ. Δεν μπορείς να τρέξεις ένα τεστ χωρίς την έγκριση της DARPA. Θα βρεις τον μπελά σου έτσι και συνεχίσεις. Τόσο εσύ όσο και το πανεπιστήμιο θα βρεθείτε υπόλογοι.
– [Πανεπ.] Γαμώτο σου, θα αρχίσουν να πέφτουν βροχή οι μηνύσεις από τις επιπτώσεις που θα έχει στο εμπόριο. Θα μπορούσε να χρεωκοπήσει το πανεπιστήμιο. Jon, πρέπει να σταματήσεις αμέσως.
– [Postel] Συγγνώμη. Έτρεχα απλά ένα τεστ. Δεν ήθελα να δημιουργήσω πρόβλημα.
– [Κυβερν.] Δεν θέλουμε να σε μπλέξουμε. Διόρθωσε τα πράγματα όπως ήταν πριν και θα πούμε ότι ήταν ένα τεστ.
Κάπως έτσι, άδοξα, «μ’ ένα λυγμό», τελείωσε η ηρωική εποχή του διαδικτύου που χτίστηκε με χρήματα της ARPA και με το μεράκι πόλλων geek μεταπτυχιακών.
3η φάση: ένα πολυπολικό διαδίκτυο
Όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν κάποιο μυστικό και μπορούν εύκολα να βρεθούν ακόμα και σε τεχνικά εγχειρίδια. Η εντύπωση που δημιουργείται είναι ότι το διαδίκτυο, τουλάχιστον ως προς τις υποδομές του, έχει πλέον εισέλθει σε μια ώριμη και σταθερή περίοδο, αποτελώντας ένα ομοιογενές και παγκόσμιο μέσο, με τη γλώσσα να είναι ο κύριος (πολιτισμικής φύσης) φραγμός ανάμεσα στα εθνικά δίκτυα. Ο όποιος ανταγωνισμός υφίσταται επομένως θα πρέπει να λαμβάνει χώρα κυρίως σε επίπεδο νέων εφαρμογών και υπηρεσιών – ποιο θα είναι άραγε το επόμενο κοινωνικό δίκτυο στο οποίο θα σπεύσουν μαζικά οι «υπήκοοι του διαδικτύου» (netizens) να παραχωρήσουν τα προσωπικά τους δεδομένα ή σε ποια διαδικτυακή χωματερή on demand video θα επιλέξουν να τετραγωνίσουν τα μάτια τους; Λίγο πιο μακρυά από τα (πολλά) φώτα της δημοσιότητα όμως, έχει ξεκινήσει εδώ και κάποια χρόνια ένας αγώνας για τον έλεγχο της ίδιας της υποδομής του διαδικτύου και μάλιστα σε διάφορα επίπεδα.
Το σχήμα οργάνωσης του διαδικτύου που παρουσιάσαμε παραπάνω δείχνει τον τρόπο με τον οποίο οι ISP οργανώνονται σε ιεραρχικά επίπεδα. Σημείωση πρώτη: οι χρήστες γνωρίζουν φυσικά ποιοι είναι οι ISP των χαμηλών, τοπικών επιπέδων, εφόσον τους πληρώνουν για να έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο. Όμως, παρότι υπάρχουν κάποιες πληροφορίες για τους ISP του ανωτέρου επιπέδου (και πάντως όχι επιβεβαιωμένες από τους ίδιους τους ISP), κανείς δεν γνωρίζει ποιοι ακριβώς είναι και ακόμα λιγότερα είναι γνωστά για τις υποδομές τους και για τα ακριβή κόστη που έχουν συμφωνήσει μεταξύ τους για τη μεταφορά της κίνησης από το ένα δίκτυο στο άλλο, καθώς αυτές οι πληροφορίες προστατεύονται από τις λεγόμενες συμφωνίες μη δημοσιοποίησης (non disclosure agreements). 5 Σημείωση δεύτερη: υπάρχει ένα ενδιαφέρον στοιχείο σε αυτό το σχήμα που δεν υπήρχε σε παλιότερες εκδόσεις του βιβλίου απ’ όπου το δανειστήκαμε. 6 Πάνω δεξιά, στο ίδιο επίπεδο με αυτό των tier 1 ISP, έχουν προστεθεί και οι λεγόμενοι παροχείς δικτυακού περιεχομένου (content network providers), με την Google ως ένα παράδειγμα. Με απλά λόγια, αυτό που επί της ουσίας συμβαίνει είναι ότι εταιρείες σαν την Google (αλλά και τις Facebook και Amazon), λόγω των τεραστιών απαιτήσεών τους σε όγκο κίνησης, αντί να χρησιμοποιούν τα εταιρικά πακέτα που προσφέρουν οι ISP για να βγαίνουν προς τα έξω, προωθούν ένα εναλλακτικό μοντέλο: την άνοδο τους, ιδίοις εξόδοις, προς την ίδια την πηγή της παγκόσμιας διαδικτυακής κίνησης, συμμετέχοντας στην κατασκευή και τοποθέτηση καινούριων οπτικών ινών (που συχνά είναι υποθαλάσσιες) σε ολόκληρο τον πλανήτη. 7
Από τη στιγμή που μεγάλα τμήματα αυτής της νέας υποδομής έχουν ως στόχο να εξυπηρετούν αποκλειστικά την κίνηση των εμπλεκομένων εταιρειών, ανακύπτει εδώ ένα (φαινομενικά) παράδοξο. Αυτού του είδους οι εταιρείες (αλλά όχι οι ISP) πρωτοστατούν στη μάχη για την υπεράσπιση των αρχών της δικτυακής ουδετερότητας (net neutrality). Σε τεχνικούς όρους η δικτυακή ουδετερότητα σημαίνει το εξής: τα πακέτα δεδομένων που καταφτάνουν στον κόμβο (router) ενός ISP δεν πρέπει να υφίστανται διακρίσεις εξαρτώμενες από το περιεχόμενό τους (όπως μπλοκάρισμα ή μείωση/αύξηση της ταχύτητας/προτεραιότητάς τους). Ένα πακέτο που περιέχει δεδομένα ενός βίντεο κι ένα πακέτο με δεδομένα ενός e-mail πρέπει να αντιμετωπίζονται ουδέτερα και ισότιμα. Οι υπέρμαχοι της δικτυακής ουδετερότητας – που μέχρι πρόσφατα προστατευόταν νομικά, αλλά ήδη έχουν εμφανιστεί ανάστροφες νομοθετικές πράξεις στις Η.Π.Α. – προτάσσουν το λογικό επιχείρημα ότι τυχόν κατάργησή της θα δημιουργούσε ένα ανισοβαρές διαδίκτυο υψηλών ταχυτήτων για τους κατέχοντες και χαμηλών για την «διαδικτυακή πλέμπα». Η λέξη «κατέχοντες» (και μη) εδώ αφορά στους παρόχους περιεχομένου (που θα πρέπει, αν μπορούν, να πληρώνουν περισσότερο, αν θέλουν η κίνησή τους να τυγχάνει προνομιακής μεταχείρισης) και όχι στους χρήστες που ούτως ή άλλως υφίστανται διακρίσεις αναλόγως του πακέτου σύνδεσής τους – αλλά όχι του περιεχομένου που καταναλώνουν.
Η Netflix, γνωστός πάροχος τηλεοπτικών σκουπιδιών μέσω διαδικτύου, πρόσφατα διαπίστωσε τι σημαίνει κατάργηση της δικτυακής ουδετερότητας στην πράξη, όταν η Comcast, ίσως ο μεγαλύτερος (για οικιακούς χρήστες) αμερικανικός ISP, επέλεξε επί μήνες να επιβάλει περιορισμούς στα πακέτα βίντεο που δεχόταν από την πλατφόρμα της. Ο λόγος; Ναι μεν η Netflix είχε πληρώσει τον δικό της ISP για τον όγκο κίνησης που της αναλογούσε, αλλά όταν όλος αυτός ο όγκος έπεφτε πάνω στο δίκτυο της Comcast τις ώρες αιχμής αυτή αδυνατούσε να αντεπεξέλθει, εφόσον οι δεσμεύσεις της απέναντι στους πελάτες της σε σχέση με την παρεχόμενη ταχύτητα βασίζονταν σε προηγούμενα μοντέλα χρήσης που δεν προέβλεπαν έναν τέτοιο όγκο την ίδια στιγμή. Η Comcast θα έπρεπε να αναβαθμίσει το δίκτυό της, αλλά, από τη στιγμή που αιτία της αναβάθμισης ήταν η Netflix, τότε αυτή η τελευταία όφειλε (σύμφωνα με την Comcast) να πληρώνει κάτι παραπάνω – όπως και τελικά έγινε, παρά τις αντιδράσεις, αφού η Comcast κατέχει σχεδόν μονοπωλιακή θέση και μπορούσε να επιβάλει τη θέλησή της.
Ο λόγος για τον οποίο οι πάροχοι περιεχομένου τάσσονται τόσο ένθερμα υπέρ της δικτυακής ουδετερότητας είναι ακριβώς για μη βρεθούν προ τέτοιων δυσάρεστων εκπλήξεων. Κι αντιστρόφως, οι ISP πιέζουν για κατάργησή της ώστε να προσαρμοστούν στα νέα μοντέλα χρήσης – από την πλευρά τους, μια καθόλικη αναβάθμιση των δικτύων τους με επίπεδη τιμολόγηση δεν έχει πολύ νόημα, από τη στιγμή που η αυξημένη κίνηση οφείλεται σε συγκεκριμένους παρόχους περιεχομένου. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο, η θέρμη της Google και των συνοδοιπόρων της στην υπεράσπιση της ουδετερότητας φαίνεται να έχει καταλαγιάσει, αν και στα λόγια δεν έχει αλλάξει θέση. Όντας πιο προνοητική από την Netflix, επέλεξε τον δύσκολο δρόμο, που ήδη αναφέραμε: την πρόσφυσή της, με δικές της υποδομές, κατευθείαν στη ραχοκοκαλιά του διαδικτύου. Πράγμα το οποίο απλά μεταφράζεται σε μια υπεράσπιση de jure της δικτυακής ουδετερότητας και σε μια de facto κατάργησή της· κατάργηση η οποία δεν μπορεί να προσβληθεί νομικά στο βαθμό που δεν είναι υποχρεωμένη να δέχεται κίνηση από άλλα δίκτυα στο δικό της. Εντός του δικτύου της, έχει φυσικά την ευχέρεια να τηρεί την ουδετερότητα – τα πακέτα από βίντεο του youtube (ανήκει στην Google) αντιμετωπίζονται ισότιμα με αυτά του gmail. Το γράμμα της δικτυακής ουδετερότητας μπορεί να τηρείται, αλλά το πνεύμα της έχει ήδη αποδημήσει.
Υπάρχει ένας ακόμα παράγοντας που δρα καταλυτικά στη χαλάρωση της δικτυακής ουδετερότητας αλλά και στο εν γένει θρυμμάτισμα του διαδικτύου: η αξία που πλέον έχει αποκτήσει όλος αυτός ο όγκος δεδομένων που περνάει καθημερινά από τις οπτικές ίνες. Η μία διάσταση του ζητήματος είναι φυσικά η οικονομική. Οι αλγόριθμοι κατασκευής κάθε είδους προφίλ των χρηστών βρίσκονται υπό ένα καθεστώς συνεχούς πείνας για νέα δεδομένα· κι αυτά τα δεδομένα είναι σαφώς προτιμότερο να κυκλοφορούν σε καλά φυλασσόμενες διαδικτυακές διαβάσεις. Η άλλη διάσταση είναι η (γεω-)πολιτκή, με όλη τη σημασία της λέξης. Όσον αφορά στα ίδια αυτά προσωπικά δεδομένα, κανένα σοβαρό κράτος στον πλανήτη δεν είναι διατεθειμένο να δημιουργεί (και μάλιστα δωρεάν) βάσεις δεδομένων των πολιτών του που θα βρίσκονται στην επικράτεια εχθρικών κρατών – κι αυτή η επικράτεια σχεδόν πάντα είναι οι Η.Π.Α. Η απαγόρευση χρήσης ορισμένων κοινωνικών δικτύων συνιστά μόνο την πρώτη γραμμή άμυνας και μάλιστα όχι την πιο εκλεπτυσμένη. Η εναλλακτική είναι να επιτρέπονται τέτοια κοινωνικά δίκτυα, αλλά να απαιτείται νομικά οι σέρβερ που φιλοξενούν τις σχετικές βάσεις να βρίσκονται, από την άποψη της φυσικής παρουσίας, εντός του κράτους που δραστηριοποιείται το εκάστοτε κοινωνικό δίκτυο και να απαγορεύεται η «μετανάστευση» των δεδομένων σε σέρβερ του εξωτερικού. Η πιο ριζοσπαστική όμως λύση χτυπάει κατευθείαν στην υποδομή του διαδικτύου (ISP, οπτικές ίνες, DNS σέρβερ) και παράδειγμά της είναι ο λεγόμενος ψηφιακός δρόμος του μεταξιού (fiber-optic silk road).
Η ευκολία με την οποία οι αμερικανικές (και φίλιες) μυστικές υπηρεσίες μπορούν και συγκεντρώνουν έναν τόσο τεράστιο όγκο δεδομένων οφείλεται (όπως προέκυψε από τις διαρροές του Snowden) ακριβώς στο ότι δεν στοχεύουν μεμονωμένους χρήστες, αν και φυσικά κι αυτή η δυνατότητα βρίσκεται στο οπλοστάσιό τους. Αντιθέτως, είχαν εγκαταστήσει «κοριούς» σε κεντρικούς κόμβους της ραχοκοκαλιάς του διαδικτύου απ’ όπου τραβούσαν μαζικά όλη την κίνηση. Κι αν το ζήτημα είναι βαρύνουσας σημασίας όταν αφορά σε δεδομένα απλών χρηστών, καταλαβαίνει κανείς ότι γίνεται κρίσιμης σημασίας όταν από τέτοιους πειραγμένους κόμβους διέρχονται δεδομένα που ενδεχομένως περιέχουν εταιρικά ή ακόμα και κρατικά μυστικά. Η κρυπτογράφηση υποτίθεται ότι είναι μια λύση· κι όντως μπορεί να λειτουργήσει. Για ένα διάστημα όμως. Ο χώρος της κρυπτογραφίας μοιάζει με έναν αγώνα δρόμου για το ποιος θα προλάβει να σπάσει πρώτος τον κώδικα του αντιπάλου και αδυνατεί να προσφέρει σίγουρη λύση. Για κράτη σαν το κινέζικο (και τους BRICS) που έχουν τόσο το κίνητρο όσο και το απαιτούμενο βάθος η λύση βρίσκεται στην ανάπτυξη νέων, μη προσβάσιμων και δυνητικά ελεγχόμενων από τη Δύση, διαδικτυακών υποδομών. Κάτι που σημαίνει χιλιάδες χιλιόμετρα οπτικών ινών, τόσο υποθαλάσσιων όσο κι επίγειων, συχνά σε παράλληλη πορεία με τον νεό δρόμο του μεταξιού που ήδη υλοποιεί η Κίνα. Οι κινέζικες επενδύσεις βέβαια δεν περιορίζονται στο εξωτερικό. Αυτή τη στιγμή η Κίνα θεωρείται μια χώρα με υψηλές ταχύτητες σύνδεσης και συνεχίζει να επενδύει στις εσωτερικές της υποδομές. Με τη σημαντική προσθήκη ότι το κινέζικο διαδίκτυο δεν είναι το διαδίκτυο. Η κίνηση προς το εσωτερικό της Κίνας φιλτράρεται συνεχώς από ένα καλοστημένο ψηφιακό τείχος προστασίας (firewall) που έχει αναπτυχθεί πάνω σε κεντρικούς κόμβους της κινέζικής ραχοκοκαλιάς – επαναλαμβάνουμε, αυτό είναι δυνατό ακριβώς λόγω της ιεραρχικής δομής του διαδικτύου – κι απλώς απορρίπτει τα «ανεπιθυμήτα» πακέτα (π.χ., κίνηση που προέρχεται από ιστοσελίδες σχετικές με την ανεξαρτησία της Ταϊβάν). Η ιδέα ότι το διαδίκτυο και οι καινοτομίες του μπορούν να φυτρώσουν μόνο στο έδαφος της «αναρχίας» και των ανοιχτών, «δημοκρατικών» συστημάτων μάλλον θα πρέπει να μπει για τα καλά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.
Η κινέζικη αντίληψη περί διαδικτύου μπορεί να φαντάζει «βάρβαρη» στα «ελεύθερα» μάτια των δυτικών. Δεν είναι σκοπός μας να υπερασπιστούμε αυτή την αντίληψη. Ωστόσο, αν έπρεπε να βάλουμε περισσότερα εισαγωγικά, αυτά θα τα βάζαμε στο «ελεύθερα» και όχι στο «βάρβαρη». Το είδος του ενεργητικού φιλτραρίσματος στο οποίο επιδίδεται το κινέζικο κράτος σε καμμία περίπτωση δεν είναι ο μοναδικός τρόπος για να ρυθμίζεται το περιεχόμενο που φτάνει στους χρήστες του διαδικτύου. Και πιθανώς δεν είναι και ο πιο εκλεπτυσμένος, τουλάχιστον σύμφωνα με κάποιους αναλυτές. 8 Αντιθέτως, στην ανώτερη κλίμακα των τεχνικών παρέμβασης στο διαδικτυακό περιεχόμενο (τουλάχιστον μέχρι τώρα) βρίσκονται οι τεχνικές άμεσης κι επιθετικής συμμετοχής στην παραγωγή και κυκλοφορία νέου περιεχομένου. Το παράδειγμα των τελευταίων αμερικανικών εκλογών είναι πρόσφατο· και δεν αναφερόμαστε στον υποτιθέμενο ρωσικό δάκτυλο, αλλά στις εκστρατείες στοχευμένης πολιτικής διαφήμισης που δημιουργούσαν στην πράξη διαφορετικά «διαδίκτυα», ανάλογα με τον στόχο – οι εκστρατείες προπαγάνδας ή ακόμα και δημόσιας διαπόμπευσης θεωρούνται επίσης μέρος αυτών των τεχνικών. 9 Ίσως τελικά το κινέζικο κράτος να χρειαστεί όντως τα φώτα των δυτικών στο μέλλον. Αν αυτή είναι η «ελεύθερη» εκδοχή του διαδικτύου, τότε τίθεται υπό συζήτηση το ποιος βρίσκεται ψηλότερα στην κλίμακα της «βαρβαρότητας».
Θα κλείσουμε μ’ αυτό: δεν υπάρχει πλέον ένα ενιαίο και ομοιογενές διαδίκτυο. Πρόκειται για μια παρωχημένη αντίληψη που μένει ζωντανή μόνο λόγω διανοητικής αδράνειας. Αυτό που υπάρχει είναι ένας κατακερματισμός σε ομόσπονδα (ή άσπονδα) διαδικτυακά κρατίδια και φέουδα, των οποίων η επικράτεια και τα χαρακτηριστικά καθορίζονται από τερατώδη οικονομικά συμφέροντα και από γεωπολιτικές προστριβές τεκτονικής κλίμακας. Όσοι επιμένουν να αντιλαμβάνονται το διαδίκτυο ως παιδική χαρά ελεύθερου παιχνιδιού ίσως ανακαλύψουν σύντομα ότι είναι απλά το «κρέας για τα κανόνια». Ή αλλιώς, τα data για τις οπτικές ίνες.
Separatrix
cyborg #13 – 10/2018
- Για να μην κουράζουμε με συνεχείς παραπομπές, παραθέτουμε εδώ ορισμένες πηγές απ’ όπου αντλήσαμε υλικό: «Computer: a History of the Information Machine», Campbell-Kelly, Aspray, Ensmenger, Yost, Westview Press, 2014, «Inventing the Internet», Abbate, MIT Press, 1999, «Access controlled: the shaping of power, rights, and rule in cyberspace», Deibert, Palfrey, Rohozinski, Zittrain (ed.), MIT Press, 2010, «Who controls the Internet?: illusions of a borderless world», Goldsmith, Wu, Oxford University Press, 2006, «Computer networking: a top-down approach», Kurose, Ross, Pearson, 2013. Το τελευταίο είναι τεχνικής φύσης. ↩︎
- Το ανάλογο παράδειγμα στα τηλέφωνα θα ήταν η απαίτηση να μπορεί μια τηλεφωνική γραμμή να χρησιμοποιείται για ταυτόχρονες κλήσεις. Μέχρι ένα χρονικό σημείο, το κλείσιμο του κυκλώματος στις τηλεφωνικές κλήσεις γινόταν χειροκίνητα από υπαλλήλους σε τηλεφωνικά κέντρα. Η δουλειά αυτών των κατά βάση γυναικών υπαλλήλων απεικονίζεται κάποιες φορές σε παλιές ταινίες, όπου ο χρήστης καλεί πρώτα το κέντρο, ζητάει να συνδεθεί με έναν άλλο χρήστη και η γυναίκα υπάλληλος κλείνει το κύκλωμα εισάγοντας καλώδια σε υποδοχές ενός πίνακα. ↩︎
- Η περιγραφή αυτή είναι σχετικά απλοϊκή. Μπορεί να υπάρχουν κι ενδιάμεσα επίπεδα στην ιεραρχία ή ένας εθνικής εμβέλειας πάροχος να κατέχει και κάποιες διεθνείς γραμμές. Το βασικό εδώ είναι η ύπαρξη ιεραρχικής οργάνωσης. ↩︎
- Βλ. και Cyborg, τ. 9, «Η κυβερνοελευθεριακή ιδεολογία και τα ψηφιακά κοινά». ↩︎
- Από τα λίγα που είναι γνωστά είναι τα ονόματα κάποιων εξ αυτών (Level 3, Comcast, AT&T, Verizon) καθώς και το ότι αρκετές φορές δεν επιβάλλουν κάποια χρέωση για τη μεταξύ τους δικτυακή κίνηση (το λεγόμενο peering) αν ο όγκος της κίνησης που δέχονται λίγο – πολύ ισοδυναμεί με τον όργο που αποστέλλουν. ↩︎
- «Computer networking: a top-down approach», Kurose, Ross. Το σχήμα βρίσκεται στην 6η έκδοση του 2013. Στην 5η υπάρχει στη θέση του ένας γράφος που συνδέει «συννεφάκια» μεταξύ τους υπό τη μορφή ομόκεντρων κύκλων. ↩︎
- Αρκετά στοιχεία μπορούν να βρεθούν στο πρόσφατο άρθρο του Dwayne Wisneck, The geopolitical economy of the global internet infrastructure, Journal of Information Policy, 2017. ↩︎
- Βλ. «Access controlled: the shaping of power, rights, and rule in cyberspace», Deibert, Palfrey, Rohozinski, Zittrain (ed.), MIT Press, 2010. Από την άλλη το κινέζικο κράτος ενδεχομένως να μην χρειάζεται προς το παρόν πιο εκλεπτυσμένους τρόπους. ↩︎
- Για να μην αναφερθούμε στα κατορθώματα των ελληνικών κομμάτων με τους «στρατούς» από τρολ…. Αυτά έγιναν γνωστά για τον ΣΥΡΙΖΑ βέβαια (στην πρωτοπορία της ψηφιακής διακυβέρνησης!), αλλά είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι αντίστοιχες τακτικές επιστρατεύει (ή θα επιστρατεύσει) και ο υπόλοιπος κομματικός εσμός. ↩︎