Τι είναι η “έξυπνη πόλη”; 1 Το άθροισμα διάφορων “smart” συσκευών και εφαρμογών; Ή η τεχνολογική διαμόρφωση ενός μεγάλης κλίμακας ενοποιημένου και ελέγξιμου “κελύφους” για τις κοινωνικές σχέσεις, που συνθέτει την τεχνολογία με την εξουσία, την καταμέτρηση / καταγραφή με τον έλεγχο και την καπιταλιστική κερδοφορία με μια ακόμη αναδιάρθρωση του “ανθρώπινου”, σε μια έκταση και ένταση χωρίς προηγούμενο στην ιστορία; Μήπως είναι απλά μια ακόμα έκφραση τεχνολογικού φουτουρισμού; Ή μήπως είναι κάτι που συμβαίνει έτσι, με τρόπους που μας διαφεύγουν;
Ήδη απ’ το πρώτο τεύχος του Cyborg (Οκτώβρης 2014) ο Rorre Margorp έκανε μια πρώτη παρουσίαση του θέματος 2 . Επανερχόμαστε με το πρώτο μέρος ενός κειμένου 3 που δημοσιεύτηκε στο site του ηλεκτρονικού περιοδικου “first monday”, στις 6 Ιούλη του 2015, με τίτλο The spectrum of control: a social theory of the smart city.
Το ενδιαφέρον δεν βρίσκεται στην κοντόφθαλμη αναμονή ότι “αύριο” οι σχεδιασμοί των εταιρειών πληροφορικής θα είναι ολοκληρωμένη πραγματικότητα. Αλλά στην ισχυρή τάση για γενική ανακατασκευή του κοινωνικού, που αποτελεί την σημαία (όχι πάντα διακριτή…) της “4ης βιομηχανικής επανάστασης”.
εισαγωγή
Η ιδέα ότι οι πόλεις επιτρέπουν στον καθένα να νιώθει παντού την οικειότητα του σπιτιού του και, ταυτόχρονα, να είναι ξένος έχει μια ορισμένη ελκυστικότητα. Μπορείς να γνωρίζεις τους δρόμους, τα μαγαζιά, τις λεωφόρους και τα σοκάκια, και ταυτόχρονα να κινείσαι για μέρες σ’ αυτά χωρίς να σε συναντήσει κάποιος που σε ξέρει. Όμως καθώς κυβερνήσεις και εταιρείες, συχνά σε στενή συνεργασία μεταξύ τους, γεμίζουν τις πόλεις με “έξυπνες” τεχνολογίες (μετατρέποντάς τες σε πλατφόρμες για το internet of things: αισθητήρες και αλγόριθμοι ενσωματωμένοι σε κάθε είδους αντικείμενα, που συνδέονται, επικοινωνούν ή/και μεταδίδουν πληροφορίες μεταξύ τους ή μέσω διαδικτύου) στενεύουν όλο και περισσότερο τα περιθώρια να διαφύγει κανείς απ’ αυτόν πανταχού παρόντα ιστό επιτήρησης. Σύντομα, για παράδειγμα, οι αγοραστές ή αυτοί που χαζεύουν τις βιτρίνες θα είναι το ίδιο γνωστοί στους μαγαζάτορες όσο γνωστά θα είναι αυτά τα μέρη στους ίδιους. Το λογισμικό αναγνώρισης προσώπου και οι εκπομπές δεδομένων απ’ τα smartphones θα κάνουν διαρκώς ορατή την ταυτότητα, τις καταναλωτικές συνήθειες ή τα γούστα του καθενός.
Τα big data είναι το καινούργιο εμπορικό νόμισμα. Όπως, όμως, συμβαίνει γενικά με το χρήμα, μερικοί έχουν πολύ καλύτερους όρους πρόσβασης σ’ αυτά απ’ ότι άλλοι. Συμβαίνει ήδη κι αλλού: όταν γίνεται ένα δάνειο, για παράδειγμα, ο δανειολήπτης είναι υποχρεωμένος να δώσει λεπτομερή προσωπικά του στοιχεία για να κλείσει η συμφωνία· η τράπεζα, απ’ την μεριά της, δεν έχει καθόλου την ίδια υποχρέωση να εξηγήσει γραπτά, με την ίδια λεπτομέρεια, τις εσωτερικές διαδικασίες της στη λήψη των αποφάσεών της. Η ίδια ασυμμετρία εμφανίζεται και στη διαμόρφωση του internet of things: ισχυροί οργανισμοί αποκτούν όλο και περισσότερα δεδομένα των χρηστών αλλά αρνούνται μια ανάλογη πρόσβαση είτε των χρηστών είτε των ρυθμιστικών αρχών στα δικά τους μυστικά, ακόμα και όταν γίνονται γνωστές καταχρήσεις και παραβιάσεις δικαιωμάτων. Δεν έχει νόημα, πια, να εννοεί κανείς το internet σαν κάτι στο οποίο έχει ο καθένας πρόσβαση μέσω ενός υπολογιστή. Οι ίδιες οι πόλεις επαναπροσδιορίζονται και αναδιαμορφώνονται σαν πλατφόρμες για και σαν κόμβοι μέσα σε δικτυωμένες πληροφοριακές / επικοινωνιακές τεχνολογίες.
Ένα απ’ τα κεντρικά άρθρα του περιοδικού wired με θέμα το internet of things κάνει την ρητορική ερώτηση: Έχετε χάσει ποτέ κάτι μέσα στο σπίτι σας και ευχηθήκατε να το βρίσκατε εύκολα με μια απλή αναζήτηση “λέξης κλειδί” όπως όταν ψάχνετε κάποιο αρχείο στην σκληρό σας δίσκο”; Μπορείτε να το κάνετε πραγματικότητα τώρα, χάρη σε μια startup εταιρεία, ονόματι StickFind Technologies, που πουλάει μικρούς, φτηνούς, αυτοκόλλητους αισθητήρες που μπαίνουν παντού. Χάσατε το παιδάκι σας μέσα στο εμπορικό κέντρο; Οι ετικέτες “smart fashion” RFID, μπορούν να το έχουν συνεχώς διασυνδεδεμένο στο δίκτυο, και άρα διαρκώς ανιχνεύσιμο.
Και γιατί να σταματήσετε μόνο στον εντοπισμό των παιδιών σας αφού εξοικειώνεσθε με τους αισθητήρες; Σύντομα το ι.χ. σας, το σπίτι σας, οι συσκευές σας και κάθε τι άλλο στο περιβάλλον σας θα είναι πηγή μιας συνεχούς ροής δικτυωμένης επικοινωνίας. Πηγαίνοντας στην urban κλιμακα, η πόλη θα γίνει ένα κουκούλι συνδεσιμότητας που θα μας περικλείει (ή ένας ιστός που θα μας παγιδεύει) καθώς οι “έξυπνες τεχνολογίες” ενσωματώνονται όλο και περισσότερο στην καθημερινότητά μας. Αυτές οι τεχνολογίες προβάλλονται σαν τεχνικές εύρεσης και διακίνησης. Είναι τεχνολογίες αναζήτησης (όταν τις χρησιμοποιούμε εμείς) και τεχνολογίες αξιολόγησης (όταν χρησιμοποιούνται απο άλλους, μ’ εμάς σαν υλικό). Χαρτογραφούν, ταξινομούν, αξιολογούν: και τι θα μπορούσε, δηλαδή, να είναι πιο αβλαβές απ’ τις απλές πληροφορίες;
Το να κάνει κανείς τον ισολογισμό των θετικών και των αρνητικών που φέρνουν τέτοιου είδους καινοτομίες είναι σισύφεια και εντελώς ιδεολογική δουλειά. Ποιος μπορεί να ξέρει ποιες δυσοίωνες ή εντυπωσιακές εφαρμογές μπορεί να προκύψουν; Η ανάλυση των ενδεχομένων θα μπορούσε ωστόσο να δώσει μια εναλλακτική δυνατότητα σε σχέση με την πρόβλεψη για την σχέση ωφελημάτων / ζημιών. Μια τέτοια προσέγγιση λαμβάνει υπόψη της ότι η ζημιά της απώλειας της ιδιωτικότητας, όπως αυτή αναγγέλεται μέσα απ’ την επέκταση του internet of things, δεν αντισταθμίζεται απ’ το όφελος της ευκολίας στη χρήση διάφορων εφαρμογών.
Όμως οι κυβερνητικές και οι επιχειρηματικές ρητορικές για το internet of things περιθωριοποιούν τις σημαντικότερες αναλύσεις των αρνητικών συνεπειών, υποτιμώντας τες ως παρανοϊκές. Οι τεχνοκράτες διαστρεβλώνουν τις πολιτικές εκτιμήσεις για την διάχυτη και γενικευμένη επιτήρηση και τον έλεγχο μέσα στα urban περιβάλλοντα. Επιπλέον, οι προδιαγραφές που δίνουν στα μέσα αξιολόγησης των εφαρμογών, που έχουν στο επίκεντρό τους την “συγκατάθεση” των χρηστών στην εποπτεία, είναι αρκετά ευέλικτες ώστε να νομιμοποιούν ακόμα και τις πιο ενοχλητικές εφαρμογές επιτήρησης, όπως για παράδειγμα την χρήση drones για την διαχείριση πλήθους διαδηλωτών ή την τεχνολογία ενοικίασης αυτοκινήτων που ακινητοποιεί το όχημα εάν υπάρξει μια ολιγόλεπτη καθυστέρηση στην πληρωμή του ενοικίου· παρουσιάζοντάς τες σαν εκδηλώσεις δημοκρατικής βούλησης και ορθολογισμού της αγοράς.
τι είναι μια έξυπνη πόλη;
Σε παγκόσμια κλίμακα η διαμόρφωση των “έξυπνων” πόλεων αναπτύσσεται ραγδαία. Μια έκθεση του 2013, που συντάχτηκε απ’ το αγγλικό υπουργείο βιομηχανίας και καινοτομίας, εκτιμούσε ότι “η παγκόσμια αγορά για εφαρμογές στις “έξυπνες πόλεις” και οι συναφείς υπηρεσίες που απαιτούνται θα είναι γύρω στα 408 δισεκατομμύρια το 2020”. Συνδεδεμένη μ’ αυτήν την ανάπτυξη ήταν και η εκθετική επέκταση του internet of things. Σύμφωνα με νούμερα που είναι ευρύτερα διαθέσιμα απ’ την γιγάντια εταιρεία τηλεπικοινωνιών Cisco, μία απ’ τις βασικές εταιρείες που εμπλέκονται στην υπόθεση του internet of things και των “έξυπνων πόλεων”, δισεκατομμύρια αντικειμένων είναι ήδη διασυνδεδεμένα “πάνω από 12,5 δισεκατομμύρια μόνο το 2010”. Και προβλέπουν ότι “περίπου 25 δισεκατομμύρια συσκευές θα είναι διασυνδεδεμένες ως το 2015 και 50 δισεκατομμύρια ως το 2020” 4 . Λιγότερο συντηρητικές εκτιμήσεις υπολογίζουν την αγορά των “έξυπνων πόλεων” σε τρισεκατομμύρια δολλάρια τα επόμενα 5 με 10 χρόνια, με την αγορά του internet of things να εκτιμάται ότι θα είναι ακόμα μεγαλύτερη. Η IBM ανακοίνωσε πρόσφατα ότι θα επενδύσει 3 δισεκατομμύρια δολάρια τα επόμενα 5 χρόνια, για να δημιουργήσει μια καινούργια μονάδα internet of things, μια επένδυση που σίγουρα θα εκτινάξει την ήδη υπάρχουσα επιχειρηματική πρωτοβουλία της IBM “εξυπνότερος πλανήτης”.
Είτε απ’ την άποψη της αποτίμησης της αγοράς που διαμορφώνεται, είτε απ’ την άποψη του κεφάλαιου που πρέπει να επενδυθεί, είτε απ’ την άποψη της τεχνολογικής ανάπτυξης και της επίδρασης των μετασχηματισμών που γίνονται, η “έξυπνη πόλη” είναι τρομακτικά μεγάλη δουλειά. Εμφανιζόμενη σαν ρεύμα πολεοδομικού σχεδιασμού και εξορθολογισμού της διακυβέρνησης η προώθηση της “ευφυίας” (των πόλεων) γίνεται κυρίως από μεγάλες εταιρείες· που πασχίζουν (και πετυχαίνουν) να κάνουν συνηγόρους τους τις διάφορες αρχές των πόλεων. Εδώ δεν πρόκειται για να ανακάλυψη μιας παρθένας αγοράς της οποίας οι ανάγκες πρέπει να εντοπιστούν. Αλλά για την εφεύρεση μιας εντελώς καινούργιας· άρα και την διαμόρφωσή της.
Ωστόσο, παρά αυτήν την μεγάλης κλίμακας επένδυση κεφαλαίου, ο προσδιορισμός “έξυπνη πόλη” παραμένει νεφελώδης. Δεν υπάρχει ένα σταθερό περιεχόμενο που να εννοείται κάθε φορά που χρησιμοποιούνται αυτές οι λέξεις. Η ασάφεια βολεύει μια χαρά τους προωθητές της ιδέας της urban ευφυίας. Οι λέξεις “έξυπνη πόλη” κρέμονται στον αέρα και αλλάζουν προσανατολισμό ανάλογα με τα συμφέροντα. Αυτή η ευελιξία – μέσα – στην – ασάφεια επιτρέπει την δημιουργία μιας ρευστής μεν αλλά δυναμικής προώθησης προϊόντων, κρατικών δράσεων και πολιτικών. Προσφέροντας τους μια κάλυψη για την περίπτωση που θα χρειαστεί να αναιρεθούν αν κάτι πάει τελικά στραβά ή δεν ανταποκριθεί σε κάποια υπόσχεση.
Τα τυπικά παραδείγματα που χρησιμοποιούνται προπαγανδιστικά για την απεικόνιση και την αποδοχή ενός κόσμου που θα είναι internet of things είναι διάφορα καταναλωτικά προϊόντα – όπως το ολοκαίνουργιο “έξυπνο ψυγείο” που ειδοποιεί το super market όταν ξεμείνετε από γάλα. Αλλά ο Bruce Sterling υποστηρίζει ότι πρόκειται για παραμύθι. Και πως το γνήσιο internet of things θέλει να εισβάλει στο ψυγείο για να καταμετράει, να οργανώνει και να επιτηρεί κάθε κίνηση μόλις ανοίγει η πόρτα του· κι ότι ευχαρίστως θα πούλαγε ένα τέτοιο ψυγείο σε τιμή κόστους, προκειμένου να κερδίσει απ’ τον έλεγχο της χρήσης του.
Η εστίαση στις συσκευές των καταναλωτών είναι αποπροσατολιστική και κρατάει την προσοχή σε επιφανειακά ζητήματα, προσπαθώντας να περιορίσει την ανάλυση των εξελίξεων στη συναισθηματική σφαίρα. Οι υπό διαμόρφωση μεγάλες επιχειρηματικές συμμαχίες δεν γίνονται για να πουλήσουν στους καταναλωτές “έξυπνα ψυγεία”! Θέλουν να διαφημίσουν την κατοίκηση στις “έξυπνες πόλεις”, όπου ο όρος “ευφυία” προσδιορίζεται απ’ τις εταιρείες· που αδιαφορούν για την συναίνεση του καθενός σημείο – σημείο. Η “έξυπνη πόλη” δεν είναι απλά μια γραμμική μεγέθυνση της κλίμακας του “έξυπνου σπιτιού” στο οποίο όλες οι προσωπικές και οικιακές συσκευές είναι διασυνδεδεμένες και αυτόματες. Πρόκειται, κυρίως, για την κατάλληλη διαμόρφωση των υποδομών και των urban εφαρμογών με τέτοιο τρόπο ώστε να ευνοούν μια καινούργια τεχνο-πολιτική συγκρότηση της κοινωνίας, μέσα απ’ την συγκέντρωση και την επεξεργασία δεδομένων και ανάλογες εφαρμογές.
Δεν διαμορφώνεται κάθε “έξυπνη πόλη” με τον ίδιο τρόπο. Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις βασικούς τρόπους:
Πρώτον, οι πιο κοινότοπες υπαρκτές “έξυπνες πόλεις” είναι εκείνες που έχουν εξοπλιστεί εκ των υστέρων, έχουν ανακαινισθεί τεχνολογικά, ώστε από “χαζές” να γίνουν “εξυπνότερες”. Διάφορες εκτιμήσεις προσδιορίζουν το νούμερο αυτής της κατηγορίας πόλεων σε μερικές δεκάδες ή και εκατοντάδες χιλιάδες σ’ όλο τον κόσμο. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις “η έξυπνη πόλη συναρμολογείται αποσπασματικά, αναβαθμίζεται αδέξια μέσα από υπάρχουσες θεσμίσεις της διακυβέρνησής της και του κτισμένου περιβάλλοντός της. Τυπικά τα κίνητρα προέρχονται απ’ την πολιτική οικονομία, αποτέλεσμα της όλο και εντονότερης επιχειρηματικής μορφής που παίρνουν οι δημοτικές εξουσίες, έχοντας σαν στόχο να κάνουν την μία ή την άλλη πόλη κέντρο (περιφερειακό ή παγκόσμιο) ανταγωνιστικής οικονομικής ανάπτυξης. Το να γίνει μια πόλη “έξυπνη” είναι εδώ η πανάκεια της επιβολής των πολιτικών λιτότητας, της διαχείρισης της πόλης και της μετατροπής της σε ελκυστικό σημείο κατάληξης των κεφαλαϊκών ροών· όλα αυτά μέσα απ’ την αξιοποίηση “δικτυακών υποδομών για την βελτίωση της οικονομικής και πολιτικής αποτελεσματικότητας, και την ενεργοποίηση του κοινωνικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος”. Μ’ αυτή την έννοια οι πρωτοβουλίες “ευφυίας” υπόσχονται να δώσουν στις δημοτικές εξουσίες τα μέσα για να επιτύχουν τους επιχειρηματικούς στόχους τους.
Δεύτερον, υπάρχει η μέθοδος της “θεραπείας σοκ” (θα μπορούσε να την ονομάσουμε “έξυπνο σοκ”) όπου μια πόλη υφίσταται μια γρήγορη και μεγάλης κλίμακας ενσωμάτωση “έξυπνων” προτύπων, τεχνολογιών και πολιτικών μέσα σ’ ένα υπάρχον urban περιβάλλον. Δεν υπάρχει ακόμα κάποια περίπτωση πόλης που να είχε την εμπειρία ενός πλήρους σοκ τέτοιου είδους· υπάρχουν, μάλλον, παραδείγματα όπου η μετάβαση στην “έξυπνη πόλη” έγινε σε μεγαλύτερο βαθμό και με πολύ γρηγορότερο ρυθμό απ’ ότι στις συνηθισμένες περιπτώσεις. Ίσως το καλύτερο παράδειγμα είναι το Κέντρο Ευφυιών Επιχειρήσεων που δημιούργησε η IBM στο Rio de Janeiro το 2010. Σύμφωνα με τους δημιουργούς του “το κέντρο συγκεντρώνει ροές δεδομένων από 30 οργανισμούς, συμπεριλαμβανόμενων των μεταφορών και των δημόσιων μετακινήσεων, των δημοτικών υπηρεσιών, των υπηρεσιών έκτακτης ανάγκης, των προβλέψεων καιρού, και πληροφοριών που αποστέλλονται από εργαζόμενους και το κοινό μέσω τηλεφώνων, internet και ραδιοφωνικών σταθμών, σ’ ένα ενιαίο κέντρο ανάλυσης δεδομένων”. Μ’ αυτό το κέντρο ελέγχου α λα nasa, η πόλη του Rio έγινε ένα σύστημα βελτιστοποίησης και ελέγχου. Διαφορετικές πλευρές της ζωής στην πόλη μπορούν να ελέγχουν εξονυχιστικά και να γίνουν αντικείμενο διαχείρισης με ακρίβεια, ενισχύοντας τις ήδη υπάρχουσες μορφές στρατιωτικού urban ελέγχου. Η IMB και άλλες επιχειρήσεις τεχνολογίας έχουν δημιουργήσει παρόμοια data center και σε άλλες πόλεις, συνήθως για την χρήση μεμονωμένων υπηρεσιών (τις αστυνομίες) αλλά κανένα απ’ αυτά δεν έχει φτάσει στο μέγεθος του Κέντρου Ευφυιών Επιχειρήσεων του Rio. Συνεπώς υπάρχουν αρκετές ενδείξεις ότι το Rio είναι μια προβολή του μέλλοντος, για το είδος των συστημάτων που αναμένεται να δημιουργηθούν γρήγορα, και να αναπτυχθούν σε άλλες πόλεις.
Τρίτον, τα ιδανικά μοντέλα “έξυπνων πόλεων” είναι σχέδια δημιουργίας εκ του μηδενός, που κατασκευάζονται σε μέρη που δεν υπήρχε καμία αστική συγκέντρωση νωρίτερα. Μια πρότυπη περίπτωση είναι το New Songdo στη νότια κορέα, που αποτελεί αυτή τη στιγμή ένα είδος παγκόσμιου “τραπεζιού ανατομίας”, urban εργαστηρίου, για την εφαρμογή μεγάλης κλίμακας έξυπνων συστημάτων εκ του μηδενός. Με κόστος σχεδόν 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων, οι επιχειρηματικοί και κυβερνητικοί υποστηρικτές του Songdo ελπίζουν ότι θα δημιουργήσουν την πρώτη παγκόσμια εντελώς “έξυπνη πόλη”. Όπως παρατηρεί η Christine Rosen (το 2012) “το Songdo παρουσιάζει την ευφυία που δεν προέρχεται απ’ τους κατοίκους του αλλά απ’ τα εκατομμύρια των ασύρματων αισθητήρων και μικρο-υπολογιστών που έχουν ενσωματωθεί σε επιφάνειες και αντικείμενα σ’ όλη την μητρόπολη”. Αυτός ο “τύπος Songdo” είναι παράθυρο σ’ ένα μεγάλο αλλά ακόμα εν δυνάμει, urban μέλλον. Επιπλέον, ο “τύπος Songdo” δείχνει εντυπωσιακές ιστορικές ομοιότητες ανάμεσα στην ιδεολογία της “έξυπνης πόλης” και στην ιδεολογία του αρχιτεκτονικού μοντερνισμού του 20ου αιώνα. Ας ληφθεί υπόψη ότι η ομοσπονδιακή πρωτεύουσα της βραζιλίας Brazilia – ένα μνημείο των μοντερνίστικων ιδεολογιών για την τεχνοκρατική διοίκηση – κτίστηκε μέσα σε μόνο 41 μήνες (απ’ το 1956 ως το 1960), πάνω στην εκκαθάριση εδάφους απ’ τα δάση της βροχής του Αμαζονίου. “Σημείο σημείο” γράφει ο Adam Greenfield “είτε το κάνουν από άγνοια, είτε από ανιστορικότητα, απροσεξία ή ύβρι, οι σχεδιαστές του Songdo, του Masdar 5 και του PlanITValley 6 [άλλες περιπτώσεις πρότυπων έξυπνων πόλεων] ανακεφαλαιώνουν την υπερ-εξειδίκευση, τον αλαζονικό επιστημονισμό και την δυσκίνητη αυταρχική μεγαλομανία της Chandigarh και της Brazilia, απ’ την αρχή μέχρι το τέλος”.
Ακόμα και μ’ αυτόν τον πλουραλισμό μεθόδων και κινήτρων, πιστεύουμε ότι είναι δυνατόν και αναγκαίο να ξεκινήσουμε την ανάλυση των υποκείμενων κοινωνικοπολιτικών λογικών που είναι κοινές σ’ όλες τις πρωτοβουλίες και τις εκδοχές “έξυπνων πόλεων”. Δεν φαίνεται ότι η τάση προς αυτές επιβραδύνεται. Οι ιδέες και οι πρατικές αυτής της τάσης συνεχίζουν να αποικίζουν το urban τοπίο και την πολιτική φαντασία των τοπικών ηγετών.
Δεδομένων των περιορισμών του κειμένου αυτού, η επισκόπησή μας έχει σαν βασικό στόχο μόνο το να βάλει τις βάσεις για μια κοινωνική κριτική θεωρία του φαινομένου. Για μια πιο εμπεριστατωμένη γενεαλογική ανάλυση των κυρίαρχων συζητήσεων και των ιδεολογιών που διαμορφώνουν αυτά τα κοινωνικο-τεχνικά συστήματα και τις ανάλογες πολιτικές – ιδίως εκείνες που προέρχονται από μεγάλες εταιρείες σαν την IBM, την Cisco και την Siemens – προτείνουμε στους αναγνώστες την διεξοδική μπροσούρα του Adam Greenfield “Ενάντια στην έξυπνη πόλη“. 7
Επιπλέον θα πρέπει να είμαστε σαφείς: η γενικευμένη χρήση των λέξεων “έξυπνη πόλη” στη συνέχεια αποτελεί ένα είδος κωδικής αναφοράς στις τεχνολογίες και στις τεχνικές που ευθυγραμμίζονται τόσο με τις πρακτικές όσο και με τις ιδεολογίες της “έξυπνης πόλης”, άσχετα απ’ την κλίμακα ή το είδος της εφαρμογής τους. Δεν ομογενοποιούμε ούτε εξισώνουνε τις διάφορες ερμηνείες της “έξυπνης πόλης” που δίνουν διαφορετικές δημοτικές εξουσίες, πολιτικοί ή εταιρείες. Αντίθετα, επιδιώκουμε να επιστήσουμε την προσοχή στους τρόπους με τους οποίους φαινομενικά διαφορετικές τεχνολογίες και τεχνικές έχουν κοινή προέλευση και αναπαράγουν ενιαίες κοινωνικοπολιτικές επιλογές.
Η επόμενη ενότητα παρουσιάζει τις ιδεολογίες – επικαιροποιώντας και προσθέτοντας βάθος στη μελέτη του Greenfield – που ενσωματώνονται και υλοποιούνται απ’ τις πρωτοβουλίες των “έξυπνων πόλεων”.
η ιδεολογία για την έξυπνη πόλη
Στην πιο επίσημη εκδοχή υπεράσπισης των επιλογών που στηρίζουν την ανάπτυξη των έξυπνων πόλεων, η γραμμική αντίληψη για την τεχνολογική πρόοδο προσφέρει ένα κορυφαίο φαντασιακό: το internet of things. Σε ένα άρθρο του περιοδικού Foreign Affairs που έχει γίνει κείμενο αναφοράς, δύο απ’ τους εκτελεστικούς διευθυντές της Cisco διακήρυξαν τα οφέλη απ’ την εφαρμογή του i.o.t. σε σχεδόν κάθε πτυχή των πολεοδομικών υποδομών και της διακυβέρνησης των πόλεων. Και τι δεν υποσχέθηκαν; Την “έξυπνη και αποτελεσματική διαχείριση της αναπτυξης των πόλεων”, που θα μειώσει “την κυκλοφορία, την συμφόρηση εξαιτίας της ανεπαρκούς στάθμευσης, την ρύπανση, την κατανάλωση ενέργειας, και την εγκληματικότητα”.
Ποιος θα μπορούσε να είναι αντίθετος σ’ όλα αυτά; Το μόνο κόστος, διαβεβαίωσαν οι ceo, θα ήταν ένας μικρός αναπροσανατολισμός στη διακυβέρνηση και στις στρατηγικές των τεχνολογικών προμηθειών. Διότι πρώτον, “ο κόσμος πρέπει να ξανασκεφτεί τον στόχο των επενδύσεων σε τεχνολογίες πληροφορικής” με την “απομάκρυνση απ’ την αγορά μεμονωμένων υπηρεσιών και, αντ’ αυτής, την επικέντρωση σε ολοκληρωμένες λύσεις που ενσωματώνονται σε συστήματα διάφορων επιπέδων”. Και διότι, δεύτερον, “οι υπερσυνεργατικές συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα”, με αυστηρή “τήρηση των προθεσμιών”, είναι απαραίτητη. Σαν μια απ’ τις αρχές τους για την δημιουργία έξυπνων πόλεων, ο “παγκόσμιος” κανόνας που προωθούν διακηρύσσει ότι “ο κόσμος δεν πρέεπι να φοβάται να υιοθετήσει την τεχνολογία με νέους τρόπους. Αυτό συνεπάγεται την επανεξέταση των συμβολαίων με τους πολίτες σε σχέση με τις υπηρεσίες που τους παρέχουν οι πληροφορικές εταιρείες και οι κυβερνήσεις”.
Η μετατόπιση της πολιτικής ορολογίας – όπου το κοινωνικό συμβόλαιο αντικαθίσταται απ’ το εταιρικό συμβόλαιο – είναι λεπτή αλλά κρίσιμη για την κατανόηση της πολιτικής που εισάγεται λαθραία στην τεχνοκρατική ατζέντα των “έξυπνων πόλεων”. Αυτό εξηγεί το γιατί οι έξι αρχές που προτείνουν οι υπέρμαχοι των “έξυπνων πόλεων” στρέφονται όλες κατά των “δημοτικών αρχών” που δεν αξιοποιούν (αρκετά) τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που προσφέρει ο τομέας της πληροφορικής τεχνολογίας για τις πόλεις.
Σαν επιχειρηματίες με συνείδηση των συμφερόντων τους, οι συντάκτες αυτών των αρχών αναγνωρίζουν την ασυμμετρία των σχέσεων ανάμεσα στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα σε μια εποχή νεοφιλελευθερισμού. Όταν, όμως, οι απολαβές των κορυφαίων στελεχών των επιχειρήσεων είναι πολλαπλάσιες από εκείνες των κορυφαίων στελεχών του δημόσιου τομέα, οι τελευταίοι είναι έτοιμοι να επιτρέψουν άμεσα στις επιχειρήσεις να αναδιαμορφώσουν το δημόσιο, “κατ’ εικόνα και ομοίωσή” τους. Οι επιχειρήσεις μπορούν να πληρώσουν έναν μεγάλο αριθμό οικονομολόγων, σχεδιαστών, δικηγόρων και ειδικών στις δημόσιες σχέσεις, για να συμβάλλουν στην παρουσίαση του μέλλοντος των πόλεων σαν τεχνολογικά σε αδιέξοδο – όπου δεν υπάρχει εναλλακτική εκτός απ’ τις δικές τους προτάσεις. Πράγματι, εκτός απ’ το εταιρικό μοντέλο, “δεν υπάρχουν μεγάλης κλίμακας εναλλακτικά μοντέλα για “έξυπνες πόλεις’, εν μέρει επειδή οι περισσότερες έχουν ήδη υιοθετήσει πρότυπα επιχειρηματικής διακυβέρνησης της urban ανάπτυξης”.
Οπωσδήποτε η Cisco έχει εμπορικά συμφέροντα εδώ: ο σχεδιασμός, η κατασκευή και η εγκατάσταση του hardware αυτών των δικτύων είναι ζωτικής σημασίας για την Cisco, και τα μελλοντικά περιθώρια της κερδοφορίας εξαρτώνται απ’ την ικανότητα της εταιρείας να μαστορεύει σαγηνευτικές αφηγήσεις “ευφυΐας”. Όμως και πολλοί δημοτικοί άρχοντες και μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί έχουν μπει στο κόλπο. Μπορεί κανείς να βρει κι εδώ τα υλικά κίνητρα, όπως αποδεικνύουν οι έρευνες για τα συγκοινωνούντα δοχεία απασχόλησης και καριέρας μεταξύ εταιρειών, δημόσιου και “τρίτου τομέα”. Όταν οι δημόσιοι υπάλληλοι μπορούν να βγάλουν πολύ περισσότερα πηδώντας απ’ τους κυβερνητικούς οργανισμούς στις επιχειρήσεις αν είναι ευέλικτοι και συνεργάσιμοι, λίγοι έχουν κίνητρο να κάνουν δύσκολες ερωτήσεις σε βάρος των επιχειρήσεων. Τα σύνορα μεταξύ δημόσιου και διωτικού τομέα είναι πορώδη.
Πέρα απ’ τα υλικά κίνητρα και τις φιλοδοξίες καριέρας, και εξίσου σημαντική μ’ αυτές, η ρητορία περί “έξυπνης πόλης” εξορθολογικοποιεί τους urban μετασχηματισμούς εμφανιζόμενη σαν αναπαράσταση των τεχνολογικών συστημάτων και των δυνατοτήτων τους. Σε σχόλιο του, σε έρευνα για τις “έξυπνες πόλεις”, ο γεωγράφος Rob Kitchin υποστηρίζει ότι είναι προβληματικός ο τρόπος με τον οποίο “το μεγαλύτερο μέρος του γραπτού και προφορικού λόγου σχετικά με τις “έξυπνες πόλεις” είτε προέρχεται από εταιρείες, είτε από ακαδημαϊκούς ή κυβερνήσεις, “επιδιώκει να εμφανίζεται σαν ιδεολογικά ουδέτερος, κοινής λογικής και ρεαλιστικός”. Πρόκειται για μια έκρηξη τεχνοκρατικής νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, αλλά και ενός ευρύτερου πολιτικο-οικονομικού φαντασιακού περί σταθερής κερδοφορίας και φορολόγησης. Οι υποστηρικτές της “έξυπνης πόλης” μοστράρονται σαν σκληροπυρηνικοί επιλυτές των προβλημάτων, που προσπερνούν τις πολιτικές “μηδενικού αθροίσματος” οι οποίες προκαλούν συχνά συγκρούσεις.
Ωστόσο, πολύ συχνά ξεπέφτουν στην κατάσταση που ειρωνικά περιγράφει ο Clifford Geertz ως εξής: “Εγώ έχω μια κοινωνική φιλοσοφία· εσύ έχεις μια πολιτική άποψη· αυτός έχει μια ιδεολογία”. Αυτή η τριχοτόμηση είναι βολική. Το “εγώ” θα μπορούσε να είναι οι εργολάβοι των “έξυπνων πόλεων”· το “εσύ” οι δημοτικές αρχές” και το “αυτός” οι διάφορες ομάδες του πληθυσμού που δείχνουν βαθύτερες ανησυχίες σχετικά με τις εφαρμογές μαζικής επιτήρησης και ελέγχου και της επεξεργασίας των δεδομένων.
Πάρτε, για παράδειγμα, μια ομιλία του Samuel Palmisano (του 2010), τότε προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της IBM, όπου υποστηρίξε ότι “η οικοδόμηση ενός εξυπνότερου πλανήτη είναι ρεαλιστική ακριβώς επειδή είναι τόσο αναζωογονητικά μη – ιδεολογική”. Ωστόσο, όπως εξηγεί ο Geertz, η χρήση του όρου ιδεολογία με στόχο να απομονώσει “αυτούς”, είναι μια από τις πιο ιδεολογικές πρακτικές της σύγχρονης ρητορικής για τις “έξυπνες πόλεις”, ένας τρόπος απόκρυψης των πιο αμφισβητήσιμων αξιών και παραδοχών που οδηγούν τους υπέρμαχους.
Για την καλύτερη κατανόηση του πολιτικού χαρακτήρα της “έξυπνης πόλης”, μπορεί κάποιος να σκεφτεί μια λογική προέκταση μιας ήδη υπάρχουσας “έξυπνης πόλης”, αυτό που προτάθηκε σαν πείραμα σκέψης απ’ τον φιλόσοφο και νομικό θεωρητικό Lawrence Solum. Η Σιγκαπούρη έχει “έξυπνες διασταυρώσεις που ρυθμίζουν τα φανάρια ανάλογα με την κυκλοφορία”. Και κάποιος μπορεί να φανταστεί ακόμα πιο περίπλοκες μεθόδους ελέγχου της ροής των οχημάτων.
Ο Solum το πάει λοιπόν πιο πέρα, προτείνοντας την ανάπτυξη μιας “Αρχής Κυκλοφορίας με βάση την Τεχνητή Νοημοσύνη” (Artificially Intelligent Traficc Authority – AITA), η οποία θα μπορούσε “να προσαρμοστεί στις αλλαγές της συμπεριφοράς των οδηγών και της ροής της κυκλοφορίας”. Το σύστημα αυτό θα έπρεπε να σχεδιαστεί έτσι ώστε να “εισάγει τυχαίες παραλλαγές και να τρέχει ελεγχόμενα πειράματα για να αξιολογεί τις επιδράσεις του συνδυασμού διάφορων παραγόντων στις κυκλοφοριακές συνθήκες” ανακαλώντας τις συστάσεις του Jim Manzi για πολύ περισσότερους πειραματισμούς στη δημόσια πολιτική.
Αλλά το σύστημα αυτό δεν θα ήταν ιδιαίτερα επιεικές στους ατομικούς πειραματισμούς, ας πούμε στις παραβιάσεις των κανόνων του. Αντίθετα, όπως το φαντάστηκε ο Solum, “οι παραβάσεις θα ανιχνεύονταν από ένα περίπλοκο σύστημα ηλεκτρονικής επιτήρησης” και οι παραβάτες “θα εντοπίζονταν και θα απομακρύνονταν αμέσως απ’ την κυκλοφορία μέσω ενός συστήματος γερανών που θα βρίσκονταν σε βασικές διασταυρώσεις”.
Ο Solum χρησιμοποίησε αυτό το παράδειγμα όχι σαν πρόταση για την μελλοντική οργάνωση της κυκλοφορίας αλλά για να επισημάνει το ξεπέρασμα των συνηθισμένων διαφορών ανάμεσα στις ανθρώπινες και στις τεχνικές εννοήσεις του νόμου. Το σενάριό του είναι χρήσιμο για να υποδείξει τις αναπόφευκτες νομικές και πολιτικές πτυχές της αυτοματοποιημένης, μηχανικά μεσολαβημένης επιβολής του νόμου, ακόμη και σε ένα ζήτημα φαινομενικά τεχνικό, όπως είναι η κυκλοφορία στις πόλεις. Θα μπορούσαν, άραγε, στο υποθετικό σενάριο του Solum, οι γερανοί να αφαιρέσουν “χειρουργικά” διαδηλωτές, όπως εκείνους στο Ferguson, που έκλειναν τους αυτοκινητοδρόμους; Θα μπορούσαν να απομακρύνουν οποιονδήποτε με ληγμένη άδεια κυκλοφορίας ή ασφάλεια οχήματος;
Ο στόχος των υπερασπιστών των “έξυπνων πόλεων” είναι να εφαρμόσουν τα μοντέλο εταιρικής διακυβέρνησης πρώτα στην αναγνώριση, ύστερα στην ιεράρχιση και τελικά στην επίλυση των urban εντάσεων· δηλαδή στη ζωή στις πόλεις. Αυτό σημαίνει κατάλληλη επιλογή και προβολή των “προβλημάτων που θα λυθούν”, με ολοκληρωτικό τρόπο.
Ας πάρουμε μερικά εύκολα και προφανή παραδείγματα: θα πρέπει οι νέες μορφές επιτήρησης να επικεντρωθούν πρώτα στην καταπολέμηση του εμπορίου ναρκωτικών, στις ενδείξεις οικονομικών εγκλημάτων ή στις αθέμιτες εργασιακές πρακτικές των εργοδοτών; Η κλοπή των μισθών είναι τεράστιο πρόβλημα, αλλά σπάνια λαμβάνεται σοβαρά υπ’όψη απ’ τις αρχές. Οι κάμερες και οι αισθητήρες στα εστιατόρια εστιάζουν στην αποτροπή της κλοπής τροφίμων απ’ τους εργαζόμενους, στην αποτροπή δηλητηρίασης των τροφίμων ή στον εντοπισμό των παραβιάσεων στα μέτρα ασφαλείας; Ο “έλεγχος της κυκλοφορίας” περιλαμβάνει και τις προσπάθειες να σταματήσει αργά το βράδυ ο θόρυβος από κορναρίσματα, ή η αντιμετώπιση αυτού του θορύβου θεωρείται δαπανηρή με “ευφυείς” τρόπους, κι άλλωστε “αυτορρυθμίζεται” μέσω εκατομυρίων μικρών πράξεων αστυνόμευσης κάθε χρόνο, σε αντίθεση με το πρόβλημα “παρεμπόδιση της κυκλοφορίας των πεζών” που χρησιμοποείται συνήθως απ’ την αστυνομία σα δικαιολογία για την παρενόχληση των αφροαμερικάνων που στέκονται στα άδεια πεζοδρόμια; Τα αυτόνομα συστήματα ελέγχου των αυτοκινήτων θα ήταν προτιμότερο να αποτρέπουν θανάτους πεζών ή απλά θα επιδιώκουν την ομαλή ροή των αυτοκινήτων προς και από την πόλη;
Η ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού προσφέρει πάρα πολύ συχνά γρήγορες, “προφανείς” και μη αμφισβητούμενες απαντήσεις σε ερωτήματα που διαμορφώνονται σαν παραλλαγές των σχέσεων κόστους – οφέλους. Εννοείται ότι είναι η επιχειρηματική δεοντολογία που μπορεί να διαχειριστεί με καλύτερο τρόπο αυτές τις σχέσεις· και “αυτοί” περισσεύουν. Μένουν οι “εσείς”, οι δημόσιοι οργανισμοί, που θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν την δυναμική και την αποτελεσματικότητα των επιχειρηματικών σχεδιασμών.
Το πράγμα εξελίσσεται με ενθουσιώδη απλότητα! Τον Φλεβάρη του 2015 η γερουσία των ηπα οργάνωσε μια ακρόαση με θέμα “ο συνδεδεμένος κόσμος: εξετάζοντας το διαδίκτυο των πραγμάτων” (connected world: examining the internet of things). Η δήλωση του δημοκρατικού γερουσιαστή Cory Booker ήταν αντιπροσωπευτική:
Αυτή είναι μια εκπληκτική ευκαιρία για μια διακομματική, βαθιά πατριωτική προσέγγιση, σ’ ένα ζήτημα που μπορεί να πυροδοτήσει την οικονομία μας. Νομίζω ότι υπάρχουν τρισεκατομμύρια δολάρια, για να δημιουργήσουν αμέτρητες θέσεις εργασίας, να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής και να εκδημοκρατίσουν την κοινωνία μας με τρόπους που προσφέρουν πλεονεκτήματα στους ανθρώπους που περιθωριοποιούνται, καταργώντας τα εμπόδια της φυλής και της τάξης.
Δεν μπορούμε καν να φανταστούμε το μέλλον που προμηνύεται και θα έπρεπε να το αγκαλιάσουμε… Κι έτσι πολλές απ’ τις ανησυχίες μου είναι αυτές που επαναλαμβάνονται και από τους ρεπουμπλικάνους συναδέλφους μου, ότι δηλαδή πρέπει να κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να το ενθαρρύνουμε αυτό, και τίποτα για να το περιορίσουμε…
Το να κάνουμε οτιδήποτε για να εμποδίσουμε αυτό το άλμα της ανθρωπότητας, μου φαίνεται ατυχές… Και πιστεύω επίσης ότι αυτό πρέπει να γίνει μέσω μιας συνεργασίας δημόσιου και ιδωτικού τομέα. Όλοι έχουμε έναν ρόλο.
Οι δηλώσεις του Booker είναι οι κοινότοπες απόψεις περί καινοτομίας και τεχνολογικής προόδου στην κοινωνία: το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να φύγουμε απ’ τη μέση. Στην καλύτερη περίπτωση, το καθήκον μας είναι να παράσχουμε όλη τη νομική, υλική και ιδεολογική υποστήριξη που μπορούμε για τις καινοτομίες – και τους καινοτόμους – όπως το internet of things.
Όποιος θέλει να βάλει δύσκολα ερωτήματα σχετικά με το μέλλον, πόσο μάλλον να περιορίσει και να επιβραδύνει την τεχνολογική ανάπτυξη, de facto καταστρέφει μια αναπτυσσόμενη οικονομία και στέκεται εμπόδιο σε μια δημοκρατικοποιημένη δύναμη για δικαιοσύνη. Αυτό δεν είναι πατριωτικό…
Σχετική είναι και η προβολή του τεχνολογικού “νοικοκυρέματος” στους urban προϋπολογισμούς: περισσότερα με λιγότερα. Είναι σαν η νεοφιλελεύθερη ιδέα περί αποτελεσματικότητας να εξοπλίζεται ηλεκτρονικά ως το σημείο της κατασκευής ενός ολικού περιβάλλοντος, ψηφιακού και φυσικού. Για παράδειγμα ο χρόνος που δαπανάται για την οργάνωση και την ανάπτυξη μιας “πλατφόρμας όπου θα εμπλέκονται οι πολίτες με τον δήμο αλλά και μεταξύ τους μέσω κειμένου, φωνής, social media, και άλλων εφαρμογών”, δεν είναι χρόνος που δαπανάται για την ανάδειξη των συνεπειών που έχει η φοροκλοπή των πλουσίων. Θα είχε, άραγε, ανάγκη η πόλη του Newark ή του New Jersey μια “δωρεά” 100 εκατομμυρίων δολαρίων απ’ τον Mark Zuckerberg, για την βελτίωση του εκπαιδευτικού τους συστήματος, αν όλοι οι δισεκατομμυριούχοι δεν τα είχαν καταφέρει μια χαρά να μειώσουν τους προσωπικούς και τους εταιρικούς φόρους που πληρώνουν και να φυγαδεύουν τον πλούτο τους σε ασφαλή εξωτικά μέρη;
Κάθε φορά που ένας “quanttrepreneur” προτείνε νέους έξυπνους τρόπους μέτρησης και μεγιστοποίησης της “αποδοτικότητας” των δημόσιων υπαλλήλων, κάποιοι με κριτική σκέψη θα έπρεπε να ρωτήσουν: Από που προέρχεται η πίεση του να “κάνεις περισσότερα με λιγότερα”; Η εστίαση στην τεχνολογία με την οποία “γίνονται περισσότερα”, στην τεχνολογία που απαντάει στα ζητήματα που βολεύουν τις εταιρείες, εκτοπίζει την κρίσιμη συζήτηση στις αιτίες των “λιγότερων” κυβερνητικών πόρων και εργαζόμενων.
…
μετάφραση / απόδοση
Wintermute
Ziggy Stardust
cyborg #11 – 02/2018
- Χρησιμοποιούμε τις λέξεις “έξυπνη πόλη” σε εισαγωγικά για να τονίσουμε το γεγονός ότι η χρησιμοποιούμενη γλώσσα έχει γίνει ήδη φορέας της ρητορικής, με ότι αυτό συνεπάγεται. Διότι ποιος θέλει να είναι “χαζός”; Συνεπώς ακόμα και οι λέξεις εξασφαλίζουν προκαταβολικά ένα πλεονέκτημα σε κάποιους. ↩︎
- Cyborg #01, Smart cities ↩︎
- Για τους συγγραφείς: O Jathan Sadowski είναι καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Sydney, ειδικευμένος στις “έξυπνες πόλεις”. Ο Frank Pasquale είναι καθηγητής νομικής στο πανεπιστήμιο του Maryland, ειδικευμένος στις νομικές διαστάσεις των big data… ↩︎
- https://archive.is/vdpCr ↩︎
- Η Masdar city είναι ένα πολεοδομικό project ποτ κατασκευάζεται στα αραβικά εμιράτα, χρηματοδοτούμενο κυρίως απ’ τους εκεί σεΐχηδες. Η κατασκευή ξεκίνησε το 2008, αλλά λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης η εξέλιξή του έχει καθυστερήσει αρκετά. Σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό η Masdar (που προβάλλεται σαν η πόλη με την “απόλυτα καθαρή παραγωγή ενέργειας”) θα έχει από 45 ως 50 χιλιάδες κατοίκους, και 1500 επιχειρήσεις. Γύρω στους 60.000 εργάτες θα πηγαινοέρχονται κάθε μέρα σ’ αυτήν, αλλά δεν θα μένουν εκεί… ↩︎
- Η PlanITValley ήταν σχέδιο για την κατασκευή εκ του μηδενός μιας “έξυπνης πόλης” στην πορτογαλία, κοντά στο Porto. Η κατασκευή δεν ξεκίνησε ποτέ λόγω διάφορων προβλημάτων, κυρίως των διαφωνιών μεταξύ των βασικών “οραματιστών” και συνεταίρων, μετά τον αρχικό ενθουσιασμό τους. ↩︎
- Against the smart city, εκδ. 2013. Παρότι κριτικός απέναντι σ’ αυτά τα project, ο Adam Greenfield ανήκει στους “μετανοιωμένους” της σχετικής παγκόσμιας βιομηχανίας. Απ’ το 2008 (στα 40 του τότε) μέχρι το 2010 ήταν διευθυντής σχεδιασμού, στο τμήμα διεπαφών και συσκευών της φινλανδικής nokia. Το 2010 γύρισε στη Ν. Υόρκη και δημιούργησε ένα σύστημα σχεδιασμού επικοινωνιακών / ψηφιακών συστημάτων κλίμακα πόλης, που το ονόμασε Urbanscale, το οποίο προώθησε σαν “ιδανικό για τον σχεδιασμό διασυνδεδεμένων πόλεων και πολιτών”. Το 2013 κέρδισε μια υποτροφία για μεταπτυχιακά στο London School of Economics, και έκτοτε διδάσκει στην αρχιτεκτονική σχολή του University College στο Λονδίνο. Το πιο γνωστό βιβλίο του έχει τίτλο Everyware: The Dawning Age of Ubiquitous Computing. ↩︎