Citius, Altius, Fortius… κάθε μέρα, όλη μέρα…(η υγεία ως διαρκής αναβάθμιση)

Η επέλαση του υγιεινισμού τις τελευταίες δεκαετίες έχει υπάρξει σαρωτική, βρίσκοντας ελάχιστες αντιστάσεις και κάνοντας την εμφάνισή του ακόμα και υπό τον μανδύα ενός εναλλακτισμού που συχνά πλειοδοτεί σε υγιεινιστική υστερία.  Σύμφωνα με τους ειδικούς λοιπόν, για να παραμείνει κανείς υγιής αρκεί να κάνει (ή να μην κάνει) τα εξής: να μην καπνίζει (αλλά και να μην φορτώνει τους άλλους με τον καπνό του), να μην πίνει, να μην τρώει διατροφικά σκουπίδια (αλλά να πληρώνει τα διπλά για να αγοράζει οργανικά προϊόντα), να ασκείται (ιδρώνοντας σαν πειραματόζωο σε διαδρόμους γυμναστηρίων), να κάνει συστηματικά το ιατρικό του τσεκ-απ (ακόμα κι αν δεν αισθάνεται κάποια δυσφορία), να παρακολουθεί τις εξάρσεις της τάδε και της δείνα επιδημίας και να εμβολιάζεται έγκαιρα (ακόμα κι αν τα εμβόλια δεν έχουν ελεγχθεί συστηματικά)· με λίγα λόγια, να βρίσκεται σε μια μόνιμη κατάσταση εγρήγορσης απέναντι στο ίδιο του το σώμα. Και αν τελικά ασθενήσει, παρά την πιστή τήρηση του παραπάνω δεκαλόγου, πρέπει να αφεθεί στα «σίγουρα» χέρια αυτών των ίδιων ειδικών που φυσικά γνωρίζουν καλύτερα από τον ίδιο ποιο είναι το καλό του.

Πίσω από τις απαγορεύσεις και τις προσταγές των ειδικών, αν τις δει κανείς στο σύνολό τους (ακόμα κι αν, ως μεμονωμένες διαπιστώσεις, έχουν μία βάση), διακρίνεται εύκολα μια ασκητικού τύπου ιδεολογία που επιτάσσει ένα είδος πανοπτικού βλέμματος επί του ίδιου του εαυτού και μια αυτο-επιτήρηση προς διατήρηση της καλής υγείας. Όπως ένα κομμάτι ακίνητης περιουσίας απαξιώνεται όσο ο ιδιοκτήτης του αμελεί να το φροντίζει, έτσι και το ίδιο το σώμα φαίνεται να «χάνει σε αξία» όσο ο «κάτοχός» του δεν το αντιμετωπίζει ως ένα «ναό της ψυχής του» που απαιτεί τακτικές φροντίδες. Δεν είναι η αμείλικτη πάροδος του χρόνου με την αναπόφευκτη φθορά που επιφέρει ούτε οι πέρα από τον ατομικό έλεγχο πιέσεις του περιβάλλοντος που αναγνωρίζονται ως γενεσιουργές αιτίες της ασθένειας· είναι η ευθύνη του ίδιου του ατόμου που κάτι, κάπου, κάπως έκανε λάθος για να επιτρέψει στην ασθένεια να εμφανιστεί. 1

Αυτή η εμμονή με την υγεία φυσικά δεν δείχνει κάποια σημάδια κάμψης τα τελευταία χρόνια. Η κίνηση φαίνεται ότι είναι αντίθετης φοράς, προς μια κατεύθυνση υπερέντασης της ιατρικής μέριμνας, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε το ειδικό βάρος του ιατρικού κυκλώματος να προκαλεί πλέον προβληματισμούς και υποψίες, ακόμα και στα υψηλότερα κλιμάκια, ότι αποτελεί βαρίδι για τους κρατικούς προϋπολογισμούς. Σύμφωνα με μια πρόσφατη έκθεση (Απρίλιος 2019) του World Economic Forum, με τίτλο Health and Healthcare in the Fourth Industrial Revolution 2 , το κόστος της ιατρικής μέριμνας στις Η.Π.Α. έχει φτάσει στο σημείο να αντιστοιχεί στο 17% του Α.Ε.Π. τους και υπολογίζεται ότι ο κύριος λόγος αύξησης αυτού του ποσοστού οφείλεται στο υψηλό κόστος των τεχνολογικών καινοτομιών που έχουν εισαχθεί στην ιατρική (ακριβότερα φάρμακα και συσκευές καθώς και υψηλότερα κόστη νοσοκομειακής νοσηλείας). Η απάντηση των συγγραφέων της έκθεσης απέναντι σε αυτή την πρόκληση είναι αναμενόμενη και κινείται στις βασικές γραμμές της 4ης βιομηχανικής επανάστασης: περισσότερη και πιο έξυπνη τεχνολογία 3 . Γενετική μηχανική, βλαστοκύτταρα, ανοσοθεραπεία, ιατρική ακριβείας 4 , νανοτεχνολογία, τεχνητή νοημοσύνη, big data: αυτές είναι μερικές από τις τεχνολογίες του μέλλοντος που, κατά την έκθεση, θα αλλάξουν το τοπίο της ιατρικής. Προς ποια κατεύθυνση; Ιδού (τονισμός στο πρωτότυπο):

«Στο μέλλον, δύο θεμελιώδεις αλλαγές θα μεταμορφώσουν την ιατρική βιομηχανία. Πρώτον, η ιατρική περίθαλψη θα παρέχεται υπό τη μορφή ενός αδιάκοπου συνεχούς φροντίδας, υπερβαίνοντας το κλινικο-κεντρικό μοντέλο περίθαλψης και με μεγαλύτερη έμφαση στην πρόληψη και στην πρώιμη παρέμβαση. Δεύτερον, η παροχή ιατρικής περίθαλψης θα εστιάζει σε κάθε ξεχωριστό άτομο εντός του δικού του οικοσυστήματος και λαμβάνοντας περισσότερο υπόψιν τους ανθρώπους ή και τους ίδιους τους ασθενείς, κάτι που συχνά αναφέρεται και ως η καταναλωποίηση (consumerization) της ιατρικής περίθαλψης».

Αναμενόμενα, η έκθεση κλείνει εκφράζοντας και κάποιες στερεοτυπικές ανησυχίες για τις ηθικές διαστάσεις που ανακύπτουν από την εφαρμογή αυτών των τεχνολογιών και για τυχόν ανεπιθύμητες συνέπειες (τονισμός δικός μας):

«Ωστόσο, αυτές οι επαναστατικές τεχνολογίες έχουν επίσης συνέπειες που είναι ακούσιες και (συχνά) απρόβλεπτες. Οι καινούριες θεραπείες θα είναι διαθέσιμες μόνο σε ένα επίλεκτο κομμάτι της κοινωνίας; Αν οι καινούριες θεραπείες είναι ακριβές, μήπως αυτό θα επιδεινώσει τις ήδη υπαρκτές ανισότητες στον τομέα της υγείας; Υπάρχει περίπτωση νέες τεχνολογίες, σαν την CRISPR-Cas9, να χρησιμοποιηθούν για σκοπούς βελτίωσης; Οι επαγγελματίες της υγείας θα είναι κατάλληλα προετοιμασμένοι ώστε να χρησιμοποιήσουν τις νέες τεχνολογίες; Μήπως η τεχνολογία θα διαταράξει τη σχέση γιατρού – ασθενούς; Τα δεδομένα των ασθενών θα τύχουν επαρκούς προστασίας;»

Όπως γίνεται προφανές από τα παραπάνω αποσπάσματα, σε καμμία περίπτωση δεν γίνεται λόγος για μια αποφόρτιση του ιατρικού συστήματος (για μια απο-ιατρικοποίηση), αλλά αντίθετα για μια αλλαγή μοντέλου προς μια εντατικοποίηση της ιατρικής παρακολούθησης. Και το ερώτημα που ανακύπτει εδώ είναι το εξής: πρόκειται «απλά» για εντατικοποίηση με σκοπό τη μείωση του κόστους μέσω της πρόληψης ή μήπως αναδύεται και μια διαφορετική πλέον εννόηση της υγείας;

αυτο-βελτίωση σε βιολογικό επίπεδο

Η εσωτερίκευση ενός οιονεί ιατρικού βλέμματος (για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο του Φουκώ) απέναντι στον ίδιο τον εαυτό δεν θα ήταν δυνατή αν δεν είχε βρει το υπέρεισμά της σε μια διάχυτη κοινωνική ιδεολογία: αυτή της συνεχούς αυτο-βελτίωσης. Το εσωτερικευμένο ιατρικό βλέμμα είναι απλώς μια παραλλαγή αυτής της ιδεολογίας σε ιατρικά συμφραζόμενα· και (θα έπρεπε να) είναι προφανείς οι συγγένειες της εν λόγω ιδεολογίας με τον φιλελευθερισμό. Ήδη στη Δεύτερη Πραγματεία περί Κυβερνήσεως του Locke, ένα από τα καταστατικά κείμενα του φιλελευθερισμού (γραμμένο το 1690!), ως θεμελιώδης σχέση του ατόμου με τον κόσμο ορίζεται η σχέση κατοχής και ιδιοκτησίας. Όχι μόνο απέναντι σε κινητά και ακίνητα αγαθά αλλά απέναντι και στο ίδιο το σώμα του ατόμου. Ο άνθρωπος ορίζεται ως κάτοχος του σώματός του που μπορεί να το διαθέτει καταπώς εκείνος επιθυμεί. Δεν είναι της παρούσης να κάνουμε μια διεξοδική μελέτη του φιλελευθερισμού και της εξέλιξής του μέσα στους αιώνες μετά τον Locke. Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι οι πλήρεις συνέπειες της φιλελεύθερης ιδεολογίας άρχισαν να γίνονται εμφανείς σχεδόν 300 χρόνια αργότερα, με την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού 5  και των μεταπολεμικών μεταμορφώσεών του. Αν ο νεοφιλελευθερισμός κατάφερε τελικά να θέσει στο επίκεντρο την προτεραιότητα του ατόμου έναντι της κοινωνίας (και την «απελευθέρωσή» του από αυτήν), ταυτόχρονα φόρτωσε το άτομο και με την ευθύνη να αντιμετωπίζει τον εαυτό του ως μία επιχείρηση· κι αυτό όχι μόνο στα προσωπικά οικονομικά του αλλά στο σύνολο των σχέσεών του που πλέον άρχισαν να λαμβάνουν τη μορφή οικονομικών συναλλαγών. Με τον ίδιο τρόπο που κάποιος διαχειρίζεται το προσωπικό του οικονομικό «κεφάλαιο» (προφανώς ο όρος «κεφάλαιο» είναι τερατωδώς καταχρηστικός όταν μιλάμε για έναν απλό μισθό, αλλά αυτή είναι η δουλειά της ιδεολογίας) έτσι οφείλει να καλλιεργεί και να αυξάνει το κοινωνικό του «κεφάλαιο»· ή ακόμα και τα «αποθέματα» της υγείας του. Η ιδεολογία της αυτο-πραγμάτωσης βρέθηκε έτσι στο απόγειό της.

Αυτά μέχρι σήμερα. Στο δεύτερο από τα αποσπάσματα της έκθεσης που παραθέσαμε παραπάνω τονίσαμε μία από τις ερωτήσεις: «Υπάρχει περίπτωση νέες τεχνολογίες, σαν την CRISPR-Cas9, να χρησιμοποιηθούν για σκοπούς βελτίωσης;». Όχι τυχαία. Τα υπόλοιπα ερωτήματα, μέσα στα γνωστά πλαίσια της ιατρικής πρακτικής, μοιάζουν αναμενόμενα. Αυτή η ερώτηση όμως; Πώς θα ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθούν νέες τεχνολογίες για βελτίωση και τι σημαίνει βελτίωση; Αν και αθώα θαμμένη ανάμεσα σε άλλες κοινότοπες ανησυχίες, αυτή η ερώτηση ενδεχομένως αποτελεί τον σημαντικότερο οδοδείκτη για τις μελλοντικές κατευθύνσεις τόσο της ιατρικής πρακτικής όσο και της εννόησης της ίδιας της υγείας και της ιδεολογίας που θα τη συνοδεύει.

Για την ακρίβεια, η τεχνολογία μπορεί να μην έχει φτάσει ακόμα στο απαραίτητο στάδιο ωριμότητας (αν και βρίσκεται κοντά), όμως η ιδεολογία ήδη εργάζεται πυρετωδώς προς την κατεύθυνση μιας επανανοηματοδότησης της υγείας. Κλασσικό παράδειγμα αποτελεί εδώ το ρεύμα του λεγόμενου μετα-ανθρωπισμού (transhumanism) 6 . Στον πυρήνα του βρίσκεται η θέση ότι η βιολογική εξέλιξη του ανθρώπου κινείται σε πολύ αργούς ρυθμούς σε σχέση με τις ανάγκες της ανθρωπότητας σήμερα και ότι δεν έχουμε την πολυτέλεια να περιμένουμε από αυτή να κάνει τη δουλειά της. Οι δυνατότητες της τεχνολογίας επιτρέπουν πλέον την επιτάχυνση της εξέλιξης, μέσω άμεσων βιοτεχνολογικών παρεμβάσεων στο σώμα, προς ένα νέο και βελτιωμένο, ή ακριβέστερα, συνεχώς βελτιούμενο ανθρώπινο είδος. Γιατί να υποφέρει κανείς από διαβήτη αν μια γονιδιακή θεραπεία μπορεί να τον απαλλάξει από τις διαρκείς ενέσεις ινσουλίνης; Γιατί να υποφέρει από αγωνία κάποιος που περιμένει ένα συμβατό μόσχευμα αν είναι δυνατό να καλλιεργηθεί εργαστηριακά ένα νέο όργανο από τα δικά του βλαστοκύτταρα; Και γιατί στην τελική θα πρέπει να περιοριζόμαστε στις πέντε αισθήσεις που έχουμε μάθει και να μην τις διευρύνουμε, π.χ., χρησιμοποιώντας μεταλλαγμένους οφθαλμούς που θα είναι φωτοευαίσθητοι και σε άλλα μήκη κύματος, όπως η υπέρυθρη ακτινοβολία; Ορισμένοι θιασώτες του μετα-ανθρωπισμού μάλιστα έχουν βαλθεί να βάλουν σε πράξη τις ιδέες του με τα όποια τεχνολογικά μέσα είναι διαθέσιμα αυτή τη στιγμή. Πρόκειται για τους λεγόμενους βιοχάκερ (biohacker) 7  οι οποίοι, πίσω από ένα προπέτασμα εκδημοκρατισμού των βιοεπιστημών, προωθούν στην πράξη την ιδέα της συνεχούς αναβάθμισης του εαυτού μέσω της σύμφυσης ανθρώπινου σώματος και συσκευών.

Σε πρώτη ανάγνωση, οι ιδέες του μετα-ανθρωπισμού ίσως μοιάζουν φαιδρές, αναδίδοντας την έντονη δυσοσμία ενός ξαναζεσταμένου και κακοχωνεμένου μυστικισμού. Είναι όντως η τελευταία μετάλλαξη ενός μεσσιανισμού που αναμένει (για ακόμα μία φορά) από τις τεχνοεπιστήμες την επί γης σωτηρία. Με την ίδια ευκολία μπορεί κανείς να απορρίψει τις πρακτικές των βιοχάκερ ως αθώους και σποραδικούς πειραματισμούς ορισμένων φαντασιόπληκτων. Το να ανοίγεις τις πόρτες και τα φώτα του σπιτιού σου μιλώντας απλά σε ένα εμφυτευμένο τσιπάκι στο χέρι σου σίγουρα απέχει πολύ ακόμα από το να μπορούν τα μάτια σου να αντιλαμβάνονται την υπέρυθρη ακτινοβολία. Όμως κάθε βιομηχανική επανάσταση ξεκίνησε παρατάσσοντας μια ισχυρή ιδεολογία, που συχνά έφτανε όντως στα όρια της φαντασιοπληξίας, καθώς και κάποια πρωτόλεια «θαύματα» της, που ίσως ποτέ να μην εκπλήρωσαν τις αρχικές υποσχέσεις τους, αλλά που, παρ’  όλα αυτά, υπήρξαν το έναυσμα τεκτονικών αλλαγών.     

Δείγματα σοβαρής έρευνας προς τη λογική της βιολογικής βελτίωσης όμως μπορούν να ανευρεθούν και σε ένα πιο προσγειωμένο επίπεδο. Σε αυτό των στρατιωτικών εφαρμογών. Ως μέρος του ερευνητικού προγράμματος BRAIN (αμερικανικό ερευνητικό πρόγραμμα μελέτης του εγκεφάλου), η DARPA έχει ήδη ξεκινήσει τα τελευταία χρόνια μια σειρά υπο-προγραμμάτων με σκοπό την ανάπτυξη τεχνολογιών (συνήθως υπό τη μορφή εμφυτεύσιμων συσκευών) θεραπείας του εγκεφάλου από παθήσεις που κατά κανόνα πλήττουν στρατιώτες, όπως το μετα-τραυματικό άγχος και η απώλεια μνήμης. Η θεραπεία όμως είναι μόνο ο αρχικός στόχος. Σε βάθος χρόνου προβλέπεται και η εφαρμογή αυτών των τεχνολογιών ακόμα και σε υγιείς στρατιώτες με ρητό σκοπό τη βελτίωσή τους, κυρίως όσον αφορά στην ταχύτερη εκπαίδευσή τους 8 . Αν μπορεί να αποκατασταθεί η μνήμη σε ασθενείς, τότε γιατί να μην χρησιμοποιηθούν οι ίδιες μέθοδοι για τη βελτίωση της ανάκλησης και σε υγιείς; Όπως καταλαβαίνει κανείς, αν τελικά ευοδωθούν οι σχετικές έρευνες, διανοίγεται ένα τεράστιο πεδίο εμπορικής εκμετάλλευσης· αλλά και μοναδικές «ευκαιρίες» σύγχυσης γύρω από την έννοια της υγείας.

για μια μηχανική του σώματος

Τι είναι η υγεία λοιπόν και γιατί θα έπρεπε ίσως να αρχίσουμε να μιλάμε για μια νέα εννόησή της προς τη λογική της βελτίωσης και της αναβάθμισης; Όπως και για τόσες άλλες έννοιες, έτσι και για αυτή της υγείας είναι εξαιρετικά δύσκολο να δοθεί ένας ορισμός της που να είναι διαχρονικός, διιστορικός και διαπολιτισμικός (η έννοια της «φύσης» συνιστά ένα ακόμα τέτοιο παράδειγμα, όσο αυτονόητα κι αν εκλαμβάνεται σήμερα από τη σύγχρονη φυσική). Παραμένοντας σε αυτό που αποκαλείται «Δύση», μία κυρίαρχη ιατρική αντίληψη στον αρχαίο και μεσαιωνικό κόσμο υπήρξε για αιώνες η γαληνική θεωρία των τεσσάρων χυμών 9 . Σύμφωνα με τη θεωρία του Γαληνού, όπως ο κόσμος αποτελείται από τέσσερα θεμελιώδη στοιχεία, έτσι και το σώμα αποτελείται από τέσσερις αντίστοιχους χυμούς: το αίμα, το φλέγμα, την κίτρινη και τη μέλαινα χολή. Η αιτία μιας ασθένειας πρέπει επομένως να εντοπιστεί σε μια ανισορροπία μεταξύ αυτών των χυμών και κάθε ιδιαίτερο είδος ανισορροπίας έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση συγκεκριμένων χαρακτηριστικών στο νοσούν άτομο – η λέξη «μελαγχολία», που χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα, προέρχεται από τη μέλαινα χολή· η κυριαρχία αυτού του στοιχείου υποτίθεται ότι οδηγούσε σε μια μελαγχολική διάθεση. Κι αν η ασθένεια είναι το αποτέλεσμα μιας ανισορροπίας, τότε η αποκατάσταση της υγείας προϋπέθετε την επαναφορά της ισορροπίας των σωματικών χυμών. Νωρίτερα ακόμα, ο Ιπποκράτης, θεωρούμενος ως ο πατέρας της σύγχρονης ιατρικής, εισήγαγε την επισταμένη παρατήρηση των ασθενών ως απαραίτητο βήμα πριν τη διάγνωση μιας ασθένειας και την κατάστρωση μιας θεραπευτικής αγωγής. Όπως στη γαληνική θεωρία, έτσι και στην ιπποκρατική, προϋπόθεση της υγείας ήταν η ύπαρξη μιας ισορροπίας, αυτής ανάμεσα στο άτομο και στο περιβάλλον του. Το ζητούμενο για μια θεραπευτική αγωγή ήταν και πάλι η επαναφορά αυτής της ισορροπίας.

Οι λεπτομέρειες των παραπάνω θεωριών δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία για τους σκοπούς μας εδώ και δεν θα υπεισέλθουμε σε αυτές. Αυτό που έχει σημασία και αξίζει να κρατήσουμε είναι η γενικότερη στάση του γιατρού που ξεκινούσε από τον ίδιο τον ασθενή και το πρόβλημά του κι έχοντας μια αισιόδοξη πίστη στις δυνάμεις της ίδιας της φύσης την άφηνε να κάνει τον κύκλο της. Τα όποια φαρμακευτικά σκευάσματα και οι παρεμβάσεις είχαν τον ρόλο υποβοηθήματος της φύσης για να επαναφέρει τον οργανισμό στην κανονική του λειτουργία. Εξ ου και η απροθυμία για χειρουργικές επεμβάσεις στις οποίες κατέφευγαν μόνο ως έσχατη λύση.

Μια πραγματική «αλλαγή παραδείγματος» στη στάση του γιατρού άρχισε να συμβαίνει μόλις στον 19ο αιώνα – κι αν μιλάμε για τη στάση του γιατρού και όχι γενικά για την ιατρική επιστήμη ο λόγος είναι ότι αυτή η στάση είναι ο πυρήνας της ιατρικής, λόγω της ίδιας της της φύσης. Το καθοριστικό σημείο σε αυτή τη χρονική περίοδο ήταν η εισαγωγή στην ιατρική ποσοτικών μεθόδων που ήταν ήδη διαδεδομένες στην φυσική για σχεδόν δύο αιώνες. Μια τέτοια κίνηση από μόνη της θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως πρόοδος πάνω σε οικείες και παραδεδομένες γραμμές σκέψης και πρακτικής. Αυτό που πραγματικά έφερε μια μεταβολή στην ιατρική στάση ήταν η τοποθέτηση τέτοιων ποσοτικών μεθόδων στο επίκεντρο της ιατρικής πρακτικής σε μια απόπειρα αντικειμενικής μέτρησης της υγείας.
Το κίνητρο πίσω από μια τέτοια χειρονομία ήταν και πάλι μια αισιοδοξία, διαφορετικής φύσης όμως αυτή τη φορά. Δεν ήταν κάποια αισιοδοξία για τις θεραπευτικές δυνάμεις της φύσης, αλλά μια αισιοδοξία για τις ικανότητες τεχνικού χειρισμού της φύσης, για τις ικανότητες επιβολής της ανθρώπινης θέλησης σε αυτή. Επρόκειτο για μεταφορά στην ιατρική του βιομηχανικού πνεύματος κατίσχυσης επί της φύσης· όπως ένας πρωτοπόρος εφευρέτης εξαναγκάζει τη φύση να εργαστεί για δικούς του σκοπούς, έτσι και ο γιατρός μπορεί να χειριστεί το σώμα και να το επαναφέρει στις φυσιολογικές του τιμές. Η χρονική σύμπτωση της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης με την ποσοτικοποίηση του σώματος μάλλον δεν θα πρέπει να θεωρηθεί τυχαία.

Οι συνέπειες αυτής της χειρονομίας υπήρξαν καθοριστικές για την αλλαγή ιατρικής στάσης. Πρώτον, ο γιατρός επενδύθηκε με ένα άνευ προηγουμένου κύρος απέναντι στον ασθενή, με την εισαγωγή ενός αγεφύρωτου χάσματος γνώσης ανάμεσά τους. Δεν είναι η συνεργασία του γιατρού με τον ασθενή – και των δυο τους με την φύση – που θα επιτρέψει την ίαση. Πλέον έχουμε να κάνουμε με μια οιονεί πολεμική σύλληψη της θεραπευτικής πορείας. Ο γιατρός μάχεται την ασθένεια με την ακρίβεια των γνώσεών του, ίσως ακόμα και ενάντια στη φύση – η οποία, ούτως ή άλλως, τόσο σε παθολογικές όσο και σε κανονικές καταστάσεις, ακολουθεί την πορεία της και τους νόμους της – αλλά πολλές φορές ακόμα και ενάντια στη θέληση και τις πενιχρές γνώσεις του ασθενούς. Ο ασθενής έχει γίνει ένα απλό συμβεβηκός· η ουσία βρίσκεται στην ίδια την ασθένεια που είναι το κατ’ εξοχήν αντικείμενο της γνώσης.

Δεύτερον, εφόσον η φύση πάντα ακολουθεί τους νόμους της, τότε τίθεται εν αμφιβόλω και η διάκριση ανάμεσα στο κανονικό και στο παθολογικό, ανάμεσα στην υγεία και στην ασθένεια. Ένα σώμα ακολουθεί τους ίδιους νόμους, είτε ασθενεί είτε υγιαίνει. Η φύση λειτουργεί πάντα με τον ίδιο τρόπο. Κι έτσι εγκαθιδρύεται μια συνέχεια ανάμεσα στο φυσιολογικό και το παθολογικό, η οποία δεν ήταν μόνο συνέπεια της ποσοτικοποίησης αλλά ταυτόχρονα και προϋπόθεσή της. Για να μπορέσουν να ανευρεθούν οι φυσιολογικές τιμές των όποιων μετρήσεων επί του σώματος και των εκκρίσεών του, έπρεπε πρώτα να διέλθει το σώμα από μια ομοιογενοποίηση πάνω σε έναν άξονα μετρήσεων. Όπως η νέα μαθηματική φυσική δεν μπορούσε να ανέχεται διαφορετικές ποιότητες στον χώρο και έπρεπε να τον «απλώσει» σε ομοειδείς συντεταγμένες, έτσι και η ιατρική του 19ου αιώνα δεν ήθελε να ανέχεται διαφορετικές ποιότητες στην κατάσταση του σώματος. Η ασθένεια ήταν μια παρέκκλιση από τις φυσιολογικές τιμές· μια παρέκκλιση που τυγχάνει να είναι ανεπιθύμητη από την υποκειμενική οπτική του ασθενούς και άρα πρέπει να μετριασθεί, αλλά που κατά τ’ άλλα, από αντικειμενική άποψη, όταν το βλέμμα του γιατρού γίνεται καθαρά επιστημονικό, δεν συνιστά τίποτα άλλο παρά μια ποσοτική διαφοροποίηση εντός ενός συνεχούς.

η έφοδος στον ουρανό της υγείας

Με βάση την παραπάνω συλλογιστική, το ιδεώδες για να μετατραπεί τελικά η ιατρική σε καθαρή και αντικειμενική επιστήμη θα ήταν η εξάλειψη της υποκειμενικότητας του ασθενούς. Όσο κι αν προχώρησε όμως η ιατρική στο δρόμο της ποσοτικοποίησης, αν δεν ήθελε να καταργήσει τον εαυτό της, έπρεπε να σέβεται το όριο μεταξύ φυσιολογικού και παθολογικού. Ένας γιατρός που θα εξέταζε και θα αντιμετώπιζε με τον ίδιο τρόπο πτώματα και ζωντανούς ανθρώπους θα ήταν απλώς πτωματολάγνος και πάντως όχι γιατρός. Για να γίνει η ιατρική αυστηρή επιστήμη, για να γίνει ο γιατρός κύριος και κάτοχος του αντικειμένου του, φαίνεται ότι χρειάζεται πρώτα να εξαλείψει το ίδιο του το αντικείμενο. Η ενοχλητική υποκειμενικότητα του ασθενούς, που, σε τελική ανάλυση, αυτός επιλέγει πότε θα αναζητήσει την ιατρική φροντίδα, επιμένει να στέκεται ως εμπόδιο. Σε αυτή την αμφίθυμη κατάσταση έχει παραμείνει η ιατρική μέχρι σήμερα.

Αν λοιπόν η ποσοτικοποίηση της ιατρικής συναντάει τα όρια της στη μη εξαλείψιμη υποκειμενικότητα του ασθενούς, μήπως θα μπορούσε να βρεθεί άλλος δρόμος για την έφοδο στον ουρανό της υγείας; Αν, πριν γίνει το σώμα αντικείμενο μετρήσεων και χειρισμού, μπορούσε πρώτα να γίνει αντικείμενο χειρισμού αυτή η υποκειμενικότητα; Τα πρώτα βήματα έχουν γίνει ήδη. Όταν, κατά τις επιταγές του υγιεινισμού, κάθε άτομο καλείται να υιοθετήσει μια στάση εγρήγορσης απέναντι στο σώμα του για πιθανά σημάδια ασθένειας, τότε το φάσμα της ασθένειας, έστω και ως υποψία, διευρύνεται για να καταλάβει χώρο από το πεδίο της υγείας. Κι αν το πρωταρχικό υποκειμενικό βίωμα είναι αδιάφορο για τον ορισμό της ασθένειας – αν, με άλλα λόγια, το να νιώθεις καλά δεν έχει καμμία σημασία για το αν είσαι όντως καλά – τότε ενδέχεται να είσαι ασθενής χωρίς να το γνωρίζεις. Η τελική κατάληξη αυτών των βημάτων αλλοίωσης της υποκειμενικής στάσης απέναντι στο σώμα είναι ότι καθένας είναι μονίμως ασθενής ή τουλάχιστον εν δυνάμει ασθενής. Ασθενής μέχρι (μιας πάντα προσωρινής και αναιρέσιμης) αποδείξεως του εναντίου, με το βάρος της απόδειξης να πέφτει πλέον στον γιατρό και στις μετρήσεις των οργάνων του. Αν το αδιάκοπο συνεχές φροντίδας, κατά τους συντάκτες της έκθεσης του World Economic Forum, φαντάζει (και παρουσιάζεται) ως μια ελκυστική λύση προς την κατεύθυνση της προληπτικής ιατρικής, ταυτόχρονα θα λειτουργήσει και ως ισχυρός πολλαπλασιαστής όλων των υποχονδριακών τάσεων που έχουν ήδη καλλιεργηθεί συστηματικά τις τελευταίες δεκαετίες.

Κι αν ο υγιεινισμός έχει καλλιεργήσει το ιδεολογικό υπέδαφος από την πλευρά της ασθένειας, η νέα λογική της βιολογικής αναβάθμισης και βελτίωσης επιτίθεται στην υποκειμενικότητα από την πλευρά της υγείας, υποσχόμενη να ανοίξει αχανείς εκτάσεις εμπορικής εκμετάλλευσης όπου η υγεία δεν θα είναι καν ένα δύσκολο αλλά πάντως εφικτό και μονοσήμαντο ιδανικό. Ο αγώνας δρόμου δεν θα είναι μόνο εναντίον της ασθένειας (και μιας συνεχούς υποψίας για την ασθένεια) αλλά και υπέρ της ενίσχυσης της υγείας. Όποιος θα μπορεί να δει την υπέρυθρη ακτινοβολία θα είναι «υγιέστερος» σε σχέση με ένα παραδοσιακό και μη αναβαθμισμένο μοντέλο homo sapiens· όμως «λιγότερο» υγιής σε σχέση με κάποιον που θα αντιλαμβάνεται και την υπεριώδη. Μέσα από μια τέτοια σχετικοποίησή της, η υγεία χάνει την απαραμείωτη αξία της κι ενδεχομένως να μπορεί ακόμα και να τιμολογηθεί, περνώντας τελικά από την ποσοτικοποίηση του σώματος στην ποσοτικοποίηση της υγείας.

Το συγκεκριμένο παράδειγμα που επιλέξαμε μοιάζει να είναι βγαλμένο από σενάριο επιστημονικής φαντασίας και είναι όντως πιθανό οι σχετικές τεχνολογίες να αργήσουν να φτάσουν σε ένα τέτοιο επίπεδο ωριμότητας. Όμως τεχνολογίες λιγότερο εξωτικές βρίσκονται ήδη προ των πυλών. Χωρίς να φτάνουν ακόμα σε βαθιά επίπεδα κατάβασης μέσα στο σώμα (π.χ. οι γενετικές τροποποιήσεις δεν έχουν ακόμα τον απαιτούμενο βαθμό ακριβείας, κάτι που όμως έχει αρχίσει ήδη να αντιμετωπίζεται με τεχνολογίες σαν την CRISPR), όλες τους τείνουν προς μια στενότερη σύνδεση του βιολογικού – οργανικού και του μηχανικού – πληροφοριακού. Κι εδώ ανακύπτει άμεσα ένα πρώτο θέμα σχετικά με την ιδιοκτησία του όποιου πλεονάσματος υγείας μπορεί να προσφέρει μια σχετική τεχνολογική εφαρμογή. Ποιος ακριβώς θα είναι ο ιδιοκτήτης του; Με την ουσιαστική και όχι απαραίτητα νομική έννοια του όρου. Αν οι συσκευές, με τις λειτουργίες και τις δικές τους αναβαθμίσεις, δεν ανήκουν στο σώμα, τότε μήπως και ο χρήστης τους μετατρέπεται σε απλό νομέα αλλά όχι και κάτοχο της υγείας του;

Ίσως είναι νωρίς για τέτοιες εικασίες, όμως υπάρχει ένα άλλο θέμα όσον αφορά στη σχετικοποίηση της υγείας και σε έναν εν τέλει άνωθεν επιβαλλόμενο ορισμό της. Μπορεί να μην είναι τόσο προφανές, αλλά τόσο η ασθένεια όσο και η υγεία ενσωματώνουν κομμάτια της κοινωνικής μνήμης· και μάλιστα με την κυριολεκτική σημασία της λέξης «ενσωματώνουν». Παραθέτουμε δύο αποσπάσματα  από το βιβλίο του Ζωρζ Κανγκιλέμ, «Το κανονικό και το παθολογικό» (τονισμός στο πρωτότυπο):

«Εάν είναι αλήθεια ότι το ανθρώπινο σώμα είναι, κατά μία έννοια, προϊόν της κοινωνικής δραστηριότητας, δεν είναι αυθαίρετο να υποθέσουμε ότι η σταθερότητα ορισμένων γνωρισμάτων, την οποία καταδεικνύει μια μέση τιμή, εξαρτάται από τη συνειδητή ή ασυνείδητη συμμόρφωση προς ορισμένους κανόνες ζωής. Κατά συνέπεια, όσον αφορά το ανθρώπινο είδος, η στατιστική συχνότητα δεν εκφράζει μόνο μια ζωτική κανονιστικότητα αλλά και μια κοινωνική κανονιστικότητα. Ένα ανθρώπινο γνώρισμα δεν είναι κανονικό επειδή είναι συχνό, αλλά είναι συχνό επειδή είναι κανονικό, δηλαδή κανονιστικό στο πλαίσιο ενός είδους ζωής.

Θεωρούμε όμως ότι δεν υπάρχει τίποτε στην επιστήμη που δεν έχει εμφανιστεί προηγουμένως στη συνείδηση και, στην περίπτωση που μας απασχολεί ειδικότερα, ότι είναι η προοπτική του αρρώστου αυτή που κατά βάση είναι η αληθής. Και ιδού γιατί. Οι γιατροί και οι χειρουργοί διαθέτουν κλινική ενημέρωση και χρησιμοποιούν επίσης συχνά εργαστηριακές τεχνικές που τους επιτρέπουν να αναγνωρίζουν ως ασθενείς ανθρώπους που δεν αισθάνονται τέτοιοι. Πρόκειται για ένα γεγονός. Αλλά για ένα γεγονός προς ερμηνεία. Οι θεράποντες του σήμερα είναι σε θέση να προλαμβάνουν και να ξεπερνούν σε κλινική διορατικότητα τους συνήθεις ή περιστασιακούς ασθενείς τους μόνο επειδή είναι οι κληρονόμοι μιας ιατρικής παιδείας, που μεταδόθηκε σε αυτούς από τους θεράποντες του χθες. Σε τελευταία ανάλυση, υπήρξε πάντοτε μια στιγμή όπου η προσοχή των θεραπόντων στράφηκε σε ορισμένα συμπτώματα, ακόμα και απολύτως αντικειμενικά, από ανθρώπους που παραπονούνταν ότι δεν είναι πλέον κανονικοί, δηλαδή ίδιοι με το παρελθόν τους, ή ότι υποφέρουν. Εάν σήμερα η γνώση της ασθένειας από το γιατρό μπορεί να προκαταλάβει την εμπειρία της ασθένειας από τον ασθενή, είναι επειδή κάποτε η δεύτερη παρακίνησε την πρώτη, την εγκάλεσε. Η ιατρική υπάρχει λοιπόν ανέκαθεν de jure, εάν όχι σήμερα de facto, επειδή υπάρχουν άνθρωποι που αισθάνονται άρρωστοι – και όχι αντιστρόφως.»

Μιλάμε επομένως για μια διπλή κοινωνική μνήμη, τόσο στο βιωματικό επίπεδο της υγείας και της ασθένειας, από τη στιγμή που και οι δύο ενέχουν μια διάσταση κοινωνικής κανονιστικότητας – με άλλα λόγια, το είδος των ασθενειών και το φυσιολογικό των όποιων μετρήσεων ορίζονται σε άμεση συνάρτηση με τον τρόπο (από όλους τους δυνατούς) και τους κανόνες που μια κοινωνική ομάδα έχει επιλέξει να ζει – όσο και στο επίπεδο των θεραπευτικών τεχνικών. Ιδωμένη από αυτή την οπτική, η επιμονή σε μια λογική αυτο-βελτίωσης (οι όροι της οποίας προφανώς θα επιβάλλονται άνωθεν) είναι και μια επίθεση στην κοινωνική μνήμη, από τη στιγμή που αυτή η κοινωνική μνήμη καθίσταται, αν όχι άχρηστη, πάντως σίγουρα ήσσονος σημασίας, με το βλέμμα να κοιτάει πάντα προς το μέλλον. Κι αν η ασθένεια και οι διαταραχές της υγείας αποτελούν μια συμπύκνωση του παρελθόντος, έστω και ως αρνητικό αποτύπωμά του, τότε θα μπορούσαν να θεωρηθούν και ως θεμελιώδεις οδοί προς μια ατομική και συλλογική αυτογνωσία. Το επίμονο βλέμμα προς το μέλλον, προς την επόμενη αναβάθμιση, όσο κι αν δεν το παραδέχεται, υπονοεί πάντα, ως κρυφή παραδοχή, μια υποτίμηση του παρελθόντος. Η δικαίωση του μέλλοντος, αποκομμένη από το παρελθόν και τα τραύματά του ως τα απαραίτητα σημεία αναφοράς, χάνει το έρμα της και εκφυλίζεται σε ένα σολιψιστικό αυτο-αναφερόμενο. Το μέλλον μπορεί να δικαιωθεί μόνο με «περισσότερο μέλλον». Πρόκειται για την παλιά, καλή συνταγή κάθε κακής μεταφυσικής. Και για τον ορισμό της καλής υγείας της μηχανής: της μηχανής της καπιταλιστικής επέκτασης. 

Ένα ερώτημα ωστόσο παραμένει ακόμα εκκρεμές. Μιλώντας για την ανθρώπινη υγεία, η αναφορά στα κοινωνικά της συμφραζόμενα οδηγεί αναπόφευκτα και στον φαύλο κύκλο ενός άκρατου σχετικισμού; Είναι δυνατό να δοθεί τελικά ένας ορισμός της υγείας; Ακολουθώντας και πάλι τον Κανγκιλέμ, η απάντηση είναι καταφατική· όμως δεν έχει τη μορφή ενός τυπικού ορισμού, όπως θα ανέμενε κανείς. Κατά τον Κανγκιλέμ λοιπόν, η υγεία είναι η ικανότητα ενός ατόμου (ή μιας ομάδας) να θεσπίζει το ίδιο για τον εαυτό του νέους κανόνες ζωής 10 ,  να καταχράται την τωρινή του κατάσταση υγείας για να μεταβεί σε μια άλλη. Η υγεία είναι δυνατότητα αυτοκαθορισμού (και όχι κάποια αφελής ιδέα αυτο-πραγμάτωσης) μέσα στα πλαίσια ενός ήδη υπάρχοντος δικτύου περιορισμών, αλλά ποτέ απαίτηση για διαρκή πραγματοποίηση των όποιων δυνατοτήτων. Μια μόνιμη κατάσταση συναγερμού, το διαρκές άγχος για την υγεία και την αυτοσυντήρηση – κι εδώ καλό είναι να θυμηθούμε τις δημοφιλείς θεωρίες για τη ζωή ως διαρκή αγώνα αυτοσυντήρησης – είναι ήδη δείγμα αποτυχίας ενός οργανισμού να προσαρμοστεί στο περιβάλλον του· με άλλα λόγια, ήδη μια κατάσταση ασθένειας.
Πίσω από το φανταχτερό περιτύλιγμα της διαρκούς αναβάθμισης, με όλες τις υποσχέσεις της για μια υπέρβαση της ανθρώπινης φύσης, κρύβεται το κουφάρι της μόνιμης ασθένειας και τα πλοκάμια ενός ενοχικού συνδρόμου απέναντι στο σώμα. Μοιάζει σχεδόν με μια ακόμα μεταμόρφωση του προπατορικού αμαρτήματος. Περιττό να πούμε ότι οι υποσχέσεις για μια απελευθέρωση του σώματος αργά ή γρήγορα θα αποδειχτούν ακάλυπτες επιταγές. Κάποιοι όμως θα έχουν προλάβει ήδη να εισπράξουν και οι επιταγές θα σκάσουν στα χέρια όσων φανούν υπερβολικά πρόθυμοι να αναβαθμιστούν σε homo sapiens 2.0, 3.0, …

Separatrix
cyborg #15 – 6/2019

  1. Σε πρώτο χρόνο, αυτή η ασκητική του υγιεινισμού φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με την ταυτόχρονη επιτακτική πρό(σ)κληση προς κατανάλωση ανθυγιεινών προϊόντων που επίσης αποτελεί σταθερό μοτίβο των ώριμων καπιταλιστικών κοινωνιών. Είναι σαφές ότι κανένα άτομο δεν μπορεί να ακολουθεί ταυτόχρονα και τις δύο αυτές τάσεις σε μόνιμη βάση. Ωστόσο, είναι δυνατή μια άλλη συμπεριφορά που λειτουργεί ως κύκλος ανατροφοδότησης των δύο αυτών τάσεων: εκείνος ο «διπολισμός» όπου κανείς μπορεί να προβαίνει σε καταχρήσεις για ορισμένα διαστήματα και έπειτα να επιστρέφει, φορτωμένος ενοχικά σύνδρομα, σε υγιεινές συνήθειες· παραμένοντας εσαεί σε αυτή την αμφιταλάντευση (ξεκινώντας δίαιτα κάθε Δευτέρα…). Κι έτσι κερδίζει τόσο το κύκλωμα του υγιεινισμού όσο και αυτό των σκουπιδιών. ↩︎
  2. Μπορεί να βρεθεί εδώ ↩︎
  3. Για μια εξήγηση των λόγων που η απαίτηση για περισσότερη τεχνολογία δεν πρόκειται να έχει ως αποτέλεσμα κάποιον εκδημοκρατισμό της ιατρικής περίθαλψης ούτε (κατά πάσα πιθανότητα) κάποια μείωση του κόστους της, παρά ίσως κάποια ανακατανομή του, βλ. το βιβλίο του Ιβάν Ίλλιτς «Ιατρική Νέμεση. Η απαλλοτρίωση της υγείας.», εκδ. Νησίδες, μτφρ. Β. Τομανάς. ↩︎
  4. Βλ. Cyborg, τ.9, precision medicine: η εξατομίκευση της ιατρικής. ↩︎
  5. Οι υπαρκτές συγγένειες κλασσικού φιλελευθερισμού και νεοφιλελευθερισμού σε κοινωνικό επίπεδο δεν θα έπρεπε να οδηγήσουν στο εύκολο συμπέρασμα ότι έχουν ίδιας εγγύτητας συγγένειες και σε άλλα επίπεδα. Σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο έχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις. Δεν θα επεκταθούμε εδώ, αλλά κάνουμε αυτή την παρατήρηση προς αποφυγή εύκολων παρανοήσεων. ↩︎
  6. Cyborg, τ.1, Οι δυνατότητες του μετα-ανθρωπισμού και τ.4, Human plus (ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο…). ↩︎
  7. Βλ. Cyborg, τ.10, DIYbio: η βελτίωση του εαυτού στον 21ο αιώνα. ↩︎
  8. Μπορεί να δει κανείς για παράδειγμα τα προγράμματα RAM (Restoring Active Memory) και TNT (Targeted Neuroplasticity Program). ↩︎
  9. Μακράν το σημαντικότερο έργο (απ’ όσα έχουμε υπόψιν μας) για μια «κριτική επιστημολογία» (αν ο όρος «κριτική επιστημολογία» δεν είναι αντίφαση εν τοις όροις) της ιατρικής και ειδικότερα της έννοιας της υγείας είναι το βιβλίο του Ζωρζ Κανγκιλέμ, «Το κανονικό και το παθολογικό», εκδ. Νήσος, μτφρ. Γ. Φουρτούνης. Από εκεί και τα στοιχεία που έχουμε αντλήσει σχετικά με την «αλλαγή ιατρικού παραδείγματος». Το βιβλίο του Ίλλιτς που αναφέραμε παραπάνω είναι επίσης σημαντικό. Ειδικότερα για τον θεσμό της κλινικής, ένα ενδιαφέρον έχει και το γνωστό βιβλίο του Φουκώ, «Η γέννηση της κλινικής», εκδ. Νήσος, μτφρ. Κ. Καψαμπέλη. ↩︎
  10. Έχει ενδιαφέρον ότι αυτός ο ορισμός του Κανγκιλέμ είναι κατά βάση ένας μετα-ορισμός (με έντονη κοινωνική χροιά), προσαρμοστικά ευέλικτος σε ιστορικές εποχές και τόπους, και όχι ένας άκαμπτος ορισμός με συγκεκριμένα μεγέθη και τιμές. Μοιάζει κατ’ αυτόν τον τρόπο με τον καντιανό ορισμό του ηθικώς πράττειν που και αυτός δεν ορίζει επί της ουσίας μια ηθική, αλλά μια μετα-ηθική. ↩︎